Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Πολιτική

Αμερικανική Ειρήνη[1]

Στην μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο, η Αμερική «επέλεξε», εσκεμμένα και κατόπιν ενδελεχούς και πολυεπίπεδης επεξεργασίας στην οποία συνέβαλε οργανωμένα και μεθοδικά ολόκληρο το σύστημα ασφάλειας του κράτους, μια στρατηγική παγκόσμιας πολιτικής ηγεμονίας, οι μέθοδοι της οποίας αποτυπώθηκαν στο περίφημο έγγραφο NSC-68 1950[2]. Κατά το NSC-68, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εφαρμόσουν μία παρεμβατική πολιτική στα παγκόσμια δρώμενα και κατ’ επέκταση να έχουν έναν ηγετικό ηγεμονικό ρόλο, ο οποίος όχι μόνο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά / ανασχετικά έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ταυτόχρονα θα απέτρεπε και την «αυτονόμηση» και των δικών της δυτικών συμμάχων από την αμερικανική «ευμενή», αν θέλετε, ηγεμονία. Η εκπληκτική, κατά κάποιο τρόπο «παραδοχή» του NSC-68, όπως επαναβεβαιώνεται μισό αιώνα αργότερα από τον Πωλ Νίτσε, διευθυντή τότε του Policy Planning Staff του Υπουργείου Εξωτερικών που «συντόνισε» την παραγωγή του NSC-68 είναι, ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να ακολουθήσουν την ηγεμονική στρατηγική που ακολούθησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έστω και αν δεν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, μας πληροφορεί ο Νίτσε το 1999, απλά προσέδωσε επιτακτικότητα σε μια στρατηγική ηγεμονίας που επέβαλλαν οι αμερικάνικες επιταγές[3].

Ούτε και το NSC-68 ήταν καινοτόμο αναφορικά με τις ηγεμονικές βλέψεις των ΗΠΑ. Για τον εντοπισμό τους θα πρέπει να μεταφερθούμε πίσω στον 19ο αιώνα με το Δόγμα Μονρόε, όσων προηγήθηκαν της διακήρυξής τους και αυτών που ακολούθησαν, κυρίως μετά τον Αμερικανο-ισπανικό πόλεμο του 1898. Ανεξάρτητα, όπως μας πληροφορεί ο Μελνύν Π. Λεφλέρ με βάση τους αμερικανικούς μεταπολεμικούς σχεδιασμούς, «ούτε μία ενωμένη Γερμανία, ούτε μία ανεξάρτητη Ιαπωνία, επιτρέπεται να αναδυθούν ως μία Τρίτη δύναμη ή ως ένας ουδέτερος συνασπισμός»[4].

Το πόσο ειλικρινείς υπήρξαν οι συντάκτες του NSC-68, όπως ο Πωλ Νίτσε, αναφορικά προς τους διαχρονικούς στόχους και τις μεθοδεύσεις των ΗΠΑ, φάνηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 1992 διέρρευσαν στον αμερικανικό τύπο, αποσπάσματα ενός απόρρητου προσχεδίου του Αμερικανικού Πενταγώνου που έφερε τον τίτλο «Οδηγίες Αμυντικού Σχεδιασμού». Στο απόρρητο αυτό προσχέδιο, προσφέρεται μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία να αντιληφθεί ο αναγνώστης τον τρόπο σκέψης και τις αντιλήψεις, που καθοδήγησαν και διαμόρφωσαν τις διαχρονικές παραμέτρους της αμερικανικής στρατηγικής. Το έγγραφο, καταγράφει τόσο τη λογική όσο και την διαχρονικότητα των αμερικανικών στόχων και επιδιώξεων στον μετά τον Β΄ ΠΠ κόσμο, αλλά και της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Οι διατυπώσεις και οι επιδιώξεις είναι πανομοιότυπες και αποβλέπουν στη διατήρηση της αμερικανικής υπεροχής έναντι όλων απολύτως των αντιπάλων.

Με το επιχείρημα ότι η υπεροχή αυτή είναι αναγκαία, διότι διασφαλίζει την παγκόσμια πολιτική σταθερότητα και παρέχει ασφάλεια, όπως και στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στις Οδηγίες Αμυντικού Σχεδιασμού υπογραμμίζεται ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει συνεπώς «να αποθαρρύνουν τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη, από το να αμφισβητήσουν την ηγεσία μας ή ακόμα και να τρέφουν φιλοδοξίες για ένα ευρύτερο παγκόσμιο ή περιφερειακό ρόλο». Ταυτόχρονα, το «κυρίαρχο ζήτημα» της αμερικανικής μακροστρατηγικής, πρέπει να είναι η «αποτροπή κάθε εχθρικής δύναμης από την δυνατότητα να κυριαρχήσει μιας περιοχής, της οποίας οι πόροι θα της επιτρέπουν, κάτω από συγκεντρωτικό έλεγχο να παράγει παγκόσμιας εμβέλειας δυνατότητες». Στις περιοχές που μπορούν να αναδείξουν τέτοιας μορφής ανταγωνιστές κατονομάζονται η Δυτική Ευρώπη, η Ανατολική Ασία, οι περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και η Νοτιοδυτική Ασία (ευρύτερη Μέση Ανατολή).

Για την πραγμάτωση των παραπάνω στρατηγικών τους στόχων στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, οι ΗΠΑ θα πρέπει να εφαρμόσουν μια πολιτική που να τους επιτρέπει να λειτουργούν, σύμφωνα με τις Οδηγίες Αμυντικού Σχεδιασμού, ως «επιτηρητής ενηλίκων» (“adult supervisor” είναι η φράση στο κείμενο). Οι ΗΠΑ δηλαδή αναλαμβάνουν ουσιαστικά να επιβλέπουν και να προστατεύουν τα συμφέροντα όλων των δυνητικά μεγάλων δυνάμεων για λογαριασμό τους, όπως βέβαια αυτά ερμηνεύονται από την Ουάσινγκτων, ώστε οι δυνάμεις αυτές να παραμένουν δυνητικά τέτοιες και να μην λειτουργούν στην πράξη ως πραγματικά μεγάλες δυνάμεις ανεξάρτητα από τη βούληση των Αμερικανών.

Το αναπόδραστο συμπέρασμα, ως προς τη διαχρονικότητα της μακροστρατηγικής των ΗΠΑ … είναι ότι η Ουάσινγκτων δεν ανέχεται την ύπαρξη πραγματικά ανεξάρτητων δρώντων στο διεθνές σύστημα διότι μια τέτοια εξέλιξη διαρρηγνύει την αμερικανική ηγεμονία, την οποία οι διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούν κλειδί για την παγκόσμια σταθερότητα ή αλλιώς «αμερικανική ειρήνη».

[1] Γεωστρατηγική, Σεπτέμβριος 2008 – Απρίλιος 2009, «Οι ΗΠΑ και ο κόσμος», απόσπασμα από το άρθρο του Μάριου Ευρυβιάδη, «η διαχρονική συνέχεια της αμερικανικής μακροστρατηγικής», σ. 15-18.
[2] Το NSC-68 είναι προσβάσιμο στο Διαδίκτυο (www.fas.org)
[3] Βλ. το εισαγωγικό σημείωμα του Νίτσε στο ειδικό αφιέρωμα “NSC-68 and US Foreign Policy Today”, SAIS Review, Vol.XIX Number One (winter – spring 1999), σελ. 2.
[4] A Preponderance of Power, Stanford, California, SUP, 1992, σελ. 17

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

οικονομικά

ο πληθωρισμός, η φτώχεια κι οι λαχανόκηποι[1]

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ πήρε το παρατσούκλι Παρά-πινάκης από το γεγονός, ότι στην εποχή του λόγω ένδειας και πείνας οι άνθρωποι έπαιρναν με ένα χρυσό νόμισμα αντί τεσσάρων μόνο τρία πινάκια σιτάρι. Αυτό σημαίνει αύξηση της τιμής κατά 25% μέσα σε λίγα χρόνια – πληθωρισμός που κάτω από σύγχρονες συνθήκες ίσως φαίνεται ακόμη υποφερτός, αλλά σε μια εποχή που δεν γνωρίζει καθόλου το φαινόμενο του πληθωρισμού σημαίνει αληθινή καταστροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.

Όμως αυτές οι δυσκολίες του 11ου αιώνα φαίνονται ασήμαντες σε σύγκριση με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Κωνσταντινουπολίτες και οι υπεύθυνοι υπάλληλοι του επάρχου, του δημάρχου θα λέγαμε σήμερα, στην πρώιμη βυζαντινή εποχή, και συγκεκριμένα στον 5ο και 6ο αιώνα, τουλάχιστον μέχρι τη μεγάλη δημογραφική καταστροφή της πανούκλας που ενέσκηψε το 541 στο Πηλούσιον της Αιγύπτου και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 542. Διότι μέχρι τότε, ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολής έφθανε οπωσδήποτε τις 400.000, ίσως και τις 500.000 και συνεπώς η οργάνωση της εξασφάλισης της καθημερινής κατανάλωσης δεν μπορούσε να περιορισθεί στην «αννώνα», δηλαδή τον εκ μέρους του κράτους εφοδιασμό με σιτάρι και ψωμί, αλλά εμπεριείχε κάθε λογής τρόφιμα.

Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται πολύ καλά στη νεαρά 64 του αυτοκράτορα Ιουστινιανού De hortulanis constantinopolitanis [Περί των κηπουρών]. Πρόκειται για νόμο, που εκδόθηκε το 538, τρία χρόνια πριν από την επιδημική πανούκλα, πιθανότατα στο αποκορύφωμα της εποίκησης της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ρυθμίζει τα μισθώματα των λαχανοκηπουρών, που ανήκαν σε ιδιαίτερο «σύστημα των κηπουρών» και μίσθωναν αγρούς από τους κτηματίες στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της πρωτεύουσας για την καλλιέργεια λαχανικών.

Ο νόμος δείχνει ακόμη τη μεγάλη σημασία αυτής της καλλιέργειας στις περιοχές εγγύς της Κωνσταντινούπολης, σε περιοχές που επέτρεπαν τη μεταφορά των φρέσκων προϊόντων – ή και άλλων τροφίμων που χαλούν εύκολα – εντός ολίγων ωρών στα κεντρικά fora, στις αγορές της πόλης, για την καθημερινή κατανάλωση.

Τεκμήριο της σημασία των λαχανόκηπων για την πόλη, και μάλιστα της ύπαρξής τους μέσα στις πόλεις, είναι το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής του Ιουλιανού Ασκαλωνίτου, ο οποίος ανήκει στην ίδια περίπου εποχή (6ος αιώνας). Στις παραγράφους 76 κ.ε. ο Ιουλιανός πραγματευεται τις σχετικές λεπτομέρειες διατάξεως της οικοδομίας. Από το εγχειρίδιό του – όπως και από άλλες βυζαντινές πηγές – πληροφορούμαστε ότι κάθε οικογένεια είχε κατά κανόνα δίπλα στο σπίτι της έναν κήπο με λαχανικά και βότανα (ένα «λιβάδιον του οίκου», όπως το ονομάζει ένα έγγραφο του 1073) για τις καθημερινές της ανάγκες. Πάντως αυτό, πιθανότατα, δεν ισχύει για όλα τα αστικά σπίτια στις – ακόμη – πολύ μεγάλες πόλεις του 6ου αιώνα.

[1] Johannes Koder, Ο κηπουρός και η καθημερινή κουζίνα στο Βυζάντιο, σ. 10-12, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν 1992.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Πολιτική

η εθνική αδυναμία[1]

Το πώς εδημιουργήθη η εθνική αδυναμία, το αν τα στοιχεία αυτής ανευρίσκωνται και εις τους παναρχαίους χρόνους, αν αυτή οφείλεται εις την ιδιομορφίαν του Ελληνικού ιστορικού βίου δεν είναι του παρόντος.

… Η αδυναμία δεν είναι της Ελλάδος ... ούτε αδυναμία τούτο λέγεται. Η «αδυναμία» (γράφε τα συμφέροντα) είναι των εκάστοτε ιθυνουσών τάξεων και το «ξενομανία» είναι το «ξεπούλημα». Έτσι, απ’ το ’21 και συνέχεια, είχαμε τα λεγόμενα ξενόφιλα κόμματα. Μάλιστα του Κωλέττη, το Γαλλόφιλο, έκανε διαδηλώσεις … με σημαίες γαλλικές. Έκτοτε τα πράγματα πήραν κομμάτι στο καλύτερο. Δεν έχουν πια των αφεντικών τους τα ονόματα, μα τις προσωνυμίες των ντόπιων αρχηγών τους· λόγου χάριν, Τρικουπικό, Δεληγιαννικό, Βενιζελικό … Αλλά μια και πήρε η καρδιά τους στο καλύτερο, έχουν έκτοτε ονομασίες … αφηρημένες.

