Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Διηγήματα

Ο Ερίμ το Εβραιόπουλο[i]

«- Σας τους Οβραίους, έλεγε ο φίλος μου ο Ισμαήλης ενώ ανηφορίζαμε στο κονάκι του, σας αφήκε ο Θεός στη γη για να δοκιμάσει τους ανθρώπους. Σας έβαλε να μετρήσετε τα δεντριά της και τα ζα της. Ούλα της γης τα καλά και τα κακά. Κι εσείς του δώκατε λαθεμένο λογαριασμό, με τρόπο. Μην τύχει και σας δώσει λίγα στο μοίρασμα. Κρύψατε στις σπηλιές μερικά γίδια. Φυλακώσατε μερικά πουλιά. Και τα δεντριά στις ρουμανιές δεν τις υπολογίσατε ξεπίτηδες. Μια κι ήτανε βαθιά κι ομιχλοσκεπασμένα και δύσκολα θα τα έβλεπε, τα βγάλατε απόξω. Κι έτσι τον ξεγελάσατε τον Αφέντη, κι άμα αυτός το ανακάλυψε ήταν αργά. Είχε περάσει η οργή του και σας είπε μοναχά σπαγγοραμένους».

Αυτά τσαμπούναγε ο Ισμαήλης, κι όταν φτάσαμε πια στο κονάκι του άνοιξε την πουκαμίσα του και μου ‘δειξε την πληγή.

«- Εσύ, μικρό παιδί Ερίμ. Θα μεγαλώσεις όμως. Θα μπεις στον νταϊφά του αφέντη μου και θα πολεμίσεις μαζί μας. Ούλους θα τους πολεμήσουμε. Και τους Γραικούς και τους Φραντζέζους και τους Ρούσους. Ούλους που πάνε κόντρα στα θελήματα του Σουλτάνου μας. Κι αυτούς εδώ τους γκιαουραίους που σκώνουνε τη μύτη, θα τους καταπιούμε ζωντανούς».

Τα ‘πε μονορούφι να ξαλαφρώσει. Χαμηλόφωνα μην τον ακούσουνε.

«- Αχ, Ανάπλι πόλη μας, σπίτι εσύ πια των ραγιάδων».

Απόσωσε το λόγο του και χάθηκε στο κονάκι.

Κοίταξα βαθιά την πόλη που γεννήθηκα. Φύτρα της έρημος οι γονέοι μου. Ξεριζωμένοι. Με τον καυτό ήλιο στις φλέβες τους. Γυρολόγοι με τον ημίονο και τα χαϊμαλιά. Και τα ξόρκια σουδιασμένα στα χωνιά με το λιβάνι και τη μέντα. Όμως εδώ ριζώσανε, στ’ Ανάπλι. Πιάσανε την καλή με ενέχυρα και δανειστικά. Είχανε και τα μαλάματα της Βηρθττός. Ξαφρισμένα, κρυφόλεγε η γραία μου, κι ο κύρης μου κοκκίνιζε και βλαστήμαγε τότες. Οβραίοι είμαστε. Άλλη μοίρα έχουμε.

Τούτο το φθινόπωρο στ’ Ανάπλι ήρθε με κρυφομιλήματα. Πρόωρα. Πίσω μας, τ’ Αρκαδικά βουνά κατάπιαν τα γνέφια στα γλήγορα. Μόνο η αγράμπελη στο Παλαμήδι δε βιάστηκε να μαραθεί. Έρχεται χειμώνας, και τούτα τα μέρη δε βολεύονται χωρίς μόσκο κι ευωδιά. Και τούτο το Παλαμήδι, από πίσω μας, πέτρινο σκιάδι που μας κρύβει τον ήλιο απ’ την αυλίτσα μας. Και δεν πολυβγαίνει η Ανεζίνα μου πια να τη βλέπω. Η γειτονοπούλα με τις ελιές στα μάτια. Παρά μόνο ακώ το τραγούδι της από μέσα. Από μακριά ακούγεται η φωνή του νταλάλη. Κραυγή βαθρακίσια καλύτερα σ’ αβυσσαλέο πηγάδι. Μόλις που καταλαβαίνεις τί λέει. Σήμερα, με το φονικό του Κυβερνήτη του κυρ_Γιαννάκη του Καποδίστρια, όλοι ξεσηκωθήκανε. Κάθε λίγο και λιγουλάκι ντελάλης. Όλοι επίποδός. Προεστοί και παπουτσήδες. Καλαμαράδες και μπαλωματήδες. Παπάδες και καπεταναίοι. Αλαφιασμένοι τρέχουν δώθε-κείθε. Σταυροκοπήματα, απειλές και κλάματα. Γραικοί, Τουρκιά, γύφτοι, Οβραίοι κι Αρμένηδες, όλοι ένα χαρμάνι. Ανακρίσεις, κατάρες, κουρνιαχτός. Και το αίμα ν’ ανάβει. Το λάδι στη φωτιά του γδικιωμού.

