Απ’ την εξόντωση των εθνικών στα «πρωτεία» της Ρώμης[1].
Η βασιλεία του Θεοδόσιου Α΄ σημειώνει μια καμπή στην ιστορία της νέας Αυτοκρατορίας, που την απομακρύνει από τις ρωμαϊκές παραδόσεις. Εννοώ τη βίαιη ρήξη με την ειδωλολατρεία, που προκλήθηκε από τα αυτοκρατορικά μέτρα. Πράγματι, κατά τη βασιλεία του Θεοδόσιου, ο χριστιανισμός γίνεται η θρησκεία του Κράτους. Εναντίον των ειδωλολατρών εφαρμόσθηκαν μέτρα, που πήραν συχνά το χαρακτήρα πραγματικών διώξεων. Το μαντείο των Δελφών υποχρεώθηκε να σιγήσει, οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια απαγορεύθηκαν. Τα ιερά λεηλατήθηκαν από τους χριστιανούς, οι ειδωλολάτρες ιερείς, όπως γράφει με κάποια πίκρα ο Λιβάνιος, υποχρεώθηκαν «να σιγήσουν ή να αποθάνουν»[2]. Στο εξής ρωμαίος πολίτης είναι, όποιος ασπάζεται την ορθόδοξη πίστη, που καθιερώθηκε από τις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Κωνσταντινούπολης (381). Ντόπιος ή ξένος, ευρωπαίος, ασιάτης ή αφρικανός (η Αυτοκρατορία περιλαμβάνει πράγματι, γύρω από την Μεσόγειο, περιοχές που βρίσκονται σ’ αυτές τις τρεις ηπείρους), αρκεί να είναι χριστιανός για να καταλάβει οποιαδήποτε αυτοκρατορική διοικητική θέση, ν’ ανέβει ακόμα και στον θρόνο. Ο τέταρτος αιώνας, κατά τον οποίο έγινε η σκληρή προσπάθεια που κατέβαλε η Αυτοκρατορία για να διαμορφώσει τη φυσιογνωμία, η οποία θα της επέτρεπε να εγκαινιάσει μια καινούργια ζωή, τελειώνει με τον θρίαμβο του χριστιανισμού. Η Αρχαιότητα με το ανθρωπιστικό και ανεκτικό πνεύμα παρήλθε οριστικά. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παραχωρεί τη θέση της στην Βυζαντινή, ενώ ο δυτικός κόσμος μπαίνει σε μια καινούργια εποχή της ιστορίας του, κατά την οποία, όπως γράφει ο Γίββων, δεσπόζουν «η θρησκεία και η βαρβαρότητα»[3].
Όταν πέθανε ο Θεοδόσιος, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίζεται, σύμφωνα με μια παλιά μέθοδο και για να ικανοποιηθούν οι δύο γιοι του αυτοκράτορα, σε Αυτοκρατορία της Ανατολής και Αυτοκρατορία της Δύσης και παραδίνεται σπαραγμένη και μοιρασμένη, στις επιθέσεις των βάρβαρων γερμανικών λαών που είχαν αρχίσει από τον τρίτο αιώνα να παραβιάζουν σε αλλεπάλληλα κύματα τις πύλες του Καυκάσου και να εισδύουν στην Ευρώπη. Η Ανατολική Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο[4], που εκτεινόταν σε πλούσιες περιοχές, όπου δέσποζε το ελληνορωμαϊκό στοιχείο, μπόρεσε χάρη στη νέα θρησκεία και στις πολιτικές και πνευματικές παραδόσεις, να σχηματίσει ένα στέρεο κράτος, που είχε συνείδηση της αξίας της κληρονομιάς του. Έτσι μπόρεσε ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους επιδρομείς[5]. Οι βάρβαροι φθάνοντας στον Δούναβη, βόρειο σύνορο της Αυτοκρατορίας, που τον κάλυπταν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και μια μακρά σειρά από φρούρια, παρά τις πολλαπλές, συχνά θεαματικές, αλλά πάντα μεμονωμένες επιδρομές τους, ως τα φρούρια της Κωνσταντινούπολης ακόμα, υποχρεώθηκαν τελικά ν’ αναγνωρίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την εξουσία της Αυτοκρατορίας, που δεν δίσταζε να υποβληθεί σε σοβαρές υλικές θυσίες για να την επιβάλει. Το Βυζάντιο, αυτοκρατορία πολυεθνική, που είχε όμως εμπιστοσύνη στην πολιτιστικής της δύναμη, απορρόφησε και αφομοίωσε με τον καιρό στοιχεία ξένα προς τις παραδόσεις του, ενώ από την άλλη μεριά διέθετε τα χρήματα της Αυτοκρατορίας στη σοφή διπλωματία του, που ενθάρρυνε τους πείσμονες αρχηγούς των διαφόρων ομάδων των επιδρομέων ν’ αναζητήσουν αλλού καταφύγιο και τόπο για την εγκατάστασή τους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Ανατολική Αυτοκρατορία, χάρη στο αμυντικό της σύστημα και στο επιδέξιο διπλωματικό της παιγνίδι, που απέβλεπε στο να στρέψει τους βαρβάρους τον ένα εναντίον του άλλου, κατάφερε τελικά να τους κατευθύνει προς την ερημωμένη από τους πληθυσμούς της, φτωχή και εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της, Δύση. Χάρη τέλος στις πολιτιστικές και πολιτικές της δυνάμεις, μπόρεσε ν’ απορροφήσει τους βαρβάρους, που εισέδυσαν στο έδαφός της και προμήθευαν εργατικά χέρια για την γεωργία και οπλίτες για τις αυτοκρατορικές στρατιές, στις τάξεις των οποίων πολέμησαν πολλές φορές, εναντίον των αδελφών τους[6]. Έτσι, ενώ η Δυτική Αυτοκρατορία με πρωτεύουσά της τη Ρώμη, υποδουλωνόταν στους βαρβάρους, που μοιράστηκαν μεταξύ τους το έδαφός της το 476, η Ανατολική Αυτοκρατορία βγήκε από τη δοκιμασία που συγκλόνισε την Ευρώπη από τον τρίτο ως τον πέμπτο αιώνα, με την εδαφικής της ακεραιότητα σχεδόν άθικτη και με διαμορφωμένη εθνική και πολιτική φυσιογνωμία.