Το θέμα των Εθνικών Εθνοσυνελεύσεων στάθηκεν απ’ τα «Ψιλώτερα γράμματα» των ιστορικών μας … Οι Εθνοσυνελεύσεις εκείνες δεν αντιπροσώπευαν τον μαχόμενο λαό, αλλά μονο τους «συνελευσάδες» τους και τα φεουδαλικά συμφέροντά τους … Ταύτα, σε συνδυασμό με τα ξένα συμφέροντα – ιδιαίτερα τα Εγγλέζικα – δάυτες τα ωνομάτιζαν «Πατρίς» και τάλεγαν «Θρησκεία». Κατά τον τρόπο που λέμε το ξύδι «γλυκάδι», τούτων των τσιφλικάδων οι συνάξεις ειπώθηκαν Εθνικές. Ειπώθηκαν οι τιμαριούχοι αντιπρόσωποι κι όχι «επί το αυτό συνελθόντες κι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι». Μα ο λαός «Τουρκοχριστιανούς» τους ωνομάτιζε. «Οι προύχοντες είναι Τούρκοι με όνομα Χριστιανού» έλεγεν αργότερα ο Καποδίστριας. «Τί Ζαΐμης – τί Μπραΐμης», έλεγε για έναν απ’ αυτούς – τον Ανδρέα – ο λαουτζίκος. Και Τουρκοχριστιανούς τους προεστούς του … Η προσπάθειά τους έτεινε όχι πώς να (σαν Εθνοσυνέλευσες) θεμελιώσουν τις πολιτικές και λοιπές ελευθερίες των Ελλήνων, αλλά (μια και διαγράφονταν αναπόφευχτη) πώς να τσεπώσουν και την ανεξαρτησία της Πατρίδας και να υποκαταστήσουν τους Τούρκους στα συμφέροντα (όπερ και εγένετο). Και στάθηκαν τα οχυρά πάνω στα οποία θραυόταν η θέληση του έθνους να γίνει κύριος του οίκου του και αυτεξουσιάστης της λευτεριάς του. Θανάσιμα τους μίσαε ο λαός τούτους τους «Συνελευσιακούς» του δοσίλογους.

[1] Γιάννης Σκαρίμπας, «Η τράπουλα», σ.σ. 66-67 & 87-88, εκδόσεις Κάκτος 1996.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ηθογραφία

Η Διαπόμπευσις[1]

Συνήθεια επεκράτει κατά του Βυζαντινούς χρόνους, ίνα, εις τους καταδικασθέντας δι’ οιονδήποτε παράπτωμα … πλην της κυρίως ποινής … και προ της εκτελέσεως αυτής, χάριν μεγαλυτέρας προσβολής και προς παραδειγματισμόν του λαού, ενεργήται προσθέτως και η διαπόμπευσις.

Η ποινή αύτη, περί της οποίας αρυόμεθα διαφόρους πληροφορίας εκ των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων, μάλιστα προκειμένου περί της διαπομπέυσεως είτε συνωμοτών ή ανταρτών, είτε καθόλου εξεχόντων προσώπων εν τη πολιτεία και τη εκκλησία, προς δε εκ των νόμων … η ποινή … αύτη, την ευρείαν διάδοσιν της οποίας παρ’ ημίν κατά τον μεσαίωνα πιστοποιεί η κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους και μέχρι της παρελθούσης εκατονταετηρίδος χρήσις αυτής, δεν είναι των Βυζαντινών χρόνων εύρημα, αλλ’ έχει την αρχήν της εις πολύ παλαιοτέρους χρόνους. Ήδη κατά την αρχαίαν Ελληνικήν εποχήν την ευρίσκομεν εφαρμοζομένην εν Σπάρτη, Βοιωτία, κάτω Ιταλία και Μικρά Ασία, δεν είναι δ’ απίθανον είτε Ασιατικήν να έχη αύτη την αρχήν, είτε και να είναι κατάλοιπον εθίμου ήδη από παλαιάς εποχής υπό διαφόρων λαών εφαρμοζομένου.

Την διαπόμπευσιν οι Βυζαντινοί εχαρακτήριζον διά της λέξεως πομπή ή πομπεία, της σεμνής ταύτης κατά την αρχαιότητα λέξεως λαβούσης, κατ’ αντίφρασιν, κακήν σημασίαν, είτε ένεκα των κατά τας πομπάς γεφυρισμών και των εξ αμάξης σκωμμάτων, είτε ένεκα της απεχθείας των Χριαστιανών προς τας επί των χρόνων των εξακολουθούσας πομπάς των εθνικών, καθ’ ας περιήγοντο των θεών αγάλματα.

Επειδή εν τούτοις κατά τους βυζαντινούς χρόνους η λέξις πομπή διετήρει και την καλήν αυτής σημασίαν, δηλούσα την τε θρησκευτικήν πομπήν και την επίσημον παρέλασιν, την προέλευσιν, ως και τον θρίαμβον, διά τούτο η διαπόμπευσις πολλάκις και ως άτιμος πομπή εχαρακτηρίζετο ή ως κακή πομπή.

Ως δε το πομπή εδήλου τότε την διαπόμπευσιν, ούτω και το ρήμα πομπέυω κατήντησε συνώνυμον του διαπομπέυω.

Αι λέξεις εννοείται αυταί διετήρησαν την τοιαύτην σημασίαν των μέχρι των χρόνων μας· νυν δήλα δη συχνά περιφέρεται η «μπομπή» προς δήλωσιν της ατίμου πράξεως και το «κακή πουμπή» ως αρά, ως και το ρήμα «μπομπέυω» αντί του θεατρίζω. Πλην του πομπέυω επί της σημασίας του περιάγω ατίμως, οι Βυζαντινοί μετεχειρίζοντο και το ρήμα θριαμβεύω, κατ’ αντίφασιν πάλιν, την διαπόμπευσιν προς το θέμα του θριάμβου παραβάλλοντες, θριάμβου όμως ουχί επιτίμου, δι’ ο και άτιμον θρίαμβον ή «γελοιώδη θρίαμβον» την εκάλουν.

[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Γ΄, σ. 184-185, εκδόσεις Παπαζήση, 1949.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

εις το όνομα της Μακεδονίας

Η μακεδονική περιπέτεια[i]
Α. αντικρουόμενα συμφέροντα

Η εξέγερση του Οκτωβρίου του 1902 και οι τουρκικές ενέργειες που ακολούθησαν έφεραν στο προσκήνιο της Ευρώπης το ζήτημα της Μακεδονίας. Από τις αρχές ήδη του 1902 οι μακεδονικές οργανώσεις στη Βουλγαρία, σε συνέδριο που είχαν στη Σόφια, παρουσίασαν σχέδιο για αυτονόμηση της Μακεδονίας. Πρότειναν, τα τρία βιλαέτια, Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, να σχηματίσουν ένα μεγάλο βιλαέτι με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη. Το βιλαέτι αυτό δεν θα περιελάμβανε τις περιοχές Πρίστινας, Πρισρένης και Παλαιάς Σερβίας, ούτε τη Ροδόπη, όπου υπήρχαν Πομάκοι μουσουλμάνοι, ενώ περιλάμβανε την Χαλκιδική και έφτανε ανατολικά ως το Νέστο. Σχέδιο μελετημένο έτσι, ώστε να αφήνει περιθώρια για την ικανοποίηση των Σέρβων στα βορειοδυτικά και να παρηγορεί τους Έλληνες με την αυτόματη σχεδόν παραχώρηση της Ηπείρου που αποκοβόταν από την Τουρκία. Γι’ αυτήν την μεγάλη μακεδονική επαρχία θα διοριζόταν από τον σουλτάνο βαλής χριστιανός από την προεξάρχουσα φυλή (Σλάβος – Βούλγαρος). Οι δημόσιοι λειτουργοί θα ήταν και αυτοί Σλάβοι – Βούλγαροι που θα διορίζονταν άλλοι από τον σουλτάνο και άλλοι από τον βαλή. Το ίδιο και η αστυνομία. Η βουλγαρική γλώσσα θα ήταν ισότιμη με την τουρκική. Θα δινόταν γενική αμνηστία και εγγυήσεις για την προσωπική ασφάλεια και για την περιουσία. Το 25% των εσόδων θα πήγαιναν στον σουλτάνο και τα υπόλοιπα θα αποτελούσαν τον τοπικό προϋπολογισμό. Μια επιτροπή θα επιστατούσε γι’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις.

Η βουλγαρική κυβέρνηση πίεζε τις δυνάμεις για ένα τέτοιο πρόγραμμα και συνέχιζε να κατηγορεί την Τουρκία για κακοδιοίκηση. Από τη μεριά της, η Τουρκία κατηγορούσε την Βουλγαρία για κακή πίστη. Τον Απρίλιο κατήγγειλε τη συγκρότηση βουλγαρικών ένοπλων ομάδων και την εντατική εκπαίδευση στα διάφορα σκοπευτήρια, στους λόφους του Γιαγκώφ και τις ενέργειες των διαφόρων μακεδονικών κομιτάτων. Ζητούσε ακόμα τη σύλληψη του Σαράφωφ που τον Ιούλιο είχε γυρίσει στη Σόφια. Σε όλα αυτά οι Βούλγαροι απαντούσαν ότι δεσμεύονται να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα να εμποδίσουν την είσοδο σωμάτων στην Μακεδονία για να μην παρεξηγηθούν από την Τουρκία.

Από την πλευρά της η Ελλάδα, που έβλεπε να αυξάνεται η ένταση μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας και να μεγαλώνουν οι επιθέσεις κατά του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας, προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία. Παράλληλα, θέλησε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με την Σερβία, καθορίζοντας προς βορρά κάποια σφαίρα επιρροής από το Νευροκόπι – Μελένικο – Στρωμνίτσα – Περλεπέ – Κρούσοβο ως την Στρούγγα στην Αχρίδα, ανώ άφησε στους Σέρβους τις περιοχές Δρίβας, Βέλες και Ραδοβίστας. Οι Σέρβοι θα έπρεπε να αποσύρουν τα προξενεία τους από τη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και τις Σέρρες, ενώ παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση θα ασκούσε κάθε επιρροή στο Πατριαρχείο για να ορίσει Σέρβους επισκόπους στα Σκόπια, στην Πρισρένη, στο Βέλες και στην Δρίβα.

Αλλά οι συνεννοήσεις αυτές δεν κατέληξαν σε συμφωνία, γιατί η Ρωσία, θορυβημένη από μια ενδεχόμενη ελληνοσερβική συμφωνία, προσπάθησε να συμφιλιώσει Σέρβους και Βούλγαρους προβάλλοντας συγχρόνως σαν υπερβολικές τις ελληνικές αξιώσεις. Από την άλλη μεριά η ΑυστροΟυγγαρία ενδιαφερόταν για ελληνορουμανική προσέγγιση και τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ζητημάτων στην Μακεδονία, ώστε να μην υπάρξουν βλέψεις στα δικά της σύνορα.

Πιο ουσιαστική ήταν η πρόοδος στις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία, η οποία προσπαθούσε να αποφύγει συνεννόηση της Ελλάδος με τις άλλες βαλκανικές χώρες. Από την μεριά της η Ελλάδα έβλεπε πως συνέφερε η τήρηση της τάξεως στην Μακεδονία από την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση Ζαΐμη δήλωνε πως θα εξασκούσε όλη της την επιρροή για να διευκολύνει την προσπάθεια της τουρκικής κυβερνήσεως να διατηρήσει την τάξη στην Μακεδονία και η δήλωση αυτή θα επαναληφθεί συχνά μέσα στο 1902 στους αντιπροσώπους των Δυνάμεων. Συγχρόνως, η ελληνική κυβέρνηση εφιστούσε συνεχώς την προσοχή της Ευρώπης στα εγκλήματα που διέπρατταν οι κομιτατζήδες στην Μακεδονία σε βάρος του Πατριαρχείου και των Ελλήνων και ζητούσε να γίνουν παραστάσεις στη Σόφια.

[i] Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, «Ο Μακεδονικός Αγώνας», σ. 31 κ. επ., εκδόσεις Δωδώνη 1992.
η συνέχεια του κειμένου στον ΔημοΔιδάσκαλο

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Πολιτική

μέλλον σκοτεινό[1]

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, οι Τούρκοι έκοβαν τις γλώσσες των κατοίκων για να τους αναγκάσουν να μην μιλάνε ελληνικά. … Η κατάσταση αυτή κράτησε πάνω από τετρακόσια χρόνια, και παρ’ όλα αυτά, σήμερα όλοι οι Έλληνες μιλάνε ελληνικά. …

Η ιστορία της Ευρώπης είναι πια αρκετά παλιά ώστε να κατανοούμε ότι όλες αυτές οι ισοπεδωτικές διαδικασίες, που υποκινήθηκαν σε διάφορες εποχές και δοκιμάστηκαν από τη μία ή την άλλη κυβέρνηση, είχαν ένα και μοναδικό αποτέλεσμα : οι διάπυρες σπίθες των φυλετικών παραδόσεων να καίνε πιο δυνατά κάτω από τις στάχτες που τις σκέπασαν κατά καιρούς, για να ξαναπυρώσουν πιο πολύ με το φύσημα ενός καινούργιου ανέμου.

