Από την ιστορία του βιβλίου[1]
Οι Άραβες πήραν από την Κίνα την εφεύρεση του χαρτιού και τη διέδωσαν: το αρχαιότερο χρονολογημένο αραβικό χειρόγραφο σε χαρτί είναι του 866. Στον βυζαντινό κόσμο, η νέα αυτή ύλη γραφής ονομάστηκε βαγδατινός, «από την Βαγδάτη», ή πιο συχνά βαμβύκινος, που μπορεί να ερμηνευτεί ικανοποιητικά μόνο αν συσχετίσουμε τη λέξη με το όνομα της πόλης Βαμβύκη (Ιεράπολη), στα δυτικά του Ευφράτη, ανάμεσα στην Αντιόχεια και στην Έδεσσα, που ήταν ίσως κέντρο εισαγωγής και διάδοσης του αραβικού χαρτιού. Στις αραβικές χώρες και κυρίως στη Συρία, το χαρτί θα χρησιμοποιήθηκε, φυσικά, για την αντιγραφή ελληνικών αλλά και άλλων κειμένων. Δεν γνωρίζουμε πότε άρχισε η εισαγωγή (ή και η παραγωγή ίσως αργότερα – αλλά γι’ αυτήν δεν έχουμε ακόμα στοιχεία) του «αραβικού» χαρτιού στις βυζαντινές περιοχές. Ωστόσο, οι αρχαιότερες μνείες που έχουν ως τώρα επισημανθεί για τα βαμβύκινα, σε αντίθεση προς τις περγαμηνές ή σωματώα, ανάγονται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα (στην Διάταξη του Μιχαήλ Ατταλειάτη) και στην αρχή του επόμενου αιώνα (στο Τυπικόν της Ειρήνης Κομνηνής για την μονή της τής Θεοτόκου Κεχαριτωμένης). Το αρχαιότερο βυζαντινό έγγραφο σε χαρτί είναι το χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου Μονομάχου για την Λαύρα, του Ιουνίου 1052. και το αρχαιότερο γνωστό και χρονολογημένο βυζαντινό χειρόγραφο σε χαρτί είναι ίσως του 1043 ή οπωσδήποτε του 1105. Βρισκόμαστε λοιπόν μακριά από τον 9ο αιώνα: τίποτα δεν δείχνει ότι η εισαγωγή του χαρτιού έπαιξε κάποιο ρόλο εκείνη την εποχή στην ιστορία του βιβλίου.
Αν όμως η αποφασιστική αλλαγή δεν έγινε στο υλικό, μήπως έγινε στην γραφή; Εδώ έχουμε το δύσκολο πρόβλημα της καταγωγής της μικρογράμματης γραφής. Πραγματικά, όλα δείχνουν ότι πριν από τον 9ο αιώνα τα φιλολογικά (με την πιο πλατιά έννοια) κείμενα πρέπει να γράφονταν πάντοτε σε μεγαλογράμματη γραφή και από τον 9ο αιώνα και πέρα σε μικρογράμματη. Δεν πρόκειται όμως για εφεύρεση μιας γραφής ολότελα νέας: είναι φανερή η συγγένεια της μικρογράμματης γραφής του 9ου αιώνα με μια παλαιότερη γραφή, διαφορετική από την μεγαλογράμματη, την «επισεσυρμένη» των παπύρων, των ιδιωτικών αρχείων, των διοικητικών εγγράφων, κτλ. Ωστόσο οι διαφορές είναι επίσης πολλές και έτσι δεν μπορούμε να μιλούμε για απλή εξέλιξη. Άλλωστε αυτή η εξάπλωση της μικρογράμματης σε όλα τα φιλολογικά κείμενα, σε όλα τα βιβλία, σε όλες τις «εκδόσεις», αποτελεί μόνη της μια αληθινή επανάσταση. Μπορεί μήπως να επισημανθεί η καταγωγή της γραφής αυτής και να τοποθετηθεί η αρχή της σε μια συγκεκριμένη χρονολογία; Το παλαιότερο σήμερα χρονολογημένο ελληνικό χειρόγραφο σε μικρογράμματη γραφή είναι το Τετραβάγγελο Ουσπένσκι, στην Αγία Πετρούπολη: είναι γραμμένο το 835 και προέρχεται από τη μονή Στουδίου. Ωστόσο, για την χρήση της μικρογράμματης αποτελεί το πολύ, απλό terminus ante quem, που αφήνει πολύ μεγάλα περιθώρια: άλλωστε η γραφή αυτού του χειρογράφου εμφανίζεται τόσο ώριμη, που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι βρίσκεται ήδη μακριά από την πρώτη περίοδο της χρήσης της. Πραγματικά, φαίνεται ότι μπορούμε να βρούμε νύξεις για τη νέα αυτή γραφή σε κείμενα παλαιότερα από το 835.