Η Ανατολική Αυτοκρατορία γίνεται από εδώ κι εμπρός ο προμαχώνας της χριστιανοσύνης και το καταφύγιο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Μπροστά στην ερημωμένη από τους βαρβάρους Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη γίνεται το κέντρο του πολιτισμένου κόσμου, η μοναδική πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μόνο οι αυτοκράτορές της θα μπορούν να φέρουν νόμιμα τον τίτλο του αυτοκράτορα, που εξυπονοούσε των Ρωμαίων. Ο πατριάρχης της θα υψωθεί στην ίδια ιεραρχική τάξη με τον πάπα και θα μπορεί χωρίς αμφισβήτηση ν’ αποκαλείται οικουμενικός. Μόνο η Κωνσταντινούπολη θα είναι η βασιλίς – πόλις, η κατ’ εξοχήν πόλις[7], ενώ η Ρώμη, κατεστραμμένη και εκβαρβαρισμένη, υποτάσσεται στην Κωνσταντινούπολη. Θα θυμηθεί την παλιά της δόξα, τους τίτλους και τα πρωτεία της, όταν η βάρβαρη Δύση, την οποία και θα εκχριστιανίσει, θα βρει τη δύναμη να ορθωθεί εναντίον του Βυζαντίου, για να διεκδικήσει το προβάδισμα μέσα σ’ έναν καινούργιο κόσμο.
[1] Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 17-20, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 1988.
[2] Ο Λόγος «Υπέρ των Ιερών», που απηύθυνε ο Λιβάνιος στον Θεοδόσιο αποτελεί την καλύτερη απεικόνιση αυτής της κατάστασης πνευμάτων, Έκδοση Foerster, Oratio, XXX & 8 κε.
[3] Γι’ αυτήν την γνώμη του Γίββωνα, βλ. τις παρατηρήσεις του Οστρογκόρσκυ στο Geschichte des byzantinischen states, 3η εκδ. Munich, 1963, σελ. 1-19.
[4] Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί αποκαλούν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία «Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» ή «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής». Αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τον όρο «βυζαντινή», ως ακατάλληλο και βεβαρυμένο με μια σχεδόν μειωτική έννοια βασισμένη στις εσπευσμένες ερμηνείες λογίων συγγραφέων της εποχής του Διαφωτισμού για έναν πολιτισμό, του οποίου το πνεύμα και την σημασία αδυνατούσαν να συλλάβουν.
[5] J. B. Bury, Causes of survival of Roman Empire in the East, στο Selected Essays, Cambridge, 1930, σελ. 231-242.
[6] Ο καλύτερος εκπρόσωπος αυτής της πολιτικής της ανοχής έναντι των βαρβάρων παραμένει ο Θεμίστιος. Βλ. τον «Λόγο» του αρ. ΧVI, Hildesheim, 1961, σελ. 251.
[7] Για τις σχέσεις μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, βλ. F. Doelger, Ας σημειώσουμε ότι η Κωνσταντινούπολη χαρακτηρίζεται επίσης ως «πόλις εστί βασιλεύουσα του τε κόσμου παντός υπερέχουσα», ως «πατρίς ανθρωπότητος», ως «πανευδαίμων», ως «ο οφθαλμός της χριστιανικής πίστεως», ως «Νέα Ρώμη» και «Νέα Ιερουσαλήμ». Θα συμφωνήσουμε ότι αυτά τα ονόματα αποκαλύπτουν τα βάθρα της ιδεολογίας του βυζαντινού κράτους, από τότε που δημιουργήθηκε. Η Κωνσταντινούπολη, αντίθετα, δεν διεκδίκησε ποτέ τον τίτλο «Νέα Αθήνα».