Υπάρχουν, σε γενικές γραμμές, τρεις τρόποι για να διακανονισθεί το … πρόβλημα : ένας είναι η μέθοδος του Αττίλα και του Τζένγκις Χαν, που και οι δυο τους θέλησαν να σκοτώσουν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Αλλά δεν το κατόρθωσαν, ούτε και κανένας από τους πιο επιδέξιους και διεστραμμένους σημερινούς κληρονόμους τους το πέτυχε …

Άλλος τρόπος είναι ο αμερικανικός : να διδάσκεται η αγγλική γλώσσα σε όλους και να επιτρέπεται στον καθένα να μιλά οποιαδήποτε γλώσσα τον ευχαριστεί. … Αλλά δυστυχώς ο αμερικανικός τρόπος ισοπεδώνει τους ανθρώπους σε μια ομοιομορφία αλυσίδας καταστημάτων, που δεν αντιπροσωπεύει τις καλύτερες ικανότητές τους και μάλιστα με τρόπο που η δεύτερη γενεά να ντρέπεται να μιλάει τη γλώσσα των γονιών, έστω κι αν η γλώσσα αυτή είναι η ελληνική. Έτσι σταδιακά εξαλείφει φυλετικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να προσφέρουν πρόσθετη ρώμη και πρωτοτυπία …

Ο τρίτος τρόπος, και ο μόνος που θα μπορούσε να διαφυλάξει την πολύτιμη μοναδικότητα, που όλα αυτά τα έθνη αγωνίστηκαν να διατηρήσουν, υπάρχει προς το παρόν μόνο στην απέραντη βαθιά «θάλασσα της λήθης», που είναι ο υποσυνείδητος ανεξιχνίαστος ωκεανός της ελληνικής σοφίας. Η ουσία του μπορεί να συνοψισθεί σε μία μόνο λέξη, λέξη που, όπως πολλές βαρυσήμαντες ελληνικές λέξεις, έχει ευτελιστεί σε απίστευτο σημείο. Πραγματικά, έχει καταντήσει ένα συναίσθημα σε όλα τα έθνη, εκφράζοντας τη συσσωρευμένη πονηριά και χαμερπή ιδιοτέλεια όλων εκείνων που ασχολούνται με τα κοινά εις βάρος των ψηφοφόρων τους σε όλες τις χώρες. Έτσι η λέξη «πολιτική» έφτασε όχι μόνο να σημαίνει, αλλά και να καλύπτει στην καθομιλουμένη τις αναίσχυντες μηχανορραφίες των αξιωματούχων για την εξασφάλιση των θέσεών τους στην εξουσία ή την παράνομη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.

Ο Γεώργιος Βλάχος, μια μέρα που το μέλλον διαγραφόταν τελείως σκοτεινό, είπε : «Η Ελλάδα έχει δείξει στον κόσμο πώς να πολεμάει. Θα δείξει στον κόσμο πώς να πεθαίνει». Αυτή είναι η καθαρή ελληνική παράδοση.

[1] Εύα Πάλμερ – Σικελιανού, «Ιερός Πανικός», σε μετάφραση Τζων Άντον, σ. 245 κ.επ., Εξάντας 1992.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Φιλοσοφία της Οικονομίας

η κρίσις εις την οικονομίαν[1]

Το φαινόμενον της κρίσεως ενεφανίσθη πρωταρχικώς εις τον τομέα του οικονομικού βίου. Ακριβώς δε εκ του τομέως τούτου μετεφέρθη η χρησιμοποίησις του όρου κρίσις και εις τας άλλας πολιτιστικάς περιοχάς. Εις την οικονομίαν, ο όρος κρίσις νοείται όπως και εις την ιατρικήν, ως δηλωτικός σοβαράς οργανικής διαταραχής. Η εμφάνισις κρίσεων εις την περιοχήν της οικονομίας υπό την μορφήν της περιοδικής επαναλήψεως χρονολογείται από των αρχαιοτάτων χρόνων. Πρώτην περί αυτών ένδειξιν αποτελεί η εις την παλαιάν Διαθήκην αφήγησις περί του ονείρου των επτά ισχνών και των επτά παχειών αγελάδων το οποίον είδεν ο Φαραώ και ηρμήνευσεν ο Ιωσήφ. Κατά την νεωτέραν εποχήν το φαινόμενον των οικονομικών κρίσεων απέβη ως εκ της σημαντικότητός του, θέμα επισταμένης επιστημονικής ερεύνης. Ο άγγλος φιλόσοφος και οικονομολόγος Ουΐλιαμ Τζέβονς είχεν κατά τα μέσα του παρελθόντος αιώνος διατυπώσει την γνώμην ότι αι κρίσεις αύται συνδέονται με την περιοδικήν εμφάνισιν των ηλιακών κηλίδων. Το αστρονομικόν τούτο φαινόμενον επιδρά είπεν ο Τζέβονς επί της παραγωγικότητος των γηΐνων εδαφών, επιφέρει ανωμαλίαν εις την παραγωγήν των αγαθών ήτις είναι η αιτία των οικονομικών κρίσεων, των εμφανιζομένων περιοδικώς κατά διαστήματα μεταξύ 7 έως 11 ετών. Σήμερον η θεωρία του Τζέβονς έχει εγκαταλειφθή. Έχει όμως δημιουργηθή ιδιαίτερος κλάδος της οικονομικής επιστήμης, όστις έχει ως αποστολήν του να μελετά την εν γένει πορείαν της οικονομικής ζωής και να εξευρίσκη μέσα αντιμετωπίσεως των κατά καιρούς ανακυπτουσών διαταραχών. Οι οικονομολόγοι την ονομάζουν μάθησιν μελετώσαν την οικονομικήν συγκυρίαν, λαμβάνοντες τον όρον συγκυρίαν από την αστρονομίαν. Η προχώρησις του οικονομικού βίου αρνείται να υποταχθή εις εκ των προτέρων καθωρισμένην νομοτέλειαν. Παρουσιάζει απροβλέπτους εξελίξεις, αίτινες φυσικόν είναι να εμπνέουν ανησυχίας και να δημιουργούν ψυχολογίαν κρίσεως. Καταβάλλεται η προσπάθεια διά της λεγομένης σχεδιακής ορθολογιστικής οικονομίας να εξουδετερωθούν οι αστάθμητοι παράγοντες. Τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή πάντοτε. Η εξέλιξις της οικονομίας ανατρέπει λόγω των ανορθολογιστικών παραγόντων οίτινες της επηρεάζουν την ορθολογιστικήν πρόβλεψιν. Κατά την σύγχρονον εποχήν, ο έντονος αγών πεος επικράτησιν, ο διεξαγόμενος από τας κοσμοθεωρητικάς αντιθέσεις και τας αντιθέσεις των κοινωνικών τάξεων, και η ραγδαία προχώρησις της τεχνικής συντελούν ώστε ο παράγων της αβεβαιότητός να παρουσιάζεται εντονώτερος εις την οικονομικήν περιοχήν. Αι οικονομικάι κρίσεις επηρεάζουν κατ’ άμεσον τρόπον τας μεγάλας λαϊκάς μάζας, διότι πρόκειται περί συμμετοχής εις την απόλαυσιν αγαθών, άτινα είναι προσιτά εις μεγάλα πλήθη ανθρώπων. Εις την απόλαυσιν των πνευματικών αγαθών συμμετέχουν ολιγώτεροι άνθρωποι. Εις την απόλαυσιν των οικονομικών αγαθών συμμετέχουν πάντες οι άνθρωποι. Διά τούτο αι οικονομικάι κρίσεις είναι αμέσως αισθηταί, κατέστησαν εντόνως συνειδηταί και αποτελούν αντικείμενον ερεύνης από των αρχαιοτάτων χρόνων.

[1] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, «Φιλοσοφία του Πολιτισμού», σ. 83-84, Αθήναι 1979.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Φιλοσοφία

Η Τρέλα, ο άνθρωπος και η γυναίκα[1]

Σύμφωνα με τον ορισμό των Στωικών, σοφία πα να πει ν’ αφήνεις να σε κυβερνάει το λογικό· κι αντίθετα, τρέλα, να παραδέρνεις μέσα στα πάθη. Ο Δίας, για να μην είναι η ζωή των ανθρώπων θλιβερή και ανούσια, τους έδωσε πολλά πάθη και λίγο λογικό. Ποσο πιο πολλά ; Όσο μια οκά πλάι σε μισό κιλό. Κι από πάνω, αυτό το λογικό, το ξάκρισε σε μια στενή γωνιά της κεφαλής, ενώ παράτησε στα πάθη όλο το ρέστο του κορμιού. Έπειτα, στο λογικό μονάχο έβαλε αντίκρυ δυο έξαλλους τυράννους : το Θυμό, που βαστά το κάστρο του στήθους με την πηγή της ίδιας της ζωής, δηλαδή την καρδιά· και τον Πόθο, που το κράτος του απλώνεται ως και κάτω απ’ τα’ αποκοίλι. Τώρα, τι μπορεί να κάνει το λογικό αντικρύ σ’ αυτές τις δυο αδελφωμένες εξουσίες, το βλέπουμε αρκετά στο καθημερινό φέρσιμο των ανθρώπων. Μπορεί να κράζει μόνο τις προσταγές του χρέους ώσπου να βραχνιάσει. Μα είναι σαν ανήμπορος βασιλιάς : του λένε «άμε να κρεμαστείς», οι βρισιές τους σκεπάζουν τη φωνή του, ώσπου κι αυτός, μπαϊλντισμένος, παραδίνεται.

Όσο για τον άνθρωπο το γεννημένο να κυβερνά το σπίτι του, χρειαζόταν να του στάξουν και κανένα δράμι λογικό. Ο Δίας πήρε τη γνώμη μου[2] πάνω σ’ αυτό – την παίρνει για όλα. Ευθύς του έδωσα μια συμβουλή στ’ ανάστημά μου : να τον ζέψουν με μια γυναίκα, ζώο κουτό και παλαβό, μα τόσο αστείο και χαριτωμένο ! Η τρέλα της θα μοσκοβολάει τη σπιτική ζωή και θα γλυκαίνει την αυστηρότη των αντρίκιων φυσικών.

Όταν ο Πλάτων δείχνει πως διστάζει πού να ταξινομήσει τη γυναίκα, στα λογικά πλάσματα ή στα ζώα, δε ζητά, βέβαια, παρά να τονίσει τη φημισμένη τρέλα αυτού του φύλου. Αν μιας γυναίκας, λόγου χάρη, της κατεβεί να περάσει για μυαλωμένη, θα γίνει δυο φορές τρελή. Αλείφουνε το βόδι για την παλαίστρα ; Και θ’ άφηνε η Αθηνά ; Μην πας κόντρα στη φύση : κάνεις διπλό το κουσούρι σου όταν το φτιασιδώνεις σε αρετή, κι όταν φορτσάρεις το ταλέντο σου. Ακόμα και ντυμένη στην πορφύρα, λέει μια ελληνική παροιμία, η μαϊμού μένει μαϊμού.

[1] Εράσμου, «Μωρίας Εγκώμιον», σ. 51 – 53, σε μετάφραση του Στρατή Στίρκα, εκδόσεις Ηριδανός 1970.
[2] Εγώ είμαι βλέπετε, η αληθινή δωρήτρια της ευτυχίας, που οι Λατίνοι ονομάζουν Stultitia, κι οι Έλληνες Μωρία.

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

η Λογοτεχνία ... διδάσκει

Τ’ αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από τον «Ζητιάνο»[1] του Α. Καρκαβίτα. Αυτό που εντυπωσιάζει και που ταυτόχρονα τα καθιστά επίκαιρα είναι η παρουσιάση του διαχρονικού και παράλληλα αυθεντικού τρόπου με τον οποίο λειτουργούν, μπροστά στα προβλήματα, οι Έλληνες κι οι ηγεσίες τους. Οι υπότιτλοι έχουν προστεθεί απ’ την ΝομοΣοφία.

Δύο τρόποι ν’ αστισταθείς στο ΔουΝουΤού

τρόπος πρώτος
ΟΧΙ

Άλλοτε, από τον καιρό των προπάππων τους, το Νυχτερέμι, όπως και τα’ άλλα περίγυρα χωριά, επατήθηκεν από τον Αλή πασά. Ήταν τότε παντοδύναμος ο Αλής στα Γιάννινα και ο Βελής, ο γιος του, ήταν πασάς στον Τύρναβο. Κάποιος του επάινεψε τον κάμπον αυτόν και, κατά τη συνήθειά του, ορέχτηκε να τον αποχτήση, επαράγγειλε στον Βελή να προκαλέση τους προεστούς των χωριών και, με περιποιήσεις και φοβερίσματα, να τους αναγκάση να του κάμουν παραχωρητήριο. Όσα χωριά είχαν καλούς προεστούς αντιστάθηκαν τότε.

