Στη χώρα των Μοιρολατρών
ο βασιλιάς Αστόχαστος
τον τόπο διαφεντεύει.
Ως πότε θα τ’ ανέχεσαι αυτό ;
Ι.Λ.
Του βασιλιά Αστόχαστου, η κυβέρνηση[1]
Όταν κατάλαβε ο γερο-Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε τον γιο του, τον νεαρό Αστόχαστο, και του είπε:
- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.
Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, τον γιο του Συνετού Α΄, Βασιλιά των Μοιρολατρών.
Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τούς άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.
Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ’ ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια.
Παντού χαρά και καλοπέραση.
Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Και σαν μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφεραν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.
Πέρασαν χρόνια πολλά.
Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασίλειου των Μοιρολατρών.
Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνονταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α΄.
Που και που, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στην μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ’ αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τα’ αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια.
Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.
[1] Π.Σ. Δέλτα, «Παραμύθι χωρίς όνομα», σελ. 11-13, Εστία, 25η έκδ., Ιούλιος 2010.