Ο Ερίμ το Εβραιόπουλο[i]
«- Σας τους Οβραίους, έλεγε ο φίλος μου ο Ισμαήλης ενώ ανηφορίζαμε στο κονάκι του, σας αφήκε ο Θεός στη γη για να δοκιμάσει τους ανθρώπους. Σας έβαλε να μετρήσετε τα δεντριά της και τα ζα της. Ούλα της γης τα καλά και τα κακά. Κι εσείς του δώκατε λαθεμένο λογαριασμό, με τρόπο. Μην τύχει και σας δώσει λίγα στο μοίρασμα. Κρύψατε στις σπηλιές μερικά γίδια. Φυλακώσατε μερικά πουλιά. Και τα δεντριά στις ρουμανιές δεν τις υπολογίσατε ξεπίτηδες. Μια κι ήτανε βαθιά κι ομιχλοσκεπασμένα και δύσκολα θα τα έβλεπε, τα βγάλατε απόξω. Κι έτσι τον ξεγελάσατε τον Αφέντη, κι άμα αυτός το ανακάλυψε ήταν αργά. Είχε περάσει η οργή του και σας είπε μοναχά σπαγγοραμένους».
Αυτά τσαμπούναγε ο Ισμαήλης, κι όταν φτάσαμε πια στο κονάκι του άνοιξε την πουκαμίσα του και μου ‘δειξε την πληγή.
«- Εσύ, μικρό παιδί Ερίμ. Θα μεγαλώσεις όμως. Θα μπεις στον νταϊφά του αφέντη μου και θα πολεμίσεις μαζί μας. Ούλους θα τους πολεμήσουμε. Και τους Γραικούς και τους Φραντζέζους και τους Ρούσους. Ούλους που πάνε κόντρα στα θελήματα του Σουλτάνου μας. Κι αυτούς εδώ τους γκιαουραίους που σκώνουνε τη μύτη, θα τους καταπιούμε ζωντανούς».
Τα ‘πε μονορούφι να ξαλαφρώσει. Χαμηλόφωνα μην τον ακούσουνε.
«- Αχ, Ανάπλι πόλη μας, σπίτι εσύ πια των ραγιάδων».
Απόσωσε το λόγο του και χάθηκε στο κονάκι.
Κοίταξα βαθιά την πόλη που γεννήθηκα. Φύτρα της έρημος οι γονέοι μου. Ξεριζωμένοι. Με τον καυτό ήλιο στις φλέβες τους. Γυρολόγοι με τον ημίονο και τα χαϊμαλιά. Και τα ξόρκια σουδιασμένα στα χωνιά με το λιβάνι και τη μέντα. Όμως εδώ ριζώσανε, στ’ Ανάπλι. Πιάσανε την καλή με ενέχυρα και δανειστικά. Είχανε και τα μαλάματα της Βηρθττός. Ξαφρισμένα, κρυφόλεγε η γραία μου, κι ο κύρης μου κοκκίνιζε και βλαστήμαγε τότες. Οβραίοι είμαστε. Άλλη μοίρα έχουμε.
Τούτο το φθινόπωρο στ’ Ανάπλι ήρθε με κρυφομιλήματα. Πρόωρα. Πίσω μας, τ’ Αρκαδικά βουνά κατάπιαν τα γνέφια στα γλήγορα. Μόνο η αγράμπελη στο Παλαμήδι δε βιάστηκε να μαραθεί. Έρχεται χειμώνας, και τούτα τα μέρη δε βολεύονται χωρίς μόσκο κι ευωδιά. Και τούτο το Παλαμήδι, από πίσω μας, πέτρινο σκιάδι που μας κρύβει τον ήλιο απ’ την αυλίτσα μας. Και δεν πολυβγαίνει η Ανεζίνα μου πια να τη βλέπω. Η γειτονοπούλα με τις ελιές στα μάτια. Παρά μόνο ακώ το τραγούδι της από μέσα. Από μακριά ακούγεται η φωνή του νταλάλη. Κραυγή βαθρακίσια καλύτερα σ’ αβυσσαλέο πηγάδι. Μόλις που καταλαβαίνεις τί λέει. Σήμερα, με το φονικό του Κυβερνήτη του κυρ_Γιαννάκη του Καποδίστρια, όλοι ξεσηκωθήκανε. Κάθε λίγο και λιγουλάκι ντελάλης. Όλοι επίποδός. Προεστοί και παπουτσήδες. Καλαμαράδες και μπαλωματήδες. Παπάδες και καπεταναίοι. Αλαφιασμένοι τρέχουν δώθε-κείθε. Σταυροκοπήματα, απειλές και κλάματα. Γραικοί, Τουρκιά, γύφτοι, Οβραίοι κι Αρμένηδες, όλοι ένα χαρμάνι. Ανακρίσεις, κατάρες, κουρνιαχτός. Και το αίμα ν’ ανάβει. Το λάδι στη φωτιά του γδικιωμού.
