Οι ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι βυθισμένες, όπως αυτές του δένδρου, στη λαϊκή γλωσσολογοτεχνική δημιουργία του Μεσαίωνα. Προδρομικά μνημεία του λόγου είναι τα δημοτικά τραγούδια, που δεν διασώθηκαν παρά μόνο ελάχιστοι σατιρικοί στίχοι τους. Προηγήθηκε ένα μακρότατο διαμορφωτικό στάδιο λαϊκής δημιουργίας. Πολλά χρόνια πριν απ’ τον 9ο αιώνα η νεοελληνική δημοτική γλώσσα παρουσιάζεται διαμορφωμένη στα βασικά της γνωρίσματα: στη μορφή της, στην προσφορά της και στα μέτρα της. Μέσα στον 11ο αιώνα παίρνει την τελική της διαμόρφωση και γίνεται όργανο της νέας λογοτεχνίας. Σε χειρόγραφο του ιε΄ αιώνα σώθηκε το αρχαιότερο ακριτικό τραγούδι: Του υιού του Αρμούρη, που σώθηκε παράλληλα και στο στόμα του λαού[2]. Το τραγούδι αυτό απηχεί γεγονότα ιστορικά του θ΄αιώνα και αναφέρεται στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, που στα 859, ύστερα από θριαμβευτικές νίκες κατά των Αράβων, πέρασε τον Ευφράτη ποταμό και τους εκδικήθηκε για την καταστροφή της πατρίδας του, του Αμορίου. Το τραγούδι αυτό παρουσιάζει αρχέτυπο χαρακτήρα. Έχει γλώσσα, στίχο, σύνθεση, τεχνική, που μαρτυρούν ένα προηγμένο στάδιο δημοτικής γλωσσοτεχνικής καλλιέργειας. Σημειώνει τις αρχές της ακριτικής ποίησης και της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μέσα στο δέκατο αιώνα, και συγκεκριμένα μέσα στο πρώτο του τέταρτο (900-925), τα ακριτικά τραγούδια πλάθονται και ψάλλονται από ραψωδούς στην Παφλαγονία. Ο επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας (850-932) σ’ ένα σχόλιό του μας πληροφορεί, ότι στην εποχή του αφθονούσαν «οι κατάρατοι Παφλαγόνες αγύρται[3], ωδάς τινας συμπλάσαντες, πάθη περιέχουσας ενδόξων ανδρών και προς οβολόν άδοντες καθ’ εκάστην οικίαν». Ο Αρέθας θαυμάζει τους ραψωδούς αυτούς της Παφλαγονίας και τους ονομάζει καταράτους[4]. «Ενδόξους άνδρας» εννοεί ο Αρέθας τους Ακριτικούς ήρωες. Η Παφλαγονία είναι η σκηνή και η κοιτίδα των Ακριτικών τραγουδιών[5]. Από εκεί διαδόθηκαν σ’ όλες τις περιοχές της Μικρασίας, του Πόντου και των νησιών[6]. Μέσα σ’ έναν αιώνα έγιναν πανελλήνια, επιβάλανε το Διγενή σαν επική μορφή, σα νέον Αχιλλέα. Στα 1143 περίπου ο Πτωχοπρόδρομος αποκαλέι τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό «νέον Ακρίτην». Μέσα σ’ αυτή την περίοδο (925-1143) το Ακριτικό έπος πήρε πανελλήνια διάδοση και κύρος, και ανύψωσε τη μορφή του Ακρίτα σε σύμβολο και πρότυπο μυθικό, ώστε μ’ αυτό να παραβάλλονται και μ’ αυτό να υμνούνται οι ένδοξοι αυτοκράτορες. Η αίγλη αυτή ήταν εκείνη, που έδωσε στον ανώνυμο λόγιο την ώθηση να συνθέσει το Ακριτικό έπος[7] και να κινήσει τόσους άλλους σύγχρονους και κατοπινούς, να κάνουν συμπληρώσεις του και με τόσες γλωσσικές μορφές[8]. Το παλαιότερο απ’ αυτά είναι το χειρόγραφο του Εσκοριάλ σε λαϊκό ύφος και δημοτική μορφή. Έχει στίχους σαν αυτούς:
Στράτορα, πρωτοστράτορα και πρώτη των στρατόρων
απόστρωσε τον μαύρον σου και στρώσε μου τον γρίβαν
τον είχε πάντα ο θείος μου εις τας ανδραγαθίας …
και κρέμασε στην σέλλαν μου και το βαρύ σπαθί μου …
Τα Ακριτικά λοιπόν τραγούδια, που αποτελούσαν ολάκερο επικό κύκλο, και το Ακριτικό έπος, που στηρίζεται σ’ αυτά και αναχωνεύει ένα μεγάλο μέρος της ύλης τους, παρουσιασμένα μέσα στην περίοδο 925-1050, αποτελούν τα πρώτα μνημεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και σημειώνουν τις αρχές της.
[1] Γ. Βαλέτας, Επίτομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 19-20, εκδόσεις Πέτρου Κ. Ράνου, Αθήνα 1966.
[2] Καρπαθιάκες και Κυπριακές παραλλαγές.
[3] γυρολόγοι αοιδοί.
[4] δαιμονίους, διαβολεμένους, ευφυέστατους.
[5] Σ. Κουγέα, Λαογραφία Δ΄ 239-240 και Ν. Πολίτη, Το εθνικόν έπος των νεωτέρων Ελλήνων, σελ. 23.
[6] ιδίως στην Κύπρο.
[7] Ακριτηίδα.
[8] δημοτική, καθαρεύουσα, μικτή.