Η βασιλόπιττα του Παραδαρμένου[1]
Έπρεπε να ίδη τις μετά ποίας επισημότητος εκομίσθη εις τον φούρνον η πίττα της οικογενείας. Εις το μέσον εβάδιζεν η Βασίλω, κρατούσα υψηλά το ταψίον ως ιερόν κειμήλιον. Εκατέρωθεν αυτής έβαινον αγερώχως οι άγγελοι φύλακες, ο Ζαχαρίας μετά του γόνου αυτού, είπετο δε ο Μαύρος. Από του παραθύρου, η κυρία Θεοδώρα μετά της δεσποινίδος Ουρανίας έβλεπον το θέαμα και η κυρία Παραδαρμένου μεγαλοφώνως συνίστα προς τον σύζυγόν της:
- Πρόσεχε καλά αυτήν την ξεμυαλισμένη να μη της πέση !
Η πομπή αυτή εφείλκυσε την προσοχήν της συνοικίας και πολλοί γείτονες εξείλθον εις τα παράθυρα, διά να την ίδουν, ευχόμενοι «και του χρόνου», «και εις έτη πολλά» εις τον κ. Ζαχαρίαν, όστις απήντα μειδιών διά παρομοίων ευχών…
…Εν τοσούτω οι από πρωΐας κόποι, οι δρόμοι, αι αλλεπάλληλοι συγκινήσεις είχον κινήσει την όρεξιν της οικογενείας. Άλλως τε ο αξιότιμος κ. Ζαχαρίας έπρεπε να δειπνήση ενωρίς, διότι ήτο προσκεκλημένος εις την οικίαν παλαιού του φίλου, αρχαίου συμβολαιογράφου και είχε φροντίσει μάλιστα να εφοδιασθή από πρωΐας δι’ ενός φυσεκίου γαζετών, επειδή έμελλον να παίξουν και χαρτιά «διά το καλόν του χρόνου». Διό η Βασίλω διετάχθη να στρώση το τραπέζι και να φέρη την πίτταν.
Είχε ήδη συναχθή περί την τράπεζαν η οικογένεια και ανέμενε, ότε η Βασίλω επανήλθεν έντρομος, τραυλίζουσα, ωχρά υπό την καλύπτουσαν το πρόσωπόν της ακαθαρσίαν.
- Η πίττα, είπε, δεν ηξεύρω τί έγινε…δεν υπάρχει πλέον !...
Ο Ξέρξης βλέπων την καταστροφήν του στόλου του, ο Αύγουστος μανθάνων την σφαγήν των λεγεώνων του Ουάρρου δεν ησθάνθησαν έκπληξιν και οργήν μεγαλυτέραν αφ’ όσην ησθάνθη η κυρία Παραδαρμένου διά το αιφνίδιον άκουσμα.
- Τί λες, μωρή δαιμονισμένη ; ανέκραξε και ώρμησεν εις το μαγειρείον, παρακολουθουμένη υπό των λοιπών.
Η πίττα είχε τω όντι εξαφανισθή. Το ταψίον, κομισθέν υπό του υπηρέτου του φούρναρη κατά την απουσίαν της οικογενείας, ευρίσκετο επί της τραπέζης, αλλ’ εντός αυτού μόλις διεσώζοντο ολίγα ελεεινά ψιχία, μόλις απέμενον ολίγα ελεεινά ίχνη εκ της ροδοκόκκινης και καλοψημένης κρούστας.
- Εσύ την έφαγες ! ανεβόησε η οικοδέσποινα και επέπεσε κατά της Βασίλως με διαθέσεις καννιβαλικάς.
Και αιτρίχες της κόμης της υπηρετρίας απεσπώντο μανιωδώς και κατέπιπτον βροχηδόν ως κάρφη[2] ανατινασσόμενα εις αλώνιον υπό του δικράνου και αι οξείαι και αλγειναι κραυγαί της προυκάλουν την συρροήν περιέργων εκ του παρακειμένου παντοπωλείου.
- Εσύ την έφαγες μαζί με τον αγαπητικόν σου, με εκείνον τον βρωμιάρη !...εβόα αφρίζουσα η κυρία Θεοδώρα, ενώ οι στιβαροί γρόνθοι της κατέπιπτον επί της ράχεως του θύματός της.
- Εγώ την έφαγα ή ο γιόκας σου ; απήντα η Βασίλω, ήτις βαρυνθείσα επί τέλους, ήρχισε ν’ ανταποδίδη τα ίσα προς την κυρίαν της…
…Ο ένοχος ανευρέθη και συνελήφθη, μετά σύντομον δε διαδικασίαν, κατά την οποίαν το ους αυτού ήλθεν εις συχνήν επαφήν μετά της πατρικής χειρός, η ενοχή του εξηκριβώθη. Ήδη ο κ. Ζαχαρίας ητοιμάζετο να αποτείνη διά της παλάμης ευγλώττους παραινέσεις επί του αυχένος του γόνου του. Ήδη η κυρία Θεοδώρα εξέτεινεν επιτακτικώς την χείρα, λέγουσα προς τον σύζυγόν να της κάμη την χάριν να μη πειράξη το παιδί, «διότι έκαμε και αυτό μίαν αταξίαν ωσάν παιδί», αλλέως θα είχε να κάμη μαζί της. Ήδη η Ουρανία, προβλέπουσα νέαν οικογενειακήν ρήξιν, εβίαζε τους δακρυχόους αδένας των οφθαλμών της να χύσουν δάκρυα ικεσίας, ότε διά μιας ο κ. Ζαχαρίας έστη ως ηθοποιός, καταλαμβανόμενος εν τω μέσω της πράξεώς του υπό αιφνιδίου λογισμού και άφηκεν φωνήν σπαρακτικήν:
- και το φλωρί ; είπεν.
Ε, βέβαια και το φλωρί !...Τί είχε γίνει το φλωρί ; Εκείνο, καλέ, το κωνσταντινάτον, το οποίον του είχε χαρίσει ο φίλος του ο έφορος εις το Μελιγαλά και το οποίον τακτικώς από του πρώτου έτους του γάμου του εχρησίμευε διά την πίτταν της πρωτοχρονιάς, εξαγοραζόμενον τακτικώς κατ’ έτος διά τριάκοντα λεπτών, τα οποία γενναιοδώρως έδιδεν ο Ζαχαρίας προς τον ευτυχή κάτοχον του τμήματος της πίττας, εν ω περιείχετο ; Τί είχε γίνει το φλωρί, το ιερόν κειμήλιον, το παλλάδιον της οικογενείας ; Βεβαίως κατεβροχθίσθη μετά της πίττας και κατά την στιγμήν εκείνην εξετέλει μυστηριώδην πορείαν εντός των εσωτερικών λαβυρίνθων του οργανισμού του λαιμάργου υιού του. Οία βεβήλωσις !
Χωρίς να θέλη ο πράος κ. Ζαχαρίας, ο ειρηνικός κ. Ζαχαρίας ήρπασεν από της εστρωμένης τραπέζης εν μαχαίριον και διά της άλλης χειρός ανέτρεχε τον υιόν του σπαρακτικώς οιμώζοντα.
Ήτο εξαισία η στάσις εκείνη του πατρός, στάσις Αβραάμ ετοίμου να φονεύση τον Ισαάκ του, ενώ η Ουρανία ερρίπτετο ικετευτικώς παρά τα γόνατά του, επικαλούμενη το έλεός του. Αλλά την χείρα του νέου αβραάμ δεν ανεχαίτισεν άγγελος εξ’ ουρανού. Απεναντίας η αποτρέψασα την αιματοχυσίαν ήτο η κυρία Θεοδώρα. Ο σάρκινος όγκος της κυρίας Παραδαρμένου ανετινάχθη, όταν είδε τον κίνδυνον, τον οποίον διέτρεχε ο υιός της και με την φωνήν εκείνην την επιτακτικήν, εις την οποίαν προ εικοσαετίας ήτο συνηθισμένος να υπακούη ο πειθήνιος σύζυγος, εβόησε:
- Άφησε, βρε ξεκουτιάρη, αυτάς τας ανοησίας, να μη τρομάξη το παιδί !...Αύριον το ευρίσκεις το φλωρί σου !...
Η μάχαιρα κατέπεσε από τας χείρας του μιαιφόρου πατρός. Αύριον !...Η κυρία Θεοδώρα είχε δίκαιον. Κατά τους αναλλοιώτους φυσικούς νόμους το φλωρίον έμελλε να ίδη και πάλιν το φως της ημέρας.
Η ιδέα αυτή κατεπράϋνε την μήνιν του κ. Ζαχαρία, όστις, αφού ησπάσθη τον Μιμίκον, επλήρωσεν οίνου το ποτήριόν του και υψώσας αυτό εύχαρις είπε προς την σύζυγον και την θυγατέρα:
- Έλα !...και του χρόνου ![3]
__________________
[1] Ευαγγέλου Κων. Μιλλεούνη, «Ανθολογία νεοελληνικών Σατυρικών και Ευθυμογράφων». Εκδ. Χριστόπουλου, Αθήνα 1972
[2] άχυρα
[3] Μπάμπη Άννινου (1852-1934), «Αττικαί Ημέραι»
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007
Πολιτισμοί
Πατριαρχικές κοινωνίες
Η θέση της γυναίκας στον γάμο και την οικογένεια[1]
Βαβυλωνία και Ασσυρία
Οι Βαβυλώνιοι, γενικώς, είχαν την ευχέρεια να παραδίνονται σε πολυάριθμα «πειράματα» προ του γάμου. Η σύναψη ελεύθερων ενώσεων πριν από τον γάμο ήταν κάτι απόλυτα θεμιτό και παραδεκτό. Αυτός ο γάμος «υπό δοκιμήν» άρχιζε και τελείωνε με την ελεύθερη θέληση των νέων. Σε περίπτωση τερματισμού της ελεύθερης αυτής συμβιώσεως, η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να φέρει επάνω της ένα ομοίωμα εληάς από πέτρα ή πυλό.
Για τους νόμιμους γάμους υπεύθυνοι ήταν οι γονείς. Κατά τη διάρκεια του γάμου γινότανε ανταλλαγή δώρων, έτσι που στην ουσία ο ένας σύζυγος αγόραζε τον άλλο. Ο Ηρόδοτος μας περιγράφει:
«Όσοι είχον θυγατέρες εις ηλικίαν γάμου, τας οδηγούσαν συνήθως μίαν φοράν το έτος εις ένα μέρος, όπου συνεκεντώνοντο και πολλοί άνδρες. Ο κήρυξ τας παρουσίαζε και τας επωλούσε. Ήρχιζεν από την ωραιοτέραν και αφού εκατόρθωνε να πετύχει καλήν τιμήν, παρουσίαζεν τα άλλας, κατά σειράν ωραιότητος. Τας επωλούσε όμως, υπό τον όρον ότι οι αγορασταί θα τας ενυμφεύοντο. Αλλά το έθιμον αυτό δεν υπάρχει πλέον».
Αίγυπτος
Στην αρχαία Αίγυπτο την πρωτοβουλία για τον γάμο την είχε η γυναίκα. Στα ερωτικά γράμματα που διασώθηκαν η γυναίκα κάνει την πρόταση γάμου.
«αγαπημένε μου η επιθυμία μου είναι να γίνω γυναίκα σου και κυρία όλης της περιουσίας σου».
Ο σεβασμός των παιδιών στην μητέρα ήταν κάτι χαρακτηριστικό στην αρχαία Αίγυπτο. Από έναν πάπυρο του Μπουλάκ μαθαίνουμε ότι οι Αιγύπτιοι συμβούλευαν με συγκινητική σοφία τα παιδιά τους, να σέβονται και να αναγνωρίζουν τις θυσίες της μάνας.
«Μην ξεχνάς ποτέ την μητέρα σου. Διότι αυτή σε κρατούσε επί πολύ μέσα στα σπλάχνα της, ως ένα βαρύ φορτίον, Και όταν οι μήνες σου ετέλειωσαν σε έφερε εις τον κόσμο. Τρία ολόκληρα χρόνια σε εκουβαλούσε εις τον ώμον της και σου έδινε εις το στόμα το στήθος της. Σε εμεγάλωσε χωρίς να αηδιάσει από τας ακαθαρσίας σου. Και όταν επήγες στο σχολείο και έμαθες να γράφεις, αυτή ήρχετο κάθε ημέραν εκεί διά να σου φέρει από το σπίτι ψωμί και μπύρα».
Ινδία
Η αρχαία Ινδική οικογένεια ήταν αυστηρά πατριαρχική. Η γυναίκα ήταν από κατασκευή της κατώτερο ον. Όταν ο θεϊκός τεχνίτης Τβαστρί θέλησε να φτιάξει την γυναίκα διαπίστωσε ότι είχαν σωθεί τα υλικά με τα οποία είχε κατασκευάσει τον άνδρα και τότε, γράφει ο Μπ. Χάβελ στο βιβλίο του «Πρότυπα της Ινδικής τέχνης»:
«Πήρε την στρογγυλότητα της Σελήνης, τας καμπύλας των αναρριχητικών φυτών, το γάτζωμα της κλιματόβεργας, το τρεμούλιασμα της χλόης, την ευλυγισία των καλαμιών, το βελούδο των ανθέων, την ελαφρότητα των φύλλων, την γοργήν ματιάν του ζαρκαδιού, την ικανότητα της μέλισσας να κατασκευάζει κανονικάς κυψέλας, την ευθυμίαν των ηλιακών ακτίνων, τα δάκρυα των νεφών, την αστάθειαν του ανέμου, την δειλίαν του λαγού, την ματαιοδοξίαν του παγωνιού, την απαλότητα του στήθους του παπαγάλου, την αντοχήν του αδάμαντος, την γλύκαν του μελιού, την σκληρότητα της τίγρεως, την καυστικήν λάμψιν της φωτιάς, την δροσιάν του χιονιού, την υποκρισίαν του γερανού, την πιστότητα του Σακραβάκα και από το μίγμα όλων αυτών κατασκεύασε την γυναίκα και την έδωσε στον άνδρα».
Κίνα
Η Παν Χο Παν, Κινέζα συγγραφές που ανήκε στην αριστοκρατική τάξη, έγραψε για την Κινέζα γυναίκα:
«Κατέχομεν την τελευταίαν θέσιν στο ανθρώπινον είδος. Είμεθα το πλέον αδύνατο μέρος της ανθρωπότητος. Οι ταπεινότερες εργασίες μας είναι ο κλήρος … Ορθώς και δικάως λοιπόν το βιβλίον των νόμων των φύλων χρησιμοποιεί αυτάς τας λέξεις: Όταν η γυναίκα εύρη σύζυγον με την θέλησίν της θα τον έχει δι’ ολόκληρον την ζωήν της. Εάν η γυναίκα υπανδρευθεί παρά την θέλησίν της θα έχει τον σύζυγόν της επίσης δι’ ολόκληρον την ζωήν»[2].
Περσία
Η αρχαία Περσική οικογένεια, αυστηρά πατριαρχική, ήταν ο σπουδαιότερος θεσμός, ευλογημένος από τον θεό Ωρομάσδη και από τον Προφήτη του Ζαρατούστρα. Όταν ο Ζαρατούστρας θα ρωτήσει τον Θεό του, πιο σημείο της γης είναι εκείνο που ο άνθρωπος αισθάνεται πιο ευτυχής, αυτός θα απαντήσει:
«Είναι ο τόπος όπου ο πιστός έχτισε ένα σπίτι και έβαλε μέσα μία ιέρεια, ένα κτήνος, μια γυναίκα, όπου συντηρεί πολλά κοπάδια και όπου το κτήνος είναι πάντα ευτυχισμένο, η γυναίκα ευτυχεί, τα παιδιά ευτυχούν, η φωτιά ευτυχεί και κάθε ευλογία της ζωής ευτυχεί».
Ιουδαία
Η γυναίκα που δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά, θεωρούσε τον εαυτό της άχρηστο … Προτιμούσε, χίλιες φορές, να αποκτήσει ο άνδρας της παιδιά με τις «θεράπαινές της» και να τα παρουσιάσει για δικά της. Μόνο διά μέσου της μητρότητας, αληθινής ή ψεύτικης, καταξιωνόταν στην κοινωνία.
«Και ότε είδεν η Ραχήλ ότι δεν ετεκνοποίησεν εις τον Ιακώβ, εφθόνησεν η Ραχήλ την αδελφήν αυτής. Και είπε προς τον Ιακώβ. Δος μοι τέκνα. Ει δε μη εγώ αποθνήσκω.
Και εξήφθη ο θυμός του Ιακώβ κατά της Ραχήλ και είπε. Μήπως είμαι εγώ αντί του Θεού όστις σε εστέρησεν από καρπού κοιλίας. Η δε είπεν. Ιδού η θεράπαινά μου Βαλλά. Είσελθε προς αυτήν και θέλει γεννήσει επί των γονάτων μου, διά να αποκτήσω και εγώ τέκνα εξ’ αυτής. Και έδωκε εις αυτόν Βαλλάν την θεράπαιναν αυτής διά γυναίκα. Και συνέλαβεν η Βαλλά και εγέννησεν υιόν εις τον Ιακώβ και είπεν η Ραχήλ. Ο Θεός με έκρινε και ήκουσε την φωνήν μου και μοι έδωκεν υιόν[3]».
Η Λεία, η δεύτερη γυναίκα του Ιακώβ, όταν έπαψε να γεννά, έλαβε την Ζελφάν την θεράπαιναν αυτής και έδωκεν αυτήν εις τον Ιακώβ διά γυναίκα. Και η Ζελφά, η θεράπαινα της Λείας, εγέννησεν υιόν εις τον Ιακώβ και είπεν η λεία: "Μακαρία εγώ διότι θέλουσι με μακαρίζει αι γυναίκες[4]".
Ρώμη
Στην Ρωμαϊκή οικογένεια βασικό ρόλο δεν παίζει η κοινή καταγωγή από τον ίδιο γεννήτορα, αλλά η υπαγωγή της οικογένειας κάτω από την ίδια εξουσία. Η δομή της διέφερε από την δομή της κατοπινής οικογένειας που στηρίζεται στους δεσμούς αίματος. Από την Ρωμαϊκή οικογένεια αποκλείονταν όλοι οι εξ’ αίματος συγγενείς της συζύγου και τα χειραφετηθέντα παιδιά. Αντίθετα, αποτελούσαν μέλη της ίδιας οικογένειας πρόσωπα που υπήχθησαν κάτω από την ίδια Patria Potestas. Η σύζυγος και μητέρα τότε μόνο αποτελούσε μέλος της ίδιας οικογένειας με τον άνδρα και τα παιδιά της, όταν ετίθετο υπό την εξουσία του συζύγου της, άλλως υπαγότανε στην οικογένεια από την οποία προήλθε.
_______________________
[1] Αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαρίας Ματζιαφού – Κανελλοπούλου, Αθήνα 1979
[2] Γουΐλ Ντουράν, «Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού»
[3] Γέννεσις, κεφ. Λ. 1-7
[4] Γέννησις, κεφ. Λ. 9-14
Η θέση της γυναίκας στον γάμο και την οικογένεια[1]
Βαβυλωνία και Ασσυρία
Οι Βαβυλώνιοι, γενικώς, είχαν την ευχέρεια να παραδίνονται σε πολυάριθμα «πειράματα» προ του γάμου. Η σύναψη ελεύθερων ενώσεων πριν από τον γάμο ήταν κάτι απόλυτα θεμιτό και παραδεκτό. Αυτός ο γάμος «υπό δοκιμήν» άρχιζε και τελείωνε με την ελεύθερη θέληση των νέων. Σε περίπτωση τερματισμού της ελεύθερης αυτής συμβιώσεως, η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να φέρει επάνω της ένα ομοίωμα εληάς από πέτρα ή πυλό.
Για τους νόμιμους γάμους υπεύθυνοι ήταν οι γονείς. Κατά τη διάρκεια του γάμου γινότανε ανταλλαγή δώρων, έτσι που στην ουσία ο ένας σύζυγος αγόραζε τον άλλο. Ο Ηρόδοτος μας περιγράφει:
«Όσοι είχον θυγατέρες εις ηλικίαν γάμου, τας οδηγούσαν συνήθως μίαν φοράν το έτος εις ένα μέρος, όπου συνεκεντώνοντο και πολλοί άνδρες. Ο κήρυξ τας παρουσίαζε και τας επωλούσε. Ήρχιζεν από την ωραιοτέραν και αφού εκατόρθωνε να πετύχει καλήν τιμήν, παρουσίαζεν τα άλλας, κατά σειράν ωραιότητος. Τας επωλούσε όμως, υπό τον όρον ότι οι αγορασταί θα τας ενυμφεύοντο. Αλλά το έθιμον αυτό δεν υπάρχει πλέον».
Αίγυπτος
Στην αρχαία Αίγυπτο την πρωτοβουλία για τον γάμο την είχε η γυναίκα. Στα ερωτικά γράμματα που διασώθηκαν η γυναίκα κάνει την πρόταση γάμου.
«αγαπημένε μου η επιθυμία μου είναι να γίνω γυναίκα σου και κυρία όλης της περιουσίας σου».
Ο σεβασμός των παιδιών στην μητέρα ήταν κάτι χαρακτηριστικό στην αρχαία Αίγυπτο. Από έναν πάπυρο του Μπουλάκ μαθαίνουμε ότι οι Αιγύπτιοι συμβούλευαν με συγκινητική σοφία τα παιδιά τους, να σέβονται και να αναγνωρίζουν τις θυσίες της μάνας.
«Μην ξεχνάς ποτέ την μητέρα σου. Διότι αυτή σε κρατούσε επί πολύ μέσα στα σπλάχνα της, ως ένα βαρύ φορτίον, Και όταν οι μήνες σου ετέλειωσαν σε έφερε εις τον κόσμο. Τρία ολόκληρα χρόνια σε εκουβαλούσε εις τον ώμον της και σου έδινε εις το στόμα το στήθος της. Σε εμεγάλωσε χωρίς να αηδιάσει από τας ακαθαρσίας σου. Και όταν επήγες στο σχολείο και έμαθες να γράφεις, αυτή ήρχετο κάθε ημέραν εκεί διά να σου φέρει από το σπίτι ψωμί και μπύρα».
Ινδία
Η αρχαία Ινδική οικογένεια ήταν αυστηρά πατριαρχική. Η γυναίκα ήταν από κατασκευή της κατώτερο ον. Όταν ο θεϊκός τεχνίτης Τβαστρί θέλησε να φτιάξει την γυναίκα διαπίστωσε ότι είχαν σωθεί τα υλικά με τα οποία είχε κατασκευάσει τον άνδρα και τότε, γράφει ο Μπ. Χάβελ στο βιβλίο του «Πρότυπα της Ινδικής τέχνης»:
«Πήρε την στρογγυλότητα της Σελήνης, τας καμπύλας των αναρριχητικών φυτών, το γάτζωμα της κλιματόβεργας, το τρεμούλιασμα της χλόης, την ευλυγισία των καλαμιών, το βελούδο των ανθέων, την ελαφρότητα των φύλλων, την γοργήν ματιάν του ζαρκαδιού, την ικανότητα της μέλισσας να κατασκευάζει κανονικάς κυψέλας, την ευθυμίαν των ηλιακών ακτίνων, τα δάκρυα των νεφών, την αστάθειαν του ανέμου, την δειλίαν του λαγού, την ματαιοδοξίαν του παγωνιού, την απαλότητα του στήθους του παπαγάλου, την αντοχήν του αδάμαντος, την γλύκαν του μελιού, την σκληρότητα της τίγρεως, την καυστικήν λάμψιν της φωτιάς, την δροσιάν του χιονιού, την υποκρισίαν του γερανού, την πιστότητα του Σακραβάκα και από το μίγμα όλων αυτών κατασκεύασε την γυναίκα και την έδωσε στον άνδρα».
Κίνα
Η Παν Χο Παν, Κινέζα συγγραφές που ανήκε στην αριστοκρατική τάξη, έγραψε για την Κινέζα γυναίκα:
«Κατέχομεν την τελευταίαν θέσιν στο ανθρώπινον είδος. Είμεθα το πλέον αδύνατο μέρος της ανθρωπότητος. Οι ταπεινότερες εργασίες μας είναι ο κλήρος … Ορθώς και δικάως λοιπόν το βιβλίον των νόμων των φύλων χρησιμοποιεί αυτάς τας λέξεις: Όταν η γυναίκα εύρη σύζυγον με την θέλησίν της θα τον έχει δι’ ολόκληρον την ζωήν της. Εάν η γυναίκα υπανδρευθεί παρά την θέλησίν της θα έχει τον σύζυγόν της επίσης δι’ ολόκληρον την ζωήν»[2].