Αποσπερού, ήρθε στον αφέντη μου ο κυρ-Αλεξάκης ο Μοθωνιός. Παλιόφιλος του πατέρα μου. Έδεσε τον ψαρή του με το ξεφτισμένο χαλινάρι απόξω. Μπήκε κι έκατσε βολικά στο μιντάρι αλά τούρκα. Χάιδεψε τα γένια του αφηρημένα. Δεν ήξερε από πού ν’ αρχινήσει. «Γάδαρος γκρεμιέται, διάλος ορχιέται», ψιθύρισε κάποια στιγμή και στέναξε. «Μπόσικος άνθρωπος ήτανε ο Κυβερνήτης, Θεός σχωρέστονε. Πήγαινε και γυρεύοντας», είπε, κι ανακλαδίστηκε στο μιντέρι. Τα μάτια του πατέρα μου καρφώθηκαν στα δικά μου. Ήτανε απ’ τα βλέμματα τα βαριά κι ασήκωτα. Πρέπει να βιαστείς να χαμηλώσεις το δικό σου καταγής. «Πέρνα απόξω, Ερίμ, άμε στην Ανεζίνα να παίξεις». Διαταγή. Και στο κεφαλόσκαλο, τ’ Ανάπλι νυχτωμένο με τα λιγοστά του φώτα. Ανήσυχη μέρα. Πάνω που ριζώσαμε κι είδαμε αγανές μέρες και Θεού πρόσωπο, πάλι το καζάνι με το μπληγούρι που χοχλάζει. Και πετάει τις φυσούνες του και μας ζεματάει το πρόσωπο.
Στάθηκα στην αποθηκούλα μας κι έβλεπα το παραθυράκι αντίκρυ της Ανεζίνας. Μύριζε σαπουνόνερο από κει. Είχε τη γούβα της η μάνα μου κει μέσα και μπουγάδιαζε. Κράτησα την ανάσα μου. Η Ανεζίνα άρχιζε το τραγούδι. Ύστερα ερχόντανε ο αφέντης της και σταμάταγε. Έβγαζε τα κοκαλένια πασουμάκια και συγύραγε. Ο αφέντης της ήταν Ουλεμάς. Λόγιο τον λέγανε οι Γραικοί. Σε δυσμένεια. Κι από Γραικούς και Σουλτάνο. Και τώρα που τ’ Ανάπλι το ‘χουνε οι Ρωμηοί κι εμείς οι ξενομερίτες αποτραβηχτήκαμε εδώ κάτω από το Παλαμήδι, μια πιθαμή απ’ τα τειχιά του, κάτι τέτοιο αβέρτοι ανθρώποι σαν κι αυτόνε είναι ύποπτοι στο καινούργιο κουβέρνο.
Άρχισε ψιλόβροχο κι αναριγιάσανε τα πόδια μου με τα κοντά βρακιά. Η Ανεζίνα άλλαξε τελικά το σκοπό. Τον τράβηξε στο ναμάζι[ii]. Κι εγώ, μια άκουγα αυτήνε και μια τους πόντικες, απ’ τη μεριά της αποθηκούλας με το σαπουνόνερο, να κριτσανίζουν τα πάτερα. Η κουρτινέλλα είπιζε κι άφηνε λίγο μπογάζι. Ίσα-ίσα να βλέπω τί γινότανε μέσα. Έβλεπα τον κυρ-Μοθωνιό με τα χέρια ριγμένα στο πλάι να μιλάει στον κύρη μου. Κι ήξερα για το κρέντιτο που ήρθε να ζητήσει. Ήξερα γιατί τα θέλανε τα λεφτά οι Μαυρομιχαλαίοι. Όλα τα ήξερα, κι ακόμα, πώς ο κυρ-Αλεξάκης ο μοθωνιός ήτανε άνθρωπός τους. Κι ο επίσημος ζήτουλάς τους. Αυτοί κάνανε το φονικό κι ανακατέψανε τη Γραικιά τώρα που πήρε τ’ απάνω και σήκωσε το κεφάλι.
