Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

από την καταγωγή των λαών

ελληνικότητα[1]

Την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου από την αυγή της Ιστορίας με βόρειο σύνορο τον Γενούσο[2] ποταμό αποδεικνύουν οι αρχαιολογικές πηγές και παραδέχονται οι ονομαστότεροι επιστήμονες, Vl. Georgiev, P. Leveque, E. Leppore, NGL Hammond, Φ. Παπάζογλου, καθώς και οι έξοχοι Ηπειρώτες αρχαιολόγοι Δημ. Ευαγγελίδης, Φ. Πέτσας, Σωτ. Δάκαρης.

Μετά τον 11ο αιώνα διεισδύει στη Βόρειο Ήπειρο από βορειοανατολικά προς νότο ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα, που οφείλεται στην άφιξη από τα ενδότερα της χερσονήσου του Αίμου πληθυσμών, τους οποίους οι συγγραφείς αποκαλούν Αλβανούς, αν και το εθνωνύμιο τούτο δεν μαρτυρείται στην γλώσσα τους, οι ίδιοι δε αυτοαποκαλούνται σκιπετέρ, όρος – κατά τον Petar Skok – παράγωγος από το τοπωνύμιο Σκόπια (Scupi) με προσθήκη επιθήματος και επίταξη άρθρου. Εξάλλου σχετικά με την καταγωγή τους άλλοτε είχε γίνει πολύς λόγος για ιλλυρική. Όμως μεταπολεμικά οι εγκριτότεροι βαλκανιολόγοι I.I. Russu, M.D. Savic, V.I. Georgiev υποστηρίζουν ότι πρόκειται για Θράκες. Συνακόλουθα δεν γίνεται δεκτή και η αυτοχθονία των Αλβανών, την οποία παλαιότερα είχαν αποκλείσει επίσης διάσημοι βαλκανιολόγοι, όπως οι G. Weigand, Th. Capidan, Al. Rosetti.

Αφελλήνιση τμημάτων της Βορείου Ηπείρου επισυμβαίνει μετά την εξάπλωση των Οθωμανών, εξαιτίας του εξισλαμισμού. Η μεταβολή δεν είναι απότομη ούτε και ριζική. Κατά τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο «πολλοί αυτών συνδιαλλάσσουσι τας δύο θρησκείας, δίδοντες εις τα τέκνα δύο ονόματα, εν μεν τουρκικόν, επιβαλλόμενον υπό του ιμάμη κατά τα θρησκευτικά έθιμα του ισλαμισμού, εν δε χριστιανικόν, διδόμενον υπό ιερέως Χριστιανού, όπερ μένει και ως όνομα εν τη οικιακή εστία. Το αυτό δε δυνάμεθα να είπωμεν και περί της γλώσσης, ιδίως εν τη Βορείω Ηπείρω … Η αλβανική δεν ηδυνήθη ν’ αντικαταστήση την ελληνικήν, αλλ’ απλώς ετ΄χθη εις το πλευρόν αυτής»[3].

Ο Άγγλος Stanford[4] διατείνεται ότι από τη μελέτη της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και του χαρακτήρα των Αλβανών συνάγεται ότι κατά την αρχική καταγωγή τους αυτοί είναι γνήσιοι Έλληνες. Αυτό ισχύει και … για τους Τσάμηδες, για τους οποίους μάλιστα κατά τον παρελθόντα αιώνα ο Δ.Α. Παναγιωτίδης έγραφε: «Ποίησις δε παρ’ αυτοίς μόνον η Ελληνική δημοτική εστιν· … Οι Τσιάμιδες αρχηγοί, οίτινες ωδήγησαν τους ομοφύλους των εις μάχας, ή άλλως εγένοντο ακουστοί, εξυμνούνται πάντοτε Ελληνιστί· … Άπαντες … φορούσι την φουστανέλλαν πολύπτυχον και υπό ταύτην έχουσι την ιδίαν αυτών ερυθράν περισκελίδα (ποτούρι)»[5].

