Στα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, στο Σωκράτη που τον ερωτά «Τι ονομάζεις δήμο ;» ο Ευθύδημος απαντά: «Τους φτωχούς»[2].
…
Η δημοκρατία όμως δεν είναι η μόνη μορφή διακυβέρνησης των φτωχών. Ο Πλάτων φρονεί ότι από την πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών γεννιέται η τυραννία. Ο τύραννος είναι αρχικά ο προστάτης των φτωχών «που εξορίζει και φονεύει, ενώ αφήνει να καλλιεργείται η ελπίδα για απόσβεση χρεών και αναδασμό της γης»[3]. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι οι περισσότεροι τύραννοι υπήρξαν λαϊκοί ηγέτες, εχθροί των ισχυρών, από τους οποίους αφήρεσαν περιουσίες.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο πλούτος και η φτώχεια καθορίζουν την πολιτεία. Ακόμα περισσότερο όμως, προκύπτει από αυτήν την ανάλυση ότι ο πλούτος και η φτώχεια είναι αιτία ταραχών, οδηγούν αναγκαστικά στην παραβίαση των νόμων, δηλαδή γεννούν τις επαναστάσεις. Ολόκληρο το βιβλίο VIII της «Πολιτείας» δίνει την εικόνα αυτής της παραβιάσεως των νόμων, που είναι η αιώνια πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η ολιγαρχική Πόλη είναι μια πόλη όπου πλούσιοι και φτωχοί «κατοικούν στον ίδιο χώρο και συνωμοτούν διαρκώς οι μεν κατά των δε». Η δημοκρατία εγκαθιδρύεται εις βάρος των πλουσίων με σφαγές και εξορίες. … Την ίδια γνώμη εκφράζει και ο Αριστοτέλης στην αρχή του βιβλίου VIII των «Πολιτικών»: «Στις ολιγαρχίες, οι πολλοί εξεγείρονται γιατί θεωρούν αδικία το να μην έχουν ίσα δικαιώματα, όπως ειπώθηκε προηγουμένως ενώ είναι ίσοι˙ και στις δημοκρατίες, είναι οι άριστοι που επαναστατούν γιατί έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους, μολονότι δεν είναι ίσοι με αυτούς».
Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένα φάρμακο γι’ αυτό το κακό. Γιατί η επανάσταση, η μεταβολή είναι καθαυτή κακή. Όλοι οι πολιτικοί συγγραφείς του 4ου πΧ αιώνα συμφωνούν σ’ αυτό το σημείο δικαιολογώντας την γνώμη τους, όπως ο Πλάτων, με μιαν αρμονική αντίληψη του συνόλου, είτε προσπαθώντας απλώς να δημιουργήσουν μια κοινωνική ισορροπία, εγγύηση ειρήνης και ευδαιμονίας για τους ανθρώπους. Στην αναζήτηση της ευτυχισμένης Πόλεως, είτε αυτή είναι ουτοπική είτε ρεαλιστική, προσπαθούν ιδίως να εξασφαλίσουν μια κοινωνική ισορροπία που φαίνεται καθαρά ότι πρέπει να βασίζεται σε μία καλύτερη κατανομή των αγαθών, ή τουλάχιστον στην εξάλειψη του υπερβολικού πλούτου και της υπερβολικής φτώχειας.
Ποιες είναι οι λύσεις που θα προτιμηθούν ; … Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρία ρεύματα στην ελληνική σκέψη, που δίνουν τρεις διαφορετικές λύσεις: το «κομμουνισμό», την ενίσχυση των μεσαίων τάξεων και τον «ιμπεριαλισμό»[4].
Οι «κομμουνιστικές» θεωρίες των Ελλήνων μας είναι γνωστές από κείμενα όπως τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα και την κριτική, τέλος, αυτών των θεωριών από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο ΙΙ των «Πολιτικών», κριτική που μας πληροφορεί για ορισμένες θεωρίες, όπως του Φαλέα του Χαλκηδονίου ή του Ιπποδάμου του Μιλησίου, που γνωρίζουμε μόνο από το κείμενο του Αριστοτέλη.
…
Οι «Εκκλησιάζουσες» μια σάτιρα που στρέφεται ταυτόχρονα εναντίον των γυναικών και εναντίον των «κομμουνιστικών» θεωριών. Το ενδιαφέρον του έργου έγκειται ακριβώς στο θέμα του, που δείχνει πράγματι ότι τέτοιου είδους ζητήματα ήταν αρκετά γνωστά στο λαϊκό κοινό της Αθήνας, για να μπορούν να ανεβαστούν στην σκηνή. Το πρόγραμμα της Πραξαγόρας είναι πολύ απλό: όλα τα αγαθά θα γίνουν κοινά, όχι μόνο τα ακίνητα αλλά και τα κινητά, το χρήμα και οι δούλοι και τέλος τα καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και τα ρεβύθια. Η αναμορφώτρια δικαιολογεί ως εξής το σχέδιό της: δεν πρέπει πια ο ένας να είναι πλούσιος, να διαθέτει τεράστια αγροκτήματα, πολλούς δούλους, ενώ ο άλλος, δυστυχισμένος, στερημένος από τα πάντα δεν έχει ούτε μία γωνία γης για να ταφεί μετά τον θάνατό του[5].
[1] C. Mossè, «Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας», σ. 293 κ.επ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
[2] «Απομημονεύματα», IV, 2, 37: - Και τι νομίζεις δήμον είναι ; - Τους πένητας των πολιτών έγωγε
[3] «Πολιτεία», 566a: και ανδρηλατή και αποκτεινύη και υποσημαίνη χρεών τε αποκοπάς και γης αναδασμόν.
[4] Ο συγγραφέας υιοθετεί εδώ μια πιο εύχρηστη ορολογία. Είναι φανερό ότι αποδίδει σ’ αυτούς τους όρους μια εντελώς ειδική σημασία, διαφορετική από εκείνη που απέκτησαν στον σύγχρονο κόσμο.
[5] Αριστοφ., «Εκκλ.», στ. 590-594.