Αποσπερού, ήρθε στον αφέντη μου ο κυρ-Αλεξάκης ο Μοθωνιός. Παλιόφιλος του πατέρα μου. Έδεσε τον ψαρή του με το ξεφτισμένο χαλινάρι απόξω. Μπήκε κι έκατσε βολικά στο μιντάρι αλά τούρκα. Χάιδεψε τα γένια του αφηρημένα. Δεν ήξερε από πού ν’ αρχινήσει. «Γάδαρος γκρεμιέται, διάλος ορχιέται», ψιθύρισε κάποια στιγμή και στέναξε. «Μπόσικος άνθρωπος ήτανε ο Κυβερνήτης, Θεός σχωρέστονε. Πήγαινε και γυρεύοντας», είπε, κι ανακλαδίστηκε στο μιντέρι. Τα μάτια του πατέρα μου καρφώθηκαν στα δικά μου. Ήτανε απ’ τα βλέμματα τα βαριά κι ασήκωτα. Πρέπει να βιαστείς να χαμηλώσεις το δικό σου καταγής. «Πέρνα απόξω, Ερίμ, άμε στην Ανεζίνα να παίξεις». Διαταγή. Και στο κεφαλόσκαλο, τ’ Ανάπλι νυχτωμένο με τα λιγοστά του φώτα. Ανήσυχη μέρα. Πάνω που ριζώσαμε κι είδαμε αγανές μέρες και Θεού πρόσωπο, πάλι το καζάνι με το μπληγούρι που χοχλάζει. Και πετάει τις φυσούνες του και μας ζεματάει το πρόσωπο.

Στάθηκα στην αποθηκούλα μας κι έβλεπα το παραθυράκι αντίκρυ της Ανεζίνας. Μύριζε σαπουνόνερο από κει. Είχε τη γούβα της η μάνα μου κει μέσα και μπουγάδιαζε. Κράτησα την ανάσα μου. Η Ανεζίνα άρχιζε το τραγούδι. Ύστερα ερχόντανε ο αφέντης της και σταμάταγε. Έβγαζε τα κοκαλένια πασουμάκια και συγύραγε. Ο αφέντης της ήταν Ουλεμάς. Λόγιο τον λέγανε οι Γραικοί. Σε δυσμένεια. Κι από Γραικούς και Σουλτάνο. Και τώρα που τ’ Ανάπλι το ‘χουνε οι Ρωμηοί κι εμείς οι ξενομερίτες αποτραβηχτήκαμε εδώ κάτω από το Παλαμήδι, μια πιθαμή απ’ τα τειχιά του, κάτι τέτοιο αβέρτοι ανθρώποι σαν κι αυτόνε είναι ύποπτοι στο καινούργιο κουβέρνο.