Περσία
Η αρχαία Περσική οικογένεια, αυστηρά πατριαρχική, ήταν ο σπουδαιότερος θεσμός, ευλογημένος από τον θεό Ωρομάσδη και από τον Προφήτη του Ζαρατούστρα. Όταν ο Ζαρατούστρας θα ρωτήσει τον Θεό του, πιο σημείο της γης είναι εκείνο που ο άνθρωπος αισθάνεται πιο ευτυχής, αυτός θα απαντήσει:
«Είναι ο τόπος όπου ο πιστός έχτισε ένα σπίτι και έβαλε μέσα μία ιέρεια, ένα κτήνος, μια γυναίκα, όπου συντηρεί πολλά κοπάδια και όπου το κτήνος είναι πάντα ευτυχισμένο, η γυναίκα ευτυχεί, τα παιδιά ευτυχούν, η φωτιά ευτυχεί και κάθε ευλογία της ζωής ευτυχεί».
Ιουδαία
Η γυναίκα που δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά, θεωρούσε τον εαυτό της άχρηστο … Προτιμούσε, χίλιες φορές, να αποκτήσει ο άνδρας της παιδιά με τις «θεράπαινές της» και να τα παρουσιάσει για δικά της. Μόνο διά μέσου της μητρότητας, αληθινής ή ψεύτικης, καταξιωνόταν στην κοινωνία.
«Και ότε είδεν η Ραχήλ ότι δεν ετεκνοποίησεν εις τον Ιακώβ, εφθόνησεν η Ραχήλ την αδελφήν αυτής. Και είπε προς τον Ιακώβ. Δος μοι τέκνα. Ει δε μη εγώ αποθνήσκω.
Και εξήφθη ο θυμός του Ιακώβ κατά της Ραχήλ και είπε. Μήπως είμαι εγώ αντί του Θεού όστις σε εστέρησεν από καρπού κοιλίας. Η δε είπεν. Ιδού η θεράπαινά μου Βαλλά. Είσελθε προς αυτήν και θέλει γεννήσει επί των γονάτων μου, διά να αποκτήσω και εγώ τέκνα εξ’ αυτής. Και έδωκε εις αυτόν Βαλλάν την θεράπαιναν αυτής διά γυναίκα. Και συνέλαβεν η Βαλλά και εγέννησεν υιόν εις τον Ιακώβ και είπεν η Ραχήλ. Ο Θεός με έκρινε και ήκουσε την φωνήν μου και μοι έδωκεν υιόν[3]».
Η Λεία, η δεύτερη γυναίκα του Ιακώβ, όταν έπαψε να γεννά, έλαβε την Ζελφάν την θεράπαιναν αυτής και έδωκεν αυτήν εις τον Ιακώβ διά γυναίκα. Και η Ζελφά, η θεράπαινα της Λείας, εγέννησεν υιόν εις τον Ιακώβ και είπεν η λεία: "Μακαρία εγώ διότι θέλουσι με μακαρίζει αι γυναίκες[4]".
Ρώμη
Στην Ρωμαϊκή οικογένεια βασικό ρόλο δεν παίζει η κοινή καταγωγή από τον ίδιο γεννήτορα, αλλά η υπαγωγή της οικογένειας κάτω από την ίδια εξουσία. Η δομή της διέφερε από την δομή της κατοπινής οικογένειας που στηρίζεται στους δεσμούς αίματος. Από την Ρωμαϊκή οικογένεια αποκλείονταν όλοι οι εξ’ αίματος συγγενείς της συζύγου και τα χειραφετηθέντα παιδιά. Αντίθετα, αποτελούσαν μέλη της ίδιας οικογένειας πρόσωπα που υπήχθησαν κάτω από την ίδια Patria Potestas. Η σύζυγος και μητέρα τότε μόνο αποτελούσε μέλος της ίδιας οικογένειας με τον άνδρα και τα παιδιά της, όταν ετίθετο υπό την εξουσία του συζύγου της, άλλως υπαγότανε στην οικογένεια από την οποία προήλθε.
_______________________
[1] Αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαρίας Ματζιαφού – Κανελλοπούλου, Αθήνα 1979
[2] Γουΐλ Ντουράν, «Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού»
[3] Γέννεσις, κεφ. Λ. 1-7
[4] Γέννησις, κεφ. Λ. 9-14
Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007
Λαογραφία
Περί των νηστειών του χειμώνα*
Οι Βυζαντινοί τηρούσαν τις νηστείες με μεγάλη ακρίβεια, όπως διαβάζουμε στα σχετικά συγγράμματά τους. Αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, το διδακτικό ποίημα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου (στις αρχές του 12ου αιώνα), που γράφει χαρακτηριστικά (στ. 172-176):
Οι θείοι γαρ απόστολοι εν ταυταίς ταις ημέραις…
ακρίβειαν ορίζουσι φοβεράν και μεγάλην,
άρτω και μόνω τρέφεσθαι αλί τε και λαχάνοις,
και το πόμα ωσαύτως γε ύδωρ και μόνον έσται…
Ο πατριάρχης προσθέτει, για να διασαφηνίσει, ότι αυτοί οι κανόνες ισχύουν για όλους τους Χριστιανούς (στ. 183-185):
Αύτη δε η ακρίβεια των νηστειών, ην γράφω,
ου προς ημάς τους μοναχούς εγράφησαν και μόνον,
αλλά προς πάντας τους πιστούς και Χριστού της μερίδος.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ο μητροπολίτης Δημήτριος Χωματιανός απαντάει στον Κωνσταντίνο Καβάσιλα, που του ζητάει πληροφορίες σχετικά με τις νηστείες:
Εν ταις νηστίμοις ημέραις κατά την εννάτην ώραν τας συνήθεις προσευχάς και υμνωδίας τω Θεώ αποσισόντας ημάς απονηστίζεσθαι, άρτω μόνω και ισχάσι και φοίνιξι και λαχάνοις και αντί ποτού ύδατι κεχρημένους εις παραμυθίαν του σώματος…
Το ότι στις χειμερινές νηστείες ο εφοδιασμός με φρέσκα λαχανικά, κάτω από παραδοσιακές συνθήκες (έλλειψη παραγωγής σε θερμοκήπια σε μεγάλη κλίμακα, έλλειψη αποθηκών-ψυγείων) είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένος, δυσκολεύει την κατάσταση, εκτός αν υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι των πόλεων έτρωγαν κάθε μέρα φάβα ή φασόλια ξερά.
Η ανάγκη του εφοδιασμού με λαχανικά υπάρχει φυσικά σε όλες τις εποχές του έτους, ιδιαίτερα όμως ... στις νηστείες που επιβάλλονται από την χριστιανική θρησκεία, οι οποίες είναι πολλές: οι νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής, που τηρούνται σε όλες σχεδόν τις εβδομάδες του χρόνου, οι νηστήσιμες περίοδοι, δηλαδή η νηστεία των Χριστουγέννων (από 15 Νοεμβρίου έως τα Χριστούγεννα – 40 ημέρες), η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (από την Καθαρά Δευτέρα έως και το Μεγάλος Σάββατο – επίσης 40 ημέρες), η νηστεία των Αποστόλων (από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων έως τις 28 Ιουνίου) και τέλος η νηστεία της Θεοτόκου (από την 1η έως και την 14η Αυγούστου). Συνολικά οι Χριστιανοί νήστευαν τουλάχιστον 180 ημέρες (δηλαδή κατά το 50% του ενιαυτού).
…ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης έφθανε οπωσδήποτε τις 400.000 (ίσως ακόμα και τις 500.000) και συνεπώς η οργάνωση της εξασφάλισης της καθημερινής κατανάλωσης δεν μπορούσε να περιορισθεί στην «άννωνα», δηλαδή τον εκ μέρους του κράτους εφοδιασμό με σιτάρι και ψωμί, αλλά εμπεριείχε κάθε λογής τρόφιμα.
Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται πολύ καλά στην νεαρά 64 του αυτοκράτορα Ιουστινιανού De hortulanis constantinopolitanis [Περί των κηπουρών]. Πρόκειται για νόμο, που εκδόθηκε το 538, τρία χρόνια πριν από την επιδημική πανούκλα[1], πιθανότατα στο αποκορύφωμα της εποίκισης της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ρυθμίζει τα μισθώματα των λαχανοκηπουρών, που ανήκαν σε ιδιαίτερο «σύστημα των κηπουρών» και μίσθωναν αγρούς από τους κτηματίες στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της πρωτεύουσας για την καλλιέργεια λαχανικών.
Ο νόμος δείχνει ακόμη την μεγάλη σημασία αυτής της καλλιέργειας στις περιοχές εγγύς της Κωνσταντινούπολης, σε περιοχές που επέτρεπαν τη μεταφορά των φρέσκων προϊόντων – ή και άλλων τροφίμων που χαλούν εύκολα – εντός ολίγων ωρών στα κεντρικά fora, τις αγορές της πόλης, για την καθημερινή κατανάλωση.
Τεκμήριο της σημασίας των λαχανόκηπων για την πόλη και μάλιστα της ύπαρξής τους μέσα στις πόλεις, είναι το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής του Ιουλιανού Ασκαλωνίτου, ο οποίος ανήκει στην ίδια περίπου εποχή (6ος αιώνας). Στις παραγράφους 76 κ.ε.[2] ο Ιουλιανός πραγματεύεται τις σχετικές λεπτομέρειες διατάξεως της οικοδομίας. Από το εγχειρίδιό του πληροφορούμαστε ότι κάθε οικογένεια είχε κατά κανόνα δίπλα στο σπίτι της έναν κήπο με λαχανικά και βότανα (ένα «λιβάδιον του οίκου», όπως το ονομάζει ένα έγγραφο του 1073) για τις καθημερινές της ανάγκες. Πάντως αυτό, πιθανότατα, δεν ισχύει για όλα τα αστικά σπίτια στις, ακόμη, πολύ μεγάλες πόλεις του 6ου αιώνα.
_________________________
[1] Πρόκειται για την μεγάλη δημογραφική καταστροφή της πανούκλας που ενέσκηψε το 541 στο Πηλούσιον της Αιγύπτου και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 542
[2] Αρμενόπουλος 2.4
Οι Βυζαντινοί τηρούσαν τις νηστείες με μεγάλη ακρίβεια, όπως διαβάζουμε στα σχετικά συγγράμματά τους. Αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, το διδακτικό ποίημα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου (στις αρχές του 12ου αιώνα), που γράφει χαρακτηριστικά (στ. 172-176):
Οι θείοι γαρ απόστολοι εν ταυταίς ταις ημέραις…
ακρίβειαν ορίζουσι φοβεράν και μεγάλην,
άρτω και μόνω τρέφεσθαι αλί τε και λαχάνοις,
και το πόμα ωσαύτως γε ύδωρ και μόνον έσται…
Ο πατριάρχης προσθέτει, για να διασαφηνίσει, ότι αυτοί οι κανόνες ισχύουν για όλους τους Χριστιανούς (στ. 183-185):
Αύτη δε η ακρίβεια των νηστειών, ην γράφω,
ου προς ημάς τους μοναχούς εγράφησαν και μόνον,
αλλά προς πάντας τους πιστούς και Χριστού της μερίδος.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ο μητροπολίτης Δημήτριος Χωματιανός απαντάει στον Κωνσταντίνο Καβάσιλα, που του ζητάει πληροφορίες σχετικά με τις νηστείες:
Εν ταις νηστίμοις ημέραις κατά την εννάτην ώραν τας συνήθεις προσευχάς και υμνωδίας τω Θεώ αποσισόντας ημάς απονηστίζεσθαι, άρτω μόνω και ισχάσι και φοίνιξι και λαχάνοις και αντί ποτού ύδατι κεχρημένους εις παραμυθίαν του σώματος…
Το ότι στις χειμερινές νηστείες ο εφοδιασμός με φρέσκα λαχανικά, κάτω από παραδοσιακές συνθήκες (έλλειψη παραγωγής σε θερμοκήπια σε μεγάλη κλίμακα, έλλειψη αποθηκών-ψυγείων) είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένος, δυσκολεύει την κατάσταση, εκτός αν υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι των πόλεων έτρωγαν κάθε μέρα φάβα ή φασόλια ξερά.
Η ανάγκη του εφοδιασμού με λαχανικά υπάρχει φυσικά σε όλες τις εποχές του έτους, ιδιαίτερα όμως ... στις νηστείες που επιβάλλονται από την χριστιανική θρησκεία, οι οποίες είναι πολλές: οι νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής, που τηρούνται σε όλες σχεδόν τις εβδομάδες του χρόνου, οι νηστήσιμες περίοδοι, δηλαδή η νηστεία των Χριστουγέννων (από 15 Νοεμβρίου έως τα Χριστούγεννα – 40 ημέρες), η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (από την Καθαρά Δευτέρα έως και το Μεγάλος Σάββατο – επίσης 40 ημέρες), η νηστεία των Αποστόλων (από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων έως τις 28 Ιουνίου) και τέλος η νηστεία της Θεοτόκου (από την 1η έως και την 14η Αυγούστου). Συνολικά οι Χριστιανοί νήστευαν τουλάχιστον 180 ημέρες (δηλαδή κατά το 50% του ενιαυτού).
…ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης έφθανε οπωσδήποτε τις 400.000 (ίσως ακόμα και τις 500.000) και συνεπώς η οργάνωση της εξασφάλισης της καθημερινής κατανάλωσης δεν μπορούσε να περιορισθεί στην «άννωνα», δηλαδή τον εκ μέρους του κράτους εφοδιασμό με σιτάρι και ψωμί, αλλά εμπεριείχε κάθε λογής τρόφιμα.
Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται πολύ καλά στην νεαρά 64 του αυτοκράτορα Ιουστινιανού De hortulanis constantinopolitanis [Περί των κηπουρών]. Πρόκειται για νόμο, που εκδόθηκε το 538, τρία χρόνια πριν από την επιδημική πανούκλα[1], πιθανότατα στο αποκορύφωμα της εποίκισης της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ρυθμίζει τα μισθώματα των λαχανοκηπουρών, που ανήκαν σε ιδιαίτερο «σύστημα των κηπουρών» και μίσθωναν αγρούς από τους κτηματίες στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της πρωτεύουσας για την καλλιέργεια λαχανικών.
Ο νόμος δείχνει ακόμη την μεγάλη σημασία αυτής της καλλιέργειας στις περιοχές εγγύς της Κωνσταντινούπολης, σε περιοχές που επέτρεπαν τη μεταφορά των φρέσκων προϊόντων – ή και άλλων τροφίμων που χαλούν εύκολα – εντός ολίγων ωρών στα κεντρικά fora, τις αγορές της πόλης, για την καθημερινή κατανάλωση.
Τεκμήριο της σημασίας των λαχανόκηπων για την πόλη και μάλιστα της ύπαρξής τους μέσα στις πόλεις, είναι το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής του Ιουλιανού Ασκαλωνίτου, ο οποίος ανήκει στην ίδια περίπου εποχή (6ος αιώνας). Στις παραγράφους 76 κ.ε.[2] ο Ιουλιανός πραγματεύεται τις σχετικές λεπτομέρειες διατάξεως της οικοδομίας. Από το εγχειρίδιό του πληροφορούμαστε ότι κάθε οικογένεια είχε κατά κανόνα δίπλα στο σπίτι της έναν κήπο με λαχανικά και βότανα (ένα «λιβάδιον του οίκου», όπως το ονομάζει ένα έγγραφο του 1073) για τις καθημερινές της ανάγκες. Πάντως αυτό, πιθανότατα, δεν ισχύει για όλα τα αστικά σπίτια στις, ακόμη, πολύ μεγάλες πόλεις του 6ου αιώνα.
_________________________
[1] Πρόκειται για την μεγάλη δημογραφική καταστροφή της πανούκλας που ενέσκηψε το 541 στο Πηλούσιον της Αιγύπτου και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 542
[2] Αρμενόπουλος 2.4
*Ιωάννου Κόντερ [Johannes Koder], "ο κηπουρός και η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο", η διάλεξη δόθηκε στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν στις 18 Μαΐου 1992.
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007
περί των κλιματολογικών αλλαγών
Οι κλιματολογικές αλλαγές και οι επιδράσεις τους στον άνθρωπο και το περιβάλλον απασχολούν ολοένα και εντονότερα την παγκόσμια κοινότητα, η οποία παρά τις κοντόφθαλμες και καιροσκοπικού χαρακτήρα διαφωνίες, συμφωνεί στο να εξακολουθεί να συζητά [δίχως να ενεργεί πραγματικά], αναγνωρίζοντας έτσι το μέγεθος του προβλήματος. Όσο όμως και να τρομάζουν τον σύγχρονο άνθρωπο οι προδιαγραφόμενες αλλαγές στο κλίμα της Γης, αυτές αποτελούν, σε έναν βαθμό, κομμάτι της φυσικής εξέλιξης του ζωντανού πλανήτη που μας φιλοξενεί. Η ανθρώπινη δραστηριότητα [παρασιτικού χαρακτήρα, ως επί το πλείστον] είναι δυνατόν να προκαλέσει μια πρόωρη «αρρυθμία» στον πλανητικό οργανισμό, πλην όμως η όποια μεταβολή αποτελεί προδιαγεγραμμένη εξέλιξη, στηριζόμενη αφενός στους νόμους της μηχανικής των ουρανίων σωμάτων και αφετέρου στο ενεργό εσωτερικό του πλανήτη μας. Το απόσπασμα που ακολουθεί από το βιβλίο «ο πλανήτης Γη[1]» του Τζωρτζ Γκάμοου (George Gamow) περιγράφει αυτήν την στηριζόμενη στην φυσική εξέλιξη αναπότρεπτη αλήθεια, πέρα και έξω από την όποια – θετική και αρνητική – ανθρώπινη δράση και αυτό τέσσερις και πλέον δεκαετίες πριν από το σήμερα.
Ι.Λ.
Η ιστορία της Γης, κατά τα 5 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια της υπάρξεως του πλανήτη, αποτελείται, ουσιαστικά, από μια μονότονη επανάληψη ορισμένων μεταβολών. Ο φλοιός «ζαρώνει», κάτω από την επίδραση της τεκτονικής δραστηριότητας, που αναπτύσσεται στα έγκατα της Γης και στην επιφάνεια των ηπείρων υψώνονται μεγάλες οροσειρές. Οι βροχές «ξεπλένουν» σιγά-σιγά τα νεοσχηματισμένα βουνά, αποθέτοντας τα υλικά της διάβρωσης στον βυθό των ωκεανών, μετατρέποντας τις ηπειρωτικές επιφάνειες σε επίπεδες ελώδεις εκτάσεις. Η επόμενη πτύχωση του στερεού φλοιού προκαλεί τον σχηματισμό νέων οροσειρών, οι οποίες, με την σειρά τους, «εκπλύνονται» και πάλι από τις βροχές. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται στο διηνεκές.
Γεωλογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι οι εποχές του σχηματισμού των βουνών (ορεογενετικές εποχές), παρατηρήθηκαν επανειλημμένα στο παρελθόν, κατά διαστήματα 100 – 150 εκατομμυρίων ετών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ότι το μέλλον της Γης δεν θα είναι διάφορο από το παρελθόν της για πολλά ακόμη εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα, ζούμε στο τελευταίο στάδιο της τελευταίας (Λαραμιδικής) ορεογενετικής εποχής, που έχει αρχίσει εδώ και 70 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να απολαύσει το θέαμα των επιβλητικών οροσειρών … Μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια, όλη η δόξα των σημερινών ορεινών τοπίων θα έχει εξαφανισθεί, κάτω από την επίδραση της βροχής και επί πολλά ακόμη εκατομμύρια χρόνια η επιφάνεια των ηπείρων θα φαντάζει άχρωμη, ελώδης και μισοκρυμμένη κάτω από την επιφάνεια αβαθών εσωτερικών θαλασσών. Κατόπιν, θα υψωθούν πάλι νέα μεγαλοπρεπή βουνά …
Μικρομεταβολές της μορφής της επιφάνειας της Γης γίνονται και σήμερα, έστω και με βραδύτατο ρυθμό. Οι πολικοί μανδύες, που σήμερα[2] καλύπτουν τα 3 περίπου εκατοστά της επιφάνειας της Γης και αποτελούν τα υπολείμματα των πολύ πιο εκτεταμένων παγετώνων της τελευταίας περιόδου εξαπλώσεως των πάγων, λυώνουν καθημερινά με αργό ρυθμό. … κάθε χρόνο το πάχος των στρωμάτων αυτών πάγου μειώνεται κατά 60 περίπου εκατοστά και το νερό που προκύπτει από την τήξη τους, κατανεμόμενο σε όλους τους ωκεανούς προκαλεί την ανύψωση της ωκεάνειας στάθμης κατά 2,5 περίπου εκατοστά ετησίως, πλημμυρίζοντας βαθμιαία τις παράκτιες περιοχές των ηπειρωτικών όγκων. Από το άλλο μέρος, εξ’ αιτίας της ισοστατικής ισορροπίας του στερεού φλοιού της Γης μερικές από τις ηπειρωτικές εκτάσεις υψώνονται σιγά-σιγά, ενώ άλλες βουλιάζουν προς τα κάτω. Η βαθμιαία ανύψωση των ηπειρωτικών επιφανειών μπορεί να αποδοθεί, τουλάχιστον μερικά, στην μείωση του βάρους που προκαλεί η τήξη των πάγων στις πολικές περιοχές.
Στενά συσχετισμένες με τις μεταβολές αυτές των επιφανειακών χαρακτηριστικών, είναι και οι μεταβολές των κλιματικών συνθηκών, που παρατηρούνται στα διάφορα μέρη. Έτσι, επί παραδείγματι, διαπιστώνει κανείς, ότι κατά τα τελευταία 30 χρόνια η μέση ετήσια θερμοκρασία στο βόρειο ημισφαίριο αυξήθηκε κατά αρκετούς βαθμούς. Οι κλιματολογικές συνθήκες στην Γη, κατά τις περασμένες γεωλογικές εποχές ήταν τελείως διαφορετικές απ’ αυτές που επικρατούν σήμερα. Πριν 40.000 χρόνια, χοντρά στρώματα πάγου, που κατέβαιναν από τις βόρειες ορεινές περιοχές, έφθαναν μέχρι την Νέα Υόρκη στην βόρειο Αμερική και πέρα από την σημερινή θέση του Παρισιού και του Βερολίνου στην Ευρώπη. Από το άλλο μέρος, νωρίτερα στην ιστορία της Γης, η Γροιλανδία, η οποία σήμερα είναι μια συνεχής πλάκα πάγου πάχους τριών περίπου χιλιοστομέτρων, καλυπτόταν από δάση γνωστών στον άνθρωπο δένδρων, όπως η δρυς και η καστανιά, ενώ στα νερά όπου τώρα πλέουν μόνο παγόβουνα, ευδοκιμούσαν αποικίες κοραλλιών.
… οι εναλλασσόμενες προωθήσεις και οπισθοχωρήσεις των παγετώνων, που άσκησαν μια βαθιά επίδραση στην διαμόρφωση του τοπίου και του κλίματος, οφείλονταν, κατά πάσα πιθανότητα, στις μικρές μεταβολές της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο. Πραγματικά, οι υπολογισμοί του Μιλάνκοβιτς σχετικά με το ποσό της ηλιακής θερμότητας που δέχτηκε η Γη κατά τα τελευταία 250.000 χρόνια, συμφωνούν ικανοποιητικά με τα διαθέσιμα γεωλογικά στοιχεία, σχετικά με τις διακυμάνσεις των ηλιακών κλιματολογικών συνθηκών κατά την χρονική αυτή περίοδο. Αν ο Μιλάνκοβιτς είχε δίκηο, θα έπρεπε να είναι δυνατή η πρόβλεψη των μελλοντικών καιρικών συνθηκών, μια και η επιστήμη της ουράνιας μηχανικής μας δίνει στοιχεία αναφορικά με την τροχιακή κίνηση της γης για τα επόμενα 100.000 χρόνια. Οι υπολογισμοί του είδους, παρ’ όλη την αβεβαιότητά τους, δείχνουν ότι η σημερινή περίοδος θερμάνσεως στο βόρειο ημισφαίριο θα κρατήσει ακόμη 20.000 περίπου χρόνια. [Γύρω στο 5.000 μ.Χ. το κλίμα της Βοστώνης θα μοιάζει με το σημερινό της Ουάσιγκτον. Γύρω στο 10.000 μ.Χ. θα θυμίζει το κλίμα της Νέας Ορλεάνης. Γύρω στο 15.000 μ.Χ. το κλίμα του Μαϊάμι και γύρω στο 20.000 μ.Χ. το κλίμα των Δυτικών Ινδιών. Κατόπιν, εξ’ αιτίας των νέων μεταβολών ως προς την κίνηση της Γης η κατάσταση θα αναστραφεί και γιγαντιαίες «γλώσσες» πάγου θα αρχίσουν να κινούνται και πάλι προς τα κάτω εξαφανίζοντας από την όψη της γης μεγαλουπόλεις όπως το Μόντρεαλ, το Όσλο και την Στοκχόλμη και απειλώντας το Σικάγο, την Βοστώνη και το Λονδίνο.] Η περίοδος αυτή της επεκτάσεως των παγετώνων θα ακολουθηθεί και πάλι από μια μακρά περίοδο αυξήσεως της θερμοκρασίας. Η μεθεπόμενη περίοδος επεκτάσεως των πάγων δεν αναμένεται νωρίτερα από το 900.000 μ.Χ. …
Όταν τα βουνά θα «εκπλυθούν» από τις βροχές και η επιφάνεια της Γης γίνει και πάλι επίπεδη, οι παγετώνες θα εξαφανισθούν εντελώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου σχηματισθούν πάλι καινούργιες οροσειρές, από την επόμενη πτύχωση του στερεού φλοιού της Γης.