Ο Γεροβαρσάμης, της Ράψανης ο πρώτος, τρία χρόνια έκαμε φυλακισμένος στα Γιάννινα και τα μύρια υπόφερεν από τον Αλή, αλλά δεν υπόγραψε να παραδώση το χωριό. Στην Κρανιά, όταν επήγε με οπλοφόρους να την πατήση ο Βελής, οι κάτοικοι εσυνάχθηκαν στην εκκλησία του αγίου Ταξιάρχη με κλάϊματα και στηθοκοπήματα, παρακαλώντας να βάλη το χέρι του στον άδικο δρόμο του πασά. Και το έβαλε δίχως χρονοτριβή. … Και το Κονομιό, το πλούσιο μοναστήρι των Κομνηνών, που κρέμετ’ επάνω από το Τσάγεζι, στην πλαγιά του Κισσάβου, επόθησεν ο Βελής κ’ έστειλε χτίστες να του κάμουν Κονάκι. Αλλ’ ο Χατζής Καμπέκος, ο προεστός, επήγε κ’ έδιωξε τους χτίστες κ’ έπειτα επαρουσιάσθηκε στον πασά και έτσι του μίλησε παλληκαρίσια : «Πασ’α μου, το κορμί τ’ ορίζω και σου το παραδίνω· κάμε το ό,τι θέλεις· μα το μοναστήρι που μου ζητάς δεν είναι δικό μου και δεν σου το δίνω !». Αληθινά ο Καμπέκος εσφυροκοπήθηκε από αρμό σε αρμό κ’ εξεψύχησε στο κούτσουρο. Αλλά το μοναστήρι με τα κρύα νερά και τα δάση και τα πλούσια μετόχια δεν επατήθηκε.

τρόπος δεύτερος
η αντίσταση του ΝΑΙ σε όλα … αλλά με όρους

Τέτοιους όμως προεστούς δεν είχαν όλα τα χωριά. Του Νυχτερεμιού οι γερόντοι, μόλις τους εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν το παραχωρητήριο. Έτσι έκαμαν και στον Πυργετό και στην Αίγανη και στο Λασποχώρι. Είναι αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους. Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι, βρίζα, να δίνουν το τρίτο στον αφέντη. Τα σπίτια τους τα χτίζουν οι ίδιοι και κανείς να μην ημπορή να τους διώξη. Τ’ αμπέλια και τα ζωντανά τους – λιανά και χοντρά – δικά τους να είναι και κανείς να μην ημπορή να τα πάρη. Με αυτούς τους όρους τα έλαβε και ο Χουρσίτ πασάς αργότερα, όταν ενίκησε τον Αλή. Τώρα όμως με την Προσάρτηση ο μπέης θέλει να τα κάμη τέλεια τσιφλίκια, όπως και τ’ άλλα της Θεσσαλίας χωριά.

αγώνες και δικαίωση …

Φυσικά οι χωριάτες αντιστάθηκαν· πολλές φορές έδιωξαν τους επιστάτες από τα Κονάκια, αρνήθηκαν τα δοσίματα κ’ έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν.

Αλλά οι δίκες, έγραφε τώρα ο δικηγόρος, δεν είναι κρασί, να το τελειώση σε μια ημέρα· ούτε πουλόσκωτο, να το φάγη με μια χαψιά. Έπρεπε να έχουν υπομονή και να μη νομίζουν πως βρίσκονται ακόμη στην Τουρκιά. Τότε ο κατής, με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας το ναργιλέ του, ετελείωνε σε μιαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Τώρα το λέγουν Ελλάδα· έχουμε Σύνταγμα ! Είναι δικαστήρια και δικογραφίες και δικηγόροι, που κόβουν και ράβουν ώστε να πήξη το σάλιο στη γλώσσα τους για το συμφέρον των πελατών τους. Είναι δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσης, σοβαρό είτε αστείο. Αλήθεια πώς τις περισσότερες φορές γράφουν άλλ’ αντ’ άλλων, εκείνο που συμφέρει στον καλοπλερωτή· αλλ’ ό,τι γραφή εκεί μια φορά, δεν ξεγράφεται. Κ’ είναι ακόμη ένορκοι δέκα – δώδεκα, είκοσι πολλές φορές, που κάθονται σοβαροί επάνω στα ψηλά σκαμνιά τους, όλο αυτιά και μάτια, κ’ έπειτα πηγαίνουν μέσα και μυστικά συσκέπτονται και βγάζουν τη σοφή απόφασή τους. Για να γίνουν όλ’ αυτά, χρειάζεται βέβαια καιρός πολύς κ’ έξοδα πολλά· στο τέλος όμως βγάνει μια απόφασις καθώς πρέπει. Είναι αλήθεια πως η Κυβέρνησις υποστηρίζει τον μπέη και το δικαστήριο φαίνεται τον ίδιο δρόμο να τραβά. Έχουν βλέπεις, τον πρόξενο, που πατάει ποδάρι. Έπειτα γνωστή είναι η τουρκοφιλία που πασχουν όλες στη Λάρισα οι αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές, λες και με δέκα – δεκαπέντε μπέηδες θα σωθή το Ρωμέικο ! Αυτός όμως δεν θα τους αφήση και ας κάνουν ό,τι θέλουν· έχει τα μάτια του τέσσαρα· βρίσκεται κάθε ημέρα σε γραμματαλλαγή με τον πρωθυπουργό. …

Και με το τέλος αυτό ο δικηγόρος εσυμβούλευε τους χωριάτες να μην λησμονούν. Να του στείλουν κανένα ζωντανό – λαινό είτε χοντρό και δαμάλι ακόμη δεν επείραζε. Να του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν’ ασκί κρασί καλό χωρίς χαβούζα. … Και ήθελε καλό κρασσί, γιατί θα το έστελνε δώρον σε τρανό πρόσωπο της Αθήνας για τη δουλειά τους.

[1] Α. Καρκαβίτσα, «ο Ζητιάνος», σ. 10-13, εκδόσεις Τέχνη – Δ. Δαρεμάς.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Πατρίδα

τα θεμέλια της πατρίδας[1]

Η φτώχεια και η απελπισία των οικογενειών των εκτελουμένων ήταν σπραχτική. Ώσπου να αναγνώριζε, όταν θα απελευθερωνόταν, η Πατρίδα το χρέος της απέναντι σε όσους θυσιάστηκαν και να συνδράμη τις οικογένειές τους, θα έπρεπε να συντρέξη τους απορφανισμένους κάποιο χέρι ελληνικό. Άλλο δεν υπήρχε από την Εκκλησία.

Ήδη από το 1942 η Αρχιεπισκοπή είχε αρχίσει να ενισχύη τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Την άνοιξη του 1943 ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ίδρυσε την Υπηρεσία προστασίας απορφανισθεισών οικογενειών. Ο γενικός αυτός τίτλος έκρυβε τη μέριμνα για τις οικογένειες όλων όσοι χάθηκαν απ’ το χέρι των κατακτητών[2]. Το ταμείο του Γραφείου αυτού το τροφοδοτούσε ο Αρχιεπίσκοπος από εράνους. Οι γυναίκες, οι εθελοντές κυρίες των Αθηνών, έδειξαν και σ’ αυτή την περιοχή την πιο ωραία πλευρά της ελληνικής ψυχής.

«Η ελευθερία ήταν περισσότερο απ’ τον εαυτό μας, περισσότερο απ’ τα παιδιά μας», μου είπε μια τους.

Ζούσαν καθημερινά επαφή, σώμα με σώμα, με την πιο σπαραχτική πλευρά του ελληνικού δράματος. Έπρεπε ν’ αντικρίσουν πρώτες, με την αναγγελία των εκτελέσεων, τις γυναίκες και τα παιδιά και τις μητέρες των εκτελουμένων, έπρεπε να τις πουν τον πρώτο λόγο, να δώσουν την πρώτη βοήθεια. «Καταλαβαίναμε ότι πρόκειται να γίνη εκτέλεσις, αφηγείται η προϊσταμένη της Υπηρεσίας Ιωάννα Τσάτσου, γιατί ζητούσαν – αυτό στα πρώτα χρόνια της Κατοχής – από την Αρχιεπισκοπή έναν ή δύο ιερείς, ανάλογα με τον αριθμό των μελλοθανάτων. Την επαύριο, στις πρώτες εργάσιμες ώρες βρίσκαμε συνήθως τους ιερείς αυτούς αποκαμωμένους από τον εφιάλτη της νύχτας. Έπειτα έφθαναν οι μάνες, οι γυναίκες, οι αδελφές, όλοι όσοι είχαν κρατουμένους και είχαν τρόμο και υποψίες στην ψυχή. Ένα αίσθημα σκλαβιάς πνιγηρής και ανεπανόρθωτης πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Ήμασταν όλοι σκλάβοι και όλοι μελλοθάνατοι.»

Σ’ αυτό το Γραφείο της Αρχιεπισκοπής – το «Δεύτερο Γραφείο» όπως το λέγανε, επειδή ήταν ένα δωματιάκι, το δεύτερο κατά σειράν μετά το Γραφείο του ιδιαιτέρου Γραμματέως του Αρχιεπισκόπου – μαζεύονταν μετά την εκτέλεση τα λασπωμένα ρούχα, οι πίπες, τα μικροπράματα των Ελλήνων που τους είχαν σκοτώσει. Σαν έρχονταν οι μητέρες τους και οι γυναίκες τους, μη ξέροντας πολλές φορές αν μέσα στους σκοτωμένους της ημέρας ήταν και τα παιδιά τους, σκύβανε αλλόφρονες πάνω σ’ αυτά τα ανακατωμένα, τα άψυχα μικροπράματα, γυρεύοντας να τα αναγνωρίσουν, να βρούνε τα σημάδια : αν το πένθος τους θα άρχιζε, αν όχι ακόμα. Γέμιζε ολοφυρμό ο τόπος, και οι Ελληνίδες του «Δεύτερου Γραφείου» έπρεπε να σφίγγουν κάθε μέρα την καρδιά τους για να παρηγορούνε τις αδελφές τους του πένθους.

Την πρωτομαγιά του 1944 – αφηγείται το «Χρονικό» του Γραφείου – ετουφέκισαν διακόσιους. Στις 9 το πρωί μας τηλεφώνησαν απ’ το Αστυνομικό Τμήμα της Καισαριανής ότι έχουν εκεί τα ρούχα των και να στείλωμε να τα πάρωμε. Εστείλαμε αμέσως ένα φορτηγό και τα μεταφέραμε σε μια πρόχειρη αποθήκη, στην οδόν Απόλλωνος. Τα παραλάβαμε στις 2 το μεσημέρι, και όλο το απόγευμα της ίδιας ημέρας και όλη την επομένη προσπαθήσαμε να ανακαλύψωμε από ταυτότητες και σημειώματα λίγα ονόματα. Είναι αφάνταστο πόσο ζωντάνεψαν γύρω μας όλοι εκείνοι οι πεθαμένοι. Και οι διακόσιοι ήταν εκεί με τα παλιωμένα παπούτσια των, τα τριμμένα μανίκια των, με την αγωνία τους στα πρόχειρα σημειώματα. Διαδόθηκε αστραπιαία η όλη υπόθεσις. Ο κόσμος άρχισε να εισβάλλη στην αποθηκούλα της οδού Απόλλωνος. Εβδομήντα ονόματα μάς είχαν γίνει γνωστά από τα διάφορα χαρτιά και ταυτότητες που είχαμε βρη μέσα στις τσέπες των νεκρών. Οι συγγενείς των αγνώστων έπρεπε ν’ αναγνωρίσουν μόνοι των κάποιο ρούχο, και οι γυναίκες των χαμένων ανθρώπων αναστάτωναν ό,τι εύρισκαν εκεί μέσα με αλλοφροσύνη. Ξεφώνιζαν, μοιρολογούσαν, έκλαιγαν σιωπηλά. Μια μητέρα απ’ την Πεντάλη βρήκε το σακάκι του γιου της. Το αγκάλιασε, και το κρατούσε σφιχτά, πνιγμένη στα δάκρυά της. Έπειτα, σαν μπόρεσε να κοιτάξη γύρω της, πήρε το μάτι της κάποιο ρούχο του πιο μικρού κρατουμένου παιδιού της. Την μεταφέραμε αναίσθητη. Άλλη μητέρα πίστεψε το παιδί της νεκρό γιατί βρήκε τα πράγματά του. Κι όμως αργότερα μάθαμε πως ο γιος της δεν ήταν μέσα στους διακόσιους. Είχε δανείσει ρούχα σε φίλο του, που εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά.

Ένα κορίτσι έφτασε μια μέρα στην Αρχιεπισκοπή και ολοφυρόταν γιατί της είχαν σκοτώσει τον αδελφό της οι Γερμανοί. Όταν την πήγαν στο Δεσπότη έπεσε στα γόνατα, έκλαιγε με λυγμούς και δερνόταν σπαραχτικά. Όμως, σαν της μίλησε ο Δεσπότης για την Ελλάδα, σηκώθηκε άλλος άνθρωπος.

«Τελείωσε, γέροντα, του είπε. Δεν κλαίγω πια. Καταλαβαίνω. Τώρα μπαίνουνε τα θεμέλια της Πατρίδας.»

[1] Ηλία Βενέζη, «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός», σ. 249-251, Εστία, Αθήνα 1981.
[2] εκτελεσθέντες, κρατούμενοι που πνίγηκαν σε ναυάγια ενώ μεταφέρονταν στην Ιταλία, κρατούμενοι που πέθαναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

She will present her heart to you

http://www.sanctuaryclassicwheels.eclipse.co.uk/teeth.html Don't disappoint
your wife this night

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

το φραγκοφορεμένο κράτος

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο[1]. Αν και το συγκεκριμένο άρθρο[2] υπό τον γενικό τίτλο «η ευρωπαϊκή σκέψη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου» στοχεύει στην κριτική παρουσίαση του συγγραφικού έργου του Έλληνα λόγιου και πολιτικού οι διαχρονικές αλήθειες που προβάλλονται το καθιστούν επίκαιρο, ιδιαίτερα στην σημερινή δυσχερή συγκυρία.
Ι.Λ.

