τα θεμέλια της πατρίδας[1]
Η φτώχεια και η απελπισία των οικογενειών των εκτελουμένων ήταν σπραχτική. Ώσπου να αναγνώριζε, όταν θα απελευθερωνόταν, η Πατρίδα το χρέος της απέναντι σε όσους θυσιάστηκαν και να συνδράμη τις οικογένειές τους, θα έπρεπε να συντρέξη τους απορφανισμένους κάποιο χέρι ελληνικό. Άλλο δεν υπήρχε από την Εκκλησία.
Ήδη από το 1942 η Αρχιεπισκοπή είχε αρχίσει να ενισχύη τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Την άνοιξη του 1943 ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ίδρυσε την Υπηρεσία προστασίας απορφανισθεισών οικογενειών. Ο γενικός αυτός τίτλος έκρυβε τη μέριμνα για τις οικογένειες όλων όσοι χάθηκαν απ’ το χέρι των κατακτητών[2]. Το ταμείο του Γραφείου αυτού το τροφοδοτούσε ο Αρχιεπίσκοπος από εράνους. Οι γυναίκες, οι εθελοντές κυρίες των Αθηνών, έδειξαν και σ’ αυτή την περιοχή την πιο ωραία πλευρά της ελληνικής ψυχής.
«Η ελευθερία ήταν περισσότερο απ’ τον εαυτό μας, περισσότερο απ’ τα παιδιά μας», μου είπε μια τους.
Ζούσαν καθημερινά επαφή, σώμα με σώμα, με την πιο σπαραχτική πλευρά του ελληνικού δράματος. Έπρεπε ν’ αντικρίσουν πρώτες, με την αναγγελία των εκτελέσεων, τις γυναίκες και τα παιδιά και τις μητέρες των εκτελουμένων, έπρεπε να τις πουν τον πρώτο λόγο, να δώσουν την πρώτη βοήθεια. «Καταλαβαίναμε ότι πρόκειται να γίνη εκτέλεσις, αφηγείται η προϊσταμένη της Υπηρεσίας Ιωάννα Τσάτσου, γιατί ζητούσαν – αυτό στα πρώτα χρόνια της Κατοχής – από την Αρχιεπισκοπή έναν ή δύο ιερείς, ανάλογα με τον αριθμό των μελλοθανάτων. Την επαύριο, στις πρώτες εργάσιμες ώρες βρίσκαμε συνήθως τους ιερείς αυτούς αποκαμωμένους από τον εφιάλτη της νύχτας. Έπειτα έφθαναν οι μάνες, οι γυναίκες, οι αδελφές, όλοι όσοι είχαν κρατουμένους και είχαν τρόμο και υποψίες στην ψυχή. Ένα αίσθημα σκλαβιάς πνιγηρής και ανεπανόρθωτης πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Ήμασταν όλοι σκλάβοι και όλοι μελλοθάνατοι.»
Σ’ αυτό το Γραφείο της Αρχιεπισκοπής – το «Δεύτερο Γραφείο» όπως το λέγανε, επειδή ήταν ένα δωματιάκι, το δεύτερο κατά σειράν μετά το Γραφείο του ιδιαιτέρου Γραμματέως του Αρχιεπισκόπου – μαζεύονταν μετά την εκτέλεση τα λασπωμένα ρούχα, οι πίπες, τα μικροπράματα των Ελλήνων που τους είχαν σκοτώσει. Σαν έρχονταν οι μητέρες τους και οι γυναίκες τους, μη ξέροντας πολλές φορές αν μέσα στους σκοτωμένους της ημέρας ήταν και τα παιδιά τους, σκύβανε αλλόφρονες πάνω σ’ αυτά τα ανακατωμένα, τα άψυχα μικροπράματα, γυρεύοντας να τα αναγνωρίσουν, να βρούνε τα σημάδια : αν το πένθος τους θα άρχιζε, αν όχι ακόμα. Γέμιζε ολοφυρμό ο τόπος, και οι Ελληνίδες του «Δεύτερου Γραφείου» έπρεπε να σφίγγουν κάθε μέρα την καρδιά τους για να παρηγορούνε τις αδελφές τους του πένθους.
Την πρωτομαγιά του 1944 – αφηγείται το «Χρονικό» του Γραφείου – ετουφέκισαν διακόσιους. Στις 9 το πρωί μας τηλεφώνησαν απ’ το Αστυνομικό Τμήμα της Καισαριανής ότι έχουν εκεί τα ρούχα των και να στείλωμε να τα πάρωμε. Εστείλαμε αμέσως ένα φορτηγό και τα μεταφέραμε σε μια πρόχειρη αποθήκη, στην οδόν Απόλλωνος. Τα παραλάβαμε στις 2 το μεσημέρι, και όλο το απόγευμα της ίδιας ημέρας και όλη την επομένη προσπαθήσαμε να ανακαλύψωμε από ταυτότητες και σημειώματα λίγα ονόματα. Είναι αφάνταστο πόσο ζωντάνεψαν γύρω μας όλοι εκείνοι οι πεθαμένοι. Και οι διακόσιοι ήταν εκεί με τα παλιωμένα παπούτσια των, τα τριμμένα μανίκια των, με την αγωνία τους στα πρόχειρα σημειώματα. Διαδόθηκε αστραπιαία η όλη υπόθεσις. Ο κόσμος άρχισε να εισβάλλη στην αποθηκούλα της οδού Απόλλωνος. Εβδομήντα ονόματα μάς είχαν γίνει γνωστά από τα διάφορα χαρτιά και ταυτότητες που είχαμε βρη μέσα στις τσέπες των νεκρών. Οι συγγενείς των αγνώστων έπρεπε ν’ αναγνωρίσουν μόνοι των κάποιο ρούχο, και οι γυναίκες των χαμένων ανθρώπων αναστάτωναν ό,τι εύρισκαν εκεί μέσα με αλλοφροσύνη. Ξεφώνιζαν, μοιρολογούσαν, έκλαιγαν σιωπηλά. Μια μητέρα απ’ την Πεντάλη βρήκε το σακάκι του γιου της. Το αγκάλιασε, και το κρατούσε σφιχτά, πνιγμένη στα δάκρυά της. Έπειτα, σαν μπόρεσε να κοιτάξη γύρω της, πήρε το μάτι της κάποιο ρούχο του πιο μικρού κρατουμένου παιδιού της. Την μεταφέραμε αναίσθητη. Άλλη μητέρα πίστεψε το παιδί της νεκρό γιατί βρήκε τα πράγματά του. Κι όμως αργότερα μάθαμε πως ο γιος της δεν ήταν μέσα στους διακόσιους. Είχε δανείσει ρούχα σε φίλο του, που εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά.
Ένα κορίτσι έφτασε μια μέρα στην Αρχιεπισκοπή και ολοφυρόταν γιατί της είχαν σκοτώσει τον αδελφό της οι Γερμανοί. Όταν την πήγαν στο Δεσπότη έπεσε στα γόνατα, έκλαιγε με λυγμούς και δερνόταν σπαραχτικά. Όμως, σαν της μίλησε ο Δεσπότης για την Ελλάδα, σηκώθηκε άλλος άνθρωπος.
«Τελείωσε, γέροντα, του είπε. Δεν κλαίγω πια. Καταλαβαίνω. Τώρα μπαίνουνε τα θεμέλια της Πατρίδας.»