Άρχισε ψιλόβροχο κι αναριγιάσανε τα πόδια μου με τα κοντά βρακιά. Η Ανεζίνα άλλαξε τελικά το σκοπό. Τον τράβηξε στο ναμάζι[ii]. Κι εγώ, μια άκουγα αυτήνε και μια τους πόντικες, απ’ τη μεριά της αποθηκούλας με το σαπουνόνερο, να κριτσανίζουν τα πάτερα. Η κουρτινέλλα είπιζε κι άφηνε λίγο μπογάζι. Ίσα-ίσα να βλέπω τί γινότανε μέσα. Έβλεπα τον κυρ-Μοθωνιό με τα χέρια ριγμένα στο πλάι να μιλάει στον κύρη μου. Κι ήξερα για το κρέντιτο που ήρθε να ζητήσει. Ήξερα γιατί τα θέλανε τα λεφτά οι Μαυρομιχαλαίοι. Όλα τα ήξερα, κι ακόμα, πώς ο κυρ-Αλεξάκης ο μοθωνιός ήτανε άνθρωπός τους. Κι ο επίσημος ζήτουλάς τους. Αυτοί κάνανε το φονικό κι ανακατέψανε τη Γραικιά τώρα που πήρε τ’ απάνω και σήκωσε το κεφάλι.

Άφησα το στήσιμο του αυτιού και έκανα να μπω. Το πόδι μου πήρε το μαστραπά που ‘χε η μάνα μου με το σαπουνόνερο και τον κουβάριασα στη σκάλα. Από το γδούπο σταματήσανε οι κουβέντες κι ο ψαλμός της Ανεζίνας. Έτρεξα σαν τρελός προς τα κάτω. Δυο-δυο τα σκαλιά. Χωρίς να το καταλάβω έφτασε στο στενούλι που βγαίνει στον Άγιο σπυρίδωνα. Στο φονικό. Εκεί που το Εβραιόπουλο, εγώ ο ερίμ, σήμερα το πρωί, παίζοντας με τ’ αδέρφια μου Γραικόπουλα και κάτι Τουρκάκια που ξέμειναν οι γονείς τους στ’ Ανάπλι, είδα κι άκουσα πολλά. Πρώτα πέρασε ο κυρ-Γιαννάκης. Ο Κυβερνήτης. Μ’ αργό βήμα και σκεφτικός. Είχε αρχίσει η λειτουργία του Άγιου. Ύστερα, απ’ το στενούλι, πέρασε ο ένας κόρακας, ο αδερφός. Αγριεμένος με πηδηχτό βήμα. Ύστερα το μπαμ, και μετά πέρασαν κι άλλοι κι άλλοι. Όλοι κυνηγούσανε κάτι. Το φονιά και την αιτία. Τη συνείδηση που ξεμαντάλωσε τις πόρτες κι έψαχνε γρήγορα για το Δικαστή! Ζάρωσα στη γωνιά και είδα. Είδα τον άλλο τον κόρακα, χτυπημένο. Τρέκλιζε. Τον βαρέσανε στρατιωτικοί. Κι ένα κρεολό, αβτζή υπηρέτη, που γύρναγε απ’ το κυνήγι κι έτυχε στο φονικό. Ένιωσα δύστυχος και πολύ μικρός μπροστά σ’ αυτά. Να με καταπιεί η γης ήθελα. Κι έτρεξα στ’ ανηφόρι του Ισμαήλη με φόρα. Να χαθώ μακριά απ’ το αίμα. Μπούχτισα από δαύτο. Να το βλέπω να κυλάει ποταμός. Και τώρα πάλι ρωμέικο. Ακόμα δεν καλοπατήσανε στη γη τους. Μυστήρια πράγματα. Μόνο τούτοι εδώ οι Γραικοί τόχουνε. Η κεφαλή μοπυ ζαλίστηκε και ζεματάει. Σαν τότες με τη θερμασιά στα ’24.

