Φύση και Λόγος[1]
Η ελληνική λέξη κόσμος – κόσμημα – διασώζει την αρχαϊκή αντίληψη για τις προϋποθέσεις της ζωής που είναι η τάξη και αρμονία του κάλλους. Ο κόσμος υπάρχει, όχι επειδή αντιπροσωπεύει ένα αντι-κείμενο τί, αλλά επειδή συνιστά ένα πώς, ένα τρόπο αρμονίας και κοσμιότητας. Οι μυθολογικές κοσμολογικές διηγήσεις αναφέρουν τη σύσταση του κόσμου στη μορφοποίησή του, στην αναίρεση της αμορφίας και του χάους.
Ο τρόπος ή το πώς της κοσμιότητας του κόσμου είναι το αποτέλεσμα της παρέμβασης των νοητών στις αισθητές πραγματικότητες: Ο κόσμος υπάρχει, επειδή υπάρχει η ιερή τάξη των αριθμών, οι νόμοι της αρμονίας, τα μέτρα και τα όρια κάθε ατομικής οντότητας και των μεταξύ τους σχέσεων – μέτρα και όρια που δεν είναι δυνατόν να υπερβληθούν δίχως να καταλυθεί η κοσμική τάξη. Οι νοητές πραγματικότητες συνιστούν το λόγο του κόσμου, τον τρόπο με τον οποίο ό,τι είναι γίνεται φανερό, φαίνεται.
Λόγος είναι η μορφή, αλλά και η δυνατότητα της μορφής, όπως και η συσχέτιση των μορφών, η λειτουργική αναφορικότητα των υπαρκτών. Ο λόγος μορφοποιεί τα αισθητά, τους δίνει «είδος» και «ετερότητα» («ειδοποιό διαφορά»), επομένως ιδρύει μεταξύ τους σχέσεις αναφορικών διαφοροποιήσεων και ομοιοτήτων. Αυτή η λογική δια-μόρφωση και συσχέτιση των αισθητών είναι η ζωή – ο λόγος είναι το ζωοποιό στοιχείο του κόσμου.
Το νοητό ζωοποιό στοιχείο του κόσμου το ονομάζουμε στην ελληνική γλώσσα με τη λέξη λόγος που είναι γένους αρσενικού, γιατί η ζωοποίηση των αισθητών από τα νοητά βρίσκει τον πληρέστερο εικονισμό της στη γονιμοποίηση του θηλυκού από το αρσενικό: Η φύση των αισθητών έχει μια «θηλυκή» ετοιμότητα να σαρκώσει το γεγονός της ζωής, χρειάζεται όμως το σπέρμα του λόγου για να πραγματοποιηθεί αυτή η σάρκωση. Δίχως λογική ετερότητα η ύλη είναι ανύπαρκτη – ένα αφηρημένο νόημα. Ο λόγος της δίνει υπόσταση, την κάνει γεγονός ζωής.
Στις μεσανατολικές παραδόσεις, για την ίδια ονομασία του νοητού ζωοποιού στοιχείου του κόσμου, χρησιμοποίησαν την λέξη Χακχμά, που έχει περισσότερο το νόημα της σοφίας. Η σημασία πάντως του λόγου ως σοφίας διασώθηκε και στα ελληνικά με τον χαρακτηρισμό των ανθρώπων που αφιερώνουν τον βίο τους στην σπουδή και γνώση των νοητών πραγματικοτήτων. Είναι οι φίλοι της σοφίας, οι φιλόσοφοι. Στην αιγυπτιακή παράδοση τους ονόμασαν «φίλους του νυμφίου». Η σοφία ή ο λόγος είναι ο «νυμφίος» της ύλης, ο νυμφαγωγός στη γονιμότητα και ζωοποίηση των αισθητών.
Ανεξάρτητα από το πώς θα ονομάσουμε το νοητό ζωοποιό στοιχείο του κόσμου, η αναζήτηση, προσέγγιση και γνώση των νοητών παραμένει πάντοτε μια αποκρυπτογράφηση του μυστηρίου της ζωής και είναι η αρχή της φιλοσοφίας. Η αρχέγονη «φιλία σοφίας» είναι οπωσδήποτε άσχετη με οποιαδήποτε χρησιμοθηρική σκοπιμότητα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι άσχετη και με την πρακτική όψη της ζωής), άσχετη και με οποιαδήποτε φιλοδοξία αυτονομημένης από τη ζωή γνώσης. Είναι σπουδή του λόγου – τρόπου με τον οποίο τα νοητά παρεμβαίνουν στα αισθητά πραγματοποιώντας τη ζωή ως τάξη και κάλλος. Μοναδική φιλοδοξία αυτής της σπουδής είναι να διασφαλίσει την υποταγή στο λόγο της κοσμιότητας και τάξης του βίου, να διακονήσει τη λειτουργία της ζωής, την «κατά λόγον» πραγματοποίηση της ύπαρξης.
[1] Χρήστου Γιανναρά, «σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφίας», σελ. 20-22, εκδόσεις Δόμος, 1980