Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

εν αρχή ην ... η Φιλοσοφία

ο Σωκράτης ενώπιον της θανατικής καταδίκης[1]

Διά της πρώτης ψήφου οι κριταί εψήφισαν τον Σωκράτη ένοχον μόνον, αλλ’ όταν μετά την απόκρισίν του εφάνη, ότι ανεκάλει από το δικαστήριόν των εις το δικαστήριον της δικαιοσύνης, και των μεταγενεστέρων, και αντί να ομολογήση εαυτόν πταίστην, εζήτει ανταμοιβάς, και τιμάς από την πολιτείαν, τόσον παρωργίσθησαν οι κριταί, ώστε τον κατεδίκασαν να πιη το κώνειον, όπερ ην μία θανάσιμος τιμωρία, πολλά συνειθισμένη εν αυτοίς.

Ο Σωκράτης εδέχθη τεύτην την ψήφον με άκραν αδιαφορίαν. Τότε ο μαθητής του Απολλόδωρος ήρξατο να υβρίζη, και να θρηνή πικρώς, ότι ο διδάσκαλός του έμελλε να αποθάνη αδίκως. «Και τί […], απεκρίθη ο Σωκράτης γελάσας, ηγάπας […] οθάνω δικαίως; Ο Μέλιτος, και ο Άνυτος δυ […] με φονεύσωσιν, ουχί δε να με κάμωσι και […]

[…] τα ταύτην την ψήφον, ο Σωκράτης εδείκνυε […] ήν γενναιότητα, και γαλήνην του προσώπου, […] την οποίαν εδίδασκε την αρετήν, και ήλεγξε τους Τυράννους[2]. Όταν εισέβη εις την φυλακήν, η οποία ήδη έγινε το κατοικητήριον της αρετής, και σοφίας[3], οι φίλοι τω ηκολούθησαν, και τον επεσκέπροντο διά 30 ημερών, οπού επέρασαν από την ώραν της καταδίκης έως του θανάτου, η δε αιτία ταύτης της πολυχρονίου αργοπορίας εχρημάτισεν η ακόλουθος. Οι Αθηναίοι έστελλον κατ’ έτος εις την Δήλον μίαν τριήρη, διά να προσφέρη διωρισμένας τινάς θυσίας, και Νόμος ην αυτοίς να μη θανατώνωσι ποτέ τινά εν τη πόλει, αφ’ ου χρόνου ο ιερεύς του Απόλλωνος εστεφάνωνε την πρύμνην τούτου του πλοίου, ως σημείον της αναχωρήσεως, έως ου επέστρεφεν εκ Δήλου το ίδιον πλοίον. Επειδή ουν η κατά του Σωκράτους απόφασις έγινε μίαν ημέραν μετά την αναχώρησιν του πλοίου, ναγκαίον ήτον να αναβάλωσι την εκπλήρωσιν αυτής εις τριάκοντα ημέρας, οπού διήρκεσεν η οδοιπορεία αυτού του πλοίου.

Μεταξύ δε τούτου του χρόνου, ο θάνατος είχεν ικανήν ευκαιρίαν να παρασταθή προ οφθαλμών του Σωκράτους με όλην την τρομεράν θεωρίαν, και να δοκιμάση την καρτερίαν του, όχι μόνον διά τας σκληράς κακοπαθείας της φυλακής, όπου ευρίσκετ[…] άλυσον εις τους πόδας, αλλά μάλιστα διά την πα[..] προσδοκίαν και τρομεράν ενθύμησιν εκείνου του […] κότος, αφ’ ου και αυτή η φύσις πάντοτε φρίττει, […] Αλλ΄αυτός εις αυτήν της αξιοσυμπάθητον κα[…] εφανέρωσε διά παντός εκεινην την άκραν γαλ[…] πνεύματος, δι ήν οι φίλοι εθαύμαζον αυτόν […] και συνωμίλει με την αυτήν ησυχίαν του προσώπου, οπού έδειξε και πρότερον πάντοτε, και ο Κρίτων λέγει, ότι τη εσπέρα προ του θανάτου εκοιμήθη, καθώς και άλλοτε, ειρηνικώτατα. Ο Σωκράτης εσύνθεσε τότε ένα ύμνον (παιάνα) προς τιμήν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, και μετέφρασεν εις στίχους ένα Αισώπειον μύθον[4].