Τώρα τον ξέρω το λόγο του κύρη μου τον αυριανό. Θα μας καλέσει κοντά του. Μοσοξαπλωμένος στο μιντέρι. Θα ‘χει και το σακουλάκι με τα γρόσα και τις Αιγυπτιακές. Κρεμαστό απ’ την τραχηλιά. Ούλες του τις οικονομίες. Απ’ το γυρολόγι και τα δανειστικά. Το κλειδί της παράδεισος. Χωρίς τούτονε τον παρά δε σ’ ανοίγουνε ούτε φεγγίτη. Ούτε χαραμάδα πες καλύτερα. Και ξέρω τί θα μας πει έτσι που θα περιμένουμε όρθιοι κι ακούνητοι τον ορισμό του. Η μάνα θα κλαίει. Κι οι γάδαροι απόξω δεμένοι κι ούλο της το προικιό φορτωμένο σε δαύτους. Με τα χαϊμαλιά και τα κουδουνάκια. «Θ’ αφήσουμε τούτο τον τόπο», θα πει ξερά. «Θα τον αφήσουμε να βράσει στο ζουμί του. Να μείνουνε οι μισοί. Ύστερις θάρθουνε άλλοι τόσοι, πρόσφυγες ίσως, να φάνε τους άλλους μισούς. Κάθε τόπος έχει τη δικιά του μοίρα. Τούτοι εδώ όλο τρώγονται. Και τρώνε τους κυβερνήτες σα λουκουμάδες. Θα χαρίσω και το κρέντιτο στην σγορά. Και των Μαυρομιχαλαίων τα εκατό χρυσά θα τ’ αφήσω να μείνουνε χρωστούμενα. Θέλω την ησυχία μου. Και τη βόλεψή μου Άντε φορτώστε τώρα και το μαστραπά. Θα τονε χρειαστούμε στο Πόρτο-Δράκο που θα πάμε».

Δεν πρόλαβα να χαιρετίσω το φίλο μου τον Ισμαηλίτη. Ούτε την Ανεζίνα με το δροσερό της τραγούδι. Ούτε τον Ουλεμά τον κύρη της που ‘χε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου. Βρέθηκα στον αργείτικο κάμπο με τους δικούς μου. Πίσω τ’ αγαπημένο μου τ’ Ανάπλι, ένας τεράστιος πληγωμένος σταυραετός, που χούνιασε στη σπηλιά του Δράκου. Ξεχώριζα τις σταχτιές φτερούγες του ν’ αγγίζουν σπαρταρώντας τα τείχια του Παλαμηδιού. Να το σκεπάζουνε πέρα ως πέρα. Να σκεπάζουνε το κρίμα για το φονικό του κυρ-Γιαννάκη. Και τη ντροπή για τ’ αδερφικό το χέρι που σκώθηκε αιμοβόρικα. Και το τραγούδι της Ανεζίνας να φτάνει νανούρισμα στ’ αυτιά μου. Και σε λίγο ούτε φωνή ούτε αχός πίσωθέ μας πια, παρά μόνο τα χαϊμαλιά των γαδάρων μας να κουδουνίζουνε. Ντριν… ντριν… ντριν…

Εμείς οι Οβραίοι έχουμε άλλη μοίρα…


[i] Βασίλη Γεωργιάδη, «Έθνους πολύαθλου και πολύπλαγκτου Μνήμες», Διηγήματα, Αθήνα 1989
[ii] μωαμεθανική προσευχή

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Φιλοσοφία

Από την μητριαρχία στην πατριαρχία[1]