«Στο σχολείο δεν θυμάμαι να μας μίλησαν ποτέ για τους Έλληνες ποιητές του ΙΘ΄ αιώνα … Γινόταν μια συστηματική αποσιώπηση του έργου και της προσφοράς των λογοτεχνών μας»
Παν. Κανελλόπουλος

Το ελληνικό φραγκοφορεμένο κρατίδιο του 1832 είχε ξεχάσει την οργανική σχέση που συνέδεε τον ελληνισμό με την Ρωμανία. Το δράμα αυτό της αλωμένης ελληνικής ψυχής συνεχίσθηκε – παρά τις κραυγές απελπισίας και αντιστάσεως που είχαν προβάλει ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης Νικολαΐδης – σε όλην την διάρκεια του ΙΘ΄ και του Κ΄ αιώνος.

… Η Ψυχαρική επιβολή της δημοτικής από τους λογίους Έλληνες δημοτικιστές, με το επιχείρημα ότι πρέπει ν’ ακολουθούμε την «ζωντανή γλώσσα του λαού», είναι εισαγώμενο δυτικό επιχείρημα που εχρησιμοποιήθη φερ’ ειπείν για την επιβολή στην ελβετική λογοτεχνία της ελβετικής γερμανικής διαλέκτου – της λεγόμενης σβύτσερ ντυτς – ή στον Καναδά για την επιβολή στα μυθιστορήματα της γαλλικής διαλέκτου του Κεμπέκ, της λεγόμενης ζουάλ. Με το λαϊκιστικό επιχείρημα πως πρέπει να «χρησιμοποιούμε την γλώσσα της γιαγιάς», οι Γερμανοελβετοί και οι Γαλλοκαναδοί εκινδύνευσαν να απομονωθούν από τον μεγάλο κορμό του γερμανικού και γαλλικού πολιτισμού έως που εκατάλαβαν το λάθος τους. Ομοίως το δυτικοφερμένο κίνημα του δημοτικισμού είχε ως αποτέλεσμα να αποξενώσει τους Έλληνες του σημερινού ελλαδικού κρατιδίου των δέκα εκατομμυρίων, από την παγκοσμιότητα της ελληνικής γλώσσης και επέτρεψε στους Δυτικούς να ισχυρισθούν πως τα αρχαία ελληνικά ήσαν – όπως και τα λατινικά – μια νεκρή γλώσσα και πως τα νέα ελληνικά ήσαν μια διάλεκτος ουδόλως πιο σημαντική από τα δανικά ή τα ολλανδικά. …

… Ο Ντυροζέλ, παρουσιάζει τους Δυτικούς Λατίνους Άγιο Αυγουστίνο, Άγιο Ιερώνυμο, πάπα Γρηγόριο Α΄ και τον Καρλομάγνο, το Άσμα του Ρονάλδου, τον Αβελάρδο, τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ, το Άσδμα των Νιμπελούνγκεν, τους καθολικούς αγίους όπως τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, τον Δάντη, τους Πετράρχη και Βοκκάκιο, τον Μάιστερ Εκχαρτ, τον αγγλικό προτεσταντισμό, την ιταλική ζωγραφική και γλυπτική, τους Τζιόττο, Λεονάρντο ντα Βίντσι και Μιχαήλ Άγγελο, τον Σαβοναρόλα, τους Μεδίκους της Ιταλικής Αναγεννήσεως, το μακιαβέλλι, τον προτεσταντισμό των Λουθήρου και Καλβίνου, τον Ουμανισμό, τον Ντύρερ και την γερμανική τέχνη, την Πορτογαλία και την Ισπανία, την φλαμανδική και ολλανδική τέχνη, την Αγγλία του Σαίξπηρ, την γαλλική λογοτεχνία και φιλοσοφία, τον Πασκάλ, τους Ιησουΐτες και τουςε Γιανσενίστες, την αγγλική φιλοσοφία, την ιταλική λογοτεχνία, το γερμανικό πνεύμα, την δυτική μουσική, την αμερικανική λογοτεχνία, την Ρωσία του ΙΘ΄ αιώνος, τους Σουηδούς, τους Δανούς, τους Νορβηγούς, τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό.

… ενώ δεν ξεχνά ούτε τους Νορβηγούς, ενώ προσθέτει στην Ευρώπη ακόμη και τους Αμερικανούς, δεν λέει λέξη όχι μόνον για τους Έλληνες και Βαλκανίους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας … δεν αφιερώνει ούτε μια γραμμή στην ελληνική σκέψη του κράτους των Αθηνών στο ΙΘ΄ και στον Κ΄ αιώνα, σε μια σύνθεση που όμως περιλαμβάνει, για τον Κ΄ αιώνα, τον Αραγκόν και τους «Αμερικανούς και Άγγλους ποιητές στις μέρες μας».

«Ο Αυγουστίνος ήταν ένας πρόδρομος. Ύστερα από τον θάνατό του [το 430 μΧ] ήρθαν αιώνες δύσκολοι, σκοτεινοί, γεμάτοι από βαριάν ατμόσφαιρα της προσδοκίας και της προπαρασκευής … Αιώνες ολόκληρους δεν ξεχωρίζει καμιά ατομική πνευματική δημιουργία … στο Βυζάντιο δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ο νεώτερος ευρωπαϊκός άνθρωπος … Το Βυζάντιο έμεινε ποιητικά άφωνο … Εκτός από τον φιλόσοφο Γεμιστό (Πλήθωνα) που πέρασε μόνο για λίγο από την Φλωρεντία και που άλλωστε δεν πρόφτασε ν’ αναγεννήσει ουσιαστικά το ελληνικό πνεύμα … Κανένας άλλος, απ’ όσους καταφύγανε στη Δύση ή απ’ όσους έδρασαν στο Βυζάντιο κι ακούστηκαν στη Δύση, δεν ήταν προικισμένος με ζωντανό δημιουργικό πνεύμα».

… καταδικάζει την Ορθοδοξία στο πρόσωπο του Ιωάννου του Χρυσόστομου και υποστηρίζει πως οι νεώτεροι Έλληνες δεν είναι οι συνεχιστές των προγόνων τους. Συνεχιστές των Αρχαίων Ελλήνων είναι οι δυτικοευρωπαίοι καθολικοί και προτεστάντες. Έτσι βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα της δυτικής Παρατάξεως, από την εποχή ήδη του Κοραή, ότι για να ξαναβρούν σήμερα οι Έλληνες την ελληνικότητά τους πρέπει προηγουμένως να γίνουν Γάλλοι, Άγγλοι ή Γερμανοί, οι οποίοι και είναι οι επίγονοι των Αρχαίων Ελλήνων …

[1] Χριστούγεννα 1996
[2] του Δημήτρη Ν. Κιτσίκη

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

πολιτική

«Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντέγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισοπεδωτικά. Τους νέους τους έστελνάν στην Ευρώπη για να σπουδάσουν ευρωπαϊκά και άμα ξαναγύριζαν με ένα δίπλωμα στο χέρι, τους είχαν για θεούς. Οι μικροί αυτοί διπλωματούχοι θεοί καταφουσκωμένοι από ξένη μάθηση κακοχωνεμένη πολεμούσαν να κλονίσουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση των Ρωμιών στον εαυτό τους … Και ό,τι έφτασε ίσια από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε. Ό,τι ήταν εντόπιο περιφρονημένο … Η ξενομανία του κράτους έφτασε σε τέτοιο σημείο που έστειλε και κορίτσια στην Ευρώπη να μάθουν … νοικοκυρική !»

Ιών Δραγούμης

το κράτος[1]

Το μικρό κράτος το νεοελληνικό, που επλάστηκε από ένα ξέσπασμα πανελλήνιας ορμής όταν απλώθηκε κάπως στους ανθρώπους του έθνους η συνείδηση η εθνική με τη μορφή της μεγάλης ιδέας – δηλαδή με τη νοσταλγική θύμηση του βυζαντινού κράτους – το νεόπλαστο αυτό κράτος το ελληνικό έμεινε, μ’ όλες τις προσθήκες που του κόλλησαν, ένα μικρό ελληνικό κράτος, ένας ταπεινός πολιτειακός οργανισμός, ένας νέος μα μικροκαμωμένος πυρήνας εθνικοπολιτικής ζωής που όσον πήγαινε έδενε και έπηζε πιότερο και κρυστάλλωνε. Και όλες οι συνέπειες του σχηματισμού ενός τέτοιου μικρού οργανισμού ήτανε φυσικό να παρακολουθήσουν την Ελλάδα[2]. Τα κράτη καταντούν κάποτε να μη διακρίνουν παρά τον εαυτό τους.

Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν να γίνει εργαστήρι πανελληνικό που να εξακολουθήσει τον αγώνα του έθνους ως που το βυζαντινό κράτος να ξεφορτωθεί τον Τούρκο από πάνω του, να ξαναπιάσει ο Ρωμιός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Τη συνέχεια του παλιού δικού του κράτους φαντάζονταν και αποζητούσε το έθνος, συνεπαρμένο από την εθνική συνείδηση.

Μα οι περίστασες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γης έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του έθνους που ένα καλούπι κράτους αναθυμούνταν μονάχα, το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δεν είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, και αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμούνταν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως απ’ αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη[3], και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι αν τους την ξαναπάρει.

[1] Ίωνος Δραγούμη, «Ελληνικός πολιτισμός», σ. 51-52, Φιλόμυθος, Αθήνα 1993.
[2] Ο Δραγούμης αντιτίθεται στον ευρωπαϊκό μαϊμουδισμό των Νεοελλήνων, που αντιγράφουν τα ευρωπαϊκά κακέκτυπα ζωής και συμπεριφοράς και προσηλώνονται τυφλά στους μηχανισμούς κοινωνικής παθολογίας που αναπαράγει η ευρωπαϊκή αντιφατικότητα κατά του Ελληνισμού, διακατέχονται και από συμπλέγματα εθνικής κατωτερότητας και ανοίγουν διάπλατα τις πύλες στην ξένη πολιτιστική εισβολή.
[3] Η τουρκοκρατία υπήρξε η βαθύτατη δοκιμασία του Γένους. Τουλάχιστον τα πρώτα 150 χρόνια είχε σταματήσει το σύμπαν. Ο ραγιάς είναι αντικείμενο και όχι υποκείμενο. Δεν είναι επομένως διόλου υπερβολική η αλληγορική ρήση του «όπου πατήσει Τούρκου ποδάρι, όχι λουλούδι να ούτε χορτάρι δεν φυτρώνει». Έχει δίκαιο ο George Horton να επισημάνει ότι «ο μοναδικός πολιτισμός που υπήρξε στην Τουρκία από την αποφράδα μέρα του 1453 ήταν αυτός που πρόσφεραν τα απομεινάρια της γηραιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Η φυγή των λογίων στη Δύση και η απαγόρευση πάσης εκπαιδευτικής κινήσεως στην πρώτη φάση του οσμανλικού κράτους ακινητοποιεί και αχρηστεύει, ευτυχώς προσωρινά, τις πνευματικές δυνάμεις του Γένους.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Παραμύθι

Στη χώρα των Μοιρολατρών
ο βασιλιάς Αστόχαστος
τον τόπο διαφεντεύει.
Ως πότε θα τ’ ανέχεσαι αυτό ;

Ι.Λ.

Του βασιλιά Αστόχαστου, η κυβέρνηση[1]

Όταν κατάλαβε ο γερο-Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε τον γιο του, τον νεαρό Αστόχαστο, και του είπε:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, τον γιο του Συνετού Α΄, Βασιλιά των Μοιρολατρών.

Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τούς άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.

Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ’ ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια.

Παντού χαρά και καλοπέραση.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Και σαν μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφεραν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.

Πέρασαν χρόνια πολλά.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασίλειου των Μοιρολατρών.

Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνονταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α΄.

Που και που, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στην μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ’ αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τα’ αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια.

Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.