_______________________
[1] Τζωρτζ Γκάμοου, «Ο πλανήτης Γη» (“a planet called earth”), εκδόσεις Βίκινγκ Πρες, 1963
[2] Το βιβλίο απ’ όπου και το σχετικό απόσπασμα έχει γραφεί το 1961. Κατά συνέπεια τα στοιχεία που παρέχονται μπορεί να μην αντιστοιχούν απολύτως στα ακριβή αριθμητικά δεδομένα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Ι.Λ.
Η ιστορία της Γης, κατά τα 5 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια της υπάρξεως του πλανήτη, αποτελείται, ουσιαστικά, από μια μονότονη επανάληψη ορισμένων μεταβολών. Ο φλοιός «ζαρώνει», κάτω από την επίδραση της τεκτονικής δραστηριότητας, που αναπτύσσεται στα έγκατα της Γης και στην επιφάνεια των ηπείρων υψώνονται μεγάλες οροσειρές. Οι βροχές «ξεπλένουν» σιγά-σιγά τα νεοσχηματισμένα βουνά, αποθέτοντας τα υλικά της διάβρωσης στον βυθό των ωκεανών, μετατρέποντας τις ηπειρωτικές επιφάνειες σε επίπεδες ελώδεις εκτάσεις. Η επόμενη πτύχωση του στερεού φλοιού προκαλεί τον σχηματισμό νέων οροσειρών, οι οποίες, με την σειρά τους, «εκπλύνονται» και πάλι από τις βροχές. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται στο διηνεκές.
Γεωλογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι οι εποχές του σχηματισμού των βουνών (ορεογενετικές εποχές), παρατηρήθηκαν επανειλημμένα στο παρελθόν, κατά διαστήματα 100 – 150 εκατομμυρίων ετών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ότι το μέλλον της Γης δεν θα είναι διάφορο από το παρελθόν της για πολλά ακόμη εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα, ζούμε στο τελευταίο στάδιο της τελευταίας (Λαραμιδικής) ορεογενετικής εποχής, που έχει αρχίσει εδώ και 70 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να απολαύσει το θέαμα των επιβλητικών οροσειρών … Μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια, όλη η δόξα των σημερινών ορεινών τοπίων θα έχει εξαφανισθεί, κάτω από την επίδραση της βροχής και επί πολλά ακόμη εκατομμύρια χρόνια η επιφάνεια των ηπείρων θα φαντάζει άχρωμη, ελώδης και μισοκρυμμένη κάτω από την επιφάνεια αβαθών εσωτερικών θαλασσών. Κατόπιν, θα υψωθούν πάλι νέα μεγαλοπρεπή βουνά …
Μικρομεταβολές της μορφής της επιφάνειας της Γης γίνονται και σήμερα, έστω και με βραδύτατο ρυθμό. Οι πολικοί μανδύες, που σήμερα[2] καλύπτουν τα 3 περίπου εκατοστά της επιφάνειας της Γης και αποτελούν τα υπολείμματα των πολύ πιο εκτεταμένων παγετώνων της τελευταίας περιόδου εξαπλώσεως των πάγων, λυώνουν καθημερινά με αργό ρυθμό. … κάθε χρόνο το πάχος των στρωμάτων αυτών πάγου μειώνεται κατά 60 περίπου εκατοστά και το νερό που προκύπτει από την τήξη τους, κατανεμόμενο σε όλους τους ωκεανούς προκαλεί την ανύψωση της ωκεάνειας στάθμης κατά 2,5 περίπου εκατοστά ετησίως, πλημμυρίζοντας βαθμιαία τις παράκτιες περιοχές των ηπειρωτικών όγκων. Από το άλλο μέρος, εξ’ αιτίας της ισοστατικής ισορροπίας του στερεού φλοιού της Γης μερικές από τις ηπειρωτικές εκτάσεις υψώνονται σιγά-σιγά, ενώ άλλες βουλιάζουν προς τα κάτω. Η βαθμιαία ανύψωση των ηπειρωτικών επιφανειών μπορεί να αποδοθεί, τουλάχιστον μερικά, στην μείωση του βάρους που προκαλεί η τήξη των πάγων στις πολικές περιοχές.
Στενά συσχετισμένες με τις μεταβολές αυτές των επιφανειακών χαρακτηριστικών, είναι και οι μεταβολές των κλιματικών συνθηκών, που παρατηρούνται στα διάφορα μέρη. Έτσι, επί παραδείγματι, διαπιστώνει κανείς, ότι κατά τα τελευταία 30 χρόνια η μέση ετήσια θερμοκρασία στο βόρειο ημισφαίριο αυξήθηκε κατά αρκετούς βαθμούς. Οι κλιματολογικές συνθήκες στην Γη, κατά τις περασμένες γεωλογικές εποχές ήταν τελείως διαφορετικές απ’ αυτές που επικρατούν σήμερα. Πριν 40.000 χρόνια, χοντρά στρώματα πάγου, που κατέβαιναν από τις βόρειες ορεινές περιοχές, έφθαναν μέχρι την Νέα Υόρκη στην βόρειο Αμερική και πέρα από την σημερινή θέση του Παρισιού και του Βερολίνου στην Ευρώπη. Από το άλλο μέρος, νωρίτερα στην ιστορία της Γης, η Γροιλανδία, η οποία σήμερα είναι μια συνεχής πλάκα πάγου πάχους τριών περίπου χιλιοστομέτρων, καλυπτόταν από δάση γνωστών στον άνθρωπο δένδρων, όπως η δρυς και η καστανιά, ενώ στα νερά όπου τώρα πλέουν μόνο παγόβουνα, ευδοκιμούσαν αποικίες κοραλλιών.
… οι εναλλασσόμενες προωθήσεις και οπισθοχωρήσεις των παγετώνων, που άσκησαν μια βαθιά επίδραση στην διαμόρφωση του τοπίου και του κλίματος, οφείλονταν, κατά πάσα πιθανότητα, στις μικρές μεταβολές της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο. Πραγματικά, οι υπολογισμοί του Μιλάνκοβιτς σχετικά με το ποσό της ηλιακής θερμότητας που δέχτηκε η Γη κατά τα τελευταία 250.000 χρόνια, συμφωνούν ικανοποιητικά με τα διαθέσιμα γεωλογικά στοιχεία, σχετικά με τις διακυμάνσεις των ηλιακών κλιματολογικών συνθηκών κατά την χρονική αυτή περίοδο. Αν ο Μιλάνκοβιτς είχε δίκηο, θα έπρεπε να είναι δυνατή η πρόβλεψη των μελλοντικών καιρικών συνθηκών, μια και η επιστήμη της ουράνιας μηχανικής μας δίνει στοιχεία αναφορικά με την τροχιακή κίνηση της γης για τα επόμενα 100.000 χρόνια. Οι υπολογισμοί του είδους, παρ’ όλη την αβεβαιότητά τους, δείχνουν ότι η σημερινή περίοδος θερμάνσεως στο βόρειο ημισφαίριο θα κρατήσει ακόμη 20.000 περίπου χρόνια. [Γύρω στο 5.000 μ.Χ. το κλίμα της Βοστώνης θα μοιάζει με το σημερινό της Ουάσιγκτον. Γύρω στο 10.000 μ.Χ. θα θυμίζει το κλίμα της Νέας Ορλεάνης. Γύρω στο 15.000 μ.Χ. το κλίμα του Μαϊάμι και γύρω στο 20.000 μ.Χ. το κλίμα των Δυτικών Ινδιών. Κατόπιν, εξ’ αιτίας των νέων μεταβολών ως προς την κίνηση της Γης η κατάσταση θα αναστραφεί και γιγαντιαίες «γλώσσες» πάγου θα αρχίσουν να κινούνται και πάλι προς τα κάτω εξαφανίζοντας από την όψη της γης μεγαλουπόλεις όπως το Μόντρεαλ, το Όσλο και την Στοκχόλμη και απειλώντας το Σικάγο, την Βοστώνη και το Λονδίνο.] Η περίοδος αυτή της επεκτάσεως των παγετώνων θα ακολουθηθεί και πάλι από μια μακρά περίοδο αυξήσεως της θερμοκρασίας. Η μεθεπόμενη περίοδος επεκτάσεως των πάγων δεν αναμένεται νωρίτερα από το 900.000 μ.Χ. …
Όταν τα βουνά θα «εκπλυθούν» από τις βροχές και η επιφάνεια της Γης γίνει και πάλι επίπεδη, οι παγετώνες θα εξαφανισθούν εντελώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου σχηματισθούν πάλι καινούργιες οροσειρές, από την επόμενη πτύχωση του στερεού φλοιού της Γης.
_______________________
[1] Τζωρτζ Γκάμοου, «Ο πλανήτης Γη» (“a planet called earth”), εκδόσεις Βίκινγκ Πρες, 1963
[2] Το βιβλίο απ’ όπου και το σχετικό απόσπασμα έχει γραφεί το 1961. Κατά συνέπεια τα στοιχεία που παρέχονται μπορεί να μην αντιστοιχούν απολύτως στα ακριβή αριθμητικά δεδομένα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007
Η περί θρησκείας μάχη
«Η Πόλη χωρίς την Αγιά-Σοφιά δεν έχει νόημα και η ιστορία του Σουλίου είναι ατελείωτη χωρίς τον Σαμουήλ»[1]
Οι γραμματισμένοι της εποχής, με πολλούς από τους οποίους αλληλογραφεί η Πηνελόπη Δέλτα, βλέπουν αδιάφορα ή περιφρονητικά την θρησκεία.
Ο Αλ. Πάλλης, ευρισκόμενος στην Αγγλία, εδημοσίευσε στις 3 Ιουνίου 1909 στην Μόρνινγκ Ποστ [Morning Post] μιαν επιστολή για τα πολιτικά πράγματα στην Τουρκία και κατηγορεί τον κλήρο και το Πατριαρχείο. «Τώρα όλοι ξέρουνε καλά πως ο δικός μας κλήρος – και ομιλώ ως ρωμιός – στρατολογιέται από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα και πως, αν βγάλει κανείς λίγες έντιμες εξαιρέσεις, κατατάσσονται σ’ αυτόν οι καλόγεροι όχι από θρησκευτικό ζήλο παρά με σκοπό να θησαυρίσουνε. Και η θέση η ξεχωριστή που κρατάνε, τους δίνει τη δύναμη να κατά φέρνουνε τους εγωιστικούς σκοπούς τους … κι ακριβώς επειδή ξέρουνε πως τα προνόμια και τα ρουσφέτια αυτά κιντυνεύουνε δα αριστοτεχνικά … Μα δε θα μας φταίει κανείς παρά η δική μας κουταμάρα του να δώσουμε το δικαίωμα σε τέτοιους ανάξιους εγωιστάδες ανθρώπους, σαν τους δικούς μας τους καλογέρους, να διευθύνουνε την πολιτική μας[2]».
Η Δέλτα τότε προσωπικά πειραγμένη του στέλνει ένα γράμμα όπου ανάγλυφο σκιαγραφείται το πιστεύω της. Δεν ξέρω τίποτε απ’ όλα αυτά τα πράγματα και δεν έχω γνώμη να δώσω. Τον κάθε δεσπότη χωριστά θα τον ήθελα να τον κάψω, αν τους είχα στην εξουσία μου. Μα το Πατριαρχείο, ως θεσμό [institution], πρέπει, νομίζω, να υπάρχει και να μας αντιπροσωπεύει στην Τουρκία. Μόνο αυτό μπορεί να μείνει μια δύναμη έχοντάς μας ενωμένους. Το να γκρεμίζομε μια δύναμη, όσο κακή, ψυχρή και ελεεινή και αν είναι, δεν εκάναμε τίποτε ενόσω δεν έχομε τίποτε να βάλομε στην θέση του. Πρακτικώτερο και ωφελιμότερο θα ήταν, ίσως, να καταγίνομε σοβαρά και με πείσμα να βγάλομε από το καθεστώς, σιωπηλά και μοναχοί μας όλα τα σάπια κομμάτια, ως που να γίνει λίγο – λίγο … Θα πείτε πως είναι όνειρα αυτά και πως το σώμα ολόκληρο είναι σάπιο, μα σαν γκρεμίσει τί θα μας μείνει ; Η δουλειά είναι δύσκολη και θέλει καιρό και θέληση και δύναμη και πείσμα, το ξέρω, όλα προτερήματα που μας λείπουν[3]».
Όμως ο Πάλλης έχει άλλα σχέδια. Σκέπτεται να εκδώσει στ’ αγγλικά ένα βιβλίο όπου στιγματίζονται όλες οι αθλιότητες του ελληνικού κλήρου. Η Δέλτα στην συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου δεν βλέπει παρά ένα όπλο φονικό στα χέρια των ξένων, για να το χρησιμοποιήσουν στην κατάλληλη ώρα εναντίον της Ελλάδος. Όταν ο Πάλλης στην απάντησή του επιμένει στην έκδοση, η Δέλτα θα του γράψει με πολύ πίκρα: «Ως προς το καλό που νομίζετε πως θα κάνετε, ξεντροπιάζοντας τον κλήρο, τί θέλετε να τον μέλει τον δεσπότη στην Μακεδονία ή την Θράκη ή στην Μικρά Ασία, ή στα νησιά μας, αν στην Αγγλία τυπώθηκε ένα υβριστικό βιβλίο γραμμένο αγγλικά ; Αυτός δεν θα διαβάσει τις αλήθειες που θα πείτε, ούτε κανένας άλλος του τόπου του που μπορούσε να επηρεαστεί και θ’ ακούσει μόνο [αν τα’ ακούσει και ποτέ], πως στην Αγγλία βρίσκονται Έλληνες που τόσο αποξενώθηκαν από τον τόπο τους. Νομίζω πως αν θέλετε να διορθώσετε τίποτε στην Ελλάδα, πρέπει στο μυαλό και στην καρδιά του Έλληνα ν’ αποτανθείτε, όχι σπάνοντας εκείνο που πρέπει με κάθε τρόπο να καλλιεργούμε και ν’ αναπτύσσομε, δηλαδή την φιλοτιμία και την αξιοπρέπειά μας. Δεν συμφωνείτε. Το ξέρω. Σεις θέλετε με τον μπαλτά να χτυπάτε και ως ένα βαθμό συμφωνώ μαζί σας. Μα τον μπαλτά τον θέλω εγώ να οπλίζει ελληνικό χέρι, που πονεί εκείνο που χτυπά, όχι ξένο, όχι αγγλικό, που δεν ενδιαφέρεται για το κακό που μπορεί να κάμει κάθε χτύπημα και που θα μας χτυπήσει στην καρδιά, την ώρα που τους συμφέρει. Με πολλή και βαθειά λύπη».
… Η περίπτωση του Πάλλη δεν ήταν η μοναδική. Στο ίδιο κλίμα αλλά με ακραίες, ιδιόμορφες και αρνητικές θέσεις για την χριστιανική θρησκεία κινείται και ο Π. Βλαστός – γαμπρός του Πάλλη – όπως φαίνεται στην αλληλογραφία του προς την Π. Δέλτα, όταν εξεδόθη «Η Ζωή του Χριστού». «Θα πω αφτό μονάχα – πως η χριστιανική θρησκεία [και καθώς το ξέρετε αφτή δεν είναι η θρησκεία του Χριστού που ίσως είτανε πιο μεγάλος άνθρωπος παρά όσο μας τονε δείχνουν τα Βαγγέλια και ο απόστολος Πάβλος] δεν είναι θρησκεία που μου αρέσει. Νομίζω πως έκανε περισσότερο κακό παρά καλό και πως γι’ αυτό δεν αξίζει να την βοηθάει κανείς».[4] Ενοχλείται δε ο Βλαστός αφάνταστα από πνευματικές προσπάθειες που στοχεύουν να μορφώσουν πνευματικά τον λαό.
Γράφει στην Π. Δέλτα, όταν εκείνη του εξηγεί τα κίνητρα που την ώθησαν στην συγγραφή της «Ζωής του Χριστού». «μα τότε η δουλειά σας είναι για το χαμηλό κοινό, για το πλήθος που παραδέρνει. Μα τί το όφελος να δυναμώνεις και να πληθαίνεις το πλήθος ; το πλήθος είναι αλήθεια η καταστροφή του πολιτισμού». Απορεί ο Βλαστός πώς η Δέλτα, μια αρχόντισσα, μια μορφωμένη και ταλαντούχος συγγραφέας καταδέχτηκε να ασχοληθεί με θρησκευτικά θέματα, κατώτερα – κατά την γνώμη του – της νοημοσύνης και της τάξεώς της. Βρισκόμαστε στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, όταν οι γραμματισμένοι στην πλειονότητά τους εκαυχώντο για την αθεΐα τους, την δε θρησκευτικότητα την έβλεπαν να ταιριάζει στον αμόρφωτο λαό. Ο εισαγόμενος νιτσεϊσμός δημιουργούσε επικίνδυνους φιλοσοφικούς και ηθικούς προσανατολισμούς.[5]
Τα σημάδια πλήθαιναν. Έντονα είχε ανησυχήσει η Π. Δέλτα και από τις ιδέες που διατυπώθηκαν σε μια εφημερίδα δημοτικιστών στην Κωνσταντινούπολη, τον «Λαό», που εξέδιδε ο Φ. Φωτιάδης με κύρια χρηματοδότηση του Πάλλη και με πνευματικό καθοδηγητή τον Ψυχάρη. Η Δέλτα ενίσχυσε στην αρχή την προσπάθεια οικονομικά και έστειλε και λογοτεχνική συνεργασία. Από τα πρώτα όμως φύλλα της εφημερίδας προβληματίζεται για τις αντιθρησκευτικές αιχμές κάποιων άρθρων. «και αφού τυχαίνει περίσταση, θα σας πω κι ένα άλλο. Δεν νομίζετε καλό να αφήνει κανείς ήσυχη την θρησκεία ; Ένα άρθρο γράφηκε σ’ ένα από τα τρία-τέσσερα πρώτα φύλλα που νομίζω «αδέξια» [maladroit], για να μην πω τίποτε άλλο. Δεν θυμούμαι πώς επιγράφουνταν μα ήταν κάτι λόγια ενός απίστου. Η έννοια του ήταν πως «ο Χριστός δεν γυρεύει αίμα κοπαδιών ζώων, ζητεί το αίμα τη καρδιάς της ανθρωπότητος». Είμεθα ελεύθεροι να έχουμε τις ιδέες μας, ο καθένας μας πιστεύει ό, τι μπορεί, κατά την συνείδησή του, αλλά δεν νομίζω καλό να τις επιβάλλομε στους άλλους. Νομίζω κακό να γυρεύομε να κλονίσουμε την πίστη που έχει ακόμα ο απλός άνθρωπος στην θρησκεία του. Δεν το νομίζετε και σεις ;[6]»
Την έντονη ανησυχία της και τον προβληματισμό της είχε εκφράσει η Δέλτα και όταν διάβασε στον «Λαό» την εγκύκλιο των Ίωνος Δραγούμη και Φ. Φωτιάδη για την συγγραφή αναγνωστικών βιβλίων του δημοτικού. Οι απόψεις της είναι σαφείς και ξεκάθαρες. «Και μιαν ερώτηση ακόμη παρακαλώ. Γιατί στην εγκύκλιό σας παραμερίζετε εντελώς ό, τι αγγίζει την θρησκεία ; Λέτε «Ιερή ιστορία δεν θέλουμε». Αλλά ιερή ιστορία εννοείτε και την ιστορία της Ορθοδοξίας ; Δεν το πιστεύω. Ελληνισμός και Ορθοδοξία είναι συνώνυμες εθνικές εκφράσεις. Η Πόλη χωρίς την Αγιά-Σοφιά δεν έχει νόημα και η ιστορία του Σουλίου είναι ατελείωτη χωρίς τον Σαμουήλ[7]».
_________________
[1] Ζωής Γκενάκου, «Η Πηνελόπη Δέλτα και η ζωή του Χριστού. Το οδοιπορικό μιας συγγραφής», Φιλολογικό Περιοδικό Παρνασσός, τόμος λς΄, Αθήνα 1994.
[2] Το πλήρες κείμενο του άρθρου μετεφράσθη στον «Νουμά», στο φύλλο της 7ης Ιουνίου 1909.
[3] Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, ενθ. Ανωτ., σελ. 69-70 [14/06/1909].
[4] Π. Α. Ζάννα, Ανέκδοτη αλληλογραφία του Π. Βλαστού και της Π. Δέλτα [1925-1926], περ. ελληνικά, τ. 32 (1980), σελ. 123.
[5] Γράφει η Δέλτα στον Βλαστό στις 14 Απριλίου 1926: «Είμεθα ακόμα στον πρώτο σταθμό της αναπτύξεως. Θα περάσουν μία ή δύο γενεές πριν μπορέσει να δεχθεί ο τόπος μας, χωρίς κίνδυνο, άλλο επίπεδο ηθικής ή φιλοσοφίας. Τώρα χρειάζεται η στοιχειώδης ηθική. Δεν είμεθα ακόμα για Νίτσε. Και οι μεταφράσεις του Νίτσε δημιούργησαν τργελαφικές καρικατούρες ‘υπερανθρώπου’».
[6] Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, σελ. 92 (01/02/1909, Δέλτα προς Φωτιάδη).
[7] 30//13/12/1907, Δέλτα προς Φωτιάδη.
Οι γραμματισμένοι της εποχής, με πολλούς από τους οποίους αλληλογραφεί η Πηνελόπη Δέλτα, βλέπουν αδιάφορα ή περιφρονητικά την θρησκεία.
Ο Αλ. Πάλλης, ευρισκόμενος στην Αγγλία, εδημοσίευσε στις 3 Ιουνίου 1909 στην Μόρνινγκ Ποστ [Morning Post] μιαν επιστολή για τα πολιτικά πράγματα στην Τουρκία και κατηγορεί τον κλήρο και το Πατριαρχείο. «Τώρα όλοι ξέρουνε καλά πως ο δικός μας κλήρος – και ομιλώ ως ρωμιός – στρατολογιέται από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα και πως, αν βγάλει κανείς λίγες έντιμες εξαιρέσεις, κατατάσσονται σ’ αυτόν οι καλόγεροι όχι από θρησκευτικό ζήλο παρά με σκοπό να θησαυρίσουνε. Και η θέση η ξεχωριστή που κρατάνε, τους δίνει τη δύναμη να κατά φέρνουνε τους εγωιστικούς σκοπούς τους … κι ακριβώς επειδή ξέρουνε πως τα προνόμια και τα ρουσφέτια αυτά κιντυνεύουνε δα αριστοτεχνικά … Μα δε θα μας φταίει κανείς παρά η δική μας κουταμάρα του να δώσουμε το δικαίωμα σε τέτοιους ανάξιους εγωιστάδες ανθρώπους, σαν τους δικούς μας τους καλογέρους, να διευθύνουνε την πολιτική μας[2]».
Η Δέλτα τότε προσωπικά πειραγμένη του στέλνει ένα γράμμα όπου ανάγλυφο σκιαγραφείται το πιστεύω της. Δεν ξέρω τίποτε απ’ όλα αυτά τα πράγματα και δεν έχω γνώμη να δώσω. Τον κάθε δεσπότη χωριστά θα τον ήθελα να τον κάψω, αν τους είχα στην εξουσία μου. Μα το Πατριαρχείο, ως θεσμό [institution], πρέπει, νομίζω, να υπάρχει και να μας αντιπροσωπεύει στην Τουρκία. Μόνο αυτό μπορεί να μείνει μια δύναμη έχοντάς μας ενωμένους. Το να γκρεμίζομε μια δύναμη, όσο κακή, ψυχρή και ελεεινή και αν είναι, δεν εκάναμε τίποτε ενόσω δεν έχομε τίποτε να βάλομε στην θέση του. Πρακτικώτερο και ωφελιμότερο θα ήταν, ίσως, να καταγίνομε σοβαρά και με πείσμα να βγάλομε από το καθεστώς, σιωπηλά και μοναχοί μας όλα τα σάπια κομμάτια, ως που να γίνει λίγο – λίγο … Θα πείτε πως είναι όνειρα αυτά και πως το σώμα ολόκληρο είναι σάπιο, μα σαν γκρεμίσει τί θα μας μείνει ; Η δουλειά είναι δύσκολη και θέλει καιρό και θέληση και δύναμη και πείσμα, το ξέρω, όλα προτερήματα που μας λείπουν[3]».
