Το πορτρέτο του στρατευμένου ηλίθιου[1]
Ο 18ος αιώνας διέκρινε δύο μορφές ηλιθιότητας : η πρώτη, που ταυτίστηκε με την προκατάληψη δηλαδή με τα όσα κληρονομούνται ανεξέλεγκτα, θα γινόταν ο στόχος της προοδευτικής σκέψης προτού η τελευταία βυθιστεί κι αυτή με τη σειρά της σε μια άλλη μορφή βλακείας, ακόμα χειρότερης, εκείνης που συνίσταται στην ειδωλοποίηση της Ιστορίας, της Επιστήμης, της Τεχνολογίας. Αλλά ο Διαφωτισμός, διατηρώντας κάποια στοιχεία συντηρητικού χριστιανισμού, εγκωμίαζε επίσης, με ένα συγκαλυμμένο τρόπο, την κατάσταση της φύσης, το μακάριο αμαθή που παραμένει ηθικός και ενάρετος χάρη στην αποβλάκωσή του. Οι ταπεινοί, οι φτωχοί, οι αγρότες δεν χρειάζονται καμιά μόρφωση. Αυτή προορίζεται μόνο για τις πεφωτισμένες τάξεις.
Στον επόμενο αιώνα βρίσκουμε ένα κατάλοιπο αυτής της απολογίας του στοιχειώδους στη μορφή του Ηλίθιου. Σε μια θετικιστική εποχή, αφοσιωμένη στη γνώση, το σχολείο, τη βιομηχανία, αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια επιβίωση ή μια διανοητική μειονεξία. Ίσως να μην διαθέτει το εκλεπτυσμένο πνεύμα των σοφών, αλλά μες στην ηλιθιότητά του μιλάει μια γλώσσα πολύ πιο ουσιαστική από τη γλώσσα του λογικού. Τη γλώσσα της καρδιάς, ακόμα και της ψυχής. Ο Ηλίθιος είναι ένας ήρωας του αυθεντικού συναισθήματος ενάντια στον εκφυλισμένο πολιτισμό. Ο Ντοστογιέφσκυ θα εξυψώσει αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, κάνοντας τον Πρίγκιπα Μίσκιν ένα πλάσμα έξω από τα κοινά μέτρα, σχεδόν μια μετενσάρκωση του Χριστού : ενήλικος με παιδική ψυχή, έγινε πτωχός τω πνεύματι λόγω της επιληψίας, λες και η αρρώστιά του ήταν κάτι το θεόσταλτο. Γιατί αυτός ο αγαθούλης κεραυνώνει τους άλλους με τη διορατικότητά του, προκαλεί καταιγίδες που τον καθιστούν μισητό και σαγηνευτικό ταυτόχρονα. «Αχ, πρίγκιπα, έχετε μια αφέλεια και μια αθωότητα που όμοιές τους δεν γνώρισε μήτε η εποχή του χρυσού. Και ξαφνικά, η βαθιά ψυχολογική σας διεισδυτικότητα διαπερνά τον άνθρωπο σαν βέλος», του λέει ένας από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Μέσα από αυτόν μιλάει μια αρχέγονη, σχεδόν θεϊκή σοφία που σκανδαλίζει, καταλύει τις κοσμικές συμβατικότητες. Ρομαντική αντιστροφή των αξιών : αυτοί που κατέχουν την αλήθεια δεν είναι πια οι ισχυροί και οι λόγιοι, αλλά οι περιθωριακοί. Ο αφελής, ο καθυστερημένος συναντά όλους εκείνους τους ήρωες του αντί- μοντερνισμού, το παιδί, τον τρελό, τον καλλιτέχνη, τον αντάρτη, τον άγριο, που διακατέχονται ακόμα από κάτι το θεμελιακό.
Η εποχή μας έχει πάψει να σέβεται την μελέτη και την μόρφωση. Τα είδωλά της βρίσκονται αλλού : στην «γκλαμουριά», την κομπίνα, τον σουσουδισμό. Το πιο δημοφιλές από τα «μίντιά» μας, η τηλεόραση, καταφέρνει μερικές φορές να διευρύνει ως το μη περαιτέρω τα όρια της μηδαμινότητας, σε σημείο που εξαναγκαζόμαστε να σωπάσουμε, γοητευμένοι ή εξουθενωμένοι. Μια και σήμερα αυτοί που αποστρέφονται την μωρολογία, του αυτοσχηματισμούς, την αυτάρεσκη κουφότητα θεωρούνται βλάκες, έχει σχεδόν χαθεί η ντροπή που, μέχρι πρόσφατα, περιέβαλλε τους κουμπούρες και τους απαίδευτους. Αντίθετα μάλιστα, τους βλέπουμε να κυριαρχούν στα «μίντια» σαν ράθυμοι βασιλιάδες που όχι μόνο δεν κοκκινίζουν καθόλου για την αμάθειά τους, αλλά αντίθετα την θεωρούν τιμή τους και καμάρι τους. Και το χειρότερο : είναι οι εκπρόσωποι μιας στρατευμένης, χολερικής βλακείας που μισεί θανάσιμα το καθετί το πνευματικό. Στην λέξη «κουλτούρα» βγάζουν περίστροφο – επικαλούμενη το ρεκόρ τους στην τηλεθέαση ή την ακροαματικότητα – και μαζί μα το κοινό τους γιουχάρουν όλους τους σνομπ, τους σχολαστικούς, τους ξενέρωτους που δεν εκστασιάζονται μπροστά στο μεγάλο «μιντιο-διαφημιστικό» τσίρκουλο. Μη αρκούμενοι να χλευάζουν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο, θέλουν σώνει και καλά να τα υποκαταστήσουν, να αποδείξουν με το προσωπικό τους παράδειγμα πως η επιτυχία και το χρήμα δεν περνούν πια μέσα από τους ναούς της γνώσης. Ο πεισματικός κρετινισμός τους δεν ανέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση της δεσποτείας του, τα πάντα οφείλουν να υποχωρούν μπροστά στην υπερφίαλη σαχλότητά τους που χρησιμοποιεί όλα τα όπλα του «οχαδελφισμού», της χυδαιότητας, της χαμέρπειας. Και η μωρία τους είναι ακαταμάχητη, επειδή αποκλείει κάθε ιδέα απόστασης και ειρωνείας. Η θριαμβευτική επιστροφή του αγράμματου στα καθοδικά δίκτυα επιτελείται κάτω από το διπλό σήμα της υπερηφάνειας και του αγώνα : δεν είναι πια ο αδαής που έχει επίγνωση της κατωτερότητάς του, αλλά ο μεγαλόστομος που με τα γαυγίσματά του κόβει την οποιαδήποτε αντιλογία. Αν ο επιθετικός ηλίθιος κατορθώσει κάποτε να γίνει απόλυτος άρχοντας της κοινωνίας μας, τότε ο καλλιεργημένος άνθρωπος θα καταντήσει να θεωρείται ευήθης, σαν ε΄να αξιοπερίεργο δείγμα αυτής της εξαφανιζόμενης φυλής που εξακολουθεί ακόμα να ευλαβείται το βιβλίο, το ήθος και την σκέψη.
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «Ο Πειρασμός της Αθωότητας», σ. 95-97, εκδόσεις Αστάρτη, 1995.