Η μητριαρχία είναι η κοινωνική οργάνωση που εκφράζει την χειραγώγηση του νηπιακού ακόμη αρσενικού από την μάννα. Εδώ είναι που δικαιώνεται κι ο αδόκιμος κατά τα άλλα όρος «Μητριαρχία». Σε καμιάν άλλη, αλήθεια. Περίοδο η Γυναίκα δεν απόχτησε τόση επιρροή και σε καμιάν άλλη η ορθοφροσύνη της, το πάθος της αφοσίωσης και η αυτοθυσία της, οι μεγαλειακοί αυτοί καρποί του μητρικού της φυσικού, δεν κυβέρνησαν πιο ουσιαστικά και πιο ευεργετικά τη ζωή και την πορεία του ανθρώπου. Η λέξη που σημαίνει «ελευθερία» πρωτοβρίσκεται γραμμένη σε Σουμεριακό κείμενο των τελευταίων αιώνων της 3ης χιλιετηρίδας. Εδώ και λίγο, ωστόσο, παρατηρήθηκε πως η λέξη τούτη, «άμαργι», σημείνει κατά γράμμα «Γυρισμό στην Μητέρα». Γιατί οι Σουμέριοι μεταχειρίζονται το σχήμα αυτό για να διατυπώσουν την ιδέα της ελευθερίας, οι Σουμεριολόγοι δεν το ξέρουν. Το κείμενο όμως όπου πρωτοχαράζεται η λέξη αυτή, αναγράφεται πολλά από τα δεινά της μεταμητριαρχικής και στυγνά πατριαρχικής πολιτικής κοινωνίας[2]. Ίσως έτσι ο «Γυρισμός στην Μητέρα» να σημαίνει, σαν «ελευθερία», την λύτρωση απ’ αυτά τα δεινά, τον γυρισμό του ανθρώπου στην ισοκρατία των φυλετικών θεσμών, στην σφαίρα της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της γαλήνης μιας νοσταλγικής εποχής, που στην κορυφή της αφέντευε η δίκαια κρίση, η προστασία και το φίλτρο της μάννας. Πάνω στον δεσμό της Μάννας με το Παιδί και στην Ομαδική Μητρότητα σχηματίζεται η Κοινωνία. Είναι η ομάδα των παιδιών, ενδόγαμη πρώτα κι’ εξώγαμη ύστερα, των συγκεκριμένων γύρω από τις γεννήτρες, θρέφτρες και προστάτισσες μάννες.

Ο Πρωτόγονος καταμερισμός της δουλειάς στερεώνει την μητριαρχική θέση της γυναίκας. Τα μητρικά της χρέη την κρατούν στην προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση, ενώ ο άντρας λείπει συνέχεια κυνηγώντας ή πολεμώντας. Όλη η άλλη, εκτός από την κυνηγητική, βιοσυντηρητική δραστηριότητα της πρωτόγονης κοινωνίας πέφτει στην γυναίκα. Αυτή εξακολουθεί την καρποσυλλογή που συμπληρώνει το κυνήγι. Αυτή στερεώνει και την κατοικία, όπως κάθε θηλυκό, ανάμεσα στα ζώα, τη φωλιά του. Αυτή δουλεύει και τα δέρματα, για στρωσίδια και ενδύματα, αυτή είναι που πλέκει τα καλάθια. Από την καλαθοπλεκτική της ξεπηδούν η αγγειοπλαστική, η πλεκτική κι’ η υφαντική της παραπέρα. Η διακοσμητική, η ζωγραφική, η χαρακτική, η βαφική στα δέρματα, στα υφάσματα, στα σύνεργα και στα στολίσματα, βγαίνουν απ0ό τα χέρια της γυναίκας. Η πρώτη καλλιέργεια, η σκαλιστική, που βγαίνει από την καρποσυλλογή κι’ η γεωργία στη συνέχεια που γεννιέται από την σκαλιστική καλλιέργεια και που μένει στα χέρια των γυναικών μέχρι την εφεύρεση του αλετριού, είναι ανακάλυψη δική της. Στην γυναίκα ανήκει, έτσι, η πρωταρχή των τεχνών, που θα τις αναπτύξει αργότερα στα μεγαλειακά του πολιτισμού κατορθώματα ο άντρας. Επειδή, όπως είναι επόμενο, η μόνη οικονομική αξία στα παλαιότερα στάδια είναι η παραγωγικότητα, η γυναίκα, ο μόνος παραγωγός στα στάδια αυτά, είναι το κέντρο της πρωτόγονης οικονομίας.