Άφησα το στήσιμο του αυτιού και έκανα να μπω. Το πόδι μου πήρε το μαστραπά που ‘χε η μάνα μου με το σαπουνόνερο και τον κουβάριασα στη σκάλα. Από το γδούπο σταματήσανε οι κουβέντες κι ο ψαλμός της Ανεζίνας. Έτρεξα σαν τρελός προς τα κάτω. Δυο-δυο τα σκαλιά. Χωρίς να το καταλάβω έφτασε στο στενούλι που βγαίνει στον Άγιο σπυρίδωνα. Στο φονικό. Εκεί που το Εβραιόπουλο, εγώ ο ερίμ, σήμερα το πρωί, παίζοντας με τ’ αδέρφια μου Γραικόπουλα και κάτι Τουρκάκια που ξέμειναν οι γονείς τους στ’ Ανάπλι, είδα κι άκουσα πολλά. Πρώτα πέρασε ο κυρ-Γιαννάκης. Ο Κυβερνήτης. Μ’ αργό βήμα και σκεφτικός. Είχε αρχίσει η λειτουργία του Άγιου. Ύστερα, απ’ το στενούλι, πέρασε ο ένας κόρακας, ο αδερφός. Αγριεμένος με πηδηχτό βήμα. Ύστερα το μπαμ, και μετά πέρασαν κι άλλοι κι άλλοι. Όλοι κυνηγούσανε κάτι. Το φονιά και την αιτία. Τη συνείδηση που ξεμαντάλωσε τις πόρτες κι έψαχνε γρήγορα για το Δικαστή! Ζάρωσα στη γωνιά και είδα. Είδα τον άλλο τον κόρακα, χτυπημένο. Τρέκλιζε. Τον βαρέσανε στρατιωτικοί. Κι ένα κρεολό, αβτζή υπηρέτη, που γύρναγε απ’ το κυνήγι κι έτυχε στο φονικό. Ένιωσα δύστυχος και πολύ μικρός μπροστά σ’ αυτά. Να με καταπιεί η γης ήθελα. Κι έτρεξα στ’ ανηφόρι του Ισμαήλη με φόρα. Να χαθώ μακριά απ’ το αίμα. Μπούχτισα από δαύτο. Να το βλέπω να κυλάει ποταμός. Και τώρα πάλι ρωμέικο. Ακόμα δεν καλοπατήσανε στη γη τους. Μυστήρια πράγματα. Μόνο τούτοι εδώ οι Γραικοί τόχουνε. Η κεφαλή μοπυ ζαλίστηκε και ζεματάει. Σαν τότες με τη θερμασιά στα ’24.
Τώρα τον ξέρω το λόγο του κύρη μου τον αυριανό. Θα μας καλέσει κοντά του. Μοσοξαπλωμένος στο μιντέρι. Θα ‘χει και το σακουλάκι με τα γρόσα και τις Αιγυπτιακές. Κρεμαστό απ’ την τραχηλιά. Ούλες του τις οικονομίες. Απ’ το γυρολόγι και τα δανειστικά. Το κλειδί της παράδεισος. Χωρίς τούτονε τον παρά δε σ’ ανοίγουνε ούτε φεγγίτη. Ούτε χαραμάδα πες καλύτερα. Και ξέρω τί θα μας πει έτσι που θα περιμένουμε όρθιοι κι ακούνητοι τον ορισμό του. Η μάνα θα κλαίει. Κι οι γάδαροι απόξω δεμένοι κι ούλο της το προικιό φορτωμένο σε δαύτους. Με τα χαϊμαλιά και τα κουδουνάκια. «Θ’ αφήσουμε τούτο τον τόπο», θα πει ξερά. «Θα τον αφήσουμε να βράσει στο ζουμί του. Να μείνουνε οι μισοί. Ύστερις θάρθουνε άλλοι τόσοι, πρόσφυγες ίσως, να φάνε τους άλλους μισούς. Κάθε τόπος έχει τη δικιά του μοίρα. Τούτοι εδώ όλο τρώγονται. Και τρώνε τους κυβερνήτες σα λουκουμάδες. Θα χαρίσω και το κρέντιτο στην σγορά. Και των Μαυρομιχαλαίων τα εκατό χρυσά θα τ’ αφήσω να μείνουνε χρωστούμενα. Θέλω την ησυχία μου. Και τη βόλεψή μου Άντε φορτώστε τώρα και το μαστραπά. Θα τονε χρειαστούμε στο Πόρτο-Δράκο που θα πάμε».
Δεν πρόλαβα να χαιρετίσω το φίλο μου τον Ισμαηλίτη. Ούτε την Ανεζίνα με το δροσερό της τραγούδι. Ούτε τον Ουλεμά τον κύρη της που ‘χε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου. Βρέθηκα στον αργείτικο κάμπο με τους δικούς μου. Πίσω τ’ αγαπημένο μου τ’ Ανάπλι, ένας τεράστιος πληγωμένος σταυραετός, που χούνιασε στη σπηλιά του Δράκου. Ξεχώριζα τις σταχτιές φτερούγες του ν’ αγγίζουν σπαρταρώντας τα τείχια του Παλαμηδιού. Να το σκεπάζουνε πέρα ως πέρα. Να σκεπάζουνε το κρίμα για το φονικό του κυρ-Γιαννάκη. Και τη ντροπή για τ’ αδερφικό το χέρι που σκώθηκε αιμοβόρικα. Και το τραγούδι της Ανεζίνας να φτάνει νανούρισμα στ’ αυτιά μου. Και σε λίγο ούτε φωνή ούτε αχός πίσωθέ μας πια, παρά μόνο τα χαϊμαλιά των γαδάρων μας να κουδουνίζουνε. Ντριν… ντριν… ντριν…
Εμείς οι Οβραίοι έχουμε άλλη μοίρα…
[i] Βασίλη Γεωργιάδη, «Έθνους πολύαθλου και πολύπλαγκτου Μνήμες», Διηγήματα, Αθήνα 1989
[ii] μωαμεθανική προσευχή