…
Ο Κώδικας 80 της Βιβλιοθήκης του Φωτίου είναι εκτενής περίληψη της Ιστορίας του Ολυμπιόδωρου, η οποία διηγείται τα γεγονότα από το 407 ως το 425 μ.Χ. και ο συγγραφέας της την είχε αφιερώσει στον Θεοδώσιο Β΄. Ανάμεσα σε άλλα ανέκδοτα παρμένα από τον Ολυμπιόδωρο, ο Φώτιος αναφέρει και ένα που τοποθετείται στους χρόνους ακριβώς που ζούσε ο ιστορικός αυτός, αφού ήρωάς του είναι ο εταίρος του Φιλτάτιος. Το περιστατικό συμβαίνει στην Αθήνα: Μερικά άτομα έδειχναν ενδιαφέρον περί των κεκολημμένων βιβλίων. Επιθυμούσαν να μάθουν ποιο ήταν το μέτρο του κόλλου. Ο Φιλτάτιος, ευφυώς περί την γραμματικήν έχων, τους το δίδαξε και από ευγνωμοσύνη οι Αθηναίοι του έστησαν άγαλμα. … Δεν πρόκειται … για κόλλα, αλλά για κωλομετρία, δηλαδή για τον τρόπο χωρισμού των πεζών κειμένων σε μέρη (Κώλα) ίσου περίπου μήκους (μέτρον), με βάση το νόημα κάθε κειμένου (κωλίζω). Ήταν μια αρχαία αλλά ξεχασμένη συνήθεια που, όπως εξηγεί η Άλισον Φραντς, θέλησαν να την εφαρμόσουν πάλι στην Αθήνα, όταν, ύστερα από τις καταστροφές που προκάλεσε η επιδρομή των Ερούλων το 267 και αργότερα οι ορδές του Αλάριχου, μερίμνησαν (μετά το 400) όχι μόνο να επισκευάσουν, μαζί με άλλα κτίρια, την Βιβλιοθήκη του Αδριανού, αλλά και να την ξαναγεμίσουν με βιβλία, που τα ήθελαν γραμμένα κατά κώλα. Η Άλισον Φραντς, αφού πρόκειται για την Αθήνα και για τον 5ο αιώνα, έχει δίκιο να επισύρει την προσοχή μας σε ένα χωρίο του Πρόκλου: διττή δ’ εστίν η γραφή της ταύτα τα βάθη διοριζούσης λέξεως και η μεν προτέρα και αρχαιοτέρα (…) η δε Δευτέρα και νεωτέρα, κρατούσα δε εν τοις κεκωλισμένοις αντιγράφοις (…). Ο Πρόκλος κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στις αρχαίες «εκδόσεις» και στις πρόσφατες «εκδόσεις» ή αντιγραφικές, που ονομάζονται κεκωλισμένα αντίγραφα. Άλλωστε φαίνεται καθαρά, από ένα άλλο χωρίο, ότι αυτές τις τελευταίες τις θεωρούσε ανώτερες.
____________________
[1] Πωλ Λεμέρλ, «Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός», κεφ. Πέμπτο «Ζυμώσεις, Αναζητήσεις, Τεχνικές Πρόοδοι, οι πρώτες μεγάλες μορφές», σελ. 102 επόμ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής τραπέζης, Αθήνα 1985.