Νυκτερίς και Βάτος και Αίθυια[1]
Η Νυχτερίδα ήταν γυναίκα, από τις πρώτες του χωριού στην εξυπνάδα. Το χωριό της ήταν παραθαλάσσιο. Ένας από τους συγγενείς της λεγόταν Βάτος και ένας άλλος λεγόταν Γλάρος. Από το χωριό τους έβλεπαν να γυρνούν γυρολόγοι με λογής πανικά ή να έρχωνται με καΐκια του κόσμου οι πραμάτειες για τους ντόπιους εμπόρους. Όλοι έκαναν χρυσές δουλειές.
- Γιατί να μη γίνουμε κι’ εμείς έμποροι ; είπεν η Νυχτερίδα στο Βάτο και στο Γλάρο.
Εκείνοι ηύραν το σχέδιο περίφημο. Ύστερα από λίγο είχαν κιόλας έτοιμη τη συμφωνία. Θα σχημάτιζαν και οι τρεις μια εμπορική εταιρεία. Θα έβαζαν και οι τρεις καταθέσεις σε είδος ή σε μετρητά. Και ύστερα θα πήγαιναν και οι τρεις μαζί στην πρωτεύουσα, θα φόρτωναν ένα καΐκι γεμάτο εμπόρευμα και θα γύριζαν στον τόπο τους για να πουλούν και να θησαυρίζουν. Όλα φαινόντουσαν τόσο εύκολα ! Οι τρεις συνεταίροι ήταν κατενθουσιασμένοι. Ο Βάτος πούλησε όλη την περιουσία του, σπίτι χωράφια, αμπέλια, περιβόλια. Με τα χρήματα αγόρασε γούνες και άλλα υφάσματα. Ο Γλάρος πούλησε όλη την περιουσία του και αγόρασε χαλκώματα κάθε λογής. «Θα τα αγοράζουν οι νέες για την προίκα τους. Δε θα προφταίνουμε να πουλάμε !» έλεγε στους άλλους δυο συνεταίρους και έτριβε τα χέρια του από χαρά. Η Νυχτερίδα δεν είχε διόλου χρήματα. Δεν είχε ούτε χτήματα για να τα πουλήση. Πήρε λοιπόν και ηύρε έναν- έναν όλους τους τοκογλύφους των χωριών της επαρχίας και δανείστηκε χρήματα. Βέβαια ο τόκος ήταν πολύ μεγάλος. Ωστόσο, η Νυχτερίδα ήταν πολύ σίγουρη πως η εταιρεία τους θα έκανε χρυσές δουλείες. «Μέσα σε δυο το πολύ μήνες θα έχω ξεπληρώσει τόκους και κεφάλαια», έλεγε. Αφού ψώνισαν όλα τα είδη, φόρτωσαν ένα ολόκληρο πλοίο, μπήκαν και αυτοί μέσα και επίστρεφαν στον τόπο τους.
Στο δρόμο όμως έπιασε ξαφνική και μεγάλη θαλασσοταραχή και το πλοίο ναυάγησε πάνω σε κάτι ξέρες. Όπως ήταν νύχτα, οι ναύτες πήραν πολλά από τα υφάσματα, μπήκαν στις δυο βάρκες και φύγανε κρυφά. Το πλοίο, ναυαγησμένο και ακυβέρνητο, το ξαναπήραν τα κύματα, το πήγαν πότε εδώ και πότε εκεί, ώσπου στο τέλος βούλιαξε μ’ όλα τα χαλκώματα. Είδαν και έπαθαν οι τρεις συνεταίροι, ώσπου να καταφέρουν να σωθούν. Ευτυχώς, είχαν την καλή τύχη να περνάη εκεί κοντά τους κάποιο καράβι να τους περιμαζέψη. Πώς όμως να τολμήσουν να παρουσιαστούν στο χωριό τους ; Παρακάλεσαν τότε το θεό να τους λυπηθή και να τους βοηθήση. Εκείνος τους λυπήθηκε και τους έδωκε άλλη μορφή. Ο Βάτος έγινε δεντρικό, ο σημερινός «βάτος» με τα μακρυά κλωνιά και τα πολλά του αγκάθια. Ο Γλάρος έγινε πουλί, ο σημερινός «γλάρος» με την αγκιστρωτή μύτη και τις λευκές σπαθωτές φτερούγες. Η νυχτερίδα έγινε κι’ αυτή πουλί, η σημερινή «νυχτερίδα» με τις φτερούγες της από δέρμα και με το μουσούδι της σαν του ποντικιού.
