Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Νέα Κωμωδία

Ο Δύσκολος[1]

Ο Δύσκολος[2] είναι, πέρα για πέρα, σάτιρα ενός χαρακτήρα ιδιότροπου και μισάνθρωπου. Ένας οχληρός γέροντας, ο Κνήμων, αντιπαθεί όλους τους συνανθρώπους του και αποφασίζει να τους αποφύγει. Συμπεριφέρεται με σκαιότητα σε όσους τον πλησιάζουν, γεγονός που δυσαρεστεί ιδιαίτερα τον Σωσίστρατο, που είναι ερωτευμένος με την κόρη του Κνήμωνα. Η περιπέτεια δημιουργείται όταν ο Κνήμων, θέλοντας να βρει έναν κουβά και μια αξίνα που είχαν πέσει στο βάθος ενός πηγαδιού, πέφτει ο ίδιος μέσα. Ιδού λοιπόν που έχει ανάγκη τους άλλους. Πράγματι ο πρόγονός του και ο Σώστρατος τον ανασύρουν και τότε δίνει ο ίδιος την συγκατάθεσή του για οποιοδήποτε γάμο … : χωρίς να αλλάξει χαρακτήρα αναγνωρίζει τουλάχιστον την πλάνη του : ουδέν’ εύνουν ωιόμην έτερον ετέρω των απάντων αν γενέσθαι.

Το πορτραίτο λοιπόν του Δύσκολου αποτελεί ακριβώς το θέμα της κωμωδίας. Και είναι βέβαια χαρακτηριστικό του Μενάνδρου[3] ότι ζήτησε έτσι να περιγράψει και να αποκρυσταλλώσει τους ανθρώπινους τύπους. Είχε συνδεθεί με τον Θεόφραστο, τον συγγραφέα των Χαρακτήρων, και παρατηρείται ότι ορισμένοι τίτλοι χαμένων έργων του Μενάνδρου αντιστοιχούν προς κάποιους χαρακτήρες του Θεοφράστου (Αγροίκος, Δεισιδαίμων, Κόλαξ). Ο Μένανδρος … κληροδότησε στο θέατρο όλων των εποχών έναν ορισμένο αριθμό προσώπων – τύπων που ανήκαν στην κοινωνία της εποχής του και που χάρη σ’ αυτόν έγιναν κλασσικά : ο ερωτευμένος, ο στρατιώτης, ο παρασιτικός, ο μάγειρος – και προπάντων ο δούλος, αυτός ο δούλος ο επινοητικός και αυθάδης, που νουθετεί τα νεαρά αφεντικά του, επινοεί τεχνάσματα, κινεί τα νήματα της δράσης και όλα αυτά χωρίς να αφίσταται από μια πολύ ρεαλιστική αίσθηση της δικής του υπεροχής. Οι υπηρέτες του Μολιέρου πλάθονται ακόμα με βάση το υπόδειγμα των δούλων του Μενάνδρου.

Η ύπαρξη ωστόσο αυτών των προσώπων – τύπων, με τα έντονα χαρακτηριστικά, δεν αποκλείει διόλου την ποικιλία και τις λεπτές αποχρώσεις, κάθε άλλο. Κανένας γέροντας, κανένας νεαρός ερωτευμένος, κανένας δούλος δεν μοιάζει εντελώς με κάποιον άλλο. Και οι συντυχίες της πλοκής δημιουργούν συναισθηματικές διακυμάνσεις που αποδίδονται από τον Μένανδρο τη στιγμή ακριβώς που εκδηλώνονται.

Η κωμωδία του Μενάνδρου δεν είναι πια πολιτική. Αντίθετα, έχει αποβεί ψυχολογική. Όπως και η τραγωδία του Ευριπίδη, είναι πλούσιοι σε μονολόγους. Ορισμένοι είναι διασκεδαστικοί, όπως του ερωτευμένου στον Δύσκολο. Ενώ κατάκοπος αναλογίζεται τον ανώφελο ζήλο που επέδειξε προσποιούμενος τον εργάτη στα κτήματα, θα κάνει ωστόσο και νέα απόπειρα να συναντήσει τον Κνήμωνα : διά τί μεν ουκ έχω λέγειν, μα τους θεούς ; (544)

Άλλοι είναι συγκινητικοί, όπως αυτός που εκφράζει τις τύψεις του νεαρού συζύγου στους Επιτρέποντες, όταν ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του που την κατηγορούσε άδικα του είχε μείνει πιστή.

Ένα στοιχείο παραμένει χαρακτηριστικό στον κόσμο του Μενάνδρου στο σύνολό του : ο κόσμος αυτός είναι φιλόφρων και ευαίσθητος. Ο μισάνθρωπος του Δύσκολου αποτελεί κάποια εξαίρεση του κανόνα, αλλ’ αυτό συμβαίνει επειδή ακριβώς το έργο έχει σκοπό να ψέξει το ελάττωμά του. Ακόμα η γλώσσα του είναι πικρή, χωρίς να γίνεται χυδαία. Οι δούλοι επίσης μπορεί να είναι αυθάδεις και να σκαρώνουν φάρσες αλλά δεν κάνουν πια τα χοντροκομμένα αστεία που αγαπούσε ο Αριστοφάνης. Μεγάλη αβρότητα βασιλεύει σχεδόν πάντα μεταξύ των προσώπων του Μενάνδρου καθώς και ευλύγιστη διακριτικότητα κυριαρχεί στο ύφος του. Έτσι, σ’ αυτά ακριβώς, αντανακλάται το ανθρώπινο ιδεώδες του.

