Δίψα για Διωγμούς[1]
Στον τομέα της υγείας … τί απομένει από την έννοια του ρίσκου – «το ενδεχόμενο να διακινδυνεύσουμε ένα κακό με την ελπίδα πως αν το αποφύγουμε θα κερδίσουμε ένα καλό»[2] – αν η κάθε θεραπευτική μέθοδος με απρόσμενες συνέπειες επιβάλλει απαρεγκλίτως την καταβολή μιας αποζημίωσης; Πώς να εφαρμοστεί μια αγωγή με υψηλή τοξικότητα αν ο άρρωστος είναι έτοιμος να προβεί σε μηνύσεις με την παραμικρή παρενέργεια ή αρνητικό αποτέλεσμα; Πώς θα συμφιλιωθούν η αναγκαιότητα των μεθόδων, η μέριμνα για τον ασθενή και η δυνατότητα για καινούρια πράγματα; Πώς θα αποφευχθεί η εμφάνιση μιας αμυντικής ιατρικής όπου ο φόβος του δικαστηρίου θα οδηγήσει στην απόρριψη των τεχνικών αιχμής που ενέχουν ορισμένους κινδύνους ή θα προκαλέσει ένα μαρασμό σε ορισμένα ιατρικά επαγγέλματα, όπου του αναισθησιολόγου, του ανανήπτη ή του χειρουργού; Κοντολογίς, πώς θα αποφύγουμε μια κατάσταση αλά αμερικανικά, όπου το εξαιρετικά υψηλό κόστος της ασφάλειας που καλύπτει τους μαιευτήρες για κάθε είδους καταδίκες καθιστά την τιμή του τοκετού απαγορευτική και εξαναγκάζει πολλούς φτωχούς να καταφεύγουν στις υπηρεσίες κάποιας μαμής. Για να συνοψίσουμε: με την πλήρη εξάπλωση της δικομανίας, ο κοινός κόσμος θα γίνει η κοινότητα των διαφωνιών μας, ο νόμος δεν θα είναι πια αυτό που συνδέει τους ανθρώπους, καθώς τον ήθελε ο Μοντεσκιέ, αλλά, αντίθετα, ο παράγων του διαχωρισμού τους. Και η πολιτική, υποδουλωμένη στην δικανικότητα θα περιοριστεί στο ρόλο διαιτητή ανάμεσα σε υποκειμενικά δικαιώματα, εντελώς ασύμβατα τα μεν προς τα δε.
Και κάθε είδους βλάβη, ακόμα και η πιο ασήμαντη ή φανταστική, θα λαμβάνεται υπόψη, ακόμα και μια κρίση άγχους θα πρέπει να κοστολογείται, να έχει την ταρίφα της, να δικαιολογεί την αναζήτηση ενός ενόχου. Μας χρειάζεται ένας δράστης που θα είναι και αξιόχρεος, αφού έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια κοινωνία όπου «οι αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι σε θέση να πληρώσουν»[3]. Ακόμα και ο φόβος της βλάβης θα συνιστά μια βλάβη, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ[4]. Οι μικροαποτυχίες και οι αναποδιές της καθημερινότητας δεν θα θεωρούνται πια σαν φυσιολογικά περιστατικά της ζωής, αλλά σαν σκάνδαλα που δικαιούνται αποζημίωση. Η δυσφορία του ζην θα απαιτεί μια πληρωμή. … Το καθετί συνιστά μια βλάβη που μπορεί να επανορθωθεί με ένα χρηματικό τέλος[5]. Και μέσα από την ξέφρενη συγκινητικότητα αναδύεται μια εμπορική άποψη της οδύνης που εκφράζεται με όρους που υποδηλώνουν συμφέρον και κέρδος.
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, ο Πειρασμός της Αθωότητας, σελ. 154-155, εκδόσεις Αστάρτη, 1995.
[2] Κοντιγιάκ
[3] Πιερ Φλορέν
[4] «Πράγματι, οι δικαστές επιτρέπουν στους Αμερικανούς να προσφεύγουν σε αγωγές δίχως να έχουν ακόμα υποστεί κάποια βλάβη, αρκεί να κατατρύχονται από ένα σχετικό συναίσθημα ανησυχίας. … ο φόβος της βλάβης αποτελεί ήδη μια άμεση και απτή βλάβη» (Λοράνς Ενζέλ, Σημειώσεις του Ιδρύματος Σαιν Σιμόν, Φεβρουάριος 1993).
[5] Ρίτσαρντ Νοζίκ