Όμως ο Πάλλης έχει άλλα σχέδια. Σκέπτεται να εκδώσει στ’ αγγλικά ένα βιβλίο όπου στιγματίζονται όλες οι αθλιότητες του ελληνικού κλήρου. Η Δέλτα στην συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου δεν βλέπει παρά ένα όπλο φονικό στα χέρια των ξένων, για να το χρησιμοποιήσουν στην κατάλληλη ώρα εναντίον της Ελλάδος. Όταν ο Πάλλης στην απάντησή του επιμένει στην έκδοση, η Δέλτα θα του γράψει με πολύ πίκρα: «Ως προς το καλό που νομίζετε πως θα κάνετε, ξεντροπιάζοντας τον κλήρο, τί θέλετε να τον μέλει τον δεσπότη στην Μακεδονία ή την Θράκη ή στην Μικρά Ασία, ή στα νησιά μας, αν στην Αγγλία τυπώθηκε ένα υβριστικό βιβλίο γραμμένο αγγλικά ; Αυτός δεν θα διαβάσει τις αλήθειες που θα πείτε, ούτε κανένας άλλος του τόπου του που μπορούσε να επηρεαστεί και θ’ ακούσει μόνο [αν τα’ ακούσει και ποτέ], πως στην Αγγλία βρίσκονται Έλληνες που τόσο αποξενώθηκαν από τον τόπο τους. Νομίζω πως αν θέλετε να διορθώσετε τίποτε στην Ελλάδα, πρέπει στο μυαλό και στην καρδιά του Έλληνα ν’ αποτανθείτε, όχι σπάνοντας εκείνο που πρέπει με κάθε τρόπο να καλλιεργούμε και ν’ αναπτύσσομε, δηλαδή την φιλοτιμία και την αξιοπρέπειά μας. Δεν συμφωνείτε. Το ξέρω. Σεις θέλετε με τον μπαλτά να χτυπάτε και ως ένα βαθμό συμφωνώ μαζί σας. Μα τον μπαλτά τον θέλω εγώ να οπλίζει ελληνικό χέρι, που πονεί εκείνο που χτυπά, όχι ξένο, όχι αγγλικό, που δεν ενδιαφέρεται για το κακό που μπορεί να κάμει κάθε χτύπημα και που θα μας χτυπήσει στην καρδιά, την ώρα που τους συμφέρει. Με πολλή και βαθειά λύπη».
… Η περίπτωση του Πάλλη δεν ήταν η μοναδική. Στο ίδιο κλίμα αλλά με ακραίες, ιδιόμορφες και αρνητικές θέσεις για την χριστιανική θρησκεία κινείται και ο Π. Βλαστός – γαμπρός του Πάλλη – όπως φαίνεται στην αλληλογραφία του προς την Π. Δέλτα, όταν εξεδόθη «Η Ζωή του Χριστού». «Θα πω αφτό μονάχα – πως η χριστιανική θρησκεία [και καθώς το ξέρετε αφτή δεν είναι η θρησκεία του Χριστού που ίσως είτανε πιο μεγάλος άνθρωπος παρά όσο μας τονε δείχνουν τα Βαγγέλια και ο απόστολος Πάβλος] δεν είναι θρησκεία που μου αρέσει. Νομίζω πως έκανε περισσότερο κακό παρά καλό και πως γι’ αυτό δεν αξίζει να την βοηθάει κανείς».[4] Ενοχλείται δε ο Βλαστός αφάνταστα από πνευματικές προσπάθειες που στοχεύουν να μορφώσουν πνευματικά τον λαό.
Γράφει στην Π. Δέλτα, όταν εκείνη του εξηγεί τα κίνητρα που την ώθησαν στην συγγραφή της «Ζωής του Χριστού». «μα τότε η δουλειά σας είναι για το χαμηλό κοινό, για το πλήθος που παραδέρνει. Μα τί το όφελος να δυναμώνεις και να πληθαίνεις το πλήθος ; το πλήθος είναι αλήθεια η καταστροφή του πολιτισμού». Απορεί ο Βλαστός πώς η Δέλτα, μια αρχόντισσα, μια μορφωμένη και ταλαντούχος συγγραφέας καταδέχτηκε να ασχοληθεί με θρησκευτικά θέματα, κατώτερα – κατά την γνώμη του – της νοημοσύνης και της τάξεώς της. Βρισκόμαστε στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, όταν οι γραμματισμένοι στην πλειονότητά τους εκαυχώντο για την αθεΐα τους, την δε θρησκευτικότητα την έβλεπαν να ταιριάζει στον αμόρφωτο λαό. Ο εισαγόμενος νιτσεϊσμός δημιουργούσε επικίνδυνους φιλοσοφικούς και ηθικούς προσανατολισμούς.[5]
Τα σημάδια πλήθαιναν. Έντονα είχε ανησυχήσει η Π. Δέλτα και από τις ιδέες που διατυπώθηκαν σε μια εφημερίδα δημοτικιστών στην Κωνσταντινούπολη, τον «Λαό», που εξέδιδε ο Φ. Φωτιάδης με κύρια χρηματοδότηση του Πάλλη και με πνευματικό καθοδηγητή τον Ψυχάρη. Η Δέλτα ενίσχυσε στην αρχή την προσπάθεια οικονομικά και έστειλε και λογοτεχνική συνεργασία. Από τα πρώτα όμως φύλλα της εφημερίδας προβληματίζεται για τις αντιθρησκευτικές αιχμές κάποιων άρθρων. «και αφού τυχαίνει περίσταση, θα σας πω κι ένα άλλο. Δεν νομίζετε καλό να αφήνει κανείς ήσυχη την θρησκεία ; Ένα άρθρο γράφηκε σ’ ένα από τα τρία-τέσσερα πρώτα φύλλα που νομίζω «αδέξια» [maladroit], για να μην πω τίποτε άλλο. Δεν θυμούμαι πώς επιγράφουνταν μα ήταν κάτι λόγια ενός απίστου. Η έννοια του ήταν πως «ο Χριστός δεν γυρεύει αίμα κοπαδιών ζώων, ζητεί το αίμα τη καρδιάς της ανθρωπότητος». Είμεθα ελεύθεροι να έχουμε τις ιδέες μας, ο καθένας μας πιστεύει ό, τι μπορεί, κατά την συνείδησή του, αλλά δεν νομίζω καλό να τις επιβάλλομε στους άλλους. Νομίζω κακό να γυρεύομε να κλονίσουμε την πίστη που έχει ακόμα ο απλός άνθρωπος στην θρησκεία του. Δεν το νομίζετε και σεις ;[6]»
Την έντονη ανησυχία της και τον προβληματισμό της είχε εκφράσει η Δέλτα και όταν διάβασε στον «Λαό» την εγκύκλιο των Ίωνος Δραγούμη και Φ. Φωτιάδη για την συγγραφή αναγνωστικών βιβλίων του δημοτικού. Οι απόψεις της είναι σαφείς και ξεκάθαρες. «Και μιαν ερώτηση ακόμη παρακαλώ. Γιατί στην εγκύκλιό σας παραμερίζετε εντελώς ό, τι αγγίζει την θρησκεία ; Λέτε «Ιερή ιστορία δεν θέλουμε». Αλλά ιερή ιστορία εννοείτε και την ιστορία της Ορθοδοξίας ; Δεν το πιστεύω. Ελληνισμός και Ορθοδοξία είναι συνώνυμες εθνικές εκφράσεις. Η Πόλη χωρίς την Αγιά-Σοφιά δεν έχει νόημα και η ιστορία του Σουλίου είναι ατελείωτη χωρίς τον Σαμουήλ[7]».
_________________
[1] Ζωής Γκενάκου, «Η Πηνελόπη Δέλτα και η ζωή του Χριστού. Το οδοιπορικό μιας συγγραφής», Φιλολογικό Περιοδικό Παρνασσός, τόμος λς΄, Αθήνα 1994.
[2] Το πλήρες κείμενο του άρθρου μετεφράσθη στον «Νουμά», στο φύλλο της 7ης Ιουνίου 1909.
[3] Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, ενθ. Ανωτ., σελ. 69-70 [14/06/1909].
[4] Π. Α. Ζάννα, Ανέκδοτη αλληλογραφία του Π. Βλαστού και της Π. Δέλτα [1925-1926], περ. ελληνικά, τ. 32 (1980), σελ. 123.
[5] Γράφει η Δέλτα στον Βλαστό στις 14 Απριλίου 1926: «Είμεθα ακόμα στον πρώτο σταθμό της αναπτύξεως. Θα περάσουν μία ή δύο γενεές πριν μπορέσει να δεχθεί ο τόπος μας, χωρίς κίνδυνο, άλλο επίπεδο ηθικής ή φιλοσοφίας. Τώρα χρειάζεται η στοιχειώδης ηθική. Δεν είμεθα ακόμα για Νίτσε. Και οι μεταφράσεις του Νίτσε δημιούργησαν τργελαφικές καρικατούρες ‘υπερανθρώπου’».
[6] Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, σελ. 92 (01/02/1909, Δέλτα προς Φωτιάδη).
[7] 30//13/12/1907, Δέλτα προς Φωτιάδη.
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007
Λογοτεχνία
Οι Φάροι[1]
Ο πρώτος φάρος χτίσθηκε στη Σίγη της Μικράς Ασίας, … , 800 χρόνια π.Χ. Ο δεύτερος χτίστηκε 300 χρόνια π.Χ., βασιλεύοντας στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος και χτίσθηκε απάνω σ’ ένα χαμηλό νησί απ’ έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, που το λέγανε Φάρο, απ’ όπου και πήρανε τ’ όνομα αυτά τα χτίρια. Τρίτος είναι της Ρόδου, που τον βαστούσε ο Κολοσσός κι έγινε κατά τα 280 π.Χ. Κατόπι γίνηκε ο φάρος ο λεγόμενος Τιμαίος, στο μπάσιμο του Βοσπόρου κι ύστερα χτισθήκανε κάποιοι άλλοι στο μπουγάζι της Μεσσίνας, στο Κάπρι, στην Όστια και στην Κορούνα της Σπάνιας στη Μπολόνια και στο Ντόβερ, όλοι χτισμένοι στα ρωμαϊκά χρόνια.
… Ένας από τους πιο άγριους φάρους βρίσκεται στην Αγγλία, ανοιχτά από το Πλύμουθ, ο φημισμένος Έντυστον, που είναι κι ο πιο αρχαίος απ’ όσους γινήκανε στις δυτικές θάλασσες απάνω σ’ έναν βράχο, χωρίς να έχει λίγη στερηά γύρω του. Γιατί οι πιο παληοί φάροι ήτανε χτισμένοι απάνω σε στερηές ή σε νησιά απλόχωρα.
Ο φάρος του Έντυστον χτίσθηκε στα 1696, κι είναι, όπως είπαμε, ο πρώτος φάρος που θεμελιώθηκε απάνω σε μια ξέρα στενή κι απόγκρεμνη, που βγαίνει γυμνή μέσα από τα νερά κι είναι σαν ένας πύργος θεμελιωμένος απάνω στην άβυσσο. Αυτή η ξέρα βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, οχτώ μίλια από τους κάβους που αποσκεπάζουνε τον κόρφο του Πλύμουθ. Ήτανε μια ξέρα φοβερή, η τρομάρα των θαλασσινών, ο χάρος των καραβιών. Η θάλασσα έβραζε γύρω της μέρα-νύχτα και τα θεόρατα κύματα που σκάζανε απάνω της, σφεντονιζόντανε σ’ ένα ύψος περισσότερο από τριάντα μέτρα, όπως γίνεται και τώρα, που χυμίζουνε απάνω στον φάρο μ’ έναν βρόντο που είναι ίδιος με τ’ αστροπελέκι. Αμέτρητα καράβια είχανε στακιστεί απάνω σ’ αυτήν την καταραμένη ξέρα, λες και την είχε βάλει ο δαίμονας σε κείνο το μέρος, για να καταπίνει ψυχές. Για τούτο αποφασίσθηκε να χτισθεί πάνω σε κείνη την καταχθόνια πέτρα που έβγαζε το μαύρο κεφάλι της απάνω από τα κύματα και πάλι το έχωνε μέσα, να χτισθεί ένας ακατάλυτος πύργος, ένας φάρος. Η ξέρα ξενέριζε μόνο λίγο απάνω από τη θάλασσα, τόσο, που τις ώρες που πλημμάρανε τα νερά, δεν φαινότανε σχεδόν καθόλου. Πώς να χτισθεί εκεί απάνω ένα χτίριο που να είναι ατράνταχτο ; Με πολλά βάσανα χτίσθηκε από ένα πεισματάρη μηχανικόν ένα χτίριο παράξενο, με πέτρες, με σίδερα και ξύλα, που είχε απ’ έξω κάποιες γερές γαλαρίες κι ήτανε πλουμισμένο με στολίδια και με ανάγλυφα.
Σαν τελείωσε, τους φαροφύλακες τους έπιασε φόβος και τρόμος από τις θάλασσες που κοντεύανε να καταπιούνε τον φάρο κι ο μηχανικός, για να τους δώσει κουράγιο, αποφάσισε να κοιμηθεί μέσα στον πύργο, που είχε φτιάξει. Μάλιστα, τόσο σίγουρος ήτανε για την αντοχή του, που είπε πως παρακάλεσε τον Θεό να στείλει καταπάνω του το πιο δυνατό μπουρίνι τις μέρες που θα βρισκότανε ο ίδιος απάνω στον φάρο. Κι ο Θεός τον άκουσε. Ήτανε Νοέμβριος του 1703. Μια νύχτα σηκώθηκε ένας φουρτουνιασμένος γαρμπής[2] χαλασμός της οικουμένης. Σαν ξημέρωσε την άλλη μέρα, είχε χαθεί ολότελα ο φάρος του Έντυστον. Απ’ όλο το χτίριο σώθηκε μοναχά μια αλυσσίδα, καρφωμένη στον βράχο.
Μετά έναν χρόνο, αρχίσανε να ξαναχτίζουνε τον καινούριον φάρο. Χτίζανε από τα 1704 ως τα 1706. Το καινούριο χτίριο ήτανε πιο σκέτο, για να μην δίνει στήθος στον αγέρα κι είχε γίνει με πέτρες και με σιδηρόξυλα. Μα κι αυτό δεν βάσταξε πολύ. Πήρε φωτιά και κάηκε. Οι δυστυχισμένοι οι φαροφύλακες βρεθήκανε ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό και καταφύγανε απάνω στον γλυστερόν βράχο. Μα κι εκεί τους κυνήγησε η κακή τύχη τους, γιατί με τη φωτιά έλυωσε το μολύβι από τη σκεπή του φάρου και τους περίχυσε από πάνω.
_________________________
Ο πρώτος φάρος χτίσθηκε στη Σίγη της Μικράς Ασίας, … , 800 χρόνια π.Χ. Ο δεύτερος χτίστηκε 300 χρόνια π.Χ., βασιλεύοντας στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος και χτίσθηκε απάνω σ’ ένα χαμηλό νησί απ’ έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, που το λέγανε Φάρο, απ’ όπου και πήρανε τ’ όνομα αυτά τα χτίρια. Τρίτος είναι της Ρόδου, που τον βαστούσε ο Κολοσσός κι έγινε κατά τα 280 π.Χ. Κατόπι γίνηκε ο φάρος ο λεγόμενος Τιμαίος, στο μπάσιμο του Βοσπόρου κι ύστερα χτισθήκανε κάποιοι άλλοι στο μπουγάζι της Μεσσίνας, στο Κάπρι, στην Όστια και στην Κορούνα της Σπάνιας στη Μπολόνια και στο Ντόβερ, όλοι χτισμένοι στα ρωμαϊκά χρόνια.
… Ένας από τους πιο άγριους φάρους βρίσκεται στην Αγγλία, ανοιχτά από το Πλύμουθ, ο φημισμένος Έντυστον, που είναι κι ο πιο αρχαίος απ’ όσους γινήκανε στις δυτικές θάλασσες απάνω σ’ έναν βράχο, χωρίς να έχει λίγη στερηά γύρω του. Γιατί οι πιο παληοί φάροι ήτανε χτισμένοι απάνω σε στερηές ή σε νησιά απλόχωρα.
Ο φάρος του Έντυστον χτίσθηκε στα 1696, κι είναι, όπως είπαμε, ο πρώτος φάρος που θεμελιώθηκε απάνω σε μια ξέρα στενή κι απόγκρεμνη, που βγαίνει γυμνή μέσα από τα νερά κι είναι σαν ένας πύργος θεμελιωμένος απάνω στην άβυσσο. Αυτή η ξέρα βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, οχτώ μίλια από τους κάβους που αποσκεπάζουνε τον κόρφο του Πλύμουθ. Ήτανε μια ξέρα φοβερή, η τρομάρα των θαλασσινών, ο χάρος των καραβιών. Η θάλασσα έβραζε γύρω της μέρα-νύχτα και τα θεόρατα κύματα που σκάζανε απάνω της, σφεντονιζόντανε σ’ ένα ύψος περισσότερο από τριάντα μέτρα, όπως γίνεται και τώρα, που χυμίζουνε απάνω στον φάρο μ’ έναν βρόντο που είναι ίδιος με τ’ αστροπελέκι. Αμέτρητα καράβια είχανε στακιστεί απάνω σ’ αυτήν την καταραμένη ξέρα, λες και την είχε βάλει ο δαίμονας σε κείνο το μέρος, για να καταπίνει ψυχές. Για τούτο αποφασίσθηκε να χτισθεί πάνω σε κείνη την καταχθόνια πέτρα που έβγαζε το μαύρο κεφάλι της απάνω από τα κύματα και πάλι το έχωνε μέσα, να χτισθεί ένας ακατάλυτος πύργος, ένας φάρος. Η ξέρα ξενέριζε μόνο λίγο απάνω από τη θάλασσα, τόσο, που τις ώρες που πλημμάρανε τα νερά, δεν φαινότανε σχεδόν καθόλου. Πώς να χτισθεί εκεί απάνω ένα χτίριο που να είναι ατράνταχτο ; Με πολλά βάσανα χτίσθηκε από ένα πεισματάρη μηχανικόν ένα χτίριο παράξενο, με πέτρες, με σίδερα και ξύλα, που είχε απ’ έξω κάποιες γερές γαλαρίες κι ήτανε πλουμισμένο με στολίδια και με ανάγλυφα.
Σαν τελείωσε, τους φαροφύλακες τους έπιασε φόβος και τρόμος από τις θάλασσες που κοντεύανε να καταπιούνε τον φάρο κι ο μηχανικός, για να τους δώσει κουράγιο, αποφάσισε να κοιμηθεί μέσα στον πύργο, που είχε φτιάξει. Μάλιστα, τόσο σίγουρος ήτανε για την αντοχή του, που είπε πως παρακάλεσε τον Θεό να στείλει καταπάνω του το πιο δυνατό μπουρίνι τις μέρες που θα βρισκότανε ο ίδιος απάνω στον φάρο. Κι ο Θεός τον άκουσε. Ήτανε Νοέμβριος του 1703. Μια νύχτα σηκώθηκε ένας φουρτουνιασμένος γαρμπής[2] χαλασμός της οικουμένης. Σαν ξημέρωσε την άλλη μέρα, είχε χαθεί ολότελα ο φάρος του Έντυστον. Απ’ όλο το χτίριο σώθηκε μοναχά μια αλυσσίδα, καρφωμένη στον βράχο.
Μετά έναν χρόνο, αρχίσανε να ξαναχτίζουνε τον καινούριον φάρο. Χτίζανε από τα 1704 ως τα 1706. Το καινούριο χτίριο ήτανε πιο σκέτο, για να μην δίνει στήθος στον αγέρα κι είχε γίνει με πέτρες και με σιδηρόξυλα. Μα κι αυτό δεν βάσταξε πολύ. Πήρε φωτιά και κάηκε. Οι δυστυχισμένοι οι φαροφύλακες βρεθήκανε ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό και καταφύγανε απάνω στον γλυστερόν βράχο. Μα κι εκεί τους κυνήγησε η κακή τύχη τους, γιατί με τη φωτιά έλυωσε το μολύβι από τη σκεπή του φάρου και τους περίχυσε από πάνω.
_________________________
Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007
Χριστιανικός Λόγος
Η πλεονεξία ταυτόσημη με την ειδωλολατρεία[1]
Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας[2]
Αιεί προτροπή του Ιησού, αγαπητοί μου φίλοι, ητιολογημένη στο βραχύβιο της ανθρώπινης ζωής, όταν κάποιος από τον όχλον τον παρεκάλεσε να προτρέψη τον αδελφό του να μην τον αποκληρώση από την πατρική περιουσία[3].
Μια προτροπή προς αποφυγήν της πλεονεξίας, που είναι τόσο επίκαιρη στην άπληστη εποχή μας, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η απόκτηση χρήματος και περισσότερων υλικών αγαθών με οποιοδήποτε τίμημα.
Η καλλιέργεια ινδικής κάναβης, που ανεκαλύφθη αυτές τις μέρες στα Ζωνιανά, που έσπερνε και σπέρνει τον λευκό θάνατο και καταδικάζει σ’ αυτόν χιλιάδες νέες υπάρξεις, πριν ακόμα προλάβουν να δημιουργήσουν και να χαρούν στην ζωή, καθιστά ακόμη πιο επίκαιρη την ρήση του Ιησού «οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας».
Την προτροπή του αυτήν ο Ιησούς θα την καταστήση εναργεστέρα με την παραβολήν του άφρονος πλουσίου.
Οι αγροί του απέδωκαν τα πολλαπλάσια των όσων ανέμενε. Γύρω του ασφαλώς όπως σε κάθε κοινωνία υπήρχαν άνθρωποι που τους ταπείνωνε η ένδεια και η πείνα. Όμως το μόνον μέλημα του μεγαλοκτηματία, η μόνη σκέψη, που βασανιστικά τον τυραννούσε ήταν το πού θα αποθηκεύση την εσοδεία του: «Τί ποιήσω ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου[4]». Και εύρε την λύση: «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και συνάξω εκεί πάντα τον σίτον και τα αγαθά μου[5]». Όμως τα σχέδια του ανδρός δεν σταμάτησαν εκεί. Προεξόφλησε και την μακροζωΐαν του: «Ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, εφραίνου[6]».
“Dummheit ist ein gefahrliches Feind des Guten als Bosheit[7]”. Ο άνθρωπος που τιμήθηκε – από τον Θεό – δεν κατενόησε, έμοιασε με τα «άλογα» [βουβά] ζώα[8] διαπιστώνει ο ποιητής του 49ου ψαλμού, ενός ψαλμού που ανήκει στην σοφιολογική Γραμματεία του Ισραήλ[9]. Και αυτή η «βλακεία» χαρακτηρίζει τον πλούσιο. Και η απάντηση του Ιησού στην θηριώδη του ύβριν: «Άφρων ταύτη τη νυκτή την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου οίδε ητοίμασας τίνι έσται[10]».
«Τι αν είποιμεν όταν οφείλοντες είναι άγγελοι και υιοί Θεού μηδέ το άνθρωποι είναι διατηρώμεν ; Το γαρ αρπάζειν και πλεονεκτείν ου της ανθρώπων ημερότητος, αλλά της των θηρίων ωμότητος[11]», κηρύσσει ο Ιερός Χρυσόστομος. Και ο Ιησούς προτρέπει: «Μή θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της Γης όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσιν και κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ όπου ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν[12]».
Συχνά, ανεβαίνοντας την οδόν Νίκης συναντώ μια γιαγιά να κάθεται στο πεζοδρόμιο, τυλιγμένη σ’ ένα φθαρμένο μποξά και να ζητιανεύη.
Μια φορά απετόλμησα να την ερωτήσω:
- «Γιαγιά μου δεν έχεις σύνταξη ;»
- «Έχω», μου λέγει «300 € το μήνα. Τί να κάμω με 10 € την ημέρα ; Να φάγω ; Να πληρώσω το νοίκι μου ; …» και αναλύθηκε σε δάκρυα. «Φτωχή μου γριούλα» είχε γράψει κάποτε στην «Σπίθα» ο πρ. Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, όταν έμαθε ότι μια γιαγιούλα, άγνωστή του, είχε πεθάνει από την πείνα. «Πέθανε από την πείνα η δύστυχη γρηούλα ενώ γνώες και γεράκια καταβροχθίζουν το παν, οχούμενοι όχι βέβαια επ’ αστράβης, αλλά μεταφερόμενοι με πολυτελή οχήματα».
Αγαπητοί μου φίλοι !
Σταθήτε μπρος στον πόνο του περιθωριοποιημένου ανθρώπου, μπρος στην απόγνωση της φτώχιας του. Οράτε και φυλάσσεσθε από της απανθρώπου πλεονεξίας. Μην γίνεσθε «ειδωλολάτρες». Η πλεονεξία είναι ταυτόσημη με την ειδωλολατρία. Μην γίνεσθε δούλοι του πλούτου. Γίνετε δότες ! Όχι αχόρταγοι λήπτες. Ακούστε την φωνή του Παύλου, ότι μακάριον εστίν μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν.
_________________________
[1] Το κήρυγμα αυτό του Αρχιμανδρίτη π. Σάββα Δαμασκηνού εκφωνήθηκε από άμβωνος την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007 στον Άγιο Βασίλειο Εξαρχείων.
