Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κρίσεις των ξένων περιηγητών για την Ελλάδα και τους Έλληνες στα χρόνια της τουρκοκρατίας και κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα. Οι ξένοι που επισκέπτονταν τον Ελλαδικό χώρο την περίοδο εκείνη, στην πλειονότητά τους αρχαιολάτρες, ενδιαφέρονταν περισσότερο για το ιστορικό παρελθόν της χώρας (υλικό και πνευματικό) και το «αρχαίον αυτής μεγαλείον». Η άποψή τους για τους σύγχρονους Έλληνες ποίκιλε, συνήθως, μεταξύ αδιαφορίας και απέχθειας, θεωρώντας αυτούς αγροίκους και αμαθείς, άλλοτε πάλι μη γνήσιους απογόνους διάσημων και επιφανών προγόνων. Εντούτοις, υπήρξαν και περιηγητές που ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν περισσότερο τους σύγχρονούς τους Έλληνες, τους οποίους και περιγράφουν αναγνωρίζοντας σε αυτούς προτερήματα και ελαττώματα, ανάλογα με την κοινωνική θέση, την οικονομική ευμάρεια και τα τοπικά χαρακτηριστικά.
Τους αληθινούς Έλληνες, έγραφε ο Γερμανός αριστοκράτης J. Von Riedesel, που ταξίδεψε το 1768 στην οθωμανική επικράτεια, δεν θα τους βρεις στην Κωνσταντινούπολη, όπου «φιλούν τις αλυσίδες τους και πασχίζουν να τις κρύψουν με λουλούδια, αλλά στην επαρχία, στα νησιά και στην Αθήνα»[1].
Ο Άγγλος γιατρός J. Griffiths, που περιηγήθηκε στην Ανατολή το 1785, ταυτίζει τους πλούσιους φαναριώτες με τους προνομιούχους μουσουλμάνους και αντιπαραθέτει τους Έλληνες της Ρούμελης, του Μωριά και των νησιών, που είναι «γενναίοι, τολμηροί και υψηλόφρονες»[2].
Οι αληθινοί Έλληνες δεν είναι η τάξη των πλουσίων, γράφει το 1792 ο Γάλλος A. L. Castellan. «Ο φόβος αρπαγής του αποθησαυρισμένου πλούτου έχει μεταβάλει τους προνομιούχους σε διπλοπρόσωπους και ποταπούς… Μονάχα στους βουνίσιους θα βρεις την ειλικρίνεια και την καλωσύνη, τις αρετές της φιλοξενείας…»[3].
Στα χρόνια του Αγώνα ο Αμερικανός H. Post, που βρισκόταν στην Ελλάδα το 1827, γράφει πως «οι Έλληνες είναι ο πιο αξιαγάπητος και ευυπόληπτος λαός, ο πιο φιλόξενος και γεναιόδωρος»[4].
Τους αληθινούς Έλληνες, έγραφε ο Γερμανός αριστοκράτης J. Von Riedesel, που ταξίδεψε το 1768 στην οθωμανική επικράτεια, δεν θα τους βρεις στην Κωνσταντινούπολη, όπου «φιλούν τις αλυσίδες τους και πασχίζουν να τις κρύψουν με λουλούδια, αλλά στην επαρχία, στα νησιά και στην Αθήνα»[1].
Ο Άγγλος γιατρός J. Griffiths, που περιηγήθηκε στην Ανατολή το 1785, ταυτίζει τους πλούσιους φαναριώτες με τους προνομιούχους μουσουλμάνους και αντιπαραθέτει τους Έλληνες της Ρούμελης, του Μωριά και των νησιών, που είναι «γενναίοι, τολμηροί και υψηλόφρονες»[2].
Οι αληθινοί Έλληνες δεν είναι η τάξη των πλουσίων, γράφει το 1792 ο Γάλλος A. L. Castellan. «Ο φόβος αρπαγής του αποθησαυρισμένου πλούτου έχει μεταβάλει τους προνομιούχους σε διπλοπρόσωπους και ποταπούς… Μονάχα στους βουνίσιους θα βρεις την ειλικρίνεια και την καλωσύνη, τις αρετές της φιλοξενείας…»[3].
Στα χρόνια του Αγώνα ο Αμερικανός H. Post, που βρισκόταν στην Ελλάδα το 1827, γράφει πως «οι Έλληνες είναι ο πιο αξιαγάπητος και ευυπόληπτος λαός, ο πιο φιλόξενος και γεναιόδωρος»[4].
_____________