Η δολοφονία του Γεωργίου[i]
Στην Αθήνα έφτασε τηλεγραφικώς από την Θεσσαλονίκη στα γραφεία της «Νέας Ημέρας» μια απροσδόκητη είδηση: Η δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ από τον Σχινά, έναν αλήτη φθισικό και ανισόροπο. Η είδηση μας φάνηκε τόσο απίθανη, που πριν την δώσουμε στο κοινό με παράρτημα, ανέβηκα στ’ Ανάκτορα μαζί με τον Πέτρο Μάνο – ήτανε στην Αθήνα, τον βρήκα στον δρόμο – να βεβαιωθώ και να πάρω λεπτομέρειες. Στην είσοδο του παλατιού συναντηθήκαμε με τον πρίγκιπα Ανδρέα. Ήτανε κλαμένος και τόσο συντριμένος, που δεν μπορέσαμε να του πάρουμε παραπάνω από δέκα λέξεις. Συλλογιζότανε πώς θα δεχότανε την είδηση ο Κωνσταντίνος στα Γιάννενα :
- Του τηλεγραφήσατε ; ρώτησα.
- Όχι ακόμα …
Δεν είχανε τολμήσει να του δώσουν το θλιβερό άγγελμα … Ο τρόπος που το έμαθε ήτανε σαν να επρόκειτο για την δολοφονία του πιο κοινού θνητού. Ετοιμαζότανε να φύγει για το Αργυρόκαστρο και ο υπαρχηγός του Επιτελείου Δούσμανης δούλευε στο γραφείο του, συντάσσοντας τις διαταγές γι’ αυτήν την αναχώρηση, όταν ο διευθυντής της τηλεγραφικής υπηρεσίας του Στρατηγείου, Λεοντάρης, μπήκε λαχανιασμένος για να του πει :
- Σκότωσαν τον Γεώργιο !
- Πώς το ξέρεις ;
- Αυτή τη στιγμή πέρασε από τη Λάρισα τηλεγράφημα του Πάλη από την Θεσσαλονίκη στην κυβέρνηση. Ο τηλεγραφητής Λαρίσης Δούσης με πληροφόρησε γι’ αυτό. Τί με συμβουλεύετε να κάμω ;
- Έλα μαζί μου.
Ταραγμένος ο Δούσμανης πάει στο τηλεγραφείο, παίρνει την Λάρισα και βεβαιώνεται για την απαίσια είδηση. Έτρεξε αμέσως στην κατοικία του Κωνσταντίνου. Τον βρήκε να κατεβαίνει στην εσωτερική σκάλα : Πήγαινε να επισκεφτεί πριν από το δείπνο την πριγκίπισα Μαρία και τον Γεώργιο.
- Ας ανεβούμε πάνω, Υψηλότατε – του είπε περίλυπος.
- Τί τρέχει ;
- Κάτι πολύ σπουδαίον Υψηλότατε …
Όταν έφτασαν στην μικρή αίθουσα υποδοχής του είπε :
- Αυτήν την στιγμήν έλαβα μια πολύ λυπηράν είδησιν.
- Από την Θεσσαλονίκη ; - Ρώτησε ο Κωνσταντίνος σαν να είχε κάποιο προαίσθημα.
