Αλέξανδρος – προμηνύματα θανάτου[1]
Με τί αγωνία θα κατέβαιναν για την πανάρχαια πόλη[2] στρατιώτες κ’ επικεφαλής του στρατού! Άλλοι με φόβους, κι αλλοί μ’ ελπίδες για νέες εκστρατείες!...
Πέρασαν τον Τίγρι και φάνηκαν μακρυά οι επάλξεις της πελώριας πρωτεύουσας…
Χαλδαίοι αστρολόγοι της, ιερείς, οι πιο σπουδαίοι, βγήκανε σε προϋπάντησή τους. Σιμώσανε και πήραν κατά μέρος τον Αλέξανδρο, τούπαν να μην μπη στην Βαβυλώνα, τους τόπε με την ίδια φωνή του ο θεός ο Βήλος, δεν είναι για καλό του – προσώρας τουλάχιστον!...[3]
- Μάντις δ’ άριστος όστις εικάζει καλώς, τους απάντησε κείνος, με τον στίχο του Ευριπίδη.
- Μα, βασιλιά, τούπαν οι Χαλδαίοι, τουλάχιστον μην μπης κοιτώντας δυτικά, μήτε απ’ αυτήν την όχθη του ποταμού, παρά κάνε το γύρο, ίσαμε να δης ανατολικά!...
Διάταξε λοιπόν να στρατοπεδεύσουν στ’ ανατολικά εκεί του Ευφράτη κι αυτός κατέβηκε στην όχθη, να συνεχίση έτσι να κάνη το γύρο και νάμπη από δυτικά στην πόλη. Αλλά τον εμπόδισαν οι όλο έλη όχθες εκείνου του ποταμού, γιατί μονάχα στην πόλη μέσα υπήρχαν γέφυρες και χρειαζόταν βόλτα μεγάλη για να βρεθή μπρος στις δυτικές συνοικίες της Βαβυλώνας. Και τότε, λεν, τον ζύγωσε ο Ανάξαρχος, ο σοφιστής και με φιλοσοφικά επιχειρήματα τον απάλλαξε απ’ την δεισιδαιμονία[4] – μα πιθανώτερο είναι, βέβαια, πως ο Αλέξανδρος, έπειτ’ απ’ την πρώτη εντύπωση θα σκέφτηκε λογικώτερα και θα βρήκε ασόβαρο το πράγμα, να κάθεται τώρα να χάνη την ώρα του φέρνοντας βόλτα την Βαβυλώνα και θα λογάριασε ασφαλώς παραπάνω το πώς θα τόπαιρναν στρατός και λαός εκεί, να τόνε βλέπουνε τόσο ν’ ανησυχή, παρά τον κίνδυνο που του «προμήναγε» τάχα η μαντεία, πέρα που δεν μπορεί κιόλας να μην ήξερε για ποιο συγκεκριμένο λόγο δεν θέλαν οι Χαλδαίοι να μπη στην πόλη: απ’ το 330 είχε διατάξει να ξαναχτίσουν τον πελώριο ναό του Βήλου, που από τον καιρό του Ξέρξη κείτονταν ερείπια. Αλλά με την απουσία του το ξαναχτίσιμο σταμάτησε – αφού οι Χαλδαίοι κάναν ό,τι πέρασ’ απ’ το χέρι τους για να μην χάσουν τα λίαν γενναία εισοδήματα από τα πλούσια χτήματα που προωρίζονταν για την συντήρηση του ναού.
Να γιατί απαγόρευαν έτσι τ’ άστρα, ή τέλος πάντων δυσκόλευαν όσο μπορούσαν, να βρεθή ο Αλέξανδρος μέσα στην Βαβυλώνα!...
Παρά την συμβουλή των Χαλδαίων λοιπόν αυτός επικεφαλής της στρατιάς μπήκε από τις ανατολικές συνοικίες της πόλης. Κ’ οι βαβυλώνιοι τον υποδέχτηκαν με χαρά και γιόρτασαν τον γυρισμό του με πανηγύρια και συμπόσια.
