Οι Συρακούσες, η θαυμαστή αποικία των Κορινθίων, που έφτασαν στα 734 πΧ στις ακτές της Σικελίας με αρχηγό τον Αρχία, σύντομα εξελίχθηκε σε μια πλούσια και λαμπρή πολιτεία. Κατά τον 5ο με 4ο αιώνα πΧ έφτανε να αριθμεί τις 400.000 κατοίκους και απλωνόταν σε μια περιτειχισμένη έκταση δεκατεσσάρων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ονομαζόταν επίσης Πεντάπολις, επειδή περιελάμβανε πέντε συνοικισμούς, τη νήσο Ορτυγία, πολύ κοντά στην ακτή, και τέσσερις άλλους στην ξηρά, την Αχραδινή, τη Νεάπολη, την Τύχη και τις Επιπολές[2]. Όταν το 480 πΧ ο Γέλων νίκησε τους Καρχηδόνιους στη μάχη της Ιμέρας, σηματοδότησε την αρχή της μεγάλης ανάπτυξης της πόλης, που, αν και διατηρούσε στενούς δεσμούς με την πατρική γη, είχε δική της προσωπικότητα και πολιτισμό. Η δύναμη των Συρακουσών διαφαίνεται καθαρά όταν συγκρούεται με την Αθήνα, το 415 πΧ, και η παλλάδα πόλη υφίσταται μία από της πιο καταστρεπτικές ήττες στην ιστορία της: 30.000 νεκροί ή πνιγμένοι Αθηναίοι και επτά χιλιάδες δούλοι στα περίφημα λατομεία της πόλης, που εντυπωσιάζουν ακόμη για το μεγάλο μέγεθός τους και τα αποθέματα της άσπρης πέτρας που παρείχαν. Στη μεταφορά των μεγάλων αυτών όγκων πέτρας εφαρμόζουν μια τεχνική που συνίστατο στη χρήση μεγάλων ξύλινων κυλίνδρων, τους οποίους καθοδηγούσαν τροχιές, ενώ ανάμεσα στις τροχιές ένα κοίλωμα επέτρεπε στα βόδια να προχωρούν.
Η λαμπρή περίοδος των Συρακουσών άρχισε με τον Γέλωνα, συνεχίστηκε με τον Ιέρωνα Α΄ και με τον «τύραννο» Διονύσιο, άνθρωπο φιλοπρόοδο, υποστηρικτή των τεχνών, των γραμμάτων και των μηχανικών επιτευγμάτων. Επί βασιλείας του συστήθηκε το πρώτο στον κόσμο κέντρο επιστημονικών ερευνών, όπου μηχανικοί όλων των ειδικοτήτων εργάζονταν με στόχο την εφεύρεση πολεμικών μηχανών κάθε είδους και μορφής, καθώς και με τη βελτίωση των όσων υπήρχαν. Αυτό ήταν το περιβάλλον δραστηριοποιήθηκε και ο Αρχιμήδης. … Στις Συρακούσες θέλησε ο Πλάτων να εφαρμόσει τις θεωρίες του περί Πολιτείας. Τα όσα αφορούν το θέατρο της πόλης είναι συναρπαστικά: «Ο Αισχύλος συμβούλευσε αυτοπροσώπως τους κατασκευαστές του τεράστιου υπαίθριου θεάτρου, του καταπληκτικού ναού της τέχνης, που ορθώνεται κοντά στο Λατομείο του Παραδείσου και εξακολουθεί να καταπλήσσει με τις διαστάσεις του[3] και με την τεχνική και αρχιτεκτονική τελειότητα σε κάθε λεπτομέρεια. Ο θεατής, σε όποια θέσι και αν κάθεται, έχει άριστη θέα της σκηνής, και τα καθίσματα, παρ’ όλο ότι είναι πέτρινα, είναι πολύ αναπαυτικά, γιατί κατασκευάσθηκαν με σοφό υπολογισμό της ανατομίας του σώματος. Οι αυλακώσεις κατά μήκος των βαθμίδων χρησίμευαν για την εκροή των υδάτων. Με δέος διαβάζει κανείς πάνω στα καθίσματα, χαραγμένα με ελληνικά γράμματα, τα ονόματα των ευγενών δικαιούχων τους. Η θαυμάσια ακουστική του χώρου οφειλόταν εν μέρει και στη γειτνίαση του «Ωτός του Διονύσου», του αινιγματικού σπηλαίου, του οποίου το μυστήριο μάταια προσπάθησαν οι σοφοί όλων των εποχών να λύσουν. Το σπήλαιο αυτό, πραγματικά, προκαλεί δέος στον επισκέπτη. Έχει μήκος εξήντα μέτρων, ύψος τριάντα τριών και πλάτος πέντε έως εννέα. Καθώς υψώνεται, στενεύει, και τα κυρτά τοιχώματά του θυμίζουν αυτί αλόγου. Το σχήμα του είναι αρμονικό, διπλά ελλειψοειδές. Από το εσωτερικό του παράγεται μια μονοσύλλαβη ηχώ που μεγενθύνει υπέρμετρα ακόμη και τον πιο λεπτό ψίθυρο. Στην αρχαιότητα ίσως να χρησίμευε για μαντείο. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: αν το σπήλαιο γεμίσει με άμμο, η ακουστικότητα του θεάτρου θα χαθή. …»[4].