[1] Π.Σ. Δέλτα, «Παραμύθι χωρίς όνομα», σελ. 11-13, Εστία, 25η έκδ., Ιούλιος 2010.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Ερωτόκριτος

Μια διαφορετική ανάγνωση[1]

Επί δύο και πλέον αιώνας, ήτοι αφ’ ου οι Κρήτες πρόσφυγες μετεκόμισαν τα χειρόγραφα του Ερωτόκριτου εις Επτάνησον μέχρι σχεδόν των ημερών μας (1885) ουδείς αμφέβαλλε περί του τόπου της γενέσεως του ποιήματος· πάντες επίστευον και έλεγον ότι το ποίημα είναι Κρητικόν, και ότι εκ Κρήτης ήλθεν εις την άλλην Ελλάδα. Ο πρώτος εκδότης (ο του 1713) και πάντες οι μετά ταύτα, οι αναγνώσται και οι περιηγηταί οι περί αυτού ομιλήσαντες, και οι λόγιοι οι εξετάσαντες και οι κρίναντες αυτό από του Άγγλου Leake και εξής εθεώρουν ως βέβαιον και δεδομένον το πράγμα. Η πρώτη αμφισβήτησις διετυπώθη υπό του μεσαιωνολόγου Κ. Σάθα εν άρθρω δημοσιεύθέντι εν τω περιοδικώ Εστία κατά το 1885 (τομ. ΙΘ΄ φυλλ. 492) υπό τον τίτλον Έλληνες Στρατιώται[2]. Την γνώμην του ο κ. Σάθας διετύπωσεν ως εξής:

«Κακώς νομίζεται ότι ο Ερωτόκριτος εξήλθεν εκ της κεφαλής Βιτζέντζου του Κορνάρου. Ο Ενετόκρης ούτος έζη εν Σιτεία μετερχόμενος τον μνήμονα, εκ δε του διασωθέντος πολυτόμου συμβολαιογραφικού του αρχείου πειθόμεθα ότι μόλις εψέλλιζε το τότε εν Κρήτη ομιλούμενον ιδίωμα αγνοών και αυτούς τους ελληνικούς χαρακτήρας, αφ’ ου γράφει τα ελληνικά διά λατινικών γραμμάτων[3]. Η Κρητική διάλεκτος είχε τοσούτον επηρεασθή υπό της Ενετικής, ώστε ου μόνον τα τότε συντεταγμένα επίσημα έγγραφα βρίθουσι ξενισμών πρωτακούστων, αλλά και η νυν έτι λαλουμένη τηρεί μέγαν ρύπον ξενικής επιδράσεως[4]. Εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς είναι δυνατή η υπόθεσις, ότι εις πτωχός αλλόγλωσσος συμβολαιογράφος κατώρθωσε να συνθέση τόσον μακρόν έπος.

ο δε Ερωτόκριτος είναι καθαρόν Στρατιωτικόν ποίημα, αναφέρω ότι ο αρχικός του έπους πυρήν πρέπει να αναζητηθή εκτός της Κρήτης, εν Αθήναις ή εν Θεσσαλία, όθεν μετηνάστευσεν εις Κρήτην διά των ενταύθα ιδρυθεισών μετά το πέρας της Αραβοκρατίας Στρατιωτικών αποικιών· εν τη νήσω εγκληματισθέν ανεπτύχθη εν τω σημερινώ αυτού τύπω διά παρενθέσεως του μεγάλου επεισοδίου της προς τον Καραμανίτην μονομαχίας του Κρητός αρχοντοπούλου, ο δε Κορνάρος αντιγράψας ή και ελαφρώς διασκευάσας το πρωτότυπον προσέθηκε την εν τέλει περί αυτού δήλωσιν»

Ακόμη περαιτέρω προέβη ο Σάθας κατόπιν κατά το 1888 αποκαλών τον Ερωτόκριτον άντικρυς «Αθηναϊκήν εποποιΐαν»[5].

«Θεωρούντες την νυν Κρητικήν επεξεργασίαν ως γενομένην πολύ προ του 1538 εικάζομεν ότι το ποίημα κομισθέν εξ Αθηνών υπό των εις υποστήριξιν της επαναστάσεως του 1364 κατελθόντων Αθηναίων μετά του Αρχιεπισκόπου και μάρτυρος αυτών Ανθίμου, εκυκλοφόρησεν ως κατηχητικόν βιβλίον, ως και η τότε γνωσθείσα … Θησεΐς …»

«Τοιούτος ην και ο ημέτερος Ερωτόκριτος αναγόμενος εις τον λεγόμενον κύκλον της Αυλής του Έρωτος (Cour d’ amour) μετενεχθείς εξ Αθηνών εις Κρήτην, μεταφρασθείς δε προ του 1538 υπό του Κορνάρου εις την Κρητικήν διάλεκτον»

Η γνώμη άρα του Σάθα είναι τοιαύτη τις· ο πρώτος πυρήν του ποιήματος ανεφάνη το πρώτον εν Αθήναις, (ή εν Θεσσαλία) εις εποχήν πολύ παλαιάν, και ήτο στρατιωτικός, μετεκομίσθη δε εις Κρήτην μετά την ανάκτησιν αυτής υπό Νικηφόρου του Φωκά (κατά το 961) υπό των αποίκων των εγκαθιδρυθέντων εν αυτή μετά την εκδίωξιν των Αράβων. Έκτοτε ενεκλιματίσθη εν τη νήσω, όπου και προσέλαβε το επεισόδιον του Καραμανίτη, ο δε Κορνάρος ευρών το ποίημα κυκλούμενον εν Κρήτη το διεσκεύασεν ελλαφρώς και προσέθηκε τον εν τέλει περί εαυτού επίλογον.

Ομοία τις περίπου είναι και η εν τη Εισαγωγή της εκδόσεως του Κρητικού πολέμου του Ξηρουχάκη με την σπουδαίαν διαφοράν ότι ιεωρηθείσης, φαίνεται, λίαν υπερβολικής της αναδρομής μέχρι του 961, μετατίθεται η εις Κρήτην μετακόμισις του Ερωτοκρίτου κατά το 1364 ήτοι κατά την Επανάστασιν του Αγίου Τίτου, γενομένη υπό των κατελθόντων προς υποστήριξιν αυτής Αθηναίων μετά του Αρχιεπισκόπου Ανθίμου, προστίθεται δε ότι το Αθηναϊκόν ποίημα μετέφρασεν εις την Κρητικήν διάλεκτον ο Κορνάρος προ του 1538.

Την περί Αθηναϊκής καταγωγής του ποιήματος γνώμην του Σάθα εβασάνισε και επιτυχώς ανεσκεύασεν ο Α. Γιάνναρης[6]. Ο κ. Δημ. Καμπούρογλους ηθέλησε πώς να δώση χείρα βοηθείας εις τον Σάθαν ή μάλλον να μετριάση τον έλεγχον του Γιάνναρη δι’ ων λέγει[7] ότι ο «Σάθας μόνον περί του πυρήνος του έπους ωμίλησε και ουχί περί του όλου έπους όπως μάλιστα έχει τούτο σήμερον».

«Το δεικνύον … την γνώμην του Σάθα περί της εν Αθήναις υπάρξεως του πυρήνος του έπους του Ερωτοκρίτου είναι και το εξής. Εν τω Δ΄ μέρει του Ερωτοκρίτου (577-580) απαντώσιν οι εξής στίχοι:

Ώρισ’ ο Ρήγας το ζιμιό, κάνει και φέρνουσίν του
ρούχ’ αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδίν του
κόβγει τα ως τα γόνατα, και κούντουρα τα’ αφίνει,
κι ασούσσουμη κι ανέγνωρη η Αρετούσα γίνη

Παραδώξως δ’ αναγιγνώσκομεν εν τω περιηγητή Randolph εν των κεφαλαίω Θερμιά[8] ότι κατά παράδοσιν ανακοινωθείσαν αυτώ υπό του προξένου Giraud Πρίγκηψ τις των Αθηνών είχε κόρην καταστάσαν ένοχον εγκλήματός τινος και εξορισθείσαν· ταύτης προς μείζονα περιφρόνησιν έκοψαν τα ενδύματα κοντά μέχρι γονάτων και ούτως έχουσαν την εξώρισαν εις την νήσον. Αλλ’ αι Θερμιώτισσαι και κατόπιν άπασαι αι νησιώτισσαι του Αιγαίου Πελάγους εμιμήθησαν την προγκήπισσαν και έκοψαν αμέσως τα ενδύματά των (κούντουρα ως τα γόνατα)».

Διά της μελέτης … του καθηγ. Ν. Πολίτου[9] νέα εγένετο ανακίνησις του ζητήματος. Την γνώμην του ως εξής συγκεφαλαιοί ο κ. Πολίτης (σελ. 54).

«Πιθανώς το αρχέτυπον ποίημα εγράφη κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, ότι ήκμαζε το κράτος των Καραμανιτών, εν όσω ακόμη το κράτος των Οσμανιδών Τούρκων δεν είχε την σπουδαιότητα και την δύναμιν, την οποίαν ήρχισε προσλαμβάνον περί τα τέλη του αιώνος και δη από της εν Κοσσόβω μάχης (1385). Φαίνεται δε ότι εποιήθη ίσως εκτός της Κρήτης, εν χώρα Ελληνική μη φραγκοκρατουμένη, διεσκευάσθη δ’ ύστερον τπό τινος Κρητός, όστις δεν ήτο ο Βιτσεντζος Κορνάρος, ο άρχων της Καρπάθου ο τω 1476 γεννηθείς· ο δε τον δεύτερον επίλογον του Ερωτοκρίτου γράψας Βιτσέντζος Κορνάρος, πιθανώς ήτο απλούς αντιγραφεύς ολίγας και ασημάντους μεταβολάς επενεγκών εις το κείμενον».

Ο κ. Πολίτης, ως περίπου και ο Σάθας, πιστεύει διπλήν υπόστασιν του Ερωτοκρίτου, ήτοι παλαιοτέραν μορφήν, το αρχέτυπον ποίημα γενομένην ίσως εκτός της Κρήτης εις χώραν ελληνικήν μη φραγκοκρατουμένην (ουχί αναγκαίως τας Αθήνας) και νεωτέραν διασκευήν ή απλήν αντιγραφήν γενομένην υπό του Κρητός Βιτσέντζου Κορνάρου.


[1] Από την Εισαγωγή του Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι στον Ερωτόκριτο του Βιτζεντζου Κορνάρου, Δωρικός, Αθήνα 1991.
[2] Δέκα οκ΄τω έτη πρότερον ο Σάθας εν τω περιοδικώ «Ιλισσώ» (τομ. Α 1868-1869 σελ. 264-266) υπό την επιγραφήν Περί του ποιητού του Ερωτοκρίτου ακολουθεί την κοινήν παράδοσιν ότι δηλ. το ποίημα εγένετο εν Κρήτη και παραδέχεται ως πιθανόν ποιητήν τον Βιτζέντζον Κορνάρον τον αναφερόμενον εν συμβολαίω του 1561 δημοσιευθέντι εις την Συλλογήν Miklosich και Myller Acta et Diplomata graeca med. aevi vol III σελ. 264-265.
[3] Αι πληροφορίαι αύται του Σάθα περί του νοταρίου Σητείας Βιτζέντζου Κορνάρου και του αρχείου του είναι τελείως ανακριβείς.
[4] Δεν θεωρώ αναγκάιον ουδέ να αναιρεθώσι τα λεγόμενα του Σάθα περί του μεγάλου ρύπου ξενικής επιδράσεως εν τω Κρητικώ ιδιώματι. Αυτή η γλώσσα του παρόντος ποιήματος και ο κατάλογος των ξένων λέξεων εν αυτώ … μαρτυρεί το εναντίον. Αντίθετον εντελώς γνώμην έχει ο άλλος μεσαιωνοδίφης Legrand.
[5] Εστία τομ. ΚΕ΄ 1888 φυλ. 644 σελ. 275 «Αυτός ο Ερωτόκριτος η δημοφιλεστέρα των Αθηαναϊκών εποποιϊών ουδαμού μνημονεύων το χριστιανικόν όνομα άρχεται από εγκωμίου της θρησκείας των παλαιών Αθηναίων»
[6] Α. Γιάνναρη, Περί Ερωτοκρίτου, Αθην, 1889, σελ. 20-22.
[7] Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορία Αθηναίων, τομ. Α΄, εν Αθήναις, σελ. 291.
[8] Randolph, The pr;esent state of Morea, London 1687, σελ. 38.
[9] Ν. Πολίτου, Ερωτόκριτος εν Λαογραφία Α΄ σελ. 19-70.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

από την καταγωγή των λαών

ελληνικότητα[1]

Την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου από την αυγή της Ιστορίας με βόρειο σύνορο τον Γενούσο[2] ποταμό αποδεικνύουν οι αρχαιολογικές πηγές και παραδέχονται οι ονομαστότεροι επιστήμονες, Vl. Georgiev, P. Leveque, E. Leppore, NGL Hammond, Φ. Παπάζογλου, καθώς και οι έξοχοι Ηπειρώτες αρχαιολόγοι Δημ. Ευαγγελίδης, Φ. Πέτσας, Σωτ. Δάκαρης.

Μετά τον 11ο αιώνα διεισδύει στη Βόρειο Ήπειρο από βορειοανατολικά προς νότο ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα, που οφείλεται στην άφιξη από τα ενδότερα της χερσονήσου του Αίμου πληθυσμών, τους οποίους οι συγγραφείς αποκαλούν Αλβανούς, αν και το εθνωνύμιο τούτο δεν μαρτυρείται στην γλώσσα τους, οι ίδιοι δε αυτοαποκαλούνται σκιπετέρ, όρος – κατά τον Petar Skok – παράγωγος από το τοπωνύμιο Σκόπια (Scupi) με προσθήκη επιθήματος και επίταξη άρθρου. Εξάλλου σχετικά με την καταγωγή τους άλλοτε είχε γίνει πολύς λόγος για ιλλυρική. Όμως μεταπολεμικά οι εγκριτότεροι βαλκανιολόγοι I.I. Russu, M.D. Savic, V.I. Georgiev υποστηρίζουν ότι πρόκειται για Θράκες. Συνακόλουθα δεν γίνεται δεκτή και η αυτοχθονία των Αλβανών, την οποία παλαιότερα είχαν αποκλείσει επίσης διάσημοι βαλκανιολόγοι, όπως οι G. Weigand, Th. Capidan, Al. Rosetti.

