Η Διαπόμπευσις[1]
Συνήθεια επεκράτει κατά του Βυζαντινούς χρόνους, ίνα, εις τους καταδικασθέντας δι’ οιονδήποτε παράπτωμα … πλην της κυρίως ποινής … και προ της εκτελέσεως αυτής, χάριν μεγαλυτέρας προσβολής και προς παραδειγματισμόν του λαού, ενεργήται προσθέτως και η διαπόμπευσις.
Η ποινή αύτη, περί της οποίας αρυόμεθα διαφόρους πληροφορίας εκ των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων, μάλιστα προκειμένου περί της διαπομπέυσεως είτε συνωμοτών ή ανταρτών, είτε καθόλου εξεχόντων προσώπων εν τη πολιτεία και τη εκκλησία, προς δε εκ των νόμων … η ποινή … αύτη, την ευρείαν διάδοσιν της οποίας παρ’ ημίν κατά τον μεσαίωνα πιστοποιεί η κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους και μέχρι της παρελθούσης εκατονταετηρίδος χρήσις αυτής, δεν είναι των Βυζαντινών χρόνων εύρημα, αλλ’ έχει την αρχήν της εις πολύ παλαιοτέρους χρόνους. Ήδη κατά την αρχαίαν Ελληνικήν εποχήν την ευρίσκομεν εφαρμοζομένην εν Σπάρτη, Βοιωτία, κάτω Ιταλία και Μικρά Ασία, δεν είναι δ’ απίθανον είτε Ασιατικήν να έχη αύτη την αρχήν, είτε και να είναι κατάλοιπον εθίμου ήδη από παλαιάς εποχής υπό διαφόρων λαών εφαρμοζομένου.
Την διαπόμπευσιν οι Βυζαντινοί εχαρακτήριζον διά της λέξεως πομπή ή πομπεία, της σεμνής ταύτης κατά την αρχαιότητα λέξεως λαβούσης, κατ’ αντίφρασιν, κακήν σημασίαν, είτε ένεκα των κατά τας πομπάς γεφυρισμών και των εξ αμάξης σκωμμάτων, είτε ένεκα της απεχθείας των Χριαστιανών προς τας επί των χρόνων των εξακολουθούσας πομπάς των εθνικών, καθ’ ας περιήγοντο των θεών αγάλματα.
Επειδή εν τούτοις κατά τους βυζαντινούς χρόνους η λέξις πομπή διετήρει και την καλήν αυτής σημασίαν, δηλούσα την τε θρησκευτικήν πομπήν και την επίσημον παρέλασιν, την προέλευσιν, ως και τον θρίαμβον, διά τούτο η διαπόμπευσις πολλάκις και ως άτιμος πομπή εχαρακτηρίζετο ή ως κακή πομπή.
Ως δε το πομπή εδήλου τότε την διαπόμπευσιν, ούτω και το ρήμα πομπέυω κατήντησε συνώνυμον του διαπομπέυω.
Αι λέξεις εννοείται αυταί διετήρησαν την τοιαύτην σημασίαν των μέχρι των χρόνων μας· νυν δήλα δη συχνά περιφέρεται η «μπομπή» προς δήλωσιν της ατίμου πράξεως και το «κακή πουμπή» ως αρά, ως και το ρήμα «μπομπέυω» αντί του θεατρίζω. Πλην του πομπέυω επί της σημασίας του περιάγω ατίμως, οι Βυζαντινοί μετεχειρίζοντο και το ρήμα θριαμβεύω, κατ’ αντίφασιν πάλιν, την διαπόμπευσιν προς το θέμα του θριάμβου παραβάλλοντες, θριάμβου όμως ουχί επιτίμου, δι’ ο και άτιμον θρίαμβον ή «γελοιώδη θρίαμβον» την εκάλουν.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Γ΄, σ. 184-185, εκδόσεις Παπαζήση, 1949.