Η μιζέρια του πλούτου[1]
Παντού στην περίχαρη Δύση μας, επανέρχεται το φάντασμα της πενίας που εγγράφεται μες στην καρδιά μιας ανήκουστης αφθονίας, παντού στις νέες γενιές ριζώνει η ιδέα πως δεν εργαζόμαστε πια για να κερδίσουμε τη ζωή μας αλλά για να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας, δίχως καμία από τις εγγυήσεις που προσέφερε το κράτος πρόνοιας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Πώς να είσαι πιστός στην επιχείρηση όπου εργάζεσαι όταν από την μια μέρα στην άλλη μπορεί να βρεθείς στον δρόμο από μια ιδιοτροπία των μετόχων, όταν, έναντι ενός γελοίου μισθού, κάνεις επίμοχθες δουλειές που ίσως να τις διαδεχθούν άλλες, ακόμα πιο αχάριστες; Ολόκληρο το εργασιακό σύμπαν έχει υποστεί σημαντικές μεταλλαγές: όχι μόνο έχει καταργηθεί η επαγγελματική σταθερότητα, αλλά επιπλέον η πληροφορική πολυδυναμία δημιούργησε ένα καινούριο σταχανοβισμό που κυνηγά τον κενό χρόνο, συμπιέζει πολλά καθήκοντα μέσα σε ένα και μόνο άτομο και θέτει τους υπαλλήλους υπό πίεση[2]. Κι έτσι, καθώς επισημαίνουν όλοι οι μελετητές, έχουμε την πολύ γρήγορη φθορά των στελεχών και των διευθυνόντων για τους οποίους τίποτε δεν είναι κεκτημένο: και ο παραμικρός νυσταγμός πάνω στο μαλακό μαξιλάρι της ρουτίνας, είναι γι’ αυτούς μοιραίος[3], ο συναγωνισμός επιβάλλει στους πάντες εξοντωτικά ωράρια, ακροβατικές μεταστροφές της σκέψης. Ενώ η αρχαιότητα γίνεται συχνά ένα μειονέκτημα και σε ορισμένους τομείς αιχμής φαίνεται πως ο χρόνος αποδοτικότητας ενός ατόμου δεν ξεπερνάει αυτόν ενός τοπ-μόντελ ή ενός επαγγελματία αθλητή, διασώζωνται μόνο εκείνοι που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα – και καταρχάς την ιδιωτική τους ζωή. Με αυτές λοιπόν τις συνθήκες δεν είναι καθόλου περίεργο που όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι [αλλά όχι και Αμερικανοί][4] έλκονται από την προοπτική της μείωσης του χρόνου εργασίας προς όφελος των άλλων τρόπων ζωής. Έστω κι αν το γραφείο, το εργαστήριο παραμένουν οι χώροι της κοινής ζωής, αυτό που υποχωρεί είναι η ιδέα μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας που να αντιστοιχεί στα πτυχία που έχει κανείς, καθώς και η κλασική θεώρηση της εργασίας σαν μιας υπομονετικής ωρίμανσης και μεταμόρφωσης του εαυτού μας, μιας αρμονικής συνεργασίας μας με τον χρόνο για να γίνουμε οι καλύτεροι σε έναν τομέα. Αντ’ αυτού, τώρα κυριαρχεί η ιδέα πως η δουλειά είναι σαν ένα εμπόρευμα μιας χρήσης μικροδουλειές που τις δεχόμαστε και τις εγκαταλείπουμε δίχως συναισθηματικές εμπλοκές, λες και το επάγγελμα έχει γίνει ένα απλό παράρτημα της ζωής, κάτι που μεταβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Εξ ου το εξής παράδοξο: ενώ οι εργατικές τάξεις αποζητούν όλο και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, οι υψηλά ιστάμενοι σκοτώνονται στη δουλειά και προβάλλουν την υπερκόπωση σαν ένδειξη δύναμης. Φαίνεται πως σήμερα, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι λαϊκές μάζες υιοθετούν σιγά – σιγά την αριστοκρατική περιφρόνηση για την εργασία, ενώ η ελίτ αποδέχεται με ευχαρίστηση τη σκλαβιά της δουλειάς που άλλοτε ήταν η μοίρα της πλεμπάγιας. Με τον εξής προφανή κίνδυνο: οικειοποιούμενοι την εργασία, οι αφέντες οικειοποιούνται επίσης και τα πεπρωμένα του έθνους και τέλος θα αναλάβουν να συντηρούν όλους τους άλλους που θα έχουν περιέλθει σε κατάσταση ψυχαγωγούμενων δούλων.
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «η μιζέρια του πλούτου», σ. 34-36, εκδόσεις Αστάρτη, 2002.
[2] Daniel Cohen, Nos temps modernes, Κεφ. Ι, σ. 45 κ.ε., Flammarion, 2000.
[3] Ζ. Μ. Μεσσιέ: «δεν κρατάει κανείς για πολύ στους χώρους της αγοράς».
[4] «Ίσως να πρόκειται για μια ηθική προτεσταντική κληρονομιά ή ένα πάθος για υλικές αξίες, πάντως οι Αμερικανοί εργάζονται κατά μέσον όρο 350 ώρες τον χρόνο παραπάνω από τους Ευρωπαίους και οι πιο στρεσαρισμένοι σε αυτόν τον τομέα είναι οι πιο εύποροι, που πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειές τους για να διατηρήσουν τα εισοδήματά τους» (Robert Reich, Futur parfait, σ. 126 και 240).