Αφελλήνιση τμημάτων της Βορείου Ηπείρου επισυμβαίνει μετά την εξάπλωση των Οθωμανών, εξαιτίας του εξισλαμισμού. Η μεταβολή δεν είναι απότομη ούτε και ριζική. Κατά τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο «πολλοί αυτών συνδιαλλάσσουσι τας δύο θρησκείας, δίδοντες εις τα τέκνα δύο ονόματα, εν μεν τουρκικόν, επιβαλλόμενον υπό του ιμάμη κατά τα θρησκευτικά έθιμα του ισλαμισμού, εν δε χριστιανικόν, διδόμενον υπό ιερέως Χριστιανού, όπερ μένει και ως όνομα εν τη οικιακή εστία. Το αυτό δε δυνάμεθα να είπωμεν και περί της γλώσσης, ιδίως εν τη Βορείω Ηπείρω … Η αλβανική δεν ηδυνήθη ν’ αντικαταστήση την ελληνικήν, αλλ’ απλώς ετ΄χθη εις το πλευρόν αυτής»[3].

Ο Άγγλος Stanford[4] διατείνεται ότι από τη μελέτη της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και του χαρακτήρα των Αλβανών συνάγεται ότι κατά την αρχική καταγωγή τους αυτοί είναι γνήσιοι Έλληνες. Αυτό ισχύει και … για τους Τσάμηδες, για τους οποίους μάλιστα κατά τον παρελθόντα αιώνα ο Δ.Α. Παναγιωτίδης έγραφε: «Ποίησις δε παρ’ αυτοίς μόνον η Ελληνική δημοτική εστιν· … Οι Τσιάμιδες αρχηγοί, οίτινες ωδήγησαν τους ομοφύλους των εις μάχας, ή άλλως εγένοντο ακουστοί, εξυμνούνται πάντοτε Ελληνιστί· … Άπαντες … φορούσι την φουστανέλλαν πολύπτυχον και υπό ταύτην έχουσι την ιδίαν αυτών ερυθράν περισκελίδα (ποτούρι)»[5].

Σε παρόμοια γενική διαπίστωση με τα ίδια περίπου κριτήρια προβαίνει πολύ ενωρίτερα ο Δημήτριος Αινιάν (1800-1881), γραμματέας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, γράφοντας στα απομνημονεύματά του τα εξής: «Η δύναμις του Ομέρ Βρυώνη εσύγκειτο από Αλβανούς έχοντας την αυτήν ενδυμασίαν, τον αυτόν οπλισμόν και τα αυτά σχεδόν ήθη και έθιμα με τους Έλληνας»[6].

Ομοιότητα στην ενδυμασία επισημαίνει και ο Κοσμάς Θεσπρωτός γράφοντας στα 1830: «Τα φορέματα των ανδρών σχεδόν είναι τα αυτά παντού, και ομοιάζουν τα παλαιά Ελληνικά και Ρωμαϊκά στρατιωτικά. Τα όμοια φορούν και οι νυν Έλληνες …»[7]. … Ο Κοσμάς Θεσπρωτός παρατηρεί και άλλες σπουδαιότερες ομοιότητες: «Τους χορούς τους έχουν ως οι νυν Έλληνες …».

Η λαογραφική έρευνα αποκαλύπτει την ελληνικότητα των μουσουλμάνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γράφει: «Αυτοί οι αλβανόφωνοι μωαμεθανοί κατά τους γάμους και τας πανηγύρεις των άδουν ελληνικά άσματα, τα οποία οι εξισλαμισθέντες Έλληνες πρόγονοί των ετραγουδούσαν προ διακοσίων ακόμη ετών. Η ενδυμασία των, η κουρά των, αι κατασκευαί των οικιών των, τα κεντήματα, η βιοτεχνιά των, είναι ηπειρωτικά, η μουσική των, ολόκληρος ο λαϊκός των πολιτισμός τους συνάπτει προς την Νότιον Ήπειρον, η κοινωνική των διάρθρωσις, ξένη προς τας «φάρας» των Αλβανών. … Μέχρι των μέσων του ΙΗ΄αι. ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου υπήρξεν ορθόδοξος. Τότε αι καταπιέσεις ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, αλλ’ οι πλείστοι απέμειναν πιστοί εις την θρησκείαν των πατέρων των».

Την ελληνική καταγωγή τους δεν διστάζουν να ομολογήσουν οι ίδιοι οι εξισλαμισμένοι, όπως οι Σπαθιώτες: «Είμεθα μία φάρα με τους Έλληνας»[8]. Στην ομολογία της ελληνικότητάς τους προβαίνουν και μεγαλόσχημοι αξιωματούχοι επώνυμοι «Τούρκοι». Ο Λ. Μπέλλος διασώζει αποκαλυπρικό περιστατικό: «Ο Φράσαρης, αρχηγός του Τουρκικού στρατού κατά το 1854, ερίσας προς τους συνάρχοντας Τούρκους έρριψεν αυτοίς την ύβριν, ότι αυτός δεν είναι Κονιάρης, αλλ’ έχει προγόνους τους αρχαίους Έλληνας»[9].

[1] Από την εισαγωγή του Αχ. Γ. Λαζάρου στο βιβλίο του Rene Puaux, δυστυχισμένη βόρειος Ήπειρος, σ. 15 κ. επ., εκδόσεις Τροχαλία
[2] Σκούμπι
[3] Σπύρου Λάμπρου, «Ηπειρωτικά», Νέος Ελληνομνήμων 10 (1913) 376.
[4] An ethnological map of the European Turkey and Greece with introductory remarks on the distribution of Races, London 1877, 8.
[5] Δωδώνη, Εικονογραφημένον Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον 1 (1985) 76.
[6] Δ. Αινιανός, Απομνημονεύματα, Αθήναι, έκδοσις Γ. Τσουκαλά, 169.
[7] Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου. Προλεγόμενα και σημειώσεις Αθ. Ι. Παπαχαρίση, εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964, 35.
[8] Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, έκδ. Β΄, εν Αθήναις 1928, 80.
[9] Λ. Μπέλλου, Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσης, εν Αθήναις 1903, 5.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Ελληνοτουρκική προσέγγιση ...

Μικρά Ασία
Η πτώση[1]

Όταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, διά του Αλεξίου Στρατηγοπούλου ηλευθέρωσε το 1261 την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους και κατάστησεν αυτή πάλιν πρωτεύουσαν του Βυζαντινού Κράτους, έπρεπε μοιραίως να στρέψη την προσοχήν του εις την Ευρώπην. … Η απειλή επανόδου των Φράγκων απασχολεί διηνεκώς τον Μιχαήλ. … Συνήψε το 1261 εις το Νυμφαίον της Μ. Ασίας συμμαχίαν προς τους Γενοάτας κατά των Βενετών και του φυγόντος Λατίνου αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Βαλδουΐνου Β΄. Η συμμαχία αύτη εστοίχισε πολύ , διότι έπρεπε να δοθούν ως αντάλλαγμα εμπορικά προνόμια, τα οποία εξήντλουν το Βυζάντιον. … Από του 1267 ισχυρός ηγεμών του βασιλείου Σικελίας – Ιταλίας, ο Κάρολος ο Ανδηγαυϊκός ανέλαβε αγώνα υπέρ των δικαιωμάτων του Βαλδουΐνου Β΄ και τούτο επροκάλεσε μεγάλας ανησυχίας εις τον Μιχαήλ. … Ο Μιχαήλ, δεξιός διπλωμάτης, κατώρθωσε να συνεννοηθή με τον βασιλέα Πέτρον τρίτον της Αραγωνίας, έχοντα και αυτόν κληρονομικά δικαιώματα, και έτσι ωργάνωσαν μαζί τον περίφημον Σικελικόν Εσπερινόν κατά της Γαλλικής κατοχής (1282). Ο Κάρολος Ανδηγαυϊκός αντί να εκστρατεύση κατά της Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να σώση την Σικελίαν. … Όλαι αυταί αι διπλωματικαί προσπάθειαι και επιτυχίαι έπρεπε να αξασφαλίσουν τον Μιχαήλ από επίθεσιν της Δύσεως … Υπερετίμησε δηλαδή … τους δυτικούς, όπως άλλοτε ο Αλέξιος Κομνηνός (1082) τους Βενετούς. Έτσι όμως παρημέλησε τα Μικρασιατικά σύνορα και τους ακρίτας και ηυκόλυνε τους Τούρκους επιδρομείς. … Εγκαταλείφθη η ορθή πολιτική της οχυρώσεως των συνόρων, η οποία ήρχισεν από του Μανουήλ Κομνηνού και εσυνεχίσθη μετ’ επιτυχίας υπό του Κράτους της Νικαίας[2]ντιθέτως οι Τούρκοι παρέλαβαν το ακριτικόν συνοριακόν σύστημα του Βυζαντίου και εις τούτου ώφειλαν μεγάλας επιτυχίας.

Ολίγας προσπαθείας κατέβαλεν ο Μ. Παλαιολόγος υπέρ της μ. Ασίας. Το 1269 ο Ιωάννης Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορος, εστάλη κατά των Τούρκων εις τον Μαίανδρον και εις την Καρίαν, αλλά δεν ηδυνήθη να τα σώση. Δεν ηδυνήθη να καταλάβη τα αντικρύ της Ρόδου παράλια, τα οποία χρησιμοποιούν τώρα οι Τούρκοι ως ορμητήρια πειρατικά[3].

Το 1278 ο υιός του Μιχαήλ Παλαιολόγου, Ανδρόνικος, ανέκτησε και ωχύρωσε τας Τράλλεις, όπως συνεκεντρώθη πληθυσμός εκ των ανοχυρώτων πόλεων και κωμοπόλεων του Μαιάνδρου. Αλλά μετά τέσσαρα έτη Τουρκομάνοι επολιόρκησαν την πόλιν, η οποία δεν είχεν αρκετά τρόφιμα και ύδωρ, την εκυρίευσαν, την ελεηλάτησαν και ηχμαλώτισαν είκοσι χιλιάδας κατοίκων[4]. Έκτοτε η πόλις επήρε τουρκικόν όνομα και έγινε πρωτεύουσα του εμιράτου του Αϊδινίου.

Ο υιός και διάδοχος του Μιχαήλ Παλαιολόγου, Ανδρόνικος Β΄, … μετά τον θάνατον του … Καρόλου του Ανδηγαυϊκού ενόμισεν ότι ηδύνατο να παραμελήση το ναυτικόν, το οποίον εν τούτοις είχεν ικανόν ναύαρχον, τον Αλέξιον Φιλανθρωπινόν. Αντιθέτως, οι Τούρκοι ωργάνωσαν πειρατικόν στόλον τη βοηθεία των Χριστιανών ναυτικών και ανελάμβαναν επιδρομάς εις τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους.

Ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός, «δεινός τα πολέμια», κατά τον Νικηφόρον Γρηγοράν (τ.1, σ.195), μετά Κρητών εθελοντών υπ’ αρχηγόν τον Χορτάτζην, επολέμησε γεννάιως, εκαθάρισε την περιφέρεια του Μαιάνδρου από τους Τούρκους και συνέλαβε πλήθιος αιχμαλώτων, των οποίων η αξία κατήντησε ίση με την του προβάτου[5]. Ο … Φιλανθρωπηνός απέβη ο ήρως, το ίνδαλαμα των Μικρασιατών, οι οποίοι ηγανάκτουν, διότι οι εν κωνσταντινουπόλει παρημέλουν την Μ. Ασίαν. Δι’ αυτό εύκολον ήτο να δημιουργηθή κίονησις υπέρ της ανακηρύξεως του Φιλανθρωπηνού ως αυτοκράτορος (1296). Η απόπειρα αύτη απέτυχε και ο Φιλανθρωπηνός ετυφλώθη … Και αργότερα όμως εχρειάσθησαν τον γενναίον Φιλανθρωπηνόν, όστις και τυφλός δεν ηρνήθη να υπηρετήση την πατρίδα του. Το 1324 απήλλαξε την Φιλαδέλφειαν από τους πολιορκούντας Τούρκους, το 1334 ηλευθέρωσε την Μυτιλήνην από επιδρομείς.