Αλλά και μ’ όλη τη μεταμόρφωσή τους δεν κατορθώνουν να λησμονήσουν το μεγάλο τους καημό. Ο βάτος έπιασε τις στράτες και τα μονοπάτια, ένα γύρω σ’ όλους τους τόπους. Εκεί άπλωσε τ’ αγκαθερά κλωνιά του και παραφυλάει. Κάθε διαβάτης που θα περάση, στέκεται ο βάτος με τ’ αγκάθια του και τον γραπώνει από το ρούχο: «Μην είναι κανένας από τους ναύτες τούτος ο περαστικός;- Μην είναι από τα δικά μου υφάσματα τούτο που φοράει;» Έτσι συλλογιέται ο βάτος και εξετάζει του καθενός τα ρούχα. Ο γλάρος πάλι δεν αφήνει τη θάλασσα. Γαλήνη ή φουρτούνα κάνει, του γλάρου του είναι αδιάφορο. Ολημερίς πετάει πάνω από τη θάλασσα και ψάχνει. Και κάθε τόσο κάνει βουτιές μέσα στα νερά, κοιτάζοντας τους βυθούς. Έχει την ελπίδα πως, συνεχίζοντας να ψάχνη έτσι τη θάλασσα, δεν μπορεί παρά να ξαναβρή κάποια μέρα τα βυθισμένα του χαλκώματα. Όσο για τη νυχτερίδα, εκείνη έχει τις πιο πολλές σκοτούρες. Αυτήν, αληθινά, αξίζει να την κλαίη κανείς, τη δόλια, μα και την αλαφρόμυαλη. Γιατί οι δανειστές της, όλοι εκείνοι οι φορεροί τοκογλύφοι, χαλάσανε τον κόσμο για να τη βρούνε. Το έμαθε η νυχτερίδα και από τότε διαρκώς κρύβεται. Κρύβεται όλη την ημέρα μέσα σε κρυφές και ανήλιες τρύπες. Αν θα επιχειρήση να βγη έξω, βγαίνει μονάχα τη νύχτα, με το σκοτάδι. Αλλά κι’ έτσι δεν της απολείπει ο φόβος, μήπως και τη νύχτα την αναγνωρίσουν οι τοκογλύφοι της και την πιάσουν !
Αρχαίο κείμενο:
Νυκτερίς και βάτος και αίθυια εταιρείαν ποιησάμενοι, εμπορικόν διέγνωσαν βίον ζην. Η μεν ουν νυκτερίς αργύριον δανεισαμένη καθήκεν εις το μέσον, η δε βάτος εσθήτα μεθ’ εαυτής έλαβεν, η δε αίθυια Τρίτη χαλκόν. Και απέπλευσαν. Χειμώνος δε σφοδρού γενομένου και της νεώς περιτραπείσης, πάντα απολέσαντες αυτοί επί την γην διεσώθησαν. Εξ εκείνου τοίνυν η μεν αίθυια τοις αιγιαλοίς αεί παρεδρεύει, μη που τον χαλκόν εκβάλλει η θάλαττα. Η δε νυκτερίς, τους δανειστάς φοβουμένη, της μεν ημέρας ου φαίνεται, νύκτωρ δ’ επί νομήν έξεισιν. Η δε βάτος της των παριόντων εσθήτος επιλαμβάνεται, ει που την οικείαν επιγνοίη ζητούσα.
* Κ. Ρωμαίου, «Κοντά στις ρίζες», σελ. 290-293, Εστία 1980.
[1] Αισωπείων μύθων συναγωγή (Fabulae Aesopicae collectae, εκδ. C. Halm, Lipsiae) αρ. 306 και 306b, σελ. 150-151.