[2] Λουκά, 12, 15α
[3] Λουκά, 12, 13. πρβλ. Rudolf Bulkmann, “Geschichte der Synoptischen Tradition”, σ. 360
[4] Λουκά, 12, 17β
[5] Λουκά, 12, 18
[6] Λουκά, 12, 19
[7] Dietrich Bonhoeffes, Widerstand und Ergebung, σ. 16, Munchen, 1977
[8] Ψ. 49, 13
[9] Ιδ. Hermann Gunkel, Psalmen, σ. 209
[10] Λουκά, 12, 20γ
[11] Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις Ματθ. Ομιλία ΚΑ΄, Mg PG 57, 300
[12] Ματθαίου, 6, 19-20
Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας[2]
Αιεί προτροπή του Ιησού, αγαπητοί μου φίλοι, ητιολογημένη στο βραχύβιο της ανθρώπινης ζωής, όταν κάποιος από τον όχλον τον παρεκάλεσε να προτρέψη τον αδελφό του να μην τον αποκληρώση από την πατρική περιουσία[3].
Μια προτροπή προς αποφυγήν της πλεονεξίας, που είναι τόσο επίκαιρη στην άπληστη εποχή μας, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η απόκτηση χρήματος και περισσότερων υλικών αγαθών με οποιοδήποτε τίμημα.
Η καλλιέργεια ινδικής κάναβης, που ανεκαλύφθη αυτές τις μέρες στα Ζωνιανά, που έσπερνε και σπέρνει τον λευκό θάνατο και καταδικάζει σ’ αυτόν χιλιάδες νέες υπάρξεις, πριν ακόμα προλάβουν να δημιουργήσουν και να χαρούν στην ζωή, καθιστά ακόμη πιο επίκαιρη την ρήση του Ιησού «οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας».
Την προτροπή του αυτήν ο Ιησούς θα την καταστήση εναργεστέρα με την παραβολήν του άφρονος πλουσίου.
Οι αγροί του απέδωκαν τα πολλαπλάσια των όσων ανέμενε. Γύρω του ασφαλώς όπως σε κάθε κοινωνία υπήρχαν άνθρωποι που τους ταπείνωνε η ένδεια και η πείνα. Όμως το μόνον μέλημα του μεγαλοκτηματία, η μόνη σκέψη, που βασανιστικά τον τυραννούσε ήταν το πού θα αποθηκεύση την εσοδεία του: «Τί ποιήσω ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου[4]». Και εύρε την λύση: «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και συνάξω εκεί πάντα τον σίτον και τα αγαθά μου[5]». Όμως τα σχέδια του ανδρός δεν σταμάτησαν εκεί. Προεξόφλησε και την μακροζωΐαν του: «Ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, εφραίνου[6]».
“Dummheit ist ein gefahrliches Feind des Guten als Bosheit[7]”. Ο άνθρωπος που τιμήθηκε – από τον Θεό – δεν κατενόησε, έμοιασε με τα «άλογα» [βουβά] ζώα[8] διαπιστώνει ο ποιητής του 49ου ψαλμού, ενός ψαλμού που ανήκει στην σοφιολογική Γραμματεία του Ισραήλ[9]. Και αυτή η «βλακεία» χαρακτηρίζει τον πλούσιο. Και η απάντηση του Ιησού στην θηριώδη του ύβριν: «Άφρων ταύτη τη νυκτή την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου οίδε ητοίμασας τίνι έσται[10]».
«Τι αν είποιμεν όταν οφείλοντες είναι άγγελοι και υιοί Θεού μηδέ το άνθρωποι είναι διατηρώμεν ; Το γαρ αρπάζειν και πλεονεκτείν ου της ανθρώπων ημερότητος, αλλά της των θηρίων ωμότητος[11]», κηρύσσει ο Ιερός Χρυσόστομος. Και ο Ιησούς προτρέπει: «Μή θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της Γης όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσιν και κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ όπου ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν[12]».
Συχνά, ανεβαίνοντας την οδόν Νίκης συναντώ μια γιαγιά να κάθεται στο πεζοδρόμιο, τυλιγμένη σ’ ένα φθαρμένο μποξά και να ζητιανεύη.
Μια φορά απετόλμησα να την ερωτήσω:
- «Γιαγιά μου δεν έχεις σύνταξη ;»
- «Έχω», μου λέγει «300 € το μήνα. Τί να κάμω με 10 € την ημέρα ; Να φάγω ; Να πληρώσω το νοίκι μου ; …» και αναλύθηκε σε δάκρυα. «Φτωχή μου γριούλα» είχε γράψει κάποτε στην «Σπίθα» ο πρ. Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, όταν έμαθε ότι μια γιαγιούλα, άγνωστή του, είχε πεθάνει από την πείνα. «Πέθανε από την πείνα η δύστυχη γρηούλα ενώ γνώες και γεράκια καταβροχθίζουν το παν, οχούμενοι όχι βέβαια επ’ αστράβης, αλλά μεταφερόμενοι με πολυτελή οχήματα».
Αγαπητοί μου φίλοι !
Σταθήτε μπρος στον πόνο του περιθωριοποιημένου ανθρώπου, μπρος στην απόγνωση της φτώχιας του. Οράτε και φυλάσσεσθε από της απανθρώπου πλεονεξίας. Μην γίνεσθε «ειδωλολάτρες». Η πλεονεξία είναι ταυτόσημη με την ειδωλολατρία. Μην γίνεσθε δούλοι του πλούτου. Γίνετε δότες ! Όχι αχόρταγοι λήπτες. Ακούστε την φωνή του Παύλου, ότι μακάριον εστίν μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν.
_________________________
[1] Το κήρυγμα αυτό του Αρχιμανδρίτη π. Σάββα Δαμασκηνού εκφωνήθηκε από άμβωνος την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007 στον Άγιο Βασίλειο Εξαρχείων.
[2] Λουκά, 12, 15α
[3] Λουκά, 12, 13. πρβλ. Rudolf Bulkmann, “Geschichte der Synoptischen Tradition”, σ. 360
[4] Λουκά, 12, 17β
[5] Λουκά, 12, 18
[6] Λουκά, 12, 19
[7] Dietrich Bonhoeffes, Widerstand und Ergebung, σ. 16, Munchen, 1977
[8] Ψ. 49, 13
[9] Ιδ. Hermann Gunkel, Psalmen, σ. 209
[10] Λουκά, 12, 20γ
[11] Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις Ματθ. Ομιλία ΚΑ΄, Mg PG 57, 300
[12] Ματθαίου, 6, 19-20
Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007
Ψυχολογία
Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας[i]
Περί ονείρων
Το παράδειγμα του Αίλιου Αριστείδη
Την ίδια περίπου περίοδο κατά την οποία ο Μάρκος Αυρήλιος κατέγραφε την αυτοεξέτασή του και την αυτοκατηγορία του, ο σύγχρονός του Αίλιος Αριστείδης κρατούσε ένα πολύ διαφορετικό είδος ημερολογίου. Δεν ήταν καταγραφές των καθημερινών πράξεων αλλά επρόκειτο γι’ αυτό που ο Συνέσιος αργότερα θα ονομάσει «νυκτολόγιο»: ήταν η καταγραφή των ονείρων, καθώς και η καταγραφή των συνομιλιών του με τον θείο θεραπευτή Ασκληπιό. Το «νυκτολόγιο» περιλαμβάνει, όπως μας πληροφορεί, «θεραπείες κάθε λογής, μερικές συνομιλίες και μονολόγους, κάθε είδους οράματα, όλες τις προβλέψεις και τις μαντείες του Ασκληπιού για κάθε θέμα, άλλα σε πεζό λόγο και άλλα σε στίχους». Με το πέρασμα των ετών αυτές οι νυκτερινές καταγραφές αυξάνονταν σε αριθμό ώστε να φθάσουν στο εκπληκτικό σύνολο των 300.000 γραμμών. Όταν ο Αριστείδης τελικώς αποφάσισε να τις καθαρογράψει, ήταν δύσκολο να τις βάλει σε τάξη, αφού φαίνεται ότι είχε αμελήσει να τις χρονολογήσει [μερικές είχαν χαθεί σε μια αναστάτωση του σπιτιού του]. Όμως από όσες είχαν απομείνει κι αφού πρόσθεσε ό,τι θυμόταν, συναρμολόγησε σε όχι πολύ αρμονική τάξη τα πέντε σωζόμενα βιβλία των «Ιερών Λόγων[ii]» του και μόλις άρχιζε το έκτο όταν ο θάνατος τον πρόφτασε. Αυτά αποτελούν την πρώτη και μοναδική θρησκευτική αυτοβιογραφία που μας άφησε ο παγανιστικός κόσμος.
Ο Αριστείδης ήταν γιος ενός ευκατάστατου κτηματία από την Μικρά Ασία. Είχε την καλύτερη μόρφωση που μπορούσε η εποχή του να προσφέρει, με τον ίδιο παιδαγωγό που αργότερα δίδαξε και τον Μάρκο Αυρήλιο. Είκοσι χρονών ήταν ήδη διανοούμενος, πολυταξιδεμένος, λαμπρός ομιλητής και ικανός χειριστής του αττικίζοντος λόγου. Στην ηλικία των 26 ετών επισκέφθηκε την Ρώμη και παρουσιάστηκε στην αυτοκρατορική αυλή. Μια λαμπρή σταδιοδρομία στα δημόσια πράγματα ανοιγόταν μπροστά του, όταν τον κτύπησε η πρώτη από μια μακρά σειρά ασθενειών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μια χρόνια αναπηρία, η οποία το ταλαιπώρησε επί 12 συναπτά έτη με αποτέλεσμα να μεταμορφώσει εκ βάθρων την ζωή και την προσωπικότητά του. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ασθένειές του ήταν ψυχοσωματικού τύπου: ανάμεσα στον κυκεώνα συμπτωμάτων που αναφέρει ο ίδιος μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνα του οξέος άσθματος, καθώς και ποικίλες μορφές υπερτάσεως, που δημιουργούσαν βίαιους νευρικούς πονοκεφάλους, αϋπνία και σοβαρές γαστρικές παθήσεις. Έτσι δεν είναι περίεργο το γεγονός πως οι ενίοτε παράξενες οδηγίες που παίρνει στη διάρκεια του ύπνου του από τον θεό μπορούν συχνά να τον ανακουφίζουν, έστω και προσωρινά, από τα πλέον δυσάρεστα συμπτώματα.
Τα όνειρα του Αριστείδη διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες. Υπάρχουν τα τρομαχτικά και αγχώδη όνειρα, στα οποία βλέπει να τον δηλητηριάζουν, να τον κυνηγά ένας ταύρος ή να του επιτίθενται βάρβαροι. Ακολουθούν τα θλιβερά όνειρα μεγαλομανίας, σύμφωνα με τα οποία η κατεστραμμένη σταδιοδρομία του έχει αφειδώς αναπληρωθεί: κατάκοιτος την ημέρας, συνομιλητής αυτοκρατόρων την νύχτα, μοιράζεται δημόσιο μνημείο με τον Μέγα Αλέξανδρο, φωνές από το υπερπέραν επιβεβαιώνουν την ρητορική του δεινότητα που ξεπερνά ακόμα και αυτήν του Δημοσθένους και τέλος ταυτίζεται με τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη στο ίδιο πρόσωπο. Στην Τρίτη και τελευταία κατηγορία ανήκουν τα αναρίθμητα «θεία» όνειρα, όπου συναντά τον προστάτη του ή με οποιονδήποτε τρόπο δέχεται τις υποδείξεις του. Οι περισσότερες υποδείξεις έχουν ιατρικό περιεχόμενο. Όπως παρατήρησε και ο ίδιος ο Αριστείδης, οι οδηγίες των ονείρων του είναι αντιφατικές και συχνά εντυπωσιακά σκληρές. Όταν υποχρεώνεται ν’ απαρνηθεί τα θερμά λουτρά για περισσότερα από πέντε χρόνια, όταν εξαναγκάζεται να τρέχει ξυπόλυτος μέσα στο καταχείμωνο, να κολυμπάει στο ποτάμι με την παγωνιά και να κάνει λασπόλουτρα μέσα στο ξεροβόρι ή ακόμα να προκαλεί στον εαυτό του συμπτώματα ναυτίας, τότε παρατηρούμε την ομοιότητα των θείων αυτών οδηγιών με τις πράξεις μετανοίας ζηλωτών της Ίσιδος και τους αυτοκολασμούς των χριστιανών αναχωρητών ασκητών[iii]. Μπορούμε να υποθέσουμε πως έχουν και παρόμοια ψυχολογική προέλευση. Για τους ανθρώπους αυτούς το αντίτιμο της υγείας σωματικής ή πνευματικής είναι η χωρίς τέλος εξιλέωση μιας ασυνείδητης ενοχής.
Χαρακτηριστική επίσης είναι η επιτακτική ανάγκη διαφυγής από ένα απροσδιόριστο κακό, αναπαριστώντας το κακό αυτό εκ των προτέρων σε μια ακίνδυνη συμβολική μορφή. Πρέπει να υποστεί ένα συμβολικό ναυάγιο προκειμένου να αποφύγει ένα πραγματικό. Πρέπει να πασπαλιστεί με σκόνη, αντί, όπως λέει, του ενταφιασμού, ώστε αυτός [ο προμελλούμενος ενταφιασμός] να μπορέσει, κατά κάποιο τρόπο, να εκπληρωθεί. Πρέπει ακόμα να θυσιάσει μέρος του σώματός του «για την ασφάλεια του υπολοίπου» [η προσωπική αυτή θυσία μετατρέπεται τελικά σε θυσία ενός δακτυλιδιού] ή εάν αυτό δεν είναι επαρκές για να κατευναστεί το Πεπρωμένο προχωρά στην θυσία φιλικών του προσώπων, ακούσιων υποκαταστάτων της δικής του σωτηρίας[iv].
Αντιμέτωπος με ένα τέτοιο υλικό, ο σύγχρονος μελετητής θα απορρίψει τον Αριστείδη ως κλασική περίπτωση «φρενοβλαβούς[v]». Και όμως η περίπτωση αυτή του όντως φρενοβλαβούς Αριστείδη και ειδικότερα οι φαντασιακές του εμπειρίες θα πρέπει να καταχωρηθούν ως θρησκευτικές. Πιστεύει πως είναι ο εκλεκτός του Θεού, με την ιδιότητα του υπηρέτη, του φερέφωνου (υποκριτή) του μεγάλου Θεραπευτή. Όταν ο Ασκληπιός σε ένα όνειρο απευθύνεται σε αυτόν προφέροντας τα μυστικά λόγια «συ ει εις» [«Εσύ είσαι ο μόνος εκλεκτός»], αισθάνεται αποζημιωμένος για όλα όσα υπέφερε, το γεγονός αυτό ξαναδίνει νόημα στην ύπαρξή του. Από την στιγμή αυτή οφείλει να αλλάξει, να ενωθεί με τον Θεό, να ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση του. Στην νέα του ζωή υιοθετεί και νέο όνομα, Θεόδωρος, επειδή κι ο ίδιος αισθάνεται πλέον δώρο Θεού. Στο μέλλον δεν ενεργεί χωρίς την θεία επιδοκιμασία. «Καθετί είναι ανοησία συγκρινόμενο με την υπακοή στο Θεό». Δεν είναι πια μόνος.
Ο Ασκληπιός ξεκινά ως ιατρικός σύμβουλος και σιγά, σιγά προσφέρει την βοήθειά του σε όλους τους τομείς της ζωής του Αριστείδη. Τον συμβουλεύει στην μελέτη του, του εμπνέει λαμπρές ιδέες, του προσφέρει την εισαγωγική παράγραφο μιας ομιλίας ή τον πρώτο στίχο ενός ποιήματος και περιστασιακώς τον τιμάει με την προφητική ικανότητα, υπό την μορφή μετεωρολογικών προβλέψεων για το εγγύς μέλλον. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την παράδοξη κατάσταση συμβίωσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού ; Μια νύξη που οδηγεί στην απάντηση περιέχεται ίσως σε όνειρο όπου ο Αριστείδης βρίσκεται αντιμέτωπος με το ίδιο το άγαλμά του και το βλέπει να μεταμορφώνεται σε άγαλμα του Ασκληπιού. Για τον Αριστείδη, αυτό το όνειρο είναι σύμβολο της ενότητάς του με τον θείο προστάτη του.
Η σχέση του Αριστείδη με τον Ασκληπιό ήταν αναμφίβολα μοναδική, τόσο στην ένταση, όσο και στην διάρκειά της. Όμως υπάρχουν και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Ο Κέλσος[vi] μας βεβαιώνει πως ο Ασκληπιός είχε προσωπικώς εμφανιστεί «σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, Ελλήνων και βαρβάρων», θεραπεύοντας και προλέγοντας το μέλλον. Ο ισχυρισμός του επιβεβαιώνεται από πολυάριθμές σωζόμενες επιγραφές που έχουν αφιερωθεί από ευγνώμονες ασθενείς. Ανάμεσα στους σύγχρονους του Αριστείδη, ο Μάξιμος ο Τύριος είχε τιμηθεί με ένα τέτοιο όραμα ενώ ήταν ξύπνιος. Ο Μάρκος Αυρήλιος ευχαριστεί τον θεό για κάποια «επιβοηθητικά όνειρα» που τον γιάτρεψαν από τους ιλίγγους και την αιμόπτυση. Ακόμα και ο μεγάλος γιατρός Γαληνός πιστεύει πως έχει σώσει πολλές ζωές ακολουθώντας τις συμβουλές των ονείρων. Άλλος σύγχρονος του Αριστείδη, ο Αρτεμίδωρος, αφιέρωσε την ζωή του στην συλλογή και στην ταξινόμηση ονείρων από κάθε δυνατή πηγή, καθώς και στην ερμηνεία τους. Η πίστη του Αριστείδη ήταν πίστη της εποχής, όπου, κατά τον Άιτρεμ[vii] «η πραγματικότητα της ημέρας έπαυε να είναι αξιόπιστη».
____________________
[i] Ε.Ρ. Ντοντς [E.R. Dodds], «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995
[ii] Η συμβατική αγγλική μετάφραση “Sacred Discourses” είναι παραπλανητική. Δεν πρόκειται απλώς για δημόσιες ομιλίες, όπως τα περισσότερα άλλα γραπτά του. Ο τίτλος [Λόγοι] υποδείχθηκε από τον Ασκληπιό σε όνειρο (48.9) και πιθανώς εμπεριέχει μια θεία αποκάλυψη όπως στον Ηρόδοτο (2.81.2) και τον Πλάτωνα (Ζ΄Επιστ., 235Α)
[iii] Οι ζηλωτές της Ίσιδος πρέπει να σπάσουν τον πάγο στον χειμερινό Τίβερη, Ιουβενάλης, 6.522. Επίσης από τις αγαπημένες ασκήσεις των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν να κολυμπούν σε παγωμένο νερό και να βαδίζουν ξυπόλητοι με οποιονδήποτε καιρό. Το λασπόλουτρο του Αριστείδη, αν και διατηρεί το ιατρικό πρόσχημα, μπορεί να συγκριθεί με τα λουτρά μετανοίας που περιγράφει ο Πλούταρχος (Περί δεισιδ., 7.168D) κι αυτά των αιγυπτίων ασκητών στο «Περί της Πελεγρίνου τελευτής» (17), του Λουκιανού.
[iv] Λόγοι, 48.44_51.19-25. ο C.G. Jung μας λέει ότι κάποτε που ήταν ο ίδιος βαριά άρρωστος κατατρυχόταν από την ιδέα, η οποία είχε θεμελιωθεί από όνειρο, ότι ο γιατρός που τον παρακολουθούσε έπρεπε να πεθάνει στην θέση του [Memories, Dreams, Reflections (αγγλ. μτφρ.., 1963), σ. 273]
[v] Ο Μπόννερ [Bonner] χρησιμοποιεί την φράση «φρενοβλαβής βλάκας» (Harv. Theol. Rev., 30 (1930), σ. 129)_όμως σωστά φθάνει στην διαπίστωση ότι ο Αριστείδης είχε «θρησκευτικό αίσθημα γνήσιο και εκλεπτυσμένο».
[vi] Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 3.24. Οι επιγραφές έχουν συλλέξει και εξεταστεί στο έργο Asclepius των Edelstein. Πρβλ. επίσης τον σημαντικό ρόλο που παίζουν τα όνειρα στην διήγηση του Απουληίου για τη μύηση του Λουκίου και την εξέταση του ζητήματος από τον Nock στο conversion, κεφ. ix.
[vii] S. Eitrem, Orakel und Mysterien am Ausgang der Antike (1947) σ. 52
Περί ονείρων
Το παράδειγμα του Αίλιου Αριστείδη
Την ίδια περίπου περίοδο κατά την οποία ο Μάρκος Αυρήλιος κατέγραφε την αυτοεξέτασή του και την αυτοκατηγορία του, ο σύγχρονός του Αίλιος Αριστείδης κρατούσε ένα πολύ διαφορετικό είδος ημερολογίου. Δεν ήταν καταγραφές των καθημερινών πράξεων αλλά επρόκειτο γι’ αυτό που ο Συνέσιος αργότερα θα ονομάσει «νυκτολόγιο»: ήταν η καταγραφή των ονείρων, καθώς και η καταγραφή των συνομιλιών του με τον θείο θεραπευτή Ασκληπιό. Το «νυκτολόγιο» περιλαμβάνει, όπως μας πληροφορεί, «θεραπείες κάθε λογής, μερικές συνομιλίες και μονολόγους, κάθε είδους οράματα, όλες τις προβλέψεις και τις μαντείες του Ασκληπιού για κάθε θέμα, άλλα σε πεζό λόγο και άλλα σε στίχους». Με το πέρασμα των ετών αυτές οι νυκτερινές καταγραφές αυξάνονταν σε αριθμό ώστε να φθάσουν στο εκπληκτικό σύνολο των 300.000 γραμμών. Όταν ο Αριστείδης τελικώς αποφάσισε να τις καθαρογράψει, ήταν δύσκολο να τις βάλει σε τάξη, αφού φαίνεται ότι είχε αμελήσει να τις χρονολογήσει [μερικές είχαν χαθεί σε μια αναστάτωση του σπιτιού του]. Όμως από όσες είχαν απομείνει κι αφού πρόσθεσε ό,τι θυμόταν, συναρμολόγησε σε όχι πολύ αρμονική τάξη τα πέντε σωζόμενα βιβλία των «Ιερών Λόγων[ii]» του και μόλις άρχιζε το έκτο όταν ο θάνατος τον πρόφτασε. Αυτά αποτελούν την πρώτη και μοναδική θρησκευτική αυτοβιογραφία που μας άφησε ο παγανιστικός κόσμος.
Ο Αριστείδης ήταν γιος ενός ευκατάστατου κτηματία από την Μικρά Ασία. Είχε την καλύτερη μόρφωση που μπορούσε η εποχή του να προσφέρει, με τον ίδιο παιδαγωγό που αργότερα δίδαξε και τον Μάρκο Αυρήλιο. Είκοσι χρονών ήταν ήδη διανοούμενος, πολυταξιδεμένος, λαμπρός ομιλητής και ικανός χειριστής του αττικίζοντος λόγου. Στην ηλικία των 26 ετών επισκέφθηκε την Ρώμη και παρουσιάστηκε στην αυτοκρατορική αυλή. Μια λαμπρή σταδιοδρομία στα δημόσια πράγματα ανοιγόταν μπροστά του, όταν τον κτύπησε η πρώτη από μια μακρά σειρά ασθενειών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μια χρόνια αναπηρία, η οποία το ταλαιπώρησε επί 12 συναπτά έτη με αποτέλεσμα να μεταμορφώσει εκ βάθρων την ζωή και την προσωπικότητά του. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ασθένειές του ήταν ψυχοσωματικού τύπου: ανάμεσα στον κυκεώνα συμπτωμάτων που αναφέρει ο ίδιος μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνα του οξέος άσθματος, καθώς και ποικίλες μορφές υπερτάσεως, που δημιουργούσαν βίαιους νευρικούς πονοκεφάλους, αϋπνία και σοβαρές γαστρικές παθήσεις. Έτσι δεν είναι περίεργο το γεγονός πως οι ενίοτε παράξενες οδηγίες που παίρνει στη διάρκεια του ύπνου του από τον θεό μπορούν συχνά να τον ανακουφίζουν, έστω και προσωρινά, από τα πλέον δυσάρεστα συμπτώματα.