- Μάλιστα, Υψηλότατε … Εδολοφόνησαν τον σεπτόν Σας πατέρα …
Το πρόσωπό του έγινε κατάχλωμο, τσάκισε στα κλάματα και έμεινε ύστερα για κάμποσο σιωπηλός. Έπειτα, σηκώθηκε για να φύγει να πάει στην πριγκίπισα Μαρία. Ο Δούσμανης δεν τον άφησε : Πήγε αυτός στην Μαρία, την έστειλε να τον παρηγορήση και πήγε στο γραφείο του να ετοιμάσει την αναχώρηση του Κωνσταντίνου για την Αθήνα. Η πρωτεύουσα ήταν αναστατωμένη επί πολλές μέρες και σ’ όλη την διάρκεια των ανακρίσεων, που είχαν ανατεθεί στον δικαστή Κανταρέ. Ο Βασιλιάς είχε βγει περίπατο με τον υπασπιστή του ταγματάρχη του πυροβολικού Φραγκούδη. Ο δολοφόνος τον είχε πάρει από πίσω και τον πυροβόλησε από πολύ μικρή απόσταση. Ο Βασιλιάς σωριάστηκε. Τον μεταφέρανε αμέσως στο νοσοκομείο – Ορφανοτροφείο Παπάφη – όπου σε λίγο ξεψύχησε. Από ‘κει τον μεταφέρανε στο σπίτι του Κλέωνα Χατζηλαζάρου και την άλλη μέρα στην Αθήνα όπου του γίνηκε η μεγαλοπρεπέστερη κηδεία που είδε ποτέ η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Ο λαός τον εθρήνησε με την καρδιά του. Πενήντα χρόνια Βασιλιάς είχε υπηρετήσει το Έθνος με φρονιμάδα, καρτερία και αγαθότητα και κανείς δεν είχε από τους υπηκόους του πενθήσει εξ αιτίας του. Η μεγαλύτερή του υπηρεσία ήταν ότι έδωσε στον Βενιζέλο την εξουσία ενώ δεν είχε κομματική δύναμη, όπως μετά του έδωσε και τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Τον βοήθησε να γίνει πανίσχυρος και τον υποστήριξε σε όλες τις εθνικές ενέργειες. Είχε ακολουθήσει την εκστρατεία, έμενε στην Θεσσαλονίκη για να δώσει αίγλη στην κατοχή μας απέναντι των Βούλγαρων και μια μέρα εκεί που συζητούσαν τις διαφορές μας με αυτούς, έπιασε θερμά και τα δυο χέρια του Βενιζέλου λέγοντας :
- Πρόεδρέ μου, τας Σέρρας ! … Να πάρωμε τας Σέρρας.
Αντιπαθούσε τον Γερμανό Αυτοκράτορα και ήτανε μεγάλος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. Αν ζούσε δεν θα είχαμε διχασμό στον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο ή, πάντως, η κατάσταση θάπαιρνε διαφορετική μορφή. Την δολοφονία του Γεώργιου σκέπασε σκοτεινό μυστήριο, που έγινε ακόμα πιο σκοτεινό όταν ο δολοφόνος, από ασυγχώρητη αμέλεια της φρουράς που τον φύλαγε, άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του Διοικητηρίου που τον είχανε μεταφέρει γι’ ανάκριση, πήδησε κάτω και σκοτώθηκε. Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι η Βασίλισα Όλγα πήγε στην φυλακή και τον είδε δύο φορές και κουβέντιασε μαζί του πολλή ώρα. Η ανάκριση είτε δεν μπόρεσε είτε ίσως δεν θέλησε να επεκταθεί στην εξιχνίαση των λόγων που έσπρωξαν τον Σχινά στην στυγερή του πράξη και των προσώπων που στέκονταν πίσω απ’ αυτόν.
Ο Κανταρές, ωστόσο, είπε εμπιστευτικά σε φίλους του ότι ο Σχινάς είχε γίνει όργανο ανθρώπων που ενεργούσαν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων ξένης Δύναμης. Την ίδια γνώμη διατύπωσε και ο πρίγκιπας Νικόλαος, στρατιωτικός διοικητής τότε της Θεσσαλονίκης, στον αρχηγό του πυροβολικού και φίλο του Παρασκευόπουλο, που πήγε να τον συλληπηθεί :
- Η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον αναρχικών, αλλά πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων.
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι το νήμα της σκοτεινής αυτής υποθέσεως κρατούσε, κατά πάσαν πιθανότητα, αν μη βεβαιότητα, το Βερολίνο.
[i] Σπύρου Μελά, «Οι Πόλεμοι του 1912 – 1913», κεφ. ΜΖ΄, σελ. 416-418, εκδοτικός οίκος Μπίρης, Αθήναι 1972.