Ο Γαληνός, αντιθέτως με το όνομά του, που παραπέμπει σε εικόνα «ήσυχου» ανθρώπου, μόνο «γαληνός» δεν ήταν. Άνθρωπος μαχητικός και εριστικός, δηκτικός, περήφανος για τις γνώσεις, τις ανατομικές έρευνες, την πείρα και τις επιτυχίες του, θεωρούσε – δικαίως – τον εαυτό του αυθεντία. Σύμφωνος με το πνεύμα όλων των ελληνιστικών φιλοσοφιών, δεν αναγνώριζε καμία διάκριση μεταξύ ηθικής θεωρίας και πράξης: σε κάθε περίπτωση ο καθένας είναι αυτό που πράττει, και πράττει αυτό που είναι – ασχέτως τί μπορεί να ισχυρίζεται, προφορικά ή γραπτά, και είχε την αξίωση, οι γιατροί να είναι φιλόσοφοι και όχι απλοί επαγγελματίες.
…
Μετά τον Πλάτωνα, όλες οι φιλοσοφικές σχολές – με πρώτο, χρονικά, το Λύκειο του Αριστοτέλη – αναγνώριζαν ως υπέρτατο σκοπό και ύψιστο αγαθό της ανθρώπινης ζωής την επίγεια ευδαιμονία. Όλοι οι προβληματισμοί, οι διαφωνίες και διαμάχες μεταξύ των σχολών στον τομέα της ηθικής φιλοσοφίας, η φιλολογία περί αρετών, αξιών και παθών, τα ζητήματα εφαρμογής της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, όλα – επαναλαμβάνουμε – αφορούν στην επίτευξη της επίγειας ευδαιμονίας και μόνο σ’ αυτήν.
Αν ξύσουμε από την λέξη ευδαιμονία τη σκουριά δεκαεπτά χριστιανικών αιώνων, την διαβολή της εκκλησίας και την συνακόλουθη εννοιολογική υποβάθμιση της λέξης στην νεοελληνική μας γλώσσα, που θέλει την ευδαιμονία ταυτισμένη με ό,τι σήμερα εννοούμε ως «καλοζωΐα», αν δηλαδή καταφύγουμε στα αρχαία κείμενα, στον Αριστοτέλη, στον Επίκουρο, στους Στωικούς, τουλάχιστον θα γνωρίσουμε ότι η ευδαιμονία – σε αντίθεση με την «ευτυχία» όπως την εννοεί ο σημερινός άνθρωπος – οφείλεται προπάντων στην προσωπικότητα και στις αρετές μας, ότι προϋποθέτει μια συγκεκριμένη εσωτερική στάση. Η ίδια η λέξη παραπέμπει στην προσωπικότητα, στο «καλό θεϊκό στοιχείο» που έχουμε μέσα μας, και θεϊκό στοιχείο – εκείνο που «συγγενεύει» με το θείον – είναι ο νους. Αυτός έχει την ευθύνη, και όχι οι εξωτερικές περιστάσεις και τα γυρίσματα της τύχης. Κοινός τόπος όλων των σχολών της φιλοσοφίας (πλην των Ακαδημεικών σκεπτικών) είναι η θέση ότι η ευδαιμονία πηγάζει μέσα από την ψυχή του – φιλοσοφημένου – ανθρώπου και είναι αδιανόητη χωρίς τις τέσσερις θεμελιώδεις αρχαιοελληνικές αρετές: φρόνηση, ανδρεία, εγκράτεια, δικαιοσύνη.
Η Ηθική, λοιπόν, της μεταπλατωνικής «θύραθεν» φιλοσοφικής διδασκαλίας είναι ξένη προς ό,τι άλλο την διαδέχτηκε, από την εποχή που την έθεσε εκτός νόμου η χριστιανική εξουσία, ξένη προς την κατοπινή παράδοση, τα θεολογικά, θρησκευτικά, ιδεολογικοπολιτικά και φιλοσοφικά ηθικά συστήματα που κληρονόμησε ο σύγχρονος κόσμος (από τον Μέγα Βασίλειο και τον Αυγουστίνο μέχρι τον Καντ και τον 20ο αιώνα – με μικρή εξαίρεση κάποιων φιλοσόφων του Διαφωτισμού και άλλων μεμονωμένων στοχαστών όπως οι Σπινόζα, Μπένθαμ και Μιλ, των οποίων το έργο, φυσικά, είχε μηδαμινή απήχηση συγκριτικά με εκείνη των ελληνικών φιλοσοφικών σχολών στην εποχή της άνθησής τους), όπως επίσης και με την πλειονότητα σύγχρονων συμβουλευτικών ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων.
Δεν πρόκειται να καλάβουμε τον Γαληνό, τις ηθικές προτροπές και το απόλυτο και επιτακτικό ύφος του, αν τον διαβάσουμε φορώντας τους παραμορφωτικούς φακούς της σύγχρονης ηθικολογίας, αν, δηλαδή, ξεχάσουμε προς στιγμήν ότι το ζητούμενό του είναι οι όροι επίτευξης της επίγειας ευδαιμονίας[2], ένας από τους οποίους είναι η γαλήνη της ψυχής. Θα νομίσουμε ότι νουθετεί σαν σύγχρονος ιδεολόγος ή σαν χριστιανός ιεροκήρυκας.
[1] Γαληνός, «Για της ψυχής τα πάθη και τα λάθη», PN Singer, Εισαγωγή στον Γαληνό, σελ. 9-11, Θύραθεν εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 2003.
[2] Ο ίδιος, άλλωστε, κάνει πολύ σύντομες νύξεις επ’ αυτού, ως αυτονόητου [χωρίο όπου μνημονεύει τις νουθεσίες του πατέρα του]. Στην πραγματεία δεν υπάρχει ίχνος μεταφυσικής παραμυθίας, καμία νύξη περί αμοιβών ή τιμωριών μετά θάνατον. Ανύπαρκτη έστω και η παραμικρή αναφορά στο «θέλημα των θεών».