Του Λεωνίδα το σπαθί
Κολοκοτρώνης το φορεί.
Τούρκος σαν τον δει ζαρώνει
και το αίμα του παγώνει.
Το λιονταρόπουλο[1]
Μεσάνυχτα. Σκοτεινός υψωνόταν στον Ταΰγετο ο πύργος της Καστανίτσας. Ούτε φως, ούτε ήχος μαρτυρούσαν στους έξω, αν, πίσω από τους χονδρούς τοίχους του, ζούσαν άνθρωποι.
- Θοδωράκη, ξύπνα … Ξύπνα, αγόρι μου, μουρμούρισε μες στο σκοτάδι η φωνή της Μάνας.
Το παιδί, τριών χρονών πιτσιρίκος, άνοιξε νυσταγμένο τα μάτια κι’ αναδεύτηκε στο στρώμα.
- Ξύπνα, Θοδωράκη !... ξανάπε ήμερα η ίδια φωνή. Ήρθε ο πατέρας σου !
Το παιδί διαπλάτωσε τα μάτια. Στο λυχνοστάτη το λυχνάρι ήταν αναμμένο.
Στο αχνό φως του, το αγόρι ξεχώρισε, σκυμμένη πάνωθέ του τη μορφή της μάνας του. Κι’ ένα βήμα πιο πίσω, έναν ηλιοψημένον άντρα με πλατείς ώμους και μακριά κατάμαυρα μαλλιά.
Ο πατέρας του !... ώστε αυτός ήταν ;… Άκουε να τον μελετούν. Άκουε σιγανόφωνα να διηγούνται με θαυμασμό τα κατορθώματα του καπετάν Κωνσταντή. Πότε – πότε πάλι άκουε να ψιθυρίζουν κρυφά πως ήρθε κάποιο παλικάρι σταλμένο από κείνον. Μα ο Θοδωράκης δεν τον είχε δει ποτέ ως τότε. Ή τουλάχιστον δεν θυμόταν νάχε κάποτε αντικρύσει το θρυλικό αυτό πρόσωπο. Έλειπε πάντα. Κι’ όταν καμιά φορά ρωτούσε «πού είναι», βάζαν το δάχτυλο στο στόμα και δεν του αποκρίνονταν.
Ανακάθισε κι’ έτριψε βάρυπνος τα μάτια.
- Μη φωνάξεις, Θοδωράκη ! τον πρόσταξε η φωνή της μάνας. Κανείς δεν πρέπει να μας ακούσει. Κανείς δεν πρέπει να μάθει πως ήρθε απόψε στον πύργο ο πατέρας σου. Μα είσαι μεγάλο αγόρι πια. Γι’ αυτό σε ξύπνησα να τον ιδής.
- Έλα γιε μου ! έκανε ο πλατύστερνος άντρας.
Άπλωσε τα χέρια και σήκωσε το παιδάκι.
- Θέλω να σε γνωρίσω και να με γνωρίσεις, πρόσθεσε.
Ο μικρός δεν μιλούσε. Κοίταζε άφωνος τον πατέρα του σαν να μην ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή αν ονειρευόταν. Όλα αυτά του φαίνονταν σαν παραμύθι. Γιατί ο Θοδωράκης δεν άκουσε ποτέ να του διηγούνται για νεράϊδες και μαγεμένα βασιλόπουλα. Μόνο για κλέφτες κι’ αρματολούς μπαρουτοκαπνισμένους, που δεν ξεχώριζε, ως τότε, αν ήταν πλάσματα της φαντασίας ή άνθρωποι ωσάν τους άλλους. Στο σκυθρωπό μανιάτικο πύργο δεν μιλούσαν παρά για πόλεμο. Κι’ απέναντι από το στρώμα του, μόλις ο Θοδωράκης άνοιγε κάθε πρωΐ τα μάτια, αντίκρυζε στον τοίχο κρεμασμένο το τουφέκι του παππού του.
Καθώς ο πατέρας του το κρατούσε στην αγκαλιά του, ο μικρός ένοιωσε πως τα γυμνά ποδάρια του ακουμπούσαν σε κάτι σκληρό και κρύο. Χαμήλωσε το βλέμμα κι’ είδε πως ήταν η κάνη μιας πιστόλας, περασμένης στο σελάχι του καπετάν Κωνσταντή. Τα άρματα κι’ ο πατέρας του λες κι’ ήταν ένα. Χαμογέλασε. Ώστε όσα διηγόταν δεν ήταν ψέματα – ήταν αλήθειες. Ο μαυρειδερός πλατύστερνος άντρας τον κανάκισε λίγο κι’ έπειτα τον ξανάβαλε στο στρώμα.
- Κοιμήσου τώρα … του ‘πε. Χόρτασε ύπνο. Γιατί … αργότερα … ποιός ξέρει …
Η μάνα ξαναπήρε τον λύχνο. Η κάμαρα σκοτείνιασε. Ο Θοδωράκης ξανάκλεισε τα μάτια. Αποκοιμήθηκε. Ολονυχτίς ονειρευόταν αρματωμένους άντρες, που κυνηγούσανε τους Τούρκους πάνω στα βουνά κι’ έρχονταν νύχτα σπίτι τους, αμίλητοι κι’ αθόρυβα ωσάν σκιές.