Τα όνειρα του Αριστείδη διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες. Υπάρχουν τα τρομαχτικά και αγχώδη όνειρα, στα οποία βλέπει να τον δηλητηριάζουν, να τον κυνηγά ένας ταύρος ή να του επιτίθενται βάρβαροι. Ακολουθούν τα θλιβερά όνειρα μεγαλομανίας, σύμφωνα με τα οποία η κατεστραμμένη σταδιοδρομία του έχει αφειδώς αναπληρωθεί: κατάκοιτος την ημέρας, συνομιλητής αυτοκρατόρων την νύχτα, μοιράζεται δημόσιο μνημείο με τον Μέγα Αλέξανδρο, φωνές από το υπερπέραν επιβεβαιώνουν την ρητορική του δεινότητα που ξεπερνά ακόμα και αυτήν του Δημοσθένους και τέλος ταυτίζεται με τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη στο ίδιο πρόσωπο. Στην Τρίτη και τελευταία κατηγορία ανήκουν τα αναρίθμητα «θεία» όνειρα, όπου συναντά τον προστάτη του ή με οποιονδήποτε τρόπο δέχεται τις υποδείξεις του. Οι περισσότερες υποδείξεις έχουν ιατρικό περιεχόμενο. Όπως παρατήρησε και ο ίδιος ο Αριστείδης, οι οδηγίες των ονείρων του είναι αντιφατικές και συχνά εντυπωσιακά σκληρές. Όταν υποχρεώνεται ν’ απαρνηθεί τα θερμά λουτρά για περισσότερα από πέντε χρόνια, όταν εξαναγκάζεται να τρέχει ξυπόλυτος μέσα στο καταχείμωνο, να κολυμπάει στο ποτάμι με την παγωνιά και να κάνει λασπόλουτρα μέσα στο ξεροβόρι ή ακόμα να προκαλεί στον εαυτό του συμπτώματα ναυτίας, τότε παρατηρούμε την ομοιότητα των θείων αυτών οδηγιών με τις πράξεις μετανοίας ζηλωτών της Ίσιδος και τους αυτοκολασμούς των χριστιανών αναχωρητών ασκητών[iii]. Μπορούμε να υποθέσουμε πως έχουν και παρόμοια ψυχολογική προέλευση. Για τους ανθρώπους αυτούς το αντίτιμο της υγείας σωματικής ή πνευματικής είναι η χωρίς τέλος εξιλέωση μιας ασυνείδητης ενοχής.
Χαρακτηριστική επίσης είναι η επιτακτική ανάγκη διαφυγής από ένα απροσδιόριστο κακό, αναπαριστώντας το κακό αυτό εκ των προτέρων σε μια ακίνδυνη συμβολική μορφή. Πρέπει να υποστεί ένα συμβολικό ναυάγιο προκειμένου να αποφύγει ένα πραγματικό. Πρέπει να πασπαλιστεί με σκόνη, αντί, όπως λέει, του ενταφιασμού, ώστε αυτός [ο προμελλούμενος ενταφιασμός] να μπορέσει, κατά κάποιο τρόπο, να εκπληρωθεί. Πρέπει ακόμα να θυσιάσει μέρος του σώματός του «για την ασφάλεια του υπολοίπου» [η προσωπική αυτή θυσία μετατρέπεται τελικά σε θυσία ενός δακτυλιδιού] ή εάν αυτό δεν είναι επαρκές για να κατευναστεί το Πεπρωμένο προχωρά στην θυσία φιλικών του προσώπων, ακούσιων υποκαταστάτων της δικής του σωτηρίας[iv].
Αντιμέτωπος με ένα τέτοιο υλικό, ο σύγχρονος μελετητής θα απορρίψει τον Αριστείδη ως κλασική περίπτωση «φρενοβλαβούς[v]». Και όμως η περίπτωση αυτή του όντως φρενοβλαβούς Αριστείδη και ειδικότερα οι φαντασιακές του εμπειρίες θα πρέπει να καταχωρηθούν ως θρησκευτικές. Πιστεύει πως είναι ο εκλεκτός του Θεού, με την ιδιότητα του υπηρέτη, του φερέφωνου (υποκριτή) του μεγάλου Θεραπευτή. Όταν ο Ασκληπιός σε ένα όνειρο απευθύνεται σε αυτόν προφέροντας τα μυστικά λόγια «συ ει εις» [«Εσύ είσαι ο μόνος εκλεκτός»], αισθάνεται αποζημιωμένος για όλα όσα υπέφερε, το γεγονός αυτό ξαναδίνει νόημα στην ύπαρξή του. Από την στιγμή αυτή οφείλει να αλλάξει, να ενωθεί με τον Θεό, να ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση του. Στην νέα του ζωή υιοθετεί και νέο όνομα, Θεόδωρος, επειδή κι ο ίδιος αισθάνεται πλέον δώρο Θεού. Στο μέλλον δεν ενεργεί χωρίς την θεία επιδοκιμασία. «Καθετί είναι ανοησία συγκρινόμενο με την υπακοή στο Θεό». Δεν είναι πια μόνος.
Ο Ασκληπιός ξεκινά ως ιατρικός σύμβουλος και σιγά, σιγά προσφέρει την βοήθειά του σε όλους τους τομείς της ζωής του Αριστείδη. Τον συμβουλεύει στην μελέτη του, του εμπνέει λαμπρές ιδέες, του προσφέρει την εισαγωγική παράγραφο μιας ομιλίας ή τον πρώτο στίχο ενός ποιήματος και περιστασιακώς τον τιμάει με την προφητική ικανότητα, υπό την μορφή μετεωρολογικών προβλέψεων για το εγγύς μέλλον. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την παράδοξη κατάσταση συμβίωσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού ; Μια νύξη που οδηγεί στην απάντηση περιέχεται ίσως σε όνειρο όπου ο Αριστείδης βρίσκεται αντιμέτωπος με το ίδιο το άγαλμά του και το βλέπει να μεταμορφώνεται σε άγαλμα του Ασκληπιού. Για τον Αριστείδη, αυτό το όνειρο είναι σύμβολο της ενότητάς του με τον θείο προστάτη του.
Η σχέση του Αριστείδη με τον Ασκληπιό ήταν αναμφίβολα μοναδική, τόσο στην ένταση, όσο και στην διάρκειά της. Όμως υπάρχουν και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Ο Κέλσος[vi] μας βεβαιώνει πως ο Ασκληπιός είχε προσωπικώς εμφανιστεί «σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, Ελλήνων και βαρβάρων», θεραπεύοντας και προλέγοντας το μέλλον. Ο ισχυρισμός του επιβεβαιώνεται από πολυάριθμές σωζόμενες επιγραφές που έχουν αφιερωθεί από ευγνώμονες ασθενείς. Ανάμεσα στους σύγχρονους του Αριστείδη, ο Μάξιμος ο Τύριος είχε τιμηθεί με ένα τέτοιο όραμα ενώ ήταν ξύπνιος. Ο Μάρκος Αυρήλιος ευχαριστεί τον θεό για κάποια «επιβοηθητικά όνειρα» που τον γιάτρεψαν από τους ιλίγγους και την αιμόπτυση. Ακόμα και ο μεγάλος γιατρός Γαληνός πιστεύει πως έχει σώσει πολλές ζωές ακολουθώντας τις συμβουλές των ονείρων. Άλλος σύγχρονος του Αριστείδη, ο Αρτεμίδωρος, αφιέρωσε την ζωή του στην συλλογή και στην ταξινόμηση ονείρων από κάθε δυνατή πηγή, καθώς και στην ερμηνεία τους. Η πίστη του Αριστείδη ήταν πίστη της εποχής, όπου, κατά τον Άιτρεμ[vii] «η πραγματικότητα της ημέρας έπαυε να είναι αξιόπιστη».
____________________
[i] Ε.Ρ. Ντοντς [E.R. Dodds], «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995
[ii] Η συμβατική αγγλική μετάφραση “Sacred Discourses” είναι παραπλανητική. Δεν πρόκειται απλώς για δημόσιες ομιλίες, όπως τα περισσότερα άλλα γραπτά του. Ο τίτλος [Λόγοι] υποδείχθηκε από τον Ασκληπιό σε όνειρο (48.9) και πιθανώς εμπεριέχει μια θεία αποκάλυψη όπως στον Ηρόδοτο (2.81.2) και τον Πλάτωνα (Ζ΄Επιστ., 235Α)
[iii] Οι ζηλωτές της Ίσιδος πρέπει να σπάσουν τον πάγο στον χειμερινό Τίβερη, Ιουβενάλης, 6.522. Επίσης από τις αγαπημένες ασκήσεις των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν να κολυμπούν σε παγωμένο νερό και να βαδίζουν ξυπόλητοι με οποιονδήποτε καιρό. Το λασπόλουτρο του Αριστείδη, αν και διατηρεί το ιατρικό πρόσχημα, μπορεί να συγκριθεί με τα λουτρά μετανοίας που περιγράφει ο Πλούταρχος (Περί δεισιδ., 7.168D) κι αυτά των αιγυπτίων ασκητών στο «Περί της Πελεγρίνου τελευτής» (17), του Λουκιανού.
[iv] Λόγοι, 48.44_51.19-25. ο C.G. Jung μας λέει ότι κάποτε που ήταν ο ίδιος βαριά άρρωστος κατατρυχόταν από την ιδέα, η οποία είχε θεμελιωθεί από όνειρο, ότι ο γιατρός που τον παρακολουθούσε έπρεπε να πεθάνει στην θέση του [Memories, Dreams, Reflections (αγγλ. μτφρ.., 1963), σ. 273]
[v] Ο Μπόννερ [Bonner] χρησιμοποιεί την φράση «φρενοβλαβής βλάκας» (Harv. Theol. Rev., 30 (1930), σ. 129)_όμως σωστά φθάνει στην διαπίστωση ότι ο Αριστείδης είχε «θρησκευτικό αίσθημα γνήσιο και εκλεπτυσμένο».
[vi] Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 3.24. Οι επιγραφές έχουν συλλέξει και εξεταστεί στο έργο Asclepius των Edelstein. Πρβλ. επίσης τον σημαντικό ρόλο που παίζουν τα όνειρα στην διήγηση του Απουληίου για τη μύηση του Λουκίου και την εξέταση του ζητήματος από τον Nock στο conversion, κεφ. ix.
[vii] S. Eitrem, Orakel und Mysterien am Ausgang der Antike (1947) σ. 52
Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007
φιλοσοφική και θεολογική σκέψη
Χριστιανοί και εθνικοί σε μια εποχή αγωνίας[1]
Στην αρχή της περιόδου ούτε η παγανιστική, ούτε η χριστιανική θεολογική σκέψη είχαν διαμορφωθεί ως κλειστό ή ομογενές σύστημα. Η ελληνική φιλοσοφική σκέψη αναζητούσε τη σύνθεση, την οποία επρόκειτο να ολοκληρώσει ο Πλωτίνος έναν αιώνα αργότερα. Όμως τότε υπήρχε ελάχιστη ομοφωνία, ακόμη και ανάμεσα στους υποστηρικτές του πλατωνισμού, ο οποίος είχε γίνει μόδα και διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Όσο για τους χριστιανούς, όπως λέει ο Κέλσος, ήταν διαιρεμένοι σε πολλές αντιμαχόμενες αιρέσεις που είχαν λίγα κοινά [ίσως και τίποτα], εκτός από το όνομα χριστιανός. …
… Και ενώ τα κείμενα των «Αποστολικών Πατέρων» προορίζονταν αποκλειστικώς για τους ομοθρήσκους τους χριστιανούς, οι «Απολογητές» αναδυόμενοι για πρώτη φορά μέσα από το ιδεολογικό τους απομονωτισμό επιχειρούν να αναπτύξουν τις χριστιανικές θέσεις και να δώσουν εξηγήσεις περί αυτών στον κόσμο των διανοούμενων εθνικών στοχεύοντας, όχι τόσο στον προσηλυτισμό τους, αλλά στον περιορισμό των περιοδικών και τοπικού χαρακτήρα διωγμών κατά των χριστιανών, από τους οποίους υπέφερε η Εκκλησία εκείνη την εποχή.
Στα τέλη του δεύτερου αιώνα εμφανίζεται ένας εθνικός διανοούμενος που παίρνει στα σοβαρά τον χριστιανισμό. Αυτό που για τον Πλίνιο τον Νεώτερο ήταν μόνο κουραστική διοικητική ενόχληση, αυτό που για τον Λουκιανό και τον Γαληνό ακόμη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ψυχολογικό αξιοπερίεργο, εμφανίζεται στον Κέλσο ως πραγματική απειλή για την σταθερότητα και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Προβλέποντας με εντυπωσιακή ακρίβεια, είδε την Εκκλησία ως δυνάμει κράτος εν κράτει, το οποίο μεγάλωνε συνεχώς απειλώντας, κατά την γνώμη του, να αποδιοργανώσει τους κοινωνικούς θεσμούς και τελικώς να επιτρέψει την είσοδο στους βαρβάρους. Εκφράζει τις απόψεις του σε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Αληθής Λόγος», με το οποίο σκόπευε να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού, αλλά και να πείσει τους χριστιανούς να γίνουν καλύτεροι πολίτες. Φαίνεται ότι δημοσιεύθηκε επί μάρκου Αυρηλίου, ίσως γύρω στο έτος 178. Αν η χρονολογία είναι σωστή, παρέμεινε μάχιμο και όπως φαίνεται αναπάντητο για δύο γενιές.
Η δεύτερη φάση εκτείνεται από το 203, τη χρονιά που ο νεαρός Ωριγένης άρχισε να διδάσκει στην Αλεξάνδρεια, ως το 248 περίπου, όπου ηλικιωμένος πια δημοσίευσε το έργο του «Κατά Κέλσου». Για τους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας ήταν εποχή όλο και μεγαλύτερης ανασφάλειας και αθλιότητας. Για την Εκκλησία ήταν εποχή σχετικής ελευθερίας από διωγμούς, σταθερής αριθμητικής αναπτύξεως και πάνω απ’ όλα γρήγορης ιδεολογικής εξελίξεως. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε καταλάβει ότι αν ο χριστιανισμός είχε σκοπό να γίνει κάτι περισσότερο από θρησκεία για απαίδευτους, έπρεπε να συμβιβαστεί με την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική επιστήμη. Οι απλοϊκοί χριστιανοί δεν έπρεπε πια να «φοβούνται την φιλοσοφία, όπως τα παιδιά φοβούνται τα σκιάχτρα[2]». Ο αφορισμός του Τερτυλλιανού “nobis curiositate opus non est post Christum Iesum”, φαινόταν να είναι μοιραίος φραγμός για τον προσηλυτισμό των διανοουμένων. Ο Ωριγένης μαθήτευσε στη σχολή του παγανιστή φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά, ο οποίος αργότερα έγινε δάσκαλος του Πλωτίνου. Οι δικοί του μαθητές εκπαιδεύονταν όχι μόνο στην φιλοσοφία αλλά και στα μαθηματικά και στην φυσική επιστήμη. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στηριζόταν στο πρόγραμμα του Πλάτωνος και ουσιαστικώς δεν διέφερε απ’ αυτό του Πλωτίνου. Έκτοτε ο διάλογος με τον παγανισμό επρόκειτο να είναι διάλογος μεταξύ πνευματικώς ίσων και μάλιστα στο «Κατά Κέλσου» ο Ωριγένης υιοθετεί, δικαιολογημένα, κατά κάποιον τρόπο, τόνο πνευματικής ανωτερότητας.
Την εποχή αυτή στην παγανιστική πλευρά υπάρχουν σημάδια για έντονη διάθεση απορροφήσεως του χριστιανισμού μέσα στην «καθεστηκυία τάξη», με τον ίδιο τρόπο που είχαν απορροφηθεί νωρίτερα τόσοι θεοί, ή τέλος πάντων υπάρχει διάθεση να διατυπωθούν οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει σεβαστή μια ειρηνική συνύπαρξη. Μάλλον έναν τέτοιο σκοπό είχε κατά νου η Ιουλία Μαμμαία, η μητέρα του αυτοκράτορα, όταν κάλεσε τον Ωριγένη στην αυλή της. Έχουμε την πληροφορία ότι ο γιος της, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, διατηρούσε στον ιδιωτικό του ναϊσκο αγάλματα του Ορφέως, του Απολλωνίου Τυανέως, του Αβραάμ, και του Χριστού, τεσσάρων μεγάλων «προφητών» για τους οποίους έτρεφε τον ίδιο σεβασμό[3]. Δεν ήταν ο μόνος που είχε υιοθετήσει αυτήν την στάση. Την ίδια περίπου εποχή ο γνωστικός Καρποκράτης κήρυσσε μια παρόμοια διευρυμένη λατρεία – αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Ειρηναίο και τον Αυγουστίνο – οι οπαδοί του λάτρευαν είδωλα του Ομήρου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, του χριστού και του αποστόλου Παύλου. Το ίδιο πνεύμα εμφανίζεται και σε μια αχρονολόγητη επιστολή του Σύρου Σεραπίωνος, στην οποία αναφερόταν ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας και ο Χριστός «ο σοφός βασιλεύς των Εβραίων» ως παραδείγματα σοφών που η διδασκαλία τους επιβίωσε παρά τις άδικες διώξεις. Στην ίδια περίοδο ανήκουν πιθανώς δύο χρησμοί που παρατίθενται από τον Πορφύριο στο πρώιμο έργο του «Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας». Η Εκάτη, απαντώντας στο ερώτημα αν ο χριστός είναι Θεός, ουσιαστικώς αποκρίθηκε ότι ο Χριστός ήταν ανθρωπος εξαιρετικής ευλάβειας, όμως οι οπαδοί του, θεωρώντας τον λανθασμένα Θεό, έπεσαν σε μεγάλη πλάνη. Από αυτό ο Πορφύριος συμπεραίνει ότι «δεν πρέπει να μιλούμε άσχημα για τον Χριστό, αλλά πρέπει να συμπονούμε την ανοησία του ανθρωπίνου γένους[4]».
Ο χαρακτήρας της τρίτης φάσεως αντιπαράθεσης είναι κατά πολύ διαφορετικός. Αρχίζει με το διωγμό του Δεκίου το 249, την πρώτη σημαντική προσπάθεια να εξολοθρευτεί ο χριστιανισμός στερώντας την εκκλησία από τους αρχηγούς της. Η προσπάθεια πιθανώς να είχε πετύχει, αν είχε διακοπεί από το θάνατο του Δεκίου σε μάχη. Η φάση αυτή τελειώνει με τον Μεγάλο Διωγμό επί Διοκλητιανού και Γαλερίου, ο οποίος δημιούργησε αναρίθμητους «αποστάτες», αλλά απέτυχε να κλονίσει τον σκληρό πυρήνα των πιστών, αν και επί δέκα χρόνια οι τελευταίοι υφίσταντο μεταχείριση παρανόμων. Εν τω μεταξύ, βοηθούμενη από τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου από το 250 έως το 284, η Εκκλησία κέρδισε γρήγορα πιστούς και επιρροή. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, πιθανώς γύρω στο 270, ο Πορφύριος συνέταξε το γεμάτο επιθετικότητα βιβλίο του «Κατά χριστιανών», το οποίο βρήκε πολλούς μιμητές στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά έγινε επίσης αιτία να δημοσιευθούν πολλές απαντήσεις από την χριστιανική πλευρά. Σ’ αυτό εκφράζει την μεγάλη ανησυχία που διακατείχε πια όλους τους θρησκευόμενους εθνικούς. Μιλάει για τον χριστιανισμό ως δόγμα που έχει διαδοθεί και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου. Παρατηρεί ότι στην ρώμη η λατρεία του Ιησού αντικαθιστά την λατρεία του Ασκληπιού και παρατηρεί επίσης μια νέα ένδειξη της χριστιανικής αυτοπεποίθησης και του χριστιανικού πλούτου: «χτίζουν παντού μεγάλες εκκλησίες[5]». Δεν καλεί σε διωγμούς. Φαίνεται μάλιστα να μιλάει με συμπόνια για τους τόσους και τόσους χριστιανούς που η διδασκαλία της Εκκλησία τους έγινε η αιτία να «τιμωρηθούν απάνθρωπα».
Οι συνεχιστές του είχαν λιγότερες αναστολές. Ο Ιεροκλής[6], συγγραφέας μιας πραγματείας με τίτλο «Οι εραστές της αλήθειας», στην οποία εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλον δέος του Χριστού, ήταν από τους υποκινητές του Μεγάλου Διωγμού και ως διοικητής επαρχίας πήρε ενεργώς μέρος σ’ αυτόν. Ο Ιεροκλής επισημαίνει όχι μόνο τη συμμαχία των παγανιστών διανοουμένων με την «καθεστηκυία τάξη», αλλά επίσης την ανάγκη μεταμόρφωσης του νεοπλατωνισμού σε θρησκεία με τους δικούς της αγίους και θαυματοποιούς. Και οι δύο αυτές προτάσεις ήταν αμυντικές ενέργειες εναντίον της προωθήσεως του χριστιανισμού. Και οι δύο επρόκειτο να επανεμφανιστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα, κατά την διάρκεια της σύντομης βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
_____________________________
[1] Ε. Ρ. Ντοντς, «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995
[2] Κλήμης, Στρωμ., 6.80 (πρβλ. 6.93)
[3] Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ., 6.21.3, Λαμπρίδιος, Αλεξ., 29 Η δυναστεία των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.) είχε ιδιαίτερη προτίμηση, όχι αποκλειστικώς προς τον χριστιανισμό, αλλά προς τις ανατολικές λατρείες γενικώς: πρβλ. A.D. Nock, Conversion, σ. 128 κε.
[4] Ευσέβιος, Ευαγγ. Αποδ., 3.7_Αυγουστίνος, Civ. Dei, 19.23.2 κε. [Wolff, Porphyrii de phil. Ex orac. Reliquiae, 180 κε]. Πρβλ. την προτίμηση του Αμελίου στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο.
[5] Πορφύριος, Κατά χριστ., αποσπ. 13_80_76.27. Πρβλ. Ευσέβιο, Εκκλ. Ιστ., 8.1.5., και Harnack, Mission, II, σ. 85-88. Οι επιγραφικές μαρτυρίες φανερώνουν ραγδαία παρακμή του παγανισμού κατά το δεύτερο μισό του τρίτου αιώνα : βλ. Geffcken, Ausgang, 20-5 και Frend στο Past and present, 16 (1959), σ. 20-22.
[6] Τα στοιχεία για το Ιεροκλή έχει συλλέξει ο Labriolle, Reaction, σ. 306-310. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεταγενέστερό του νεοπλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος σχολίασε εκτενώς τα «Χρυσά Έπη»
Στην αρχή της περιόδου ούτε η παγανιστική, ούτε η χριστιανική θεολογική σκέψη είχαν διαμορφωθεί ως κλειστό ή ομογενές σύστημα. Η ελληνική φιλοσοφική σκέψη αναζητούσε τη σύνθεση, την οποία επρόκειτο να ολοκληρώσει ο Πλωτίνος έναν αιώνα αργότερα. Όμως τότε υπήρχε ελάχιστη ομοφωνία, ακόμη και ανάμεσα στους υποστηρικτές του πλατωνισμού, ο οποίος είχε γίνει μόδα και διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Όσο για τους χριστιανούς, όπως λέει ο Κέλσος, ήταν διαιρεμένοι σε πολλές αντιμαχόμενες αιρέσεις που είχαν λίγα κοινά [ίσως και τίποτα], εκτός από το όνομα χριστιανός. …
… Και ενώ τα κείμενα των «Αποστολικών Πατέρων» προορίζονταν αποκλειστικώς για τους ομοθρήσκους τους χριστιανούς, οι «Απολογητές» αναδυόμενοι για πρώτη φορά μέσα από το ιδεολογικό τους απομονωτισμό επιχειρούν να αναπτύξουν τις χριστιανικές θέσεις και να δώσουν εξηγήσεις περί αυτών στον κόσμο των διανοούμενων εθνικών στοχεύοντας, όχι τόσο στον προσηλυτισμό τους, αλλά στον περιορισμό των περιοδικών και τοπικού χαρακτήρα διωγμών κατά των χριστιανών, από τους οποίους υπέφερε η Εκκλησία εκείνη την εποχή.
Στα τέλη του δεύτερου αιώνα εμφανίζεται ένας εθνικός διανοούμενος που παίρνει στα σοβαρά τον χριστιανισμό. Αυτό που για τον Πλίνιο τον Νεώτερο ήταν μόνο κουραστική διοικητική ενόχληση, αυτό που για τον Λουκιανό και τον Γαληνό ακόμη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ψυχολογικό αξιοπερίεργο, εμφανίζεται στον Κέλσο ως πραγματική απειλή για την σταθερότητα και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Προβλέποντας με εντυπωσιακή ακρίβεια, είδε την Εκκλησία ως δυνάμει κράτος εν κράτει, το οποίο μεγάλωνε συνεχώς απειλώντας, κατά την γνώμη του, να αποδιοργανώσει τους κοινωνικούς θεσμούς και τελικώς να επιτρέψει την είσοδο στους βαρβάρους. Εκφράζει τις απόψεις του σε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Αληθής Λόγος», με το οποίο σκόπευε να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού, αλλά και να πείσει τους χριστιανούς να γίνουν καλύτεροι πολίτες. Φαίνεται ότι δημοσιεύθηκε επί μάρκου Αυρηλίου, ίσως γύρω στο έτος 178. Αν η χρονολογία είναι σωστή, παρέμεινε μάχιμο και όπως φαίνεται αναπάντητο για δύο γενιές.