…Υπάρχουν πολλά άλλα [επιτεύγματα] που θα μπορούσαν να αναφερθούν, κυρίως οι κατασκευές των τεράστιων ιερών και ναών, που ίχνη τους υπάρχουν ακόμη[5], καθώς και τα τείχη του φρουρίου του Ευρυάλου, που στα νεώτερα χρόνια τα θεωρούσε ιδανικά ο κάιζερ Γουλιέλμος Β΄(1907), ενώ λέγεται ότι αποτέλεσαν τα πρότυπο για την κατασκευή της γραμμής Μαζινό. Θαύμα τεχνικής τα τριπλά ισχυρά τείχη με τους σοφά υπολογισμένους προμαχώνες και τις κλίσεις τους, τα ανοίγματα από όπου έπλητταν τον εχθρό και τα οποία δεν μπορούσαν να χτυπηθούν από οποιοδήποτε βλήμα, τις λαβυρινθώδεις στοές και ορύγματα, τις αποθήκες και τις χιλιάδες παγίδες για τον εχθρό, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια από τις περιγραφές των συγγραφέων της αρχαιότητας[6].
Η όμορφη πόλη, την εποχή που δέχτηκε την επίθεση των Ρωμαίων, ήταν φιλική προς τους Καρχηδόνιους, με τους οποίους παλαιότερα βρισκόταν σε προστριβές. Ουσιαστικά, οι κάτοικοί της μισούσαν το δεσποτισμό της Ρώμης και δεν δέχονταν να υπαχθούν στην κηδεμονία τους, λογικό άλλωστε, αφού οι Συρακούσες την εποχή εκείνη σαν πόλη ήταν περισσότερο όμορφη, πλούσια και σωστά οργανωμένη από την επιθετική και αποικιοκρατική Ρώμη. Η άλωσή της από τους Ρωμαίους, το 212 πΧ, τερμάτισε μια σφοδρότατη σύγκρουση, που εξάντλησε, από κάθε άποψη, και τις δύο πλευρές. Οι Ρωμαίοι τελικά κυρίευσαν την πόλη με προδοσία[7], όπως αναφέρουν οι γραπτές πηγές ενός ισπανού αξιωματικού που υπηρετούσε στο στρατό των Συρακουσίων.
[1] Χρήστου Δ. Λάζου, «Αρχιμήδης, ο ευφυής μηχανικός», κεφ. 2, σελ. 60-62, Αίολος, 1995.
[2] Οι σημερινές Συρακούσες, παρά τη συνεχή τους ανάπτυξη, καλύπρουν μόνο δύο από τις συνοικίες της παλαιάς Πεντάπολης: την Ορτυγία και την Αχραδίνη.
[3] το θέατρο των Συρακουσών είχε διάμετρο 134 μέτρων.
[4] Giorgio Banacina, «Συρακούσες, η μικρή Αθήνα της Σικελίας», Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 10 (Απρίλιος 1969), 122.
[5] Βλ. τη θαυμάσια περιγραφή εξαγωγής λίθων από τα λατομεία και τη διαδικασία ανοικοδόμησης των ναών λεπρομερειακά εις Πωλ Φωρ, Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες τον 6ο πΧ αιώνα, 309-320.
[6] A.N. Lawrence, “Archimedes and the Desing of the Eutyalus Fort”, Joyrnal of Hellenic Studies, 66 (1946), 99-107. Βλ. επίσης F.E. Winter, “The Chronology of Euryalus fortress at Syracuse”, American Joyrnal of Archaeology, 67 (1963), 363-387.
[7] Η μαρτυρία του ιστορικού Τίτου Λίβιου είναι σημαντική, επειδή μεταφέρει την πληροφορία ότι η πόλη των Συρακουσών κατελήφθη το τρίτο έτος της πολιορκίας τους μετά από προδοσία, Livius Titus, Ab urbe condita XXIV, XXXIII, 9, ed. F>G> Moore [Loeb], vol. VI, 1958, p. 282. A.A., τόμ. Α΄, μερ. α΄, 236-241, αρχαίο και νέο κείμενο.