Σε παρόμοια γενική διαπίστωση με τα ίδια περίπου κριτήρια προβαίνει πολύ ενωρίτερα ο Δημήτριος Αινιάν (1800-1881), γραμματέας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, γράφοντας στα απομνημονεύματά του τα εξής: «Η δύναμις του Ομέρ Βρυώνη εσύγκειτο από Αλβανούς έχοντας την αυτήν ενδυμασίαν, τον αυτόν οπλισμόν και τα αυτά σχεδόν ήθη και έθιμα με τους Έλληνας»[6].

Ομοιότητα στην ενδυμασία επισημαίνει και ο Κοσμάς Θεσπρωτός γράφοντας στα 1830: «Τα φορέματα των ανδρών σχεδόν είναι τα αυτά παντού, και ομοιάζουν τα παλαιά Ελληνικά και Ρωμαϊκά στρατιωτικά. Τα όμοια φορούν και οι νυν Έλληνες …»[7]. … Ο Κοσμάς Θεσπρωτός παρατηρεί και άλλες σπουδαιότερες ομοιότητες: «Τους χορούς τους έχουν ως οι νυν Έλληνες …».

Η λαογραφική έρευνα αποκαλύπτει την ελληνικότητα των μουσουλμάνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γράφει: «Αυτοί οι αλβανόφωνοι μωαμεθανοί κατά τους γάμους και τας πανηγύρεις των άδουν ελληνικά άσματα, τα οποία οι εξισλαμισθέντες Έλληνες πρόγονοί των ετραγουδούσαν προ διακοσίων ακόμη ετών. Η ενδυμασία των, η κουρά των, αι κατασκευαί των οικιών των, τα κεντήματα, η βιοτεχνιά των, είναι ηπειρωτικά, η μουσική των, ολόκληρος ο λαϊκός των πολιτισμός τους συνάπτει προς την Νότιον Ήπειρον, η κοινωνική των διάρθρωσις, ξένη προς τας «φάρας» των Αλβανών. … Μέχρι των μέσων του ΙΗ΄αι. ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου υπήρξεν ορθόδοξος. Τότε αι καταπιέσεις ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, αλλ’ οι πλείστοι απέμειναν πιστοί εις την θρησκείαν των πατέρων των».

Την ελληνική καταγωγή τους δεν διστάζουν να ομολογήσουν οι ίδιοι οι εξισλαμισμένοι, όπως οι Σπαθιώτες: «Είμεθα μία φάρα με τους Έλληνας»[8]. Στην ομολογία της ελληνικότητάς τους προβαίνουν και μεγαλόσχημοι αξιωματούχοι επώνυμοι «Τούρκοι». Ο Λ. Μπέλλος διασώζει αποκαλυπρικό περιστατικό: «Ο Φράσαρης, αρχηγός του Τουρκικού στρατού κατά το 1854, ερίσας προς τους συνάρχοντας Τούρκους έρριψεν αυτοίς την ύβριν, ότι αυτός δεν είναι Κονιάρης, αλλ’ έχει προγόνους τους αρχαίους Έλληνας»[9].

[1] Από την εισαγωγή του Αχ. Γ. Λαζάρου στο βιβλίο του Rene Puaux, δυστυχισμένη βόρειος Ήπειρος, σ. 15 κ. επ., εκδόσεις Τροχαλία
[2] Σκούμπι
[3] Σπύρου Λάμπρου, «Ηπειρωτικά», Νέος Ελληνομνήμων 10 (1913) 376.
[4] An ethnological map of the European Turkey and Greece with introductory remarks on the distribution of Races, London 1877, 8.
[5] Δωδώνη, Εικονογραφημένον Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον 1 (1985) 76.
[6] Δ. Αινιανός, Απομνημονεύματα, Αθήναι, έκδοσις Γ. Τσουκαλά, 169.
[7] Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου. Προλεγόμενα και σημειώσεις Αθ. Ι. Παπαχαρίση, εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964, 35.
[8] Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, έκδ. Β΄, εν Αθήναις 1928, 80.
[9] Λ. Μπέλλου, Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσης, εν Αθήναις 1903, 5.