Από την μητριαρχία στην πατριαρχία[1]
Η μητριαρχία είναι η κοινωνική οργάνωση που εκφράζει την χειραγώγηση του νηπιακού ακόμη αρσενικού από την μάννα. Εδώ είναι που δικαιώνεται κι ο αδόκιμος κατά τα άλλα όρος «Μητριαρχία». Σε καμιάν άλλη, αλήθεια. Περίοδο η Γυναίκα δεν απόχτησε τόση επιρροή και σε καμιάν άλλη η ορθοφροσύνη της, το πάθος της αφοσίωσης και η αυτοθυσία της, οι μεγαλειακοί αυτοί καρποί του μητρικού της φυσικού, δεν κυβέρνησαν πιο ουσιαστικά και πιο ευεργετικά τη ζωή και την πορεία του ανθρώπου. Η λέξη που σημαίνει «ελευθερία» πρωτοβρίσκεται γραμμένη σε Σουμεριακό κείμενο των τελευταίων αιώνων της 3ης χιλιετηρίδας. Εδώ και λίγο, ωστόσο, παρατηρήθηκε πως η λέξη τούτη, «άμαργι», σημείνει κατά γράμμα «Γυρισμό στην Μητέρα». Γιατί οι Σουμέριοι μεταχειρίζονται το σχήμα αυτό για να διατυπώσουν την ιδέα της ελευθερίας, οι Σουμεριολόγοι δεν το ξέρουν. Το κείμενο όμως όπου πρωτοχαράζεται η λέξη αυτή, αναγράφεται πολλά από τα δεινά της μεταμητριαρχικής και στυγνά πατριαρχικής πολιτικής κοινωνίας[2]. Ίσως έτσι ο «Γυρισμός στην Μητέρα» να σημαίνει, σαν «ελευθερία», την λύτρωση απ’ αυτά τα δεινά, τον γυρισμό του ανθρώπου στην ισοκρατία των φυλετικών θεσμών, στην σφαίρα της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της γαλήνης μιας νοσταλγικής εποχής, που στην κορυφή της αφέντευε η δίκαια κρίση, η προστασία και το φίλτρο της μάννας. Πάνω στον δεσμό της Μάννας με το Παιδί και στην Ομαδική Μητρότητα σχηματίζεται η Κοινωνία. Είναι η ομάδα των παιδιών, ενδόγαμη πρώτα κι’ εξώγαμη ύστερα, των συγκεκριμένων γύρω από τις γεννήτρες, θρέφτρες και προστάτισσες μάννες.
Ο Πρωτόγονος καταμερισμός της δουλειάς στερεώνει την μητριαρχική θέση της γυναίκας. Τα μητρικά της χρέη την κρατούν στην προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση, ενώ ο άντρας λείπει συνέχεια κυνηγώντας ή πολεμώντας. Όλη η άλλη, εκτός από την κυνηγητική, βιοσυντηρητική δραστηριότητα της πρωτόγονης κοινωνίας πέφτει στην γυναίκα. Αυτή εξακολουθεί την καρποσυλλογή που συμπληρώνει το κυνήγι. Αυτή στερεώνει και την κατοικία, όπως κάθε θηλυκό, ανάμεσα στα ζώα, τη φωλιά του. Αυτή δουλεύει και τα δέρματα, για στρωσίδια και ενδύματα, αυτή είναι που πλέκει τα καλάθια. Από την καλαθοπλεκτική της ξεπηδούν η αγγειοπλαστική, η πλεκτική κι’ η υφαντική της παραπέρα. Η διακοσμητική, η ζωγραφική, η χαρακτική, η βαφική στα δέρματα, στα υφάσματα, στα σύνεργα και στα στολίσματα, βγαίνουν απ0ό τα χέρια της γυναίκας. Η πρώτη καλλιέργεια, η σκαλιστική, που βγαίνει από την καρποσυλλογή κι’ η γεωργία στη συνέχεια που γεννιέται από την σκαλιστική καλλιέργεια και που μένει στα χέρια των γυναικών μέχρι την εφεύρεση του αλετριού, είναι ανακάλυψη δική της. Στην γυναίκα ανήκει, έτσι, η πρωταρχή των τεχνών, που θα τις αναπτύξει αργότερα στα μεγαλειακά του πολιτισμού κατορθώματα ο άντρας. Επειδή, όπως είναι επόμενο, η μόνη οικονομική αξία στα παλαιότερα στάδια είναι η παραγωγικότητα, η γυναίκα, ο μόνος παραγωγός στα στάδια αυτά, είναι το κέντρο της πρωτόγονης οικονομίας.