Η μητριαρχία ακμάζει, έτσι, στην τοτεμική περίοδο, όπου το κυνήγι, δουλειά των αντρών κι’ η καρποσυλλογή, δουλειά των γυναικών, είναι οι κύριοι πόροι. Με το ημέρωμα όμως των αγριμιών βγαίνει από το κυνήγι η κτηνοτροφία κι από την καρποσυλλογή, με την καλλιέργεια των σπόρων, η γεωργία. Είναι τα ξεκινήματα της περιουσιακής ιδιοκτησίας που κλονίζει την κοινοκτημονική βάση και την ισοκρατική ισορροπία των σχέσεων της παλαιότερης κοινωνίας. Μα κι’ η κτηνοτροφία βγαίνει από την σφαίρα του κυνηγιού, μένει στα χέρια των αντρών κι’ έτσι το πέρασμα από την κυνηγητική στην κτηνοτροφική οικονομία αλλάζει ριζικά τη θέση του άντρα. Πρώτα βρισκόταν σ’ υπηρετική εξάρτηση από το γένος της (κάθε) γυναίκας του, γιατί δεν είχε να προσφέρει σ’ αυτό παρά το μερίδιό του από το κυνήγι. Ο λόγος που κάνει τον άντρα να γυρεύει την ανεξαρτησία του από το γένος της γυναίκας του, είναι η θέλησή του να σιγουρέψει την αναγνώριση των παιδιών του σαν δικών του παιδιών (κι όχι της μάννας τους) και το δικαίωμα ν’ αφήσει σ’ αυτά την περιουσία του, που αλλοιώς περνά στο μητρικό του γένος.

Στους Αιγειακούς πολιτισμούς η Μητριαρχία είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μόνο επιβίωση του φαινομένου διαπιστώνεται. Από την Μέση Μινωϊκή περίοδο παρουσιάζεται ο αρσενικός Μινωϊκός θεός, γυιος ή αγαπητικός ή και τα δύο, της Μεγάλης Θεάς, «αντιπροσωπεύοντας την πατριαρχική ‘αρχή’, που γεννιέται μέσα από την μητριαρχία». Από την Τρίτη Υστερομινωϊκή μας έρχεται η τοιχογραφία της «Αγίας Τριάδας». Μαζί με τις γυναίκες που ιερουργούν, παρουσιάζεται εδώ κι ένας λευκοντυμένος λυράρης. Στα οικουμενικά παράλληλα, οι γυναικοντυμένοι ιερείς μαρτυρούν την εισχώρηση του αρσενικού στις γυναικείες ιεραρχίες. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να παρατηρηθεί είναι το εξής: Την προοδευτική διάλυση της μητριαρχικής τάξης την προδίδει η περίτεχνη καλλιέργεια της γυναικείας ομορφιάς, που μαρτυρούν οι Κρητομυκηναϊκές τοιχογραφίες. Η καλλιέργεια αυτή μαρτυρεί πως η γυναίκα, χάνοντας πια τις άλλες αξίες της, καλλιεργεί την ηδονιστική της αξία. Στην σύγκρουση, έτσι, της Ελληνικής πατριαρχίας με την Προελληνιστική μητριαρχία, η νίκη της πρώτης είναι απ’ όλα τα μέρη αποφασιστική.

Σιωπηλή ή βουερή, ισόζυγη ή μονόζυγη, ήμερη ή δραματική η σύγκρουση της Ελληνικής πατριαρχίας με την Αιγαιακή μητριαρχία απλώνεται σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής: στους τύπους των φυλογονικών συσχετισμών, στην οικογενειακή διάρθρωση, στο σύστημα της συγγένειας, στην γενεαλογική παράδοση, στην κληρονομική γραμμά, στον καταμερισμό των οικονομικών λειτουργιών, στην βασιλεία, στην λατρεία, στην θρησκεία. Η παλαιά μορφή της λατρείας με την βασιλέυουσα γυναίκα – θεότητα αντικατασταίνεται με την βροντερή παρουσία ενός κυρίαρχου αρσενικού θεού.


[1] Βούλα Λαμπροπούλου, «Φιλοσοφία των Φύλλων», σελ. 32-35, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1984
[2] «…υπάρχει ένας περσικός μύθος της δημιουργίας του κόσμου, που προηγείται του βιβλικού. Σε αυτόν τον μύθο μια γυναίκα δημιουργεί τον κόσμο και τον δημιουργεί με την πράξη της φυσικής δημιουργικότητας που είναι δική της και που δεν μπορούν να την μιμηθούν οι άντρες. Γεννά έναν μεγάλο αριθμό γυιών. Οι γυιοι, παραξενεμένοι πολύ απ’ αυτήν την πράξη που δεν μπορούν να την μιμηθούν, τρομάζουν. Σκέφτονται: «Ποιος μάς λέει ότι, αφού μπορεί να δίνει ζωή, δεν μπορεί και να παίρνει τη ζωή;» Κι έτσι εξ αιτίας αυτού του φόβου τους γι’ αυτήν την μυστηριώδη ικανότητα της γυναίκας και την αντίστροφη δυνατότητά της, την σκοτώνουν» (F. Fromm-Reichmann, On the denial of woman’s sexual pleasure ‘Περί της άρνησης της σεξουαλικής απόλαυσης της γυναίκας’, σ. 122).