Η δεύτερη φάση εκτείνεται από το 203, τη χρονιά που ο νεαρός Ωριγένης άρχισε να διδάσκει στην Αλεξάνδρεια, ως το 248 περίπου, όπου ηλικιωμένος πια δημοσίευσε το έργο του «Κατά Κέλσου». Για τους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας ήταν εποχή όλο και μεγαλύτερης ανασφάλειας και αθλιότητας. Για την Εκκλησία ήταν εποχή σχετικής ελευθερίας από διωγμούς, σταθερής αριθμητικής αναπτύξεως και πάνω απ’ όλα γρήγορης ιδεολογικής εξελίξεως. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε καταλάβει ότι αν ο χριστιανισμός είχε σκοπό να γίνει κάτι περισσότερο από θρησκεία για απαίδευτους, έπρεπε να συμβιβαστεί με την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική επιστήμη. Οι απλοϊκοί χριστιανοί δεν έπρεπε πια να «φοβούνται την φιλοσοφία, όπως τα παιδιά φοβούνται τα σκιάχτρα[2]». Ο αφορισμός του Τερτυλλιανού “nobis curiositate opus non est post Christum Iesum”, φαινόταν να είναι μοιραίος φραγμός για τον προσηλυτισμό των διανοουμένων. Ο Ωριγένης μαθήτευσε στη σχολή του παγανιστή φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά, ο οποίος αργότερα έγινε δάσκαλος του Πλωτίνου. Οι δικοί του μαθητές εκπαιδεύονταν όχι μόνο στην φιλοσοφία αλλά και στα μαθηματικά και στην φυσική επιστήμη. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στηριζόταν στο πρόγραμμα του Πλάτωνος και ουσιαστικώς δεν διέφερε απ’ αυτό του Πλωτίνου. Έκτοτε ο διάλογος με τον παγανισμό επρόκειτο να είναι διάλογος μεταξύ πνευματικώς ίσων και μάλιστα στο «Κατά Κέλσου» ο Ωριγένης υιοθετεί, δικαιολογημένα, κατά κάποιον τρόπο, τόνο πνευματικής ανωτερότητας.
Την εποχή αυτή στην παγανιστική πλευρά υπάρχουν σημάδια για έντονη διάθεση απορροφήσεως του χριστιανισμού μέσα στην «καθεστηκυία τάξη», με τον ίδιο τρόπο που είχαν απορροφηθεί νωρίτερα τόσοι θεοί, ή τέλος πάντων υπάρχει διάθεση να διατυπωθούν οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει σεβαστή μια ειρηνική συνύπαρξη. Μάλλον έναν τέτοιο σκοπό είχε κατά νου η Ιουλία Μαμμαία, η μητέρα του αυτοκράτορα, όταν κάλεσε τον Ωριγένη στην αυλή της. Έχουμε την πληροφορία ότι ο γιος της, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, διατηρούσε στον ιδιωτικό του ναϊσκο αγάλματα του Ορφέως, του Απολλωνίου Τυανέως, του Αβραάμ, και του Χριστού, τεσσάρων μεγάλων «προφητών» για τους οποίους έτρεφε τον ίδιο σεβασμό[3]. Δεν ήταν ο μόνος που είχε υιοθετήσει αυτήν την στάση. Την ίδια περίπου εποχή ο γνωστικός Καρποκράτης κήρυσσε μια παρόμοια διευρυμένη λατρεία – αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Ειρηναίο και τον Αυγουστίνο – οι οπαδοί του λάτρευαν είδωλα του Ομήρου, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, του χριστού και του αποστόλου Παύλου. Το ίδιο πνεύμα εμφανίζεται και σε μια αχρονολόγητη επιστολή του Σύρου Σεραπίωνος, στην οποία αναφερόταν ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας και ο Χριστός «ο σοφός βασιλεύς των Εβραίων» ως παραδείγματα σοφών που η διδασκαλία τους επιβίωσε παρά τις άδικες διώξεις. Στην ίδια περίοδο ανήκουν πιθανώς δύο χρησμοί που παρατίθενται από τον Πορφύριο στο πρώιμο έργο του «Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας». Η Εκάτη, απαντώντας στο ερώτημα αν ο χριστός είναι Θεός, ουσιαστικώς αποκρίθηκε ότι ο Χριστός ήταν ανθρωπος εξαιρετικής ευλάβειας, όμως οι οπαδοί του, θεωρώντας τον λανθασμένα Θεό, έπεσαν σε μεγάλη πλάνη. Από αυτό ο Πορφύριος συμπεραίνει ότι «δεν πρέπει να μιλούμε άσχημα για τον Χριστό, αλλά πρέπει να συμπονούμε την ανοησία του ανθρωπίνου γένους[4]».
Ο χαρακτήρας της τρίτης φάσεως αντιπαράθεσης είναι κατά πολύ διαφορετικός. Αρχίζει με το διωγμό του Δεκίου το 249, την πρώτη σημαντική προσπάθεια να εξολοθρευτεί ο χριστιανισμός στερώντας την εκκλησία από τους αρχηγούς της. Η προσπάθεια πιθανώς να είχε πετύχει, αν είχε διακοπεί από το θάνατο του Δεκίου σε μάχη. Η φάση αυτή τελειώνει με τον Μεγάλο Διωγμό επί Διοκλητιανού και Γαλερίου, ο οποίος δημιούργησε αναρίθμητους «αποστάτες», αλλά απέτυχε να κλονίσει τον σκληρό πυρήνα των πιστών, αν και επί δέκα χρόνια οι τελευταίοι υφίσταντο μεταχείριση παρανόμων. Εν τω μεταξύ, βοηθούμενη από τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου από το 250 έως το 284, η Εκκλησία κέρδισε γρήγορα πιστούς και επιρροή. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, πιθανώς γύρω στο 270, ο Πορφύριος συνέταξε το γεμάτο επιθετικότητα βιβλίο του «Κατά χριστιανών», το οποίο βρήκε πολλούς μιμητές στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά έγινε επίσης αιτία να δημοσιευθούν πολλές απαντήσεις από την χριστιανική πλευρά. Σ’ αυτό εκφράζει την μεγάλη ανησυχία που διακατείχε πια όλους τους θρησκευόμενους εθνικούς. Μιλάει για τον χριστιανισμό ως δόγμα που έχει διαδοθεί και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου. Παρατηρεί ότι στην ρώμη η λατρεία του Ιησού αντικαθιστά την λατρεία του Ασκληπιού και παρατηρεί επίσης μια νέα ένδειξη της χριστιανικής αυτοπεποίθησης και του χριστιανικού πλούτου: «χτίζουν παντού μεγάλες εκκλησίες[5]». Δεν καλεί σε διωγμούς. Φαίνεται μάλιστα να μιλάει με συμπόνια για τους τόσους και τόσους χριστιανούς που η διδασκαλία της Εκκλησία τους έγινε η αιτία να «τιμωρηθούν απάνθρωπα».
Οι συνεχιστές του είχαν λιγότερες αναστολές. Ο Ιεροκλής[6], συγγραφέας μιας πραγματείας με τίτλο «Οι εραστές της αλήθειας», στην οποία εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλον δέος του Χριστού, ήταν από τους υποκινητές του Μεγάλου Διωγμού και ως διοικητής επαρχίας πήρε ενεργώς μέρος σ’ αυτόν. Ο Ιεροκλής επισημαίνει όχι μόνο τη συμμαχία των παγανιστών διανοουμένων με την «καθεστηκυία τάξη», αλλά επίσης την ανάγκη μεταμόρφωσης του νεοπλατωνισμού σε θρησκεία με τους δικούς της αγίους και θαυματοποιούς. Και οι δύο αυτές προτάσεις ήταν αμυντικές ενέργειες εναντίον της προωθήσεως του χριστιανισμού. Και οι δύο επρόκειτο να επανεμφανιστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα, κατά την διάρκεια της σύντομης βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
_____________________________
[1] Ε. Ρ. Ντοντς, «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995
[2] Κλήμης, Στρωμ., 6.80 (πρβλ. 6.93)
[3] Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ., 6.21.3, Λαμπρίδιος, Αλεξ., 29 Η δυναστεία των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.) είχε ιδιαίτερη προτίμηση, όχι αποκλειστικώς προς τον χριστιανισμό, αλλά προς τις ανατολικές λατρείες γενικώς: πρβλ. A.D. Nock, Conversion, σ. 128 κε.
[4] Ευσέβιος, Ευαγγ. Αποδ., 3.7_Αυγουστίνος, Civ. Dei, 19.23.2 κε. [Wolff, Porphyrii de phil. Ex orac. Reliquiae, 180 κε]. Πρβλ. την προτίμηση του Αμελίου στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο.
[5] Πορφύριος, Κατά χριστ., αποσπ. 13_80_76.27. Πρβλ. Ευσέβιο, Εκκλ. Ιστ., 8.1.5., και Harnack, Mission, II, σ. 85-88. Οι επιγραφικές μαρτυρίες φανερώνουν ραγδαία παρακμή του παγανισμού κατά το δεύτερο μισό του τρίτου αιώνα : βλ. Geffcken, Ausgang, 20-5 και Frend στο Past and present, 16 (1959), σ. 20-22.
[6] Τα στοιχεία για το Ιεροκλή έχει συλλέξει ο Labriolle, Reaction, σ. 306-310. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεταγενέστερό του νεοπλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος σχολίασε εκτενώς τα «Χρυσά Έπη»
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007
Μυθολογία
Περί της καταγωγής των Ελλήνων[i]
Ιστορία των Ελλήνων[ii]
Οι Έλληνες[iii] εν αρχή της νηπιότητός των ωνομάζοντο διαφόρως κατά τους κατά καιρούς αρχηγούς των, όντες διηρημένοι εις διάφορα έθνη, εξ ων το Πελασγικόν ως το ισχυρώτερον και πολύπλανον, μετέδωκε το όνομά του τελευταίον εις όλα τα λοιπά. Επωνομάσθη δε ούτως από του Πελασγού κατά πρώτον βασιλέως Αρκαδίας τε και Πελοποννήσου, και απογόνου τουΓνάχου. Μετά δε έκτην γενεάν από Πελασγού, οι Πελασγοί, ο Αχαιός, Φθίος, και Πελασγός ο νεώτερος, οι Λαρίσσης και Ποσειδώνος υιοί, ορμήσαντες δι έλλειψιν τροφής εν τη χώρα των εις τότε Αιμονίαν ονομαζομένην Θεσσαλίαν, εμέρισαν αυτήν εν γένει Πελασγίαν καλουμένην εις τρία μέρη, Φθιώτιν, Αχαΐαν, και Πελασγιώτιν. Τέλος ο Θεσσαλός και Γραικός μετωνόμασαν τους υπηκόους τους Θεσσαλούς και Γραικούς. Έζησαν δε οι Πελασγοί πέντε γενεάς ησύχως εν τη καρποφόρω Θεσσαλία, έως ου περί την έκτην γενεάν ο Προμηθέως υιός Δευκαλίων, βασιλεύς της Λυκωρείας επί τον Παρνασσόν (Διον. Αλ΄. Βιβ. Α΄. Marm. Par. Epoch. 2 και 4), διά την πλημμύραν ίσως του Ευξείνου πόντου, ή του Αχελώου ποταμού (Διοδ. Ε΄. 47. Αριστ. μετεωρ.), τον φημιζόμενον κατακλυσμόν εκείνου του τόπου, αναγκασθείς ώρμησε μετά των Κουρητών και Λελέγων, των ονομασθέντων έπειτα Αιτωλών και Λοκρών, και άλλων επί τον Παρνασσόν εθνών εις την Θεσσαλίαν, εξ ης διωχθέντες, διεσπάρησαν οι Πελασγοί, οι μεν εις Κρήτην, Βοιωτίαν, Φωκίδα, Εύβοιαν, οι δε εις τινας των Κυκλάδων νήσων, και άλλοι εις την Ήπειρον και εντεύθεν εις Ιταλίαν. Επειδή λοιπόν αύτη η φυγή συνέβη επί του Γραικού, οι φυγάδες Πελασγοί επωνομάζοντο γενικώς Γραικοί. Και έκτοτε επεκράτησε παρά τοις Ευρωπαίοις να ονομάζωνται οι Έλληνες Γραικοί (Marmor. Parium epocha. 6. Αριστ. μετεωρ. Α΄. Κεφ. 14. Απολλ. Βιβλ.Α΄. κεφ. 7.)
Αποθανόντος δε του Δευκαλίωνος, επωνομάσθησαν οι Θεσσαλοί μόνον Έλληνες από Έλληνος υιού αυτού, ώσαν οπού έτι επί του Ομήρου Έλληνες μεν ωνομάζοντο μόνον οι ελθόντες μετά του Αχιλλέως από την Φθιώτιν της Θεσσαλίας (Ιλ. Β, Θουκ. Βιβλ. Α΄. Στρ. ιΔ΄.), οι δε λοιποί Αργείοι, Αχαιοί, και Δαναοί. Αλλά τέλος διεδόθη το όνομα Έλληνες μετά την εισαγωγήν των Ολυμπίων (Ήρ. Ε΄. Πριδεαύξ. Ι΄.) γενικώς εις όλον το έθνος, διάτε την δύναμιν και τας αποικίας των του Έλληνος υιών, Αιόλου, Δώρου, και Ξούθου (Θουκ. Βιβλ. α΄.)
Ο μεν Αίολος λαβών την διοίκησιν της Φθιώτιδος παρά του πατρός του, επωνόμασε τους υπηκόους του Αιολείς, εξ ου κατήγοντο οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες, οι και τοις Δωριεύσιν έπειτα επεπλέχθησαν, οι Ακαρνάνες, οι Αιτωλοί, οι Λοικροί, οι Φωκείς, αι δυτικαί νήσοι Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, και Ιθάκη, αι Αιολικαί εν Σικελία, Ασία, Ιταλία κτ. Αποικίαι (Στρ. Η΄.). Μετά τον θάνατον του Αιόλου βασιλεύει της Φθιώτιδος ο του Ξούθου υιός Αχαιός, αφ’ ου και οι υπ’ αυτόν Αχαιοί εκλήθησαν. Τούτω ακολουθεί ο Μυρμιδών, αφ’ ου και Μυρμιδόνες, κτ.
Ο δε Δώρος ο δεύτερος υιός του Έλληνος έλαβε την Εστιαιώτιν της Θεσσαλίας, μετονομάσας του εγκατοίκους Δωριείς. Τούτου δε οι απόγονοι διωχθέντες από τους Περραιβους, οι μεν πλείστοι κατώκοισαν την Μακεδονίαν, ο δε υιός του Δώρου Τέκταμος ήλθε μετ’ άλλων Δωριέων, Αιολών, και Πελασγών εις Κρήτην, αφ’ ου ο Μίνως και οι από τούτου κατάγονται. Από Μακεδονίας ήλθον τινές Δωριείς διά Θεσσαλίας εις τα Οιταία όρη, κτίσαντες την Δωρικήν τετράπολιν. Εις δε των βασιλέων των έλαβε τον υιόν του Ηρακλέους Ύλλον ως υιόν, και έκτοτε οι Ηρακλείδαι ως Δωριείς ενομίζεντο. Από τούτων κατήγοντο οι Λακεδαιμόνιοι, Μακεδόνες, αποικίαι τινές εν Ασία, ιταλία, μεγάλη Ελλάδι, και Σικελία, κτ. (Παυσ. Δ΄.).
Ο δε τρίτος υιός του Έλληνος, Ξούθος, καταδιωκόμενος υπό των αδελφών του, έφυγεν εις Αττικήν, όπου εγέννησεν εκ της θυγατρός του αυτόσε βασιλέως Ερεχθέως δύο παίδας, Ίωνα και Αχαιόν, ων ο μεν πρώτος έλαβε παρά του Ερεχθέως την διοίκησιν διά τας αρετάς του, αφ’ ου και οι Αθηναίοι τότε Ίωνες ωνομάζοντο, και άχρι τούδε γενικώς παρά τοις Άραψι κτ. οι Έλληνες «γιενάνε» καλούνται, εξωσθείς δε εν ολίγω υπό του Ερεχθέως υιών, κατώκησε το μέρος της Πελοποννήσου, ώπερ ονομάζετο πρότερον μεν Αιγιαλός, ύστερον δε Αχαΐα, και τέλος ,μετά την επάνοδον των Ηρακλειδών εκδιωχθείς, έφυγε μετά των υπηκόων του, και Νηλέως υιού του Κόδρου, και άλλων, εις την μικράν Ασίαν, εξ ης εξεδιωχθησαν οι Πελασγοί, κάρες και Λέλεγες. Ο δε Αχαιός βοηθεία Αθηναίων απελθών εις Θεσσαλίαν, εκυρίευσε της πατρικής του βασιλείας, της φθιώτιδος, αφ’ ου και οι Αιολέις Αχαιοί ωνομάσθησαν. Αλλ’ οι υιοί του αποθανόντος πάλιν διωχθέντες, ήλθον μετά πολλών Αιολών εις Πελοπόννησον, κυριεύσαντες το Άργος, και την Λακεδαίμονα, ων οι κάτοικοι Αχαιοί προσηγορεύθησαν. Μετά δε την επάνοδον των Ηρακλειδών διωκόμενοι, κατώκοισαν, Τισαμένου στρατηγέντος, τον Κορινθιακόν ισθμόν, εξελάσαντες τους Ίωνας από τας δώδεκα πόλεις, και ονομάσαντες Αχαΐαν.
Εν ω δε οι τε Έλληνος απόγονοι μετώκεν εις όλην την Ελλάδα, έφερον αποικίας ο μεν Κέκρωψ απ’ Αιγύπτου εις τας Αθήνας, ο δε Δαναός από Χέμμιν ομοίως εν Αιγύπτω εις Πελοπόννησον, ο δε Κάδμος από Φοινίκης εις Βοιωτίαν, και ο Πέλοψ από Φρυγίας εις Άργος.
___________________
[i] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού (1910-1986)
[ii] Ολιβιέρου Γολδσμιθίου (Όλιβερ Γκόλντσμιθ), «Ιστορία της Ελλάδος», εκδοθήσης υπό του Δ. Αλεξανδρίδου, εν Βιέννη της Αουστρίας, 1805
[Όλιβερ Γκόλντσμιθ (1729-1774), δοκιμιογράφος, ποιητής και δραματουργός, Αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής, γεννημένος στην Ιρλανδία.]
[iii] Ο Γκόλντσμιθ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην εβραϊκή εκδοχή περί της καταγωγής των Ελλήνων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Εκ της ιεράς Γραφής διαδασκόμεθα, ότι Ιωνάν ο υιός Ιάφεθ είναι ο πατριάρχης όλων των γενών, οπού περιέχονται υπό το γενικόν όνομα Έλληνες (Γεν. Ι΄. 4.), όνομα παραγόμενον από τον Ελισσά, ένα των τεσσάρων υιών του Ιωνάν, από τους οποίους Θαρσείς ο δευτερότοκος κατώκησε την Αχαΐαν, ο Χιττίμ την Μακεδονίαν, και ο Δοδανίμ ο υστερογενής την Θεσσαλίαν και την Ήπειρον. Όπως αυτοί διείλον αναμεταξύ των την χώραν, οίους πολέμους, και όσας καταστροφάς υπέστησαν, είναι ημίν πάντη άγνωστον…»
Ιστορία των Ελλήνων[ii]
Οι Έλληνες[iii] εν αρχή της νηπιότητός των ωνομάζοντο διαφόρως κατά τους κατά καιρούς αρχηγούς των, όντες διηρημένοι εις διάφορα έθνη, εξ ων το Πελασγικόν ως το ισχυρώτερον και πολύπλανον, μετέδωκε το όνομά του τελευταίον εις όλα τα λοιπά. Επωνομάσθη δε ούτως από του Πελασγού κατά πρώτον βασιλέως Αρκαδίας τε και Πελοποννήσου, και απογόνου τουΓνάχου. Μετά δε έκτην γενεάν από Πελασγού, οι Πελασγοί, ο Αχαιός, Φθίος, και Πελασγός ο νεώτερος, οι Λαρίσσης και Ποσειδώνος υιοί, ορμήσαντες δι έλλειψιν τροφής εν τη χώρα των εις τότε Αιμονίαν ονομαζομένην Θεσσαλίαν, εμέρισαν αυτήν εν γένει Πελασγίαν καλουμένην εις τρία μέρη, Φθιώτιν, Αχαΐαν, και Πελασγιώτιν. Τέλος ο Θεσσαλός και Γραικός μετωνόμασαν τους υπηκόους τους Θεσσαλούς και Γραικούς. Έζησαν δε οι Πελασγοί πέντε γενεάς ησύχως εν τη καρποφόρω Θεσσαλία, έως ου περί την έκτην γενεάν ο Προμηθέως υιός Δευκαλίων, βασιλεύς της Λυκωρείας επί τον Παρνασσόν (Διον. Αλ΄. Βιβ. Α΄. Marm. Par. Epoch. 2 και 4), διά την πλημμύραν ίσως του Ευξείνου πόντου, ή του Αχελώου ποταμού (Διοδ. Ε΄. 47. Αριστ. μετεωρ.), τον φημιζόμενον κατακλυσμόν εκείνου του τόπου, αναγκασθείς ώρμησε μετά των Κουρητών και Λελέγων, των ονομασθέντων έπειτα Αιτωλών και Λοκρών, και άλλων επί τον Παρνασσόν εθνών εις την Θεσσαλίαν, εξ ης διωχθέντες, διεσπάρησαν οι Πελασγοί, οι μεν εις Κρήτην, Βοιωτίαν, Φωκίδα, Εύβοιαν, οι δε εις τινας των Κυκλάδων νήσων, και άλλοι εις την Ήπειρον και εντεύθεν εις Ιταλίαν. Επειδή λοιπόν αύτη η φυγή συνέβη επί του Γραικού, οι φυγάδες Πελασγοί επωνομάζοντο γενικώς Γραικοί. Και έκτοτε επεκράτησε παρά τοις Ευρωπαίοις να ονομάζωνται οι Έλληνες Γραικοί (Marmor. Parium epocha. 6. Αριστ. μετεωρ. Α΄. Κεφ. 14. Απολλ. Βιβλ.Α΄. κεφ. 7.)
Αποθανόντος δε του Δευκαλίωνος, επωνομάσθησαν οι Θεσσαλοί μόνον Έλληνες από Έλληνος υιού αυτού, ώσαν οπού έτι επί του Ομήρου Έλληνες μεν ωνομάζοντο μόνον οι ελθόντες μετά του Αχιλλέως από την Φθιώτιν της Θεσσαλίας (Ιλ. Β, Θουκ. Βιβλ. Α΄. Στρ. ιΔ΄.), οι δε λοιποί Αργείοι, Αχαιοί, και Δαναοί. Αλλά τέλος διεδόθη το όνομα Έλληνες μετά την εισαγωγήν των Ολυμπίων (Ήρ. Ε΄. Πριδεαύξ. Ι΄.) γενικώς εις όλον το έθνος, διάτε την δύναμιν και τας αποικίας των του Έλληνος υιών, Αιόλου, Δώρου, και Ξούθου (Θουκ. Βιβλ. α΄.)
Ο μεν Αίολος λαβών την διοίκησιν της Φθιώτιδος παρά του πατρός του, επωνόμασε τους υπηκόους του Αιολείς, εξ ου κατήγοντο οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες, οι και τοις Δωριεύσιν έπειτα επεπλέχθησαν, οι Ακαρνάνες, οι Αιτωλοί, οι Λοικροί, οι Φωκείς, αι δυτικαί νήσοι Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, και Ιθάκη, αι Αιολικαί εν Σικελία, Ασία, Ιταλία κτ. Αποικίαι (Στρ. Η΄.). Μετά τον θάνατον του Αιόλου βασιλεύει της Φθιώτιδος ο του Ξούθου υιός Αχαιός, αφ’ ου και οι υπ’ αυτόν Αχαιοί εκλήθησαν. Τούτω ακολουθεί ο Μυρμιδών, αφ’ ου και Μυρμιδόνες, κτ.
Ο δε Δώρος ο δεύτερος υιός του Έλληνος έλαβε την Εστιαιώτιν της Θεσσαλίας, μετονομάσας του εγκατοίκους Δωριείς. Τούτου δε οι απόγονοι διωχθέντες από τους Περραιβους, οι μεν πλείστοι κατώκοισαν την Μακεδονίαν, ο δε υιός του Δώρου Τέκταμος ήλθε μετ’ άλλων Δωριέων, Αιολών, και Πελασγών εις Κρήτην, αφ’ ου ο Μίνως και οι από τούτου κατάγονται. Από Μακεδονίας ήλθον τινές Δωριείς διά Θεσσαλίας εις τα Οιταία όρη, κτίσαντες την Δωρικήν τετράπολιν. Εις δε των βασιλέων των έλαβε τον υιόν του Ηρακλέους Ύλλον ως υιόν, και έκτοτε οι Ηρακλείδαι ως Δωριείς ενομίζεντο. Από τούτων κατήγοντο οι Λακεδαιμόνιοι, Μακεδόνες, αποικίαι τινές εν Ασία, ιταλία, μεγάλη Ελλάδι, και Σικελία, κτ. (Παυσ. Δ΄.).