Τη προτεραία, η τη αυτή ημέρα, καθ’ ην έμελλε να έλθη το πλοίον εκ της Δήλου, μετά την επιστροφήν του οποίου εμελετάτο ο θάνατος του Σωκράτους, ήλθε το πρωί προς αυτόν εν τη φυλακή ο πιστότατός του φίλος Κρίτων, φέρων την πικράν είδησιν, και λέγων, ότι εις την εξουσίαν του ήτον να φύγη εκ της φυλακής, και ότι κατέπεισε τον δεσμοφύλακα να ανοίξη τας θύρας, και τω υπέσχετο μίαν ασφαλή καταφυγήν εις την Θετταλίαν. Ο Σωκράτης γελάσας προς ταύτα, ηρώτησεν, αν εγίγνωσκε κανένα τόπον έξω της Αττικής, όπου δεν απέθνησκεν ο άνθρωπος; Ο Κρίτων έμεινε στερεός εις τον σκοπόν του, και παρεκίνει να μη αφήση αυτήν την αξιόλογον ευκαιρίαν, επιφέρων πολλάς αποδείξεις προς πειθώ. «Χωρίς να αναφέρω, έλεγε, τον απαρηγόρητον πόνον, όπου θέλει μοι προξενήσει ο θάνατος ενός τόσον ερασμίου φίλου μου, πώς θέλω […]ή να υποφέρω τους ελέγχους τόσων ανθρώ[…] οι οποίοι θέλουσι νομίσει, ότι ημπορών να σε […] δεν ηθέλησα, μόνον διά να μη δαπανήσω […]τι του πλούτου μου; Ημπορεί άραγε ο λαός […]ταπεισθή, ότι συ, ως φρόνιμος άνθρωπος, δεν […]ησας να φύγης εκ της φυλακής, όταν ημ[…] να το κάμης με κάθε ασφάλειαν; Αλλ’ ίσως φιβήσαι μη βάλης τους φίλους σου εις κίνδυνον, και απώλειαν της ουσίας των, ή και αυτής της ζωής και ελευθερίας; Αλλά προς θεού, έχομεν ημείς άλλο τί πολυτιμώτερον, και τιμιώτερον από την σωτηρίαν την εδικήν σου; Ως και αυτοί οι ξένοι αμίλλωνται με ημάς περί αυτής της τιμής, και πολλοί αυτών ήλθον επίτηδες, φέροντες πολλά χρήματα, αναγκάια προς την φυγήν σου, και λέγουσιν ότι θέλουσι νομίζει μεγάλην τιμήν να σε πάρουν εις τον τόπον τους, και να σοι χορηγώσιν αφθόνως όλα τα χρειαζόμενα. Καταδέχησαι να παραδοθής εις τους εχθρούς, τους αδίκους προδότας σου, και να νομίσης θεμιτόν να προδώσης το ίδιόν σου δίκαιον; Δεν είναι μάλιστα χρεώστης, ως ενάρετος και δίκαιος άνθρωπος, να ελευθερώσης τους συμπολίτας σου από το έγκλημα, και την παρανομίαν; Ανίσως δε όλα αυτά τα αίτια δεν σε μεταπείθουν, και αν δεν φροντίξης διά το ίδιό σου συμφέρον, πώς στέργεις καν να αμελήσης το καλόν των τέκνων σου; εις ποίαν κατάστασιν τα αφίνεις; ημπορείς να λησμονήσης, ότι είσαι γονεύς και πατήρ, και να ενθυμήσαι μόνον, ότι είσαι φιλόσοφος;»

Ο Σωκράτης ακούσας μετά προσοχής τους λόγους του Κρίτωνος, επήνεσε τον ζήλον, και την αγάπην του, και ευχαρίστησεν, αλλ’ είπεν, ότι πριν να συγκατανεύση εις την συμβουλήν του, ήθελε ν[α ε]ξετάση, αν ήτον δίκαιον να φύγη εκ της […] χωρίς της γνώμης των Αθηναίων. Όθ […] μα ήτον, αν ο άνθρωπος, και ο αδίκως κατά[…] μένος εις θάνατον, συγχωρείται να διαφ[…] δικαιοσύνην, και τους νόμους χωρίς κρίματος [… Σω]κράτης ενόμισε τούτο άδικον, και διά τούτο […] σε γενναίως να φύγη, αλλά σεβόμενος τους νόμους της πατρίδος, απεφάσισε να τους υπακούση εις όλα, και εις αυτήν την απόφασιν του θανάτου.

[1] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού, Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος», κ. ΙΑ΄, Βιέννη 1805.
[2] Senec. in confol. ad Helv. cap. XIII.
[3] Ο αυτός de vit. beat. cap. 27.
[4] Διογ. Λαέρτ. εν βίω Σωκράτ.