Μετά την κίνησιν υπέρ του Φιλανθρωπηνού ο Ανδρόνικος είναι δύσπιστος προς τους Έλληνας στρατηγούς … εδέχθη προθύμως τας υπηρεσίας Καταλανών μισθοφόρων … υπό την αρχηγίαν Γερμανού κουρσάρου … του Ρογήρου Ντε Φλορ, του «Ροντζερίου» των Βυζαντινών συγγραφέων. … Ο Παχυμέρης αναβιβάζει εις οκτώ χιλιάδας τον αριθμόν των μισθοφόρων τούτων Καταλανών και Αμογαβάρων[6]. … Οι Καταλανοί εστάλησαν κατά των Τούρκων της δυτικής Μικράς Ασίας, ήτοι κατά των εμιράτων Καρασή και Σαρουχάν. Προς τους Οθωμανούς Τούρκους δεν συνεκρούσθησαν καθόλου, ουδ’ επροχώρησαν ανατολικώτερα του Λοπαδίου. Κατ’ αρχάς επολέμησαν οι Καταλανοί κατά των Τούρκων του Αϊδινίου (1303), εβοήθησαν δε και εις απελευθέρωσιν της πολιορκημένης πόλεως Φιλαδελφείας[7]. Η Φιλαδέλφεια ήτο οχυρά πόλις με εμπιεροπολέμους κατοίκους και ηδύνατο να ανθίσταται επί πολύ εις τας επιθέσεις των Τούρκων. … επιέζετο από μακράν πολιορκίαν και υπέφερεν ένεκα ταύτης από μεγάλην πείναν. Και είχε μεν το ευτύχημα να κυβερνάται από αρχιερέα ονομαστόν, τον εκ Νικαίας Θεόληπτον, του οποίου «το της αρετής μέγεθος» τονίζει ο Γρηγοράς[8], αλλ’ η παράτασις της αγωνίας θα ωδήγει εις καταστροφήν, αν δεν επλησίαζαν οι Καταλανοί (1304). … Δυστυχώς οι Καταλανοί δεν εσυνέχισαν επωφελώς τας υπηρεσίας των εις το Βυζάντιον. Συνηθισμένοι εις τον βίον του αντάρτου και του πειρατού δεν ήτο δυνατόν να τηρήσουν τώρα πίστιν. … ήρχισαν να συνεννοούνται με τους Τούρκους και να λεηλατούν τους χριστιανικούς συνοικισμούς. … Ο γράψας την ιστορίαν της Καταλανικής επιδρομής Muntaner παρατηρεί[9]: «ωδηγήσαμε εις μαρασμόν όλην την Ρωμανίαν, διότι, πλην Κωνσταντινουπόλεως, Ανδριανουπόλεως, Χριστουπόλεως, Καβάλλας και Θεσσαλονίκης, δεν έμεινε πόλις που να μην παραδοθή εις το πυρ και εις την σφαγήν».


[1] Κωνσταντίνου Αμάντου, «Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων», σελ. 55 κ. επ., Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήναι 1955.
[2] Ν. Γρηγορ., τ. 1, σ. 138: «συνέβη προ βραχέος τους τας άκρας οικούντας φύλακας μετανάστας εκείθεν γενέσθαι δι’ ένδειαν των ετησίων λημμάτων, ά παρά των βασιλικών πρυτανείων ελάμβανον. Όπερ ως ουδενός άξιον παροραθέν εν αρχαίς μέγιστον ύστερον έδοξε Ρωμαίων ατύχημα και των μάλα μεγίστων αίτιον συμφορών» (πβ. Παχυμ. Τ. 1, σ. 19).
[3] Ο Παχυμέρης ομιλεί (τ.1, σ.311) περί ερημώσεως Μαιάνδρου, Καΐστρου και Καρίας και προσθέτει: «εώ λέγειν Τραχείαν, Στάδια, Στρόβιλον τε και τα αντιπέρα Ρόδου, ά χθες και πρώην υπό Ρωμαίοις τελούντα εχθρών εν ολίγω χρόνω εγένοντο ορμητήρια». Πολύ συγκινητική είναι η παρά Παχυμέρη (τ.2, σ.335) περιγραφη της καταστροφής του Ελληνισμού της Βιθυνίας επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου: «είδες … δε τότε … και τους περαιουμένους εις Πόλιν, απογνόντας ήδη την των ιδίων σωτηρίαν· και ο πορθμός ούτος εκάστης (ημέρας ;) μυρμηκιάν ανθρώπων και ζώων εδέχετο ουκ άνευ συμφορών των μεγίστων απαλλαγέντων. Ουδέ γαρ ην όστις ου των ιδίων απεθρήνει την στέρησιν, της μεν ανακαλουμένης τον άνδρα, της δε τον υιόν ή μην την θυγατέρα, άλλης αδελφόν ή αδελφήν και άλλης άλλο συγγενείας όνομα, πάντων δε ελεεινώς προκειμένων, των μεν εντός Πόλεως, των δε και εκτός παρ’ αιγιαλόν, … λείψανον φερόντων και ζωής και βίου. Νήπια δε και γυναίκες και οικτροί πρεσβύται προκείμενοι ταις οδοίς αλγείν εποίουν και τον μόνον ακούοντα».
[4] Ν. Γρηγορ., τ.1, σ.142: «ούπω μετά την κτίσιν τέσσαρες όλοι παρήθον ενιαυτοί και κυκλωσάντων των Τούρκων και περιστρατοπεδευσάντων εφ’ ικανόν, ηναγκάσθησαν ένδοθεν όσοι μη τη δίψη και τω λιμώ ετεθνήκεσαν εαυτούς τοις πολεμίοις προδούναι είκοσι χιλιάδων το πλήθος ου μείους υπάρχοντες, οι δη και απαγόμενοι δέσμιοι τους τελευτήσαντας εμακάριζον».
[5] Μαξίμου Πλανούδη, Επιστολαί, σ. 178 και 164: «κτείνει (ο Φιλανθρωπηνός) τους πολεμίους και τρέπει και ζωγρεία λαμβάνει και εξελαύνει και τα αυτών αφαιρείται και χώρους αναλαμβάνει τοις Ρωμαίοις προσήκοντας».
[6] Παχυμ. Τ.2, σ.333. – Ν. Γρηγορ. Τ.1, σ.220. Το όνομα Αμογάβαροι ή Αλμογάβαροι είναι αραβικόν (όπως το παλαιότερον Μαδραΐται) και σημαίνει στρατιώτας ικανούς διά τον κλεφτοπόλεμον. Ίσως ούτοι δεν ήσαν όλοι Ισπανοί.
[7] Παχυμ. Τ.2, σ.421. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης έγραψε περί αυτής (τ.1, σ.105): «μεγίθστη (η Φιλαδέλφεια) πόλις και πολυάνθρωπος και οπλίζεσθαι δυναμένους οικήτορας έχουσα και μάλιστα τοξείαν ασκούντας· αγχιτερμονούσα δε τοις περσικοίς ορίοις αεί διαμάχεσθαι τοις υπεναντίοις τούτους ποιεί και εθάδας πολέμου εργεται».
[8] Επιτάφιος λόγος του Νικηφόρου Χούμνου «εις τον μακάριον και αγιώτατον μητροπολίτην Φιλαδελφείας Θεόληπτον» εδημοσιεύθη υπό του J. Boissonade, Anecdota Graeca, τ.5, 1833, σ. 182. Αύτοθι σ.189 λέγεται ότι ο Θεόληπτος «εφρόνει ανδρικά και γενναία». Και ο Καντακουζηνός επαίνει τον Θεόληπτον (1, 67) και λέγει περί αυτού ότι «εις άκρον αρετής ήκει … και φρονήσεως ευ έχει και παιδείας της έξωθεν ουκ ολίγον μετέβαλε».
[9] Κατά L. Brehier, Vie et mort de Byzance, σ.422.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

πολιτική και οικονομία

Από τη διαμάχη πλουσίων και φτωχών στον αρχαίο ελληνικό κομμουνισμό[1]

Στα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, στο Σωκράτη που τον ερωτά «Τι ονομάζεις δήμο ;» ο Ευθύδημος απαντά: «Τους φτωχούς»[2].

Η δημοκρατία όμως δεν είναι η μόνη μορφή διακυβέρνησης των φτωχών. Ο Πλάτων φρονεί ότι από την πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών γεννιέται η τυραννία. Ο τύραννος είναι αρχικά ο προστάτης των φτωχών «που εξορίζει και φονεύει, ενώ αφήνει να καλλιεργείται η ελπίδα για απόσβεση χρεών και αναδασμό της γης»[3]. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι οι περισσότεροι τύραννοι υπήρξαν λαϊκοί ηγέτες, εχθροί των ισχυρών, από τους οποίους αφήρεσαν περιουσίες.

Φαίνεται λοιπόν ότι ο πλούτος και η φτώχεια καθορίζουν την πολιτεία. Ακόμα περισσότερο όμως, προκύπτει από αυτήν την ανάλυση ότι ο πλούτος και η φτώχεια είναι αιτία ταραχών, οδηγούν αναγκαστικά στην παραβίαση των νόμων, δηλαδή γεννούν τις επαναστάσεις. Ολόκληρο το βιβλίο VIII της «Πολιτείας» δίνει την εικόνα αυτής της παραβιάσεως των νόμων, που είναι η αιώνια πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η ολιγαρχική Πόλη είναι μια πόλη όπου πλούσιοι και φτωχοί «κατοικούν στον ίδιο χώρο και συνωμοτούν διαρκώς οι μεν κατά των δε». Η δημοκρατία εγκαθιδρύεται εις βάρος των πλουσίων με σφαγές και εξορίες. … Την ίδια γνώμη εκφράζει και ο Αριστοτέλης στην αρχή του βιβλίου VIII των «Πολιτικών»: «Στις ολιγαρχίες, οι πολλοί εξεγείρονται γιατί θεωρούν αδικία το να μην έχουν ίσα δικαιώματα, όπως ειπώθηκε προηγουμένως ενώ είναι ίσοι˙ και στις δημοκρατίες, είναι οι άριστοι που επαναστατούν γιατί έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους, μολονότι δεν είναι ίσοι με αυτούς».

Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένα φάρμακο γι’ αυτό το κακό. Γιατί η επανάσταση, η μεταβολή είναι καθαυτή κακή. Όλοι οι πολιτικοί συγγραφείς του 4ου πΧ αιώνα συμφωνούν σ’ αυτό το σημείο δικαιολογώντας την γνώμη τους, όπως ο Πλάτων, με μιαν αρμονική αντίληψη του συνόλου, είτε προσπαθώντας απλώς να δημιουργήσουν μια κοινωνική ισορροπία, εγγύηση ειρήνης και ευδαιμονίας για τους ανθρώπους. Στην αναζήτηση της ευτυχισμένης Πόλεως, είτε αυτή είναι ουτοπική είτε ρεαλιστική, προσπαθούν ιδίως να εξασφαλίσουν μια κοινωνική ισορροπία που φαίνεται καθαρά ότι πρέπει να βασίζεται σε μία καλύτερη κατανομή των αγαθών, ή τουλάχιστον στην εξάλειψη του υπερβολικού πλούτου και της υπερβολικής φτώχειας.

Ποιες είναι οι λύσεις που θα προτιμηθούν ; … Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρία ρεύματα στην ελληνική σκέψη, που δίνουν τρεις διαφορετικές λύσεις: το «κομμουνισμό», την ενίσχυση των μεσαίων τάξεων και τον «ιμπεριαλισμό»[4].

Οι «κομμουνιστικές» θεωρίες των Ελλήνων μας είναι γνωστές από κείμενα όπως τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα και την κριτική, τέλος, αυτών των θεωριών από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο ΙΙ των «Πολιτικών», κριτική που μας πληροφορεί για ορισμένες θεωρίες, όπως του Φαλέα του Χαλκηδονίου ή του Ιπποδάμου του Μιλησίου, που γνωρίζουμε μόνο από το κείμενο του Αριστοτέλη.

Οι «Εκκλησιάζουσες» μια σάτιρα που στρέφεται ταυτόχρονα εναντίον των γυναικών και εναντίον των «κομμουνιστικών» θεωριών. Το ενδιαφέρον του έργου έγκειται ακριβώς στο θέμα του, που δείχνει πράγματι ότι τέτοιου είδους ζητήματα ήταν αρκετά γνωστά στο λαϊκό κοινό της Αθήνας, για να μπορούν να ανεβαστούν στην σκηνή. Το πρόγραμμα της Πραξαγόρας είναι πολύ απλό: όλα τα αγαθά θα γίνουν κοινά, όχι μόνο τα ακίνητα αλλά και τα κινητά, το χρήμα και οι δούλοι και τέλος τα καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και τα ρεβύθια. Η αναμορφώτρια δικαιολογεί ως εξής το σχέδιό της: δεν πρέπει πια ο ένας να είναι πλούσιος, να διαθέτει τεράστια αγροκτήματα, πολλούς δούλους, ενώ ο άλλος, δυστυχισμένος, στερημένος από τα πάντα δεν έχει ούτε μία γωνία γης για να ταφεί μετά τον θάνατό του[5].

[1] C. Mossè, «Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας», σ. 293 κ.επ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
[2] «Απομημονεύματα», IV, 2, 37: - Και τι νομίζεις δήμον είναι ; - Τους πένητας των πολιτών έγωγε
[3] «Πολιτεία», 566a: και ανδρηλατή και αποκτεινύη και υποσημαίνη χρεών τε αποκοπάς και γης αναδασμόν.
[4] Ο συγγραφέας υιοθετεί εδώ μια πιο εύχρηστη ορολογία. Είναι φανερό ότι αποδίδει σ’ αυτούς τους όρους μια εντελώς ειδική σημασία, διαφορετική από εκείνη που απέκτησαν στον σύγχρονο κόσμο.
[5] Αριστοφ., «Εκκλ.», στ. 590-594.