Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Νεοπλατωνισμός

περί έρωτος[1]
οι τρεις Αφροδίτες των νεοπλατωνικών

Ένας στοχαστής που θεωρούσε τον Πλάτωνα «Μωυσή που μιλούσε την αττική διάλεκτο»[2] και ανέφερε την έκσταση του Αγίου Παύλου στο σημείο όπου έγραφε για τον amor Socraticus, ήταν φυσικό να μη βλέπει ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στον πλατωνικό «έρωτα» και τη χριστιανική “caritas”. Όταν κάποτε ο Φιτσίνο χάρισε σ’ ένα φίλο του αντίγραφα τόσο των Σχολίων του στο Συμπόσιο του Πλάτωνα όσο και της πραγματείας του De Christiana Religione, έγραψε επεξηγηματικά: «Σου στέλνω τον Amor όπως υποσχέθηκα, αλλά σου στέλων και τη Religio, ώστε να γνωρίζεις πως ο έρωτάς μου είναι θρησκευτικός και η θρησκεία μου ερωτική».

Η ιδέα του έρωτα είναι πράγματι ο βασικος άξονας του φιλοσοφικού συστήματος του Φιτσίνο. Ο έρως είναι η κινητήρια δύναμη που ωθεί το Θεό – ή μάλλον με την οποία ο Θεός ωθεί τον εαυτό του – να πραγματώσει τη διάχυση της ουσίας του στον κόσμο, αλλά και, αντίστροφα, αυτός που ωθεί τα πλάσματα του Θεού να επιδιώξουν την επανένωση μαζί του. Κατά τον Φιτσίνο, ο έρωτας είναι απλώς μια άλλη ονομασία του circuitus spiritualis που δρα από το Θεό προς τον κόσμο κι από τον κόσμο προς το Θεό. Το ερωτευμένο άτομο «εντάσσει» απλώς τον εαυτό του στο μυστικό αυτό κύκλωμα.

Ο έρως είναι πάντοτε μια επιθυμία (desiderio). Κάθε επιθυμία όμως δεν είναι και έρως. Αν δεν συνδέεται με τις γνωστικές λειτουργίες, η επιθυμία παραμένει απλό φυσικό ορμέμφυτο, κάτι σαν την τυφλή δύναμη που κάνει την πέτρα να πέφτει ή το φυτό να μεγαλώνει. Μόνο όταν η επιθυμία, υποκινούμενη από τη virtu cognitive, αποκτά συνείδηση του απώτερου σκοπού, δικαιούται τον «τίτλο» του έρωτα. Καθώς λοιπόν απώτερος σκοπός είναι η θεία εκείνη αγαθότητα που εκδηλώνεται με την ομορφιά, ο έρως μπορεί να οριστεί ως «επιθυμία απόλαυσης της ομορφιάς», ή, πιο απλά, desiderio di bellezza (=επιθυμία ομορφιάς). Η ομορφιά αυτή είναι διάχυτη στο σύμπαν. Οι δύο κύριες ωστόσο μορφές με τις οποίες εμφανίζεται συμβολίζονται από τις «Δύο Αφροδίτες» (ή «Δίδυμες Αφροδίτες», όπως συχνά τις αποκαλούν οι Νεοπλατωνικοί) που αναφέρονται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα: την Αφροδίτη Ουρανία και την Αφροδίτη Πάνδημο.

Η Αφροδίτη Ουρανία (Venus Coelestis) είναι κόρη του Ουρανού. Δεν έχει μητέρα, πράγμα που σημαίνει ότι ανήκει σε μια εντελώς άυλη σφαίρα, αφού άλλωστε υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις λατινικές λέξεις mater (=μητέρα) και materia (= ύλη). Κατοικεί στην υψηλότερη , στην υπερουράνια ζώνη του σύμπαντος (στη ζώνη, δηλαδή, του Κοσμικού Νου) και η ομορφιά που συμβολίζει είναι η πρωτογενής και συμπαντική ακτινοβολία της θεότητας. Με αυτή την έννοια, μπορεί να παραλληλιστεί με την Caritas, που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον ανθρώπινο νου και το Θεό.

Η Αφροδίτη Πάνδημος (Venus Vulgaris) είναι κόρη του Δία και της Ήρας. Κατοικεί στη ζώνη ανάμεσα στον κοσμικό Νου και τον επίγειο κόσμο, στη σφαίρα, δηλαδή, της Κοσμικής Ψυχής. Η ομορφιά που συμβολίζει αποτελεί μια συγκεκριμένη και επιμέρους εικόνα της πρωτογενούς ομορφιάς, που δεν βρίσκεται πια σε διάσταση με τον κόσμο των σωμάτων, αλλά, αντίθετα, πραγματώνεται σ’ αυτόν. Ενώ η Ουράνια Αφροδίτη είναι καθαρή intelligentio (= νόηση), η άλλη Αφροδίτη είναι μια vis generandi (= ζωοποιός δύναμη), που, όπως και η Venus Genetrix του Λουκρήτιου, δίνει ζωή και μορφή στα φυσικά πράγματα, κάνοντας έτσι τη νοητή ομορφιά προσιτή στην αντίληψη και στη φαντασία μας.