Ο δε τρίτος υιός του Έλληνος, Ξούθος, καταδιωκόμενος υπό των αδελφών του, έφυγεν εις Αττικήν, όπου εγέννησεν εκ της θυγατρός του αυτόσε βασιλέως Ερεχθέως δύο παίδας, Ίωνα και Αχαιόν, ων ο μεν πρώτος έλαβε παρά του Ερεχθέως την διοίκησιν διά τας αρετάς του, αφ’ ου και οι Αθηναίοι τότε Ίωνες ωνομάζοντο, και άχρι τούδε γενικώς παρά τοις Άραψι κτ. οι Έλληνες «γιενάνε» καλούνται, εξωσθείς δε εν ολίγω υπό του Ερεχθέως υιών, κατώκησε το μέρος της Πελοποννήσου, ώπερ ονομάζετο πρότερον μεν Αιγιαλός, ύστερον δε Αχαΐα, και τέλος ,μετά την επάνοδον των Ηρακλειδών εκδιωχθείς, έφυγε μετά των υπηκόων του, και Νηλέως υιού του Κόδρου, και άλλων, εις την μικράν Ασίαν, εξ ης εξεδιωχθησαν οι Πελασγοί, κάρες και Λέλεγες. Ο δε Αχαιός βοηθεία Αθηναίων απελθών εις Θεσσαλίαν, εκυρίευσε της πατρικής του βασιλείας, της φθιώτιδος, αφ’ ου και οι Αιολέις Αχαιοί ωνομάσθησαν. Αλλ’ οι υιοί του αποθανόντος πάλιν διωχθέντες, ήλθον μετά πολλών Αιολών εις Πελοπόννησον, κυριεύσαντες το Άργος, και την Λακεδαίμονα, ων οι κάτοικοι Αχαιοί προσηγορεύθησαν. Μετά δε την επάνοδον των Ηρακλειδών διωκόμενοι, κατώκοισαν, Τισαμένου στρατηγέντος, τον Κορινθιακόν ισθμόν, εξελάσαντες τους Ίωνας από τας δώδεκα πόλεις, και ονομάσαντες Αχαΐαν.
Εν ω δε οι τε Έλληνος απόγονοι μετώκεν εις όλην την Ελλάδα, έφερον αποικίας ο μεν Κέκρωψ απ’ Αιγύπτου εις τας Αθήνας, ο δε Δαναός από Χέμμιν ομοίως εν Αιγύπτω εις Πελοπόννησον, ο δε Κάδμος από Φοινίκης εις Βοιωτίαν, και ο Πέλοψ από Φρυγίας εις Άργος.
___________________
[i] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού (1910-1986)
[ii] Ολιβιέρου Γολδσμιθίου (Όλιβερ Γκόλντσμιθ), «Ιστορία της Ελλάδος», εκδοθήσης υπό του Δ. Αλεξανδρίδου, εν Βιέννη της Αουστρίας, 1805
[Όλιβερ Γκόλντσμιθ (1729-1774), δοκιμιογράφος, ποιητής και δραματουργός, Αγγλο-ιρλανδικής καταγωγής, γεννημένος στην Ιρλανδία.]
[iii] Ο Γκόλντσμιθ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην εβραϊκή εκδοχή περί της καταγωγής των Ελλήνων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Εκ της ιεράς Γραφής διαδασκόμεθα, ότι Ιωνάν ο υιός Ιάφεθ είναι ο πατριάρχης όλων των γενών, οπού περιέχονται υπό το γενικόν όνομα Έλληνες (Γεν. Ι΄. 4.), όνομα παραγόμενον από τον Ελισσά, ένα των τεσσάρων υιών του Ιωνάν, από τους οποίους Θαρσείς ο δευτερότοκος κατώκησε την Αχαΐαν, ο Χιττίμ την Μακεδονίαν, και ο Δοδανίμ ο υστερογενής την Θεσσαλίαν και την Ήπειρον. Όπως αυτοί διείλον αναμεταξύ των την χώραν, οίους πολέμους, και όσας καταστροφάς υπέστησαν, είναι ημίν πάντη άγνωστον…»
Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007
Οικονομία
Περί της Ακρίβειας
Αν νομίζετε πως η ακρίβεια αποτελεί μάστιγα της σύγχρονης καθημερινότητας πλανάστε πλάνην οικτράν. Αν πιστεύετε πως η πάλη ενάντιά της είναι καινοφανές κοινωνικό φαινόμενο, κάνετε λάθος. Στο κείμενο που ακολουθεί[1] γίνεται φανερό πως οικονομικές έννοιες όπως ο τιμάριθμος απασχολούσαν τον άνθρωπο (και δη τον ταλαίπωρο Έλληνα) ανέκαθεν. Ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση ήτανε πάντοτε σκληρός κι ακόμα και στις πλέον ευημερούσες κοινωνίες ο μέσος πολίτης ξημερωνόταν με το άγχος των ανατιμήσεων. Το περίφημο «αττικηρώς ζην» δεν υπήρξε ποτέ ταυτόσημο με την καλοπέραση, όπως ενδεχομένως να περίμενε κανείς, αλλά με την λιτή ζωή, λιτή όχι από ιδεολογία, αλλά από ανάγκη.
Ι.Λ.
«Μα τότε δάνεισέ μου τρεις δραχμές
ν’ αγοράσω γουρουνόπουλο
να μυηθώ στα Ελευσίνια, πριν πεθάνω»
(Αριστοφάνης, «Ειρήνη»)
Τρεις δραχμές…όμως οι τρεις αυτές δραχμές ήταν ένα ποσόν αρκετά υπολογίσιμο για τους αρχαίους, αφού ο ημερήσιος μισθός του δικαστή ήταν μόλις μία δραχμή ή άλλοτε ένας έως πέντε οβολοί:
Φτάνει να επιμείνει και θα γίνει ηλιαστής (δικαστής)
Στην Αρκαδία, με πέντε οβολούς μισθό.
(Αριστοφάνης, «Ιππής»)
και με τον πρώτο οβολό που πήρα δικαστικό μισθό,
σου αγόρασα ένα μικρό, μικρό αμαξάκι, για να παίζεις
(Αριστοφάνης, «Νεφέλαι»)
Το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί ‘κάναν μια δραχμή και εκατό δραχμές μια μνα[2]. Το τάλαντο, 60 μνες ή 6.000 δραχμές, δεν ήταν μόνο νόμισμα, αλλά και μονάδα μέτρησης και υπολογισμού.
Ο Αλκιβιάδης κληρονόμησε μια κολοσσιαία, για την εποχή του, περιουσία 400σίων ταλάντων (ίση μ’ έναν ετήσιο συμμαχικό φόρο), ικανή να δικαιολογήσει την σπάταλη ζωή.
Στην εποχή του Σόλωνα ένα τάλαντο στοίχιζε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Χουλτς[3] (Hultch), γύρω στα 5.894 παλιά γαλλικά φράγκα. Ο Γάλλος Πωλ Γκιρώ υπολόγισε ως εξής την αξία των αρχαίων ελληνικών νομισμάτων, σε σύγκριση με το παλιό γαλλικό φράγκο.
Ένας οβολός = 0,6 παλιά γαλλικά φράγκα
Μία δραχμή = 0,98
Μία μνα = 98,20
Ένα τάλαντο = 5.894[4]
Φυσικά ο καθορισμός μιας σχέσης με την σύγχρονη αξία του νομίσματος είναι κάτι σχεδόν αδύνατον. Η αναφορά στην αξία του μετάλλου είναι απατηλή. Ο χρυσός λ.χ. είχε στην αρχαιότητα, αγοραστική αξία πολύ ανώτερη απ’ την σύγχρονη, ενώ πολύ ακριβότερο, σε σύγκριση με την σημερινή αξία, ήταν το ασήμι. Πάντως η αττική δραχμή ζύγιζε 4,36 γραμμάρια, ήταν εξαιρετικής ποιότητας και η περιεκτικότητά της σε ασήμι έφτανε μέχρι και τα 983 τοις χιλίοις. Μια μνα, σύμφωνα με υπολογισμούς, είχε αγοραστική αξία ίση με 5.000 δραχμές του 1983.
Ο Γκιρώ συνέταξε και ειδικούς πίνακες, με το κοστολόγιο των τροφίμων, κατά την αρχαιότητα, πάντα σε σύγκριση με το νόμισμα της χώρας του.
Σιτάρι
Τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα, 1,86 φράγκα το εκατόλιτρο
Τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, 7,31 φράγκα το εκατόλιτρο
393 π.Χ., 5,48 φράγκα το εκατόλιτρο
Μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, 7,30 φράγκα το εκατόλιτρο
320 π.Χ. (επί Δημοσθένη), 9,30 φράγκα το εκατόλιτρο
Αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, 11,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Κρασί
Χιώτικο (5ος π.Χ. αι.), 250 φράγκα τα 100 λίτρα
Αττικό (4ος π.Χ. αι.), 10 φράγκα τα 100 λίτρα
Θράκης, 5 φράγκα τα 100 λίτρα
Άλλα καλά κρασιά, 48 φράγκα τα 100 λίτρα
Άλλα κρασιά, 19 φράγκα τα 100 λίτρα
Χοιρινό κρέας
Γύρω στο 413 π.Χ. ένα μικρό γουρουνόπουλο στοίχιζε τρεις δραχμές.
Βοδινό κρέας
6ος π.Χ. αι., 5 δραχμές (4,90 παλιά γαλλικά φράγκα)
410 π.Χ., 51 δραχμές (50 π.γ.φ.)
374 π.Χ., 77 δραχμές και δύο οβολούς (76 π.γ.φ.)
Λάδι
Λαμψάκου, 89,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Αθηνών (4ου π.Χ. αι.), 19,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Δήλου (282 π.Χ.), 69,70 φράγκα το εκατόλιτρο
Στην εποχή του Σωκράτη ένα εκατόλιτρο ελιές στοιχιζε 3,65 φράγκα.
Πουλερικά – κυνήγι
Ένα πιάτο τσίχλες = μία δραχμή
Μία πέρδικα = ένας οβολός
Μία κουρούνα = τρεις οβολοί
Επτά σπίνοι = ένας οβολός
Ψάρια
Χέλι Κωπαΐδας = τρεις δραχμές το ένα (τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα)
Χταπόδι = τέσσερις οβολοί
Κέφαλος = Οκτώ οβολοί
Μουγκρί 10 οβολοί το ένα
Οι τιμές των ψαριών ήταν πολύ υψηλότερες, αν και εφόσον κατόρθωναν οι ψαράδες να τα διατηρήσουν φρέσκα. Οι επόπτες της αγοράς ήταν αυστηρότατοι και απαγόρευαν ακόμη και το κατάβρεγμα με νερό.
όπως διαπιστώνει κανείς, ο τιμάριθμος κάλπαζε και στην αρχαιότητα. Το 368 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Φεραίος[5] πούλησε στους Αθηναίους βοδινό κρέας προς 13, περίπου, χρυσά λεπτά και θεωρήθηκε ευεργέτης. Και δεν είχαν άδικο οι Αθηναίοι αφού, από την εποχή του Σόλωνα μέχρι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο τιμάριθμος είχε εξαπλασιαστεί όχι μόνο στην Αττική αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Από το 480 μέχρι το 404 π.Χ. η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ξεπέρασε το 200% ενώ από το 404 μέχρι το 330 ανέβηκε άλλα 200%. Έτσι δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το «αττικηρώς ζην», αφού ο λαός δεν είχε την δυνατότητα να ζήσει άνετα.
Αλλά μια ιδέα για το κοστολόγιο των τροφίμων παίρνουμε και από στίχους διαφόρων ποιητών:
Επτά ακόμη οβολούς έδωκα για τα μύδια,
έδωκα έναν οβολό να πάρω αχινούς,
δέκα οβολούς για κείνο το μουγκρί,
τρεις οβολούς για κείνη τη λακέρδα,
δυο οβολούς για το ράπανο,
μια δραχμή για το ψητό το ψάρι.
(Αθήναιος, Γ 86)
Και ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες»:
Να πίνει απ’ το κρασί που μόνο ένα οβολό
το πουλάνε την κοτύλη[6]
γιατί περνάει τους σπίνους από το σπάγκο
και τους πουλάει εφτά στον οβολό.
Την ακρίβεια της εποχής μας κάνει γνωστή και ο Μένανδρος, στους «Επιτρέποντες»:
Σωστά τα λογαριάζει, δυο οβολούς την ημέρα
αρκετά, στ’ αλήθεια, για έναν πεινασμένο
να φάει λίγο κουρκούτι
Ο Θεόφιλος (ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας) αναφέρεται, σίγουρα, σε μαυραγορίτες:
Τρεις μνας για βραστό κρέας.
Αντιθέτως, ο Νικόστρατος είναι ευχαριστημένος από την αγορά:
Αλλ’ από ταριχοπώλην, πολύ καλόν και έντιμον
αγόρασα με δυο οβολούς, ω γη και ω θεά,
ψάρι παστό και καθαρό,
τόσο πολύ μεγάλο, που θα ‘λεγες
πως άξιζε μια ολάκερη δραχμή.
______________________
[1] Χρήστος Μότσιας, «τί έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες», εκδόσεις Κάκτος 1982
[2] Το πιο μικρό νόμισμα της Αττικής ήταν το «λεπτόν». Ακολουθούσαν ο «χαλκούς», το «δίχαλκον», το «ημιωβόλιον», ο «οβολός» (112 λεπτά), το «διώβολον», το «τριώβολον», το «τετρώβολον», η «δραχμή», το «δίδραχμόν», το «τετράδραχμον», η «μνα» και το «τάλαντο».
[3] Hultch, “Griechishe und Roemanishe Metrologie”
[4] Paul Girauld, “La vie privee et la vie publique des Grecs”, Παρίσι 1909
[5] Αλέξανδρος ο Φεραίος: Τύραννος (Ταγός) των Φερών της Μαγνησίας. Το 369 π.Χ. επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να δεσπόσει ολόκληρης της Θεσσαλίας.
[6] Κοτύλη: μονάδα μέτρησης τόσο των υγρών, όσο και των ξηρών. Η μικρότερη μονάδα, για τους Αθηναίους, ήταν το «κοχλιάριον» κι ακολούθούσαν ο «κύαθος», το «οξύβαφον», η «κοτύλη» ή «ημίνα», ο «ξέστης», ο «χοίνιξ», το «ημίεκτον», ο «έκτος» και ο «μέδιμνος»
Αν νομίζετε πως η ακρίβεια αποτελεί μάστιγα της σύγχρονης καθημερινότητας πλανάστε πλάνην οικτράν. Αν πιστεύετε πως η πάλη ενάντιά της είναι καινοφανές κοινωνικό φαινόμενο, κάνετε λάθος. Στο κείμενο που ακολουθεί[1] γίνεται φανερό πως οικονομικές έννοιες όπως ο τιμάριθμος απασχολούσαν τον άνθρωπο (και δη τον ταλαίπωρο Έλληνα) ανέκαθεν. Ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση ήτανε πάντοτε σκληρός κι ακόμα και στις πλέον ευημερούσες κοινωνίες ο μέσος πολίτης ξημερωνόταν με το άγχος των ανατιμήσεων. Το περίφημο «αττικηρώς ζην» δεν υπήρξε ποτέ ταυτόσημο με την καλοπέραση, όπως ενδεχομένως να περίμενε κανείς, αλλά με την λιτή ζωή, λιτή όχι από ιδεολογία, αλλά από ανάγκη.
Ι.Λ.
«Μα τότε δάνεισέ μου τρεις δραχμές
ν’ αγοράσω γουρουνόπουλο
να μυηθώ στα Ελευσίνια, πριν πεθάνω»
(Αριστοφάνης, «Ειρήνη»)
Τρεις δραχμές…όμως οι τρεις αυτές δραχμές ήταν ένα ποσόν αρκετά υπολογίσιμο για τους αρχαίους, αφού ο ημερήσιος μισθός του δικαστή ήταν μόλις μία δραχμή ή άλλοτε ένας έως πέντε οβολοί:
Φτάνει να επιμείνει και θα γίνει ηλιαστής (δικαστής)
Στην Αρκαδία, με πέντε οβολούς μισθό.
(Αριστοφάνης, «Ιππής»)
και με τον πρώτο οβολό που πήρα δικαστικό μισθό,
σου αγόρασα ένα μικρό, μικρό αμαξάκι, για να παίζεις
(Αριστοφάνης, «Νεφέλαι»)
Το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί ‘κάναν μια δραχμή και εκατό δραχμές μια μνα[2]. Το τάλαντο, 60 μνες ή 6.000 δραχμές, δεν ήταν μόνο νόμισμα, αλλά και μονάδα μέτρησης και υπολογισμού.
Ο Αλκιβιάδης κληρονόμησε μια κολοσσιαία, για την εποχή του, περιουσία 400σίων ταλάντων (ίση μ’ έναν ετήσιο συμμαχικό φόρο), ικανή να δικαιολογήσει την σπάταλη ζωή.
Στην εποχή του Σόλωνα ένα τάλαντο στοίχιζε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Χουλτς[3] (Hultch), γύρω στα 5.894 παλιά γαλλικά φράγκα. Ο Γάλλος Πωλ Γκιρώ υπολόγισε ως εξής την αξία των αρχαίων ελληνικών νομισμάτων, σε σύγκριση με το παλιό γαλλικό φράγκο.
Ένας οβολός = 0,6 παλιά γαλλικά φράγκα
Μία δραχμή = 0,98
Μία μνα = 98,20
Ένα τάλαντο = 5.894[4]
Φυσικά ο καθορισμός μιας σχέσης με την σύγχρονη αξία του νομίσματος είναι κάτι σχεδόν αδύνατον. Η αναφορά στην αξία του μετάλλου είναι απατηλή. Ο χρυσός λ.χ. είχε στην αρχαιότητα, αγοραστική αξία πολύ ανώτερη απ’ την σύγχρονη, ενώ πολύ ακριβότερο, σε σύγκριση με την σημερινή αξία, ήταν το ασήμι. Πάντως η αττική δραχμή ζύγιζε 4,36 γραμμάρια, ήταν εξαιρετικής ποιότητας και η περιεκτικότητά της σε ασήμι έφτανε μέχρι και τα 983 τοις χιλίοις. Μια μνα, σύμφωνα με υπολογισμούς, είχε αγοραστική αξία ίση με 5.000 δραχμές του 1983.
Ο Γκιρώ συνέταξε και ειδικούς πίνακες, με το κοστολόγιο των τροφίμων, κατά την αρχαιότητα, πάντα σε σύγκριση με το νόμισμα της χώρας του.
Σιτάρι
Τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα, 1,86 φράγκα το εκατόλιτρο
Τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, 7,31 φράγκα το εκατόλιτρο
393 π.Χ., 5,48 φράγκα το εκατόλιτρο
Μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, 7,30 φράγκα το εκατόλιτρο
320 π.Χ. (επί Δημοσθένη), 9,30 φράγκα το εκατόλιτρο
Αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, 11,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Κρασί
Χιώτικο (5ος π.Χ. αι.), 250 φράγκα τα 100 λίτρα
Αττικό (4ος π.Χ. αι.), 10 φράγκα τα 100 λίτρα
Θράκης, 5 φράγκα τα 100 λίτρα
Άλλα καλά κρασιά, 48 φράγκα τα 100 λίτρα
Άλλα κρασιά, 19 φράγκα τα 100 λίτρα
Χοιρινό κρέας
Γύρω στο 413 π.Χ. ένα μικρό γουρουνόπουλο στοίχιζε τρεις δραχμές.
Βοδινό κρέας
6ος π.Χ. αι., 5 δραχμές (4,90 παλιά γαλλικά φράγκα)
410 π.Χ., 51 δραχμές (50 π.γ.φ.)
374 π.Χ., 77 δραχμές και δύο οβολούς (76 π.γ.φ.)
Λάδι
Λαμψάκου, 89,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Αθηνών (4ου π.Χ. αι.), 19,50 φράγκα το εκατόλιτρο
Δήλου (282 π.Χ.), 69,70 φράγκα το εκατόλιτρο
Στην εποχή του Σωκράτη ένα εκατόλιτρο ελιές στοιχιζε 3,65 φράγκα.
Πουλερικά – κυνήγι
Ένα πιάτο τσίχλες = μία δραχμή
Μία πέρδικα = ένας οβολός
Μία κουρούνα = τρεις οβολοί
Επτά σπίνοι = ένας οβολός
Ψάρια
Χέλι Κωπαΐδας = τρεις δραχμές το ένα (τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα)
Χταπόδι = τέσσερις οβολοί
Κέφαλος = Οκτώ οβολοί
Μουγκρί 10 οβολοί το ένα
Οι τιμές των ψαριών ήταν πολύ υψηλότερες, αν και εφόσον κατόρθωναν οι ψαράδες να τα διατηρήσουν φρέσκα. Οι επόπτες της αγοράς ήταν αυστηρότατοι και απαγόρευαν ακόμη και το κατάβρεγμα με νερό.
όπως διαπιστώνει κανείς, ο τιμάριθμος κάλπαζε και στην αρχαιότητα. Το 368 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Φεραίος[5] πούλησε στους Αθηναίους βοδινό κρέας προς 13, περίπου, χρυσά λεπτά και θεωρήθηκε ευεργέτης. Και δεν είχαν άδικο οι Αθηναίοι αφού, από την εποχή του Σόλωνα μέχρι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο τιμάριθμος είχε εξαπλασιαστεί όχι μόνο στην Αττική αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Από το 480 μέχρι το 404 π.Χ. η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ξεπέρασε το 200% ενώ από το 404 μέχρι το 330 ανέβηκε άλλα 200%. Έτσι δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το «αττικηρώς ζην», αφού ο λαός δεν είχε την δυνατότητα να ζήσει άνετα.
Αλλά μια ιδέα για το κοστολόγιο των τροφίμων παίρνουμε και από στίχους διαφόρων ποιητών:
Επτά ακόμη οβολούς έδωκα για τα μύδια,
έδωκα έναν οβολό να πάρω αχινούς,
δέκα οβολούς για κείνο το μουγκρί,
τρεις οβολούς για κείνη τη λακέρδα,
δυο οβολούς για το ράπανο,
μια δραχμή για το ψητό το ψάρι.
(Αθήναιος, Γ 86)
Και ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες»:
Να πίνει απ’ το κρασί που μόνο ένα οβολό
το πουλάνε την κοτύλη[6]
γιατί περνάει τους σπίνους από το σπάγκο
και τους πουλάει εφτά στον οβολό.
Την ακρίβεια της εποχής μας κάνει γνωστή και ο Μένανδρος, στους «Επιτρέποντες»:
Σωστά τα λογαριάζει, δυο οβολούς την ημέρα
αρκετά, στ’ αλήθεια, για έναν πεινασμένο
να φάει λίγο κουρκούτι
Ο Θεόφιλος (ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας) αναφέρεται, σίγουρα, σε μαυραγορίτες:
Τρεις μνας για βραστό κρέας.
Αντιθέτως, ο Νικόστρατος είναι ευχαριστημένος από την αγορά:
Αλλ’ από ταριχοπώλην, πολύ καλόν και έντιμον
αγόρασα με δυο οβολούς, ω γη και ω θεά,
ψάρι παστό και καθαρό,
τόσο πολύ μεγάλο, που θα ‘λεγες
πως άξιζε μια ολάκερη δραχμή.
______________________
[1] Χρήστος Μότσιας, «τί έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες», εκδόσεις Κάκτος 1982
[2] Το πιο μικρό νόμισμα της Αττικής ήταν το «λεπτόν». Ακολουθούσαν ο «χαλκούς», το «δίχαλκον», το «ημιωβόλιον», ο «οβολός» (112 λεπτά), το «διώβολον», το «τριώβολον», το «τετρώβολον», η «δραχμή», το «δίδραχμόν», το «τετράδραχμον», η «μνα» και το «τάλαντο».
[3] Hultch, “Griechishe und Roemanishe Metrologie”
[4] Paul Girauld, “La vie privee et la vie publique des Grecs”, Παρίσι 1909
[5] Αλέξανδρος ο Φεραίος: Τύραννος (Ταγός) των Φερών της Μαγνησίας. Το 369 π.Χ. επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να δεσπόσει ολόκληρης της Θεσσαλίας.
[6] Κοτύλη: μονάδα μέτρησης τόσο των υγρών, όσο και των ξηρών. Η μικρότερη μονάδα, για τους Αθηναίους, ήταν το «κοχλιάριον» κι ακολούθούσαν ο «κύαθος», το «οξύβαφον», η «κοτύλη» ή «ημίνα», ο «ξέστης», ο «χοίνιξ», το «ημίεκτον», ο «έκτος» και ο «μέδιμνος»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)