Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

η Λογοτεχνία ... διδάσκει

Τ’ αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από τον «Ζητιάνο»[1] του Α. Καρκαβίτα. Αυτό που εντυπωσιάζει και που ταυτόχρονα τα καθιστά επίκαιρα είναι η παρουσιάση του διαχρονικού και παράλληλα αυθεντικού τρόπου με τον οποίο λειτουργούν, μπροστά στα προβλήματα, οι Έλληνες κι οι ηγεσίες τους. Οι υπότιτλοι έχουν προστεθεί απ’ την ΝομοΣοφία.

Δύο τρόποι ν’ αστισταθείς στο ΔουΝουΤού

τρόπος πρώτος
ΟΧΙ

Άλλοτε, από τον καιρό των προπάππων τους, το Νυχτερέμι, όπως και τα’ άλλα περίγυρα χωριά, επατήθηκεν από τον Αλή πασά. Ήταν τότε παντοδύναμος ο Αλής στα Γιάννινα και ο Βελής, ο γιος του, ήταν πασάς στον Τύρναβο. Κάποιος του επάινεψε τον κάμπον αυτόν και, κατά τη συνήθειά του, ορέχτηκε να τον αποχτήση, επαράγγειλε στον Βελή να προκαλέση τους προεστούς των χωριών και, με περιποιήσεις και φοβερίσματα, να τους αναγκάση να του κάμουν παραχωρητήριο. Όσα χωριά είχαν καλούς προεστούς αντιστάθηκαν τότε.

Ο Γεροβαρσάμης, της Ράψανης ο πρώτος, τρία χρόνια έκαμε φυλακισμένος στα Γιάννινα και τα μύρια υπόφερεν από τον Αλή, αλλά δεν υπόγραψε να παραδώση το χωριό. Στην Κρανιά, όταν επήγε με οπλοφόρους να την πατήση ο Βελής, οι κάτοικοι εσυνάχθηκαν στην εκκλησία του αγίου Ταξιάρχη με κλάϊματα και στηθοκοπήματα, παρακαλώντας να βάλη το χέρι του στον άδικο δρόμο του πασά. Και το έβαλε δίχως χρονοτριβή. … Και το Κονομιό, το πλούσιο μοναστήρι των Κομνηνών, που κρέμετ’ επάνω από το Τσάγεζι, στην πλαγιά του Κισσάβου, επόθησεν ο Βελής κ’ έστειλε χτίστες να του κάμουν Κονάκι. Αλλ’ ο Χατζής Καμπέκος, ο προεστός, επήγε κ’ έδιωξε τους χτίστες κ’ έπειτα επαρουσιάσθηκε στον πασά και έτσι του μίλησε παλληκαρίσια : «Πασ’α μου, το κορμί τ’ ορίζω και σου το παραδίνω· κάμε το ό,τι θέλεις· μα το μοναστήρι που μου ζητάς δεν είναι δικό μου και δεν σου το δίνω !». Αληθινά ο Καμπέκος εσφυροκοπήθηκε από αρμό σε αρμό κ’ εξεψύχησε στο κούτσουρο. Αλλά το μοναστήρι με τα κρύα νερά και τα δάση και τα πλούσια μετόχια δεν επατήθηκε.

τρόπος δεύτερος
η αντίσταση του ΝΑΙ σε όλα … αλλά με όρους

Τέτοιους όμως προεστούς δεν είχαν όλα τα χωριά. Του Νυχτερεμιού οι γερόντοι, μόλις τους εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν το παραχωρητήριο. Έτσι έκαμαν και στον Πυργετό και στην Αίγανη και στο Λασποχώρι. Είναι αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους. Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι, βρίζα, να δίνουν το τρίτο στον αφέντη. Τα σπίτια τους τα χτίζουν οι ίδιοι και κανείς να μην ημπορή να τους διώξη. Τ’ αμπέλια και τα ζωντανά τους – λιανά και χοντρά – δικά τους να είναι και κανείς να μην ημπορή να τα πάρη. Με αυτούς τους όρους τα έλαβε και ο Χουρσίτ πασάς αργότερα, όταν ενίκησε τον Αλή. Τώρα όμως με την Προσάρτηση ο μπέης θέλει να τα κάμη τέλεια τσιφλίκια, όπως και τ’ άλλα της Θεσσαλίας χωριά.

αγώνες και δικαίωση …

Φυσικά οι χωριάτες αντιστάθηκαν· πολλές φορές έδιωξαν τους επιστάτες από τα Κονάκια, αρνήθηκαν τα δοσίματα κ’ έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν.

Αλλά οι δίκες, έγραφε τώρα ο δικηγόρος, δεν είναι κρασί, να το τελειώση σε μια ημέρα· ούτε πουλόσκωτο, να το φάγη με μια χαψιά. Έπρεπε να έχουν υπομονή και να μη νομίζουν πως βρίσκονται ακόμη στην Τουρκιά. Τότε ο κατής, με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας το ναργιλέ του, ετελείωνε σε μιαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Τώρα το λέγουν Ελλάδα· έχουμε Σύνταγμα ! Είναι δικαστήρια και δικογραφίες και δικηγόροι, που κόβουν και ράβουν ώστε να πήξη το σάλιο στη γλώσσα τους για το συμφέρον των πελατών τους. Είναι δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσης, σοβαρό είτε αστείο. Αλήθεια πώς τις περισσότερες φορές γράφουν άλλ’ αντ’ άλλων, εκείνο που συμφέρει στον καλοπλερωτή· αλλ’ ό,τι γραφή εκεί μια φορά, δεν ξεγράφεται. Κ’ είναι ακόμη ένορκοι δέκα – δώδεκα, είκοσι πολλές φορές, που κάθονται σοβαροί επάνω στα ψηλά σκαμνιά τους, όλο αυτιά και μάτια, κ’ έπειτα πηγαίνουν μέσα και μυστικά συσκέπτονται και βγάζουν τη σοφή απόφασή τους. Για να γίνουν όλ’ αυτά, χρειάζεται βέβαια καιρός πολύς κ’ έξοδα πολλά· στο τέλος όμως βγάνει μια απόφασις καθώς πρέπει. Είναι αλήθεια πως η Κυβέρνησις υποστηρίζει τον μπέη και το δικαστήριο φαίνεται τον ίδιο δρόμο να τραβά. Έχουν βλέπεις, τον πρόξενο, που πατάει ποδάρι. Έπειτα γνωστή είναι η τουρκοφιλία που πασχουν όλες στη Λάρισα οι αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές, λες και με δέκα – δεκαπέντε μπέηδες θα σωθή το Ρωμέικο ! Αυτός όμως δεν θα τους αφήση και ας κάνουν ό,τι θέλουν· έχει τα μάτια του τέσσαρα· βρίσκεται κάθε ημέρα σε γραμματαλλαγή με τον πρωθυπουργό. …

Και με το τέλος αυτό ο δικηγόρος εσυμβούλευε τους χωριάτες να μην λησμονούν. Να του στείλουν κανένα ζωντανό – λαινό είτε χοντρό και δαμάλι ακόμη δεν επείραζε. Να του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν’ ασκί κρασί καλό χωρίς χαβούζα. … Και ήθελε καλό κρασσί, γιατί θα το έστελνε δώρον σε τρανό πρόσωπο της Αθήνας για τη δουλειά τους.

[1] Α. Καρκαβίτσα, «ο Ζητιάνος», σ. 10-13, εκδόσεις Τέχνη – Δ. Δαρεμάς.