Και η μια και η άλλη Αφροδίτη συνοδεύονται από τον Έρωτα, που δίκαια θεωρείται γιος τους, αφού κάθε μορφή ομορφιάς γεννά αντίστοιχη μορφή έρωτα. Ο ουρανός ή θείος έρωτας (amor divinus) επηρεάζει καθοριστικά την ανώτερη λειτουργία του ανθρώπου (το Νου ή τη νόηση), ωθώντας τον να «στοχαστεί» τη νοητή ακτινοβολία της θείας ομορφιάς. Ο γιος της άλλης Αφροδίτης, ο amor vulgaris, εξουσιάζει ενδιάμεσες λειτουργίες του ανθρώπου όπως η φαντασία και οι αισθήσεις, ωθώντας τον να δημιουργήσει ένα ομοίωμα της θείας ομορφιάς στον φυσικό κόσμο.

Για τον Φιτσίνο, και οι δύο Αφροδίτες, και οι δύο έρωτες, είναι «αξιέπαινοι και σεβαστοί», αφού και οι δυο αποσκοπούν – ο καθένας με τον τρόπο του – στη δημιουργία ομορφιάς. Υπάρχει ωστόσο διαφορά αξίας ανάμεσα σε μια «στοχαστική» μορφή έρωτα, που ανυψώνεται από το ορατό και το μερικό προς το νοητό και το καθολικό, και την «ενεργητική» του μορφή, που ικανοποιείται στο πλαίσιο του ορατού κόσμου. Όσο για την απλή φιληδονία, που βυθίζεται από τη σφαίρα του ορατού στη σφαίρα του απτού, δεν της αναγνωρίζεται μανιά αξία. Κανένας νεοπλατωνιστής που σέβεται τον εαυτό του δεν θα την αποκαλούσε ποτέ έρωτα. Μόνοεκείνος που η οπτική του εμπειρία αποτελεί απλώς και μόνο το πρώτο – και οπωσδήποτε αναπόφευκτο – βήμα προς τη νοητή και καθολική ομορφιά μπορεί να προσεγγίσει τον «θείο έρωτα», που εξομοιώνει με τους Αγίους και τους Προφήτες. Αυτός, αντίθετα, που ικανοποιείται με την ορατή και μόνο ομορφιά παραμένει καθηλωμένος στο επίπεδο του «ανθρώπινου έρωτα». Τέλος, αυτός που δεν εκτιμά ούτε καν την ορατή ομορφιά, ή ξεπέφτει στην απλή ακολασία, ή – ακόμα χειρότερα – παραιτείται για χ’αρη των σαρκικών απολαύσεων από το επίπεδο στοχασμού και ενατένισης που είχε κατακτήσει, γίνεται τελικά θύμα του «κτηνώδους έρωτα» (amor ferinus), ο οποίος, κατά τον Φιτσίνο, δεν είναι πια πάθος αλλά ασθένεια, ένα είδος παράνοιας που προκαλείται από την κατακράτηση επιβλαβών χυμών στην καρδιά του ανθρώπου.[3]

[1] Έρβιν Πανόφσκι, «Μελέτες Εικονολογίας», σελ. 245-249, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991.
[2] Pico, II, 7, B.267, φυλ. 23.
[3] Ο Φιτσίνο γνώριζε ασφαλώς την ιατρική θεωρία ότι ο ανεξέλεγκτος έρως αποτελούσε είδος τρέλας που ονομαζόταν heroes. Η διάκριση σε θείο, ανθρώπινο και κτηνώδη έρωτα υπάρχει και στον Pico, II, 5, B.267, φυλ. 20ν/21. Υπάρχει ωστόσο η εξής διαφορά: ο Φιτσίνο μπορεί να μιλάει για τρία είδη έρωτα χωρίς ν’ αυξάνει τον αριθμό των Αφροδιτών που αναφέρουν ο Πλάτων και ο Πλωτίνος, αφού τον amor ferinus (κτηνώδη έρωτα) τον θεωρεί είδος παράνοιας, που δεν έχει σχέση με καμιά από τις δύο Αφροδίτες ή με τις λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής. Ο Πίκο, λιγότερο ορθόδοξος πλατωνιστής και πάντα δύσπιστος στην αντιμετώπιση των ηθικών ζητημάτων με ιατρικά κριτήρια, προσπάθησε να συνδέσει τις τρεις μορφές έρωτα με τις τρεις ψυχολογικές λειτουργίες. Έχοντας λοιπόν ανάγκη από τρεις Αφροδίτες που ν’ αντιστοιχούν στις τρεις λειτουργίες της ψυχής, εισήγαγε μια Δεύτερη Ουράνια Αφροδίτη. Αυτή η Αφροδίτη είναι κόρη του Κρόνου και κετέχει ενδιάμεση θέση ανάμεσα στην Ουράνια Αφροδίτη (κόρη του Ουρανού) και την Πάνδημο Αφροδίτη (κόρη του Δία και της Διώνης), η οποία παύει βέβαια να θεωρείται «αξιέπαινη και σεβαστή». Η νέα αυτή αντιμετώπιση του θέματος αντλούσε επιχειρήματα και από το γεγονός ότι οι μυθογράφοι δεν ήταν σύμφωνοι μεταξύ τους για το αν η θάλασσα από την οποία αναδύθηκε η Αφροδίτη είχε γονιμοποιηθεί από τον Ουρανό ή τον Δία.