Κατά τον Αριστόβουλο, ζούσε στην Βαβυλώνα ένας αμφιπολίτης Πειθαγόρας, σπλαχνοσκόπος έμπειρος, από ιερατική γενιά. Ο αδερφός του ο Απολλόδωρος, στρατηγός της χώρας απ’ το 331, αναγκασμένος να πάη με τα τμήματά του να συναντήση τον Αλέξανδρο που γύρναγε αππ’ την Ινδική και τρομαγμένος απ’ τις βαρειές τιμωρίες πούχανε πέσει σ’ όσους σατράπες είχανε βρεθή ένοχοι, γράφει στον αδερφό του να σπλαχνοσκοπήση τί του μελλόταν. Ο Πειθαγόρας τον ερώτησε για ποιόν κυρίως φοβάται και θέλει να μάθή κι αυτός του λέει γι’ Αλέξανδρο κ’ Ηφαιστίωνα. Θυσιάζει λοιπόν ο μάντης και του γράφει στα Εκτάβανα πως Ηφαιστίων σε λίγο δεν θα υπάρχη ανάμεσά τους!... Και το γράμμα ήρθε στον Απολλόδωρο μια μέρα πριν πεθάνη ο Ηφαιστίων! Θυσιάζει έπειτα γι’ Αλέξανδρο και τα ίδια βρίσκει! Το γράφει στον Απολλόδωρο – κι αυτός, για να δείξη του βασιλιά πως περισσότερο κι απ’ τον εαυτό του νοιαζότανε για κείνον, που πάει και του λέει τη μαντεία π’ αλήθεψ’ έτσι για τον φίλο του και πως επειδή τίποτα καλό και γι’ αυτόν δεν είδε στα σπλάχνα πούψαξ’ ο αδερφός του, να φυλάγεται, ν’ αποφεύγη τους κινδύνους, απ’ όπου κ’ οι θεοί τον αποτρέπουν. Ο Αλέξανδρος, σα φτάνη στην Βαβυλώνα, φωνάζει τον Πειθαγόρα και τον ρωτάει τί σημάδια είδε κ’ έγραψε τ’ αδερφού του. Άβολο ήταν, του λέει εκείνος, του σφαχτού το σκώτι![5] Ο Αλέξανδρος ευχαριστεί τον μάντη, που έτσι ανοιχτά κ’ ίσια τούπε την αλήθεια και τον αφήνει να πάη, χωρίς κακή διάθεση απέναντί του για ό,τι άκουσε – αλλ’ απορεί τώρα και για την σύμπτωση τούτη της ελληνικής μαντείας μ’ όσα του ‘χανε προείπει επίσης οι μάγοι αστρολόγοι, αποτρέποντάς τον νάμπη στη Βαβυλώνα!...
…Κι άρχισε τώρα να νιώθη άσκημα, φραγμένος μες στα τείχη αυτά της μοιραίας πόλης – πούπρεπ’ ίσως νάχη αποφύγει.
[1] Johann Gustav Droysen, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μτφρ. Ρένος Η. Αποστολίδης, σελ. 677-679, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 1993
[2] Βαβυλώνα
[3] Αρριανός, Ζ΄16, 5 κ.ε. Κατά τον Πλούταρχο [Αλέξανδρος, ΟΓ΄] και τον Διόδωρο [ΙΖ΄112] οι Χαλδαίοι φοβόνταν να μιλήσουν στον Αλέξανδρο και του μήνυσαν τις συμβουλές τους με τον Νέαρχο, πούχε φτάσει κιόλας με τον στόλο.
[4] Αυτά από τον Διόδωρο, ο.π., 4-5. Ο Πλούταρχος λέει πως ο Αλέξανδρος δεν έδωσε σημασία στην συμβουλή των Χαλδαίων, αλλά πλησιάζοντας στα τείχη είδε κοράκια να τσακώνονταν και πολλά τους να πέφτουν ψόφια μπρος του. Ο Ιουστίνος [XII, 13, 3 κ.ε.] αναφέρει πως αυτά έγιναν στα Βόρσιππα. Πλην όμως η ιερή αυτή πόλη βρισκόταν στην δυτική όχθη του Ευφράτη. [βλ. και Kiepert, Atlas antiquus, IV, Kt. Σήμερα πια. 10χλμ ανατολικά της κύριας κοίτης του, καθώς φαίνεται και στον Times Atlas, 34, M6. Οπωσδήποτε, η απόσταση που δίνει αντίστοιχα ο Διόδωρος, ο.π., χωρίς να λέη την πόλη: εις άλλην ατραπόν παρήλλαξε την Βαβυλώνα και καταστρατοπεδεύσας από σταδίων διακοσίων (37χλμ) ησυχίαν είχεν, μοιάζει ν’ ανταποκρίνεται στην απόσταση Βαβυλώνας – Βόρσιππων (κάπου 20χλμ στον χάρτη). Kleine Pauly, I, 931 και τοπογραφικό στην RE, II, 1, 2688.]
[5] [Αρριανός, Ζ΄18, 1-5: άλοβόν οι το ήπαρ εγένετο του ιερείου. Ερομένου δε (Αλεξάνδρου) ό,τι νοοί το σημείον, μέγα ειπείν είναι χαλεπόν. Πλούταρχος, Αλέξανδρος, ΟΓ΄3-5. Ίδιους οιωνούς βλ. στον Πλούταρχο (Πύρρος, Λ΄5, Αγησίλαος, Θ΄5), στον Ξενοφώντα (Ελληνικά, Γ΄4, 15) και κυρίως στον Ευριπίδη (Ηλέκτρα, 827-9): Και λοβός μεν ου προσήν / σπλάχνοις, πύλαι δε και δοχαί χολής πέλας / κακάς έφαινον τω σκοπούντι προσβολάς, με τ’ αντίστοιχα σχόλια του C. Keene, London, 1893, 82.]