Ντάρμα[1]
Την μέρα που ο υποστράτηγος Τζάγκο Αντία έγινε πενήντα χρονών, άρχισε να τον πονάει το κομμένο του πόδι. Του είχαν μιλήσει παλιότερα οι γιατροί γι’ αυτόν τον «φανταστικό πόνο», αλλά το πόδι έλειπε είκοσι χρόνια τώρα χωρίς να τον έχει ενοχλήσει καθόλου, κι έτσι, όταν ένιωσε μια σουβλιά πέντε πόντους κάτω από το πλαστικό του γόνατο, παραπάτησε όχι από τον πόνο αλλά από έκπληξη. Ήταν μικρό παραπάτημα, αλλά οι αξιωματικοί που βρίσκονταν γύρω του στράφηκαν αλλού, γιατί ήταν ο Τζάγκο Αντία και δεν παραπατούσε ποτέ. Οι νεώτεροι υπολοχαγοί κοκκίνισαν από συγκίνηση, γιατί πίστευαν ακράδαντα ότι ο Τζάγκο Αντία είναι βράχος ακίνητος κι αυτό το μικρό στραβοπάτημα και ο τρόπος με τον οποίο επανήλθε ακαριαία στο ολόισιο στρατιωτικό του παράστημα τους θύμιζε την μεταλλική ακαμψία της πειθαρχίας του, που την έβλεπες καθαρά στα γκρίζα του μάτια. Φημιζόταν για το βλέμμα του, για την ψυχρή μαυρίλα του θυμού του, για τις ικανότητές του στην στρατιωτική τακτική, για την ευκολία με την οποία «διάβαζε» το έδαφος στα πεδία της μάχης, για όλη του την σταδιοδρομία, από το χρυσό μετάλλιο στην Καρακβάσλα μέχρι την μάχη και τα μετάλλια στην Λεχ και την Διοίκηση των Βορειοανατολικών Συνόρων. Φημιζόταν για όλα αυτά, αλλά το επίκεντρο του θρύλου ήταν το πόδι. Υπήρχε κάτι τρομερό σ’ αυτήν την ιστορία, στο τί είχε συμβεί κι έτσι κανείς δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό. Ο Τζάγκο Αντία διέσχιζε ζούγκλες ντροπιάζοντας άντρες είκοσι χρόνια νεώτερούς του και ήταν λες και δεν είχε χάσει ποτέ το πόδι του. Γι’ αυτό οι μαθητές της Στρατιωτικής Ακαδημίας συνήθιζαν να μιμούνται το φέρσιμό του – την ευγένειά του, την δυστροπία του, την λεπτότητά με την οποία χειριζόταν το μαχαίρι και το πιρούνι, το αργό χαμόγελο. Ήθελαν να αποκτήσουν την σιγουριά του και πίστευαν ότι η μοναξιά του είναι σημάδι της ιδιοφυΐας του.
Έτσι, όταν έφυγε από το μπάρα κάνα, οι άντρες τον κοίταξαν με σεβασμό και, περιέργως, αυτό το μικρό στραβοπάτημα τους έκανε να πιστέψουν ακόμη περισσότερο στην δύναμή του. Είχαν κάνει πάρτυ για να γιορτάσουν κάποια μάλλον άγνωστη μάχη του συντάγματος πριν από μισό αιώνα, επειδή δεν τους επέτρεπε ποτέ να γίνει γιορτή για τον ίδιο. Όταν έφυγε, ξαπλώθηκαν στους καναπέδες πίνοντας τα ποτά τους και άρχισαν να λένε ιστορίες γι’ αυτόν. Το όνομά του ήταν Τζεχανγκίρ Αντία, αλλά εδώ και τριάντα χρόνια τώρα στις ιστορίες τους ήταν ο Τζάγκο Αντία. Μερικοί δεν ήξεραν καν το πραγματικό του όνομα.
Στο μεταξύ, ο Τζάγκο Αντία ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάτω από μια κουνουπιέρα, με τα χέρια ίσια στα πλευρά του το ένα του πόδι ίσιο κι αυτό – σαν να στεκόταν προσοχή – και το άλλο όρθιο δίπλα στο κρεβάτι και περίμενε να τον πάρει το όνειρό του. Κάθε βράδυ φανταζόταν ότι πέφτει ασταμάτητα μέσα στην νύχτα, γλιστρά μέσα από κρύο αέρα και σε κάποιο σημείο η πτώση γινόταν όνειρο και αποκοιμίοταν πέφτοντας ακόμη. Το έκανε αυτό από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, πολύ πριν από την εκπάιδευσή του στην σχολή αλεξιπτωτιστών και πολύ πριν από την πτώση στην Συλχέτ, προς τα εχθρικά πυρά και το επικίνδυνο έδαφος. Το είχε μέσα του από πολύ παλιά αυτό το άλμα και ήξερε που τον πήγαινε, αλλά τούτη την νύχτα ένας πόνος μεγάλωνε σ’ εκείνο το μέρος που δεν το είχε πια και προσπαθούσε να τον διώξει, να φανταστεί την ορμή του αέρα στον σβέρκο του, το πετάρισμα των ρούχων, το απόλυτο σκοτάδι αλλά μάταια. Ήταν ακόμη ξύπνιος.
_________________
[1] Βίκραμ Τσάντρα, «Ιστορίες της Βομβάης», Χαρλένικ Ελλάς Εκδοτική, 1998