Η μητριαρχία ακμάζει, έτσι, στην τοτεμική περίοδο, όπου το κυνήγι, δουλειά των αντρών κι’ η καρποσυλλογή, δουλειά των γυναικών, είναι οι κύριοι πόροι. Με το ημέρωμα όμως των αγριμιών βγαίνει από το κυνήγι η κτηνοτροφία κι από την καρποσυλλογή, με την καλλιέργεια των σπόρων, η γεωργία. Είναι τα ξεκινήματα της περιουσιακής ιδιοκτησίας που κλονίζει την κοινοκτημονική βάση και την ισοκρατική ισορροπία των σχέσεων της παλαιότερης κοινωνίας. Μα κι’ η κτηνοτροφία βγαίνει από την σφαίρα του κυνηγιού, μένει στα χέρια των αντρών κι’ έτσι το πέρασμα από την κυνηγητική στην κτηνοτροφική οικονομία αλλάζει ριζικά τη θέση του άντρα. Πρώτα βρισκόταν σ’ υπηρετική εξάρτηση από το γένος της (κάθε) γυναίκας του, γιατί δεν είχε να προσφέρει σ’ αυτό παρά το μερίδιό του από το κυνήγι. Ο λόγος που κάνει τον άντρα να γυρεύει την ανεξαρτησία του από το γένος της γυναίκας του, είναι η θέλησή του να σιγουρέψει την αναγνώριση των παιδιών του σαν δικών του παιδιών (κι όχι της μάννας τους) και το δικαίωμα ν’ αφήσει σ’ αυτά την περιουσία του, που αλλοιώς περνά στο μητρικό του γένος.
Στους Αιγειακούς πολιτισμούς η Μητριαρχία είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μόνο επιβίωση του φαινομένου διαπιστώνεται. Από την Μέση Μινωϊκή περίοδο παρουσιάζεται ο αρσενικός Μινωϊκός θεός, γυιος ή αγαπητικός ή και τα δύο, της Μεγάλης Θεάς, «αντιπροσωπεύοντας την πατριαρχική ‘αρχή’, που γεννιέται μέσα από την μητριαρχία». Από την Τρίτη Υστερομινωϊκή μας έρχεται η τοιχογραφία της «Αγίας Τριάδας». Μαζί με τις γυναίκες που ιερουργούν, παρουσιάζεται εδώ κι ένας λευκοντυμένος λυράρης. Στα οικουμενικά παράλληλα, οι γυναικοντυμένοι ιερείς μαρτυρούν την εισχώρηση του αρσενικού στις γυναικείες ιεραρχίες. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να παρατηρηθεί είναι το εξής: Την προοδευτική διάλυση της μητριαρχικής τάξης την προδίδει η περίτεχνη καλλιέργεια της γυναικείας ομορφιάς, που μαρτυρούν οι Κρητομυκηναϊκές τοιχογραφίες. Η καλλιέργεια αυτή μαρτυρεί πως η γυναίκα, χάνοντας πια τις άλλες αξίες της, καλλιεργεί την ηδονιστική της αξία. Στην σύγκρουση, έτσι, της Ελληνικής πατριαρχίας με την Προελληνιστική μητριαρχία, η νίκη της πρώτης είναι απ’ όλα τα μέρη αποφασιστική.
Σιωπηλή ή βουερή, ισόζυγη ή μονόζυγη, ήμερη ή δραματική η σύγκρουση της Ελληνικής πατριαρχίας με την Αιγαιακή μητριαρχία απλώνεται σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής: στους τύπους των φυλογονικών συσχετισμών, στην οικογενειακή διάρθρωση, στο σύστημα της συγγένειας, στην γενεαλογική παράδοση, στην κληρονομική γραμμά, στον καταμερισμό των οικονομικών λειτουργιών, στην βασιλεία, στην λατρεία, στην θρησκεία. Η παλαιά μορφή της λατρείας με την βασιλέυουσα γυναίκα – θεότητα αντικατασταίνεται με την βροντερή παρουσία ενός κυρίαρχου αρσενικού θεού.
[1] Βούλα Λαμπροπούλου, «Φιλοσοφία των Φύλλων», σελ. 32-35, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1984
[2] «…υπάρχει ένας περσικός μύθος της δημιουργίας του κόσμου, που προηγείται του βιβλικού. Σε αυτόν τον μύθο μια γυναίκα δημιουργεί τον κόσμο και τον δημιουργεί με την πράξη της φυσικής δημιουργικότητας που είναι δική της και που δεν μπορούν να την μιμηθούν οι άντρες. Γεννά έναν μεγάλο αριθμό γυιών. Οι γυιοι, παραξενεμένοι πολύ απ’ αυτήν την πράξη που δεν μπορούν να την μιμηθούν, τρομάζουν. Σκέφτονται: «Ποιος μάς λέει ότι, αφού μπορεί να δίνει ζωή, δεν μπορεί και να παίρνει τη ζωή;» Κι έτσι εξ αιτίας αυτού του φόβου τους γι’ αυτήν την μυστηριώδη ικανότητα της γυναίκας και την αντίστροφη δυνατότητά της, την σκοτώνουν» (F. Fromm-Reichmann, On the denial of woman’s sexual pleasure ‘Περί της άρνησης της σεξουαλικής απόλαυσης της γυναίκας’, σ. 122).