Η περίπτωση του Δυσκόλου το αποδεικνύει : εκείνοι ακριβώς που δεν έχουν το αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, έχουν καθήκον προς τον εαυτό τους να το αποκτήσουν. Οι άνθρωποι χρειάζονται ο ένας τον άλλο και η πιο καλή ανθρώπινη ιδιότητα είναι εκείνη ακριβώς που προσιδιάζει σε ανθρώπους : η «ανθρωπιά». Αυτή λέιπει από τον Κνήμωνα και λέγεται γι’ αυτόν ότι είναι ένας άνθρωπος απάνθρωπος (6) : Αντίστροφα αυτός που ανταποκρίνεται σ’ αυτό το ιδεώδες μας συγκινεί : ένα περίφημο απόσπασμα (484 Koerte) λέει : ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, αν ανθρωπος η και πολλές ακόμα ρήσεις εικονίζουν τους δεσμούς που μια τέτοια αρετή υφαίνει μεταξύ των πλασμάτων. Ένα απόσπασμα λέει : ουδείς εστί μοι αλλότριος, αν η χρηστός … (475 Koerte), ένα άλλο : τουτ’ εστί το ζην ουχ εαυτώ ζην μόνον (646 Koerte). Τέλος, δεν αμφιβάλλουμε διόλου ότι ο στίχος του Τερεντίου ανάγεται στον Μένανδρο, όταν λέει στον Εαυτιντιμωρούμενον : homo sum : humani nihil a me alienum puto.

Η αίσθηση αυτή της ανθρώπινης αδελφοσύνης αντιστοιχεί προς τους νέους καιρούς, όπου η πολίς πια δεν περιορίζει τον ορίζοντα του ανθρώπου. Ο κοσμοπολιτισμός των φιλοσόφων αντικατοπτρίζεται εδώ. Ήδη όμως είχε εκδηλωθεί στον Αριστοτέλη και με τη Σχολή του, ίσως, συνδέεται το ιδεώδες του Μενάνδρου στο μέτρο που ακριβώς διακηρύσσει, πρακτικά, τη γλυκύτητα και την αντοχή.

Εκεί ακριβώς βρίσκονται πράγματι οι νέες αρετές του καινούργιου αυτού κόσμου : οι Επιτρέποντες καταδικάζουν την οξυθυμία και προβάλλουν τη συγγνώμη, την κατανόηση, τη συμφιλίωση. Το ίδιο και η Περικειρομένη. Σταθερά το θέατρο του Μανάνδρου μας θέτει μπροστά σε οικογενειακούς δεσμούς, τρυφερότητες, φιλίες. Ακόμα και στους δούλους επικρατεί ένα είδος στοργικής οικειότητας και ακόμα και οι αυλητρίδες ή οι εταίρες δείχνουν λεπτότητα. Η αυτοσυγκράτηση και η χάρη της τέχνης του Μενάνδρου απεικονίζουν το νέο αυτό ιδεώδες για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η φιλοπατρία των παρελθόντων αιώνων παραχώρησε τη θέση της σε μια ιδιωτική ζωή πιο ευέλικτη, όπου ανθίζει η στοργή.

Τα χαρακτηριστικά αυτά εξηγούν ίσως τη σημαντική επιτυχία που γνώρισε το έργο του Μενάνδρου. Τα αντίγραφα που βρέθηκαν στην Αίγυπτο, το άγαλμα που οφείλεται στους γιους του Πραξιτέλη, οι λατινικές απομιμήσεις του Πλαύτου και του Τερεντίου, τα σχόλια του Πλουτάρχου, όλα μαρτυρούν αυτή τη δημοτικότητά του, που υπήρξε διαρκής. Πρόσφατα μάλιστα βρέθηκε στη Μυτιλήνη μια ολόκληρη σειρά μωσαίκών, που απεικονίζουν ακριβώς σκηνές από κωμωδίες του Μενάνδρου. Χρονολογούνται περίπου στο έτος 300 και μας βοηθούν να φαντασθούμε τη σκηνοθεσία της εποχής.


[1] Jacqueline de Romilly, Αρχαία ελληνική γραμματολογία, σελ. 248-250, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988.
[2] Δύσκολος: ίσως η παλαιότερη κωμωδία του Μενάνδρου. Χρονολογείται το 316.
[3] Μένανδρος, γεννημένος το 342-341 παρουσίασε το πρώτο του επιβεβαιωμένο έργο (Οργή) το 321, δύο χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, και φαίνεται πως έζησε μέχρι το 293. Μείζον γεγονός στάθηκε η ανακάλυψη ενός ολόκληρου έργου, του Δυσκόλου που δημοσιεύθηκε το 1959 από τον Βίκτωρα Μάρτιν. Εκτός από τον δύσκολο, κωμωδίες για τις οποίες μπορούμε να σχηματίσουμε απόψη είναι οι Επιτρτέποντες, η Περικειρομένη, η Σαμία [για καθένα από τα έργα αυτά έχουν διασωθεί από 300 έως 600 στίχοι].