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Ιστορία

Αλέξανδρος – προμηνύματα θανάτου[1]

Με τί αγωνία θα κατέβαιναν για την πανάρχαια πόλη[2] στρατιώτες κ’ επικεφαλής του στρατού! Άλλοι με φόβους, κι αλλοί μ’ ελπίδες για νέες εκστρατείες!...

Πέρασαν τον Τίγρι και φάνηκαν μακρυά οι επάλξεις της πελώριας πρωτεύουσας…

Χαλδαίοι αστρολόγοι της, ιερείς, οι πιο σπουδαίοι, βγήκανε σε προϋπάντησή τους. Σιμώσανε και πήραν κατά μέρος τον Αλέξανδρο, τούπαν να μην μπη στην Βαβυλώνα, τους τόπε με την ίδια φωνή του ο θεός ο Βήλος, δεν είναι για καλό του – προσώρας τουλάχιστον!...[3]

- Μάντις δ’ άριστος όστις εικάζει καλώς, τους απάντησε κείνος, με τον στίχο του Ευριπίδη.
- Μα, βασιλιά, τούπαν οι Χαλδαίοι, τουλάχιστον μην μπης κοιτώντας δυτικά, μήτε απ’ αυτήν την όχθη του ποταμού, παρά κάνε το γύρο, ίσαμε να δης ανατολικά!...

Διάταξε λοιπόν να στρατοπεδεύσουν στ’ ανατολικά εκεί του Ευφράτη κι αυτός κατέβηκε στην όχθη, να συνεχίση έτσι να κάνη το γύρο και νάμπη από δυτικά στην πόλη. Αλλά τον εμπόδισαν οι όλο έλη όχθες εκείνου του ποταμού, γιατί μονάχα στην πόλη μέσα υπήρχαν γέφυρες και χρειαζόταν βόλτα μεγάλη για να βρεθή μπρος στις δυτικές συνοικίες της Βαβυλώνας. Και τότε, λεν, τον ζύγωσε ο Ανάξαρχος, ο σοφιστής και με φιλοσοφικά επιχειρήματα τον απάλλαξε απ’ την δεισιδαιμονία[4] – μα πιθανώτερο είναι, βέβαια, πως ο Αλέξανδρος, έπειτ’ απ’ την πρώτη εντύπωση θα σκέφτηκε λογικώτερα και θα βρήκε ασόβαρο το πράγμα, να κάθεται τώρα να χάνη την ώρα του φέρνοντας βόλτα την Βαβυλώνα και θα λογάριασε ασφαλώς παραπάνω το πώς θα τόπαιρναν στρατός και λαός εκεί, να τόνε βλέπουνε τόσο ν’ ανησυχή, παρά τον κίνδυνο που του «προμήναγε» τάχα η μαντεία, πέρα που δεν μπορεί κιόλας να μην ήξερε για ποιο συγκεκριμένο λόγο δεν θέλαν οι Χαλδαίοι να μπη στην πόλη: απ’ το 330 είχε διατάξει να ξαναχτίσουν τον πελώριο ναό του Βήλου, που από τον καιρό του Ξέρξη κείτονταν ερείπια. Αλλά με την απουσία του το ξαναχτίσιμο σταμάτησε – αφού οι Χαλδαίοι κάναν ό,τι πέρασ’ απ’ το χέρι τους για να μην χάσουν τα λίαν γενναία εισοδήματα από τα πλούσια χτήματα που προωρίζονταν για την συντήρηση του ναού.

Να γιατί απαγόρευαν έτσι τ’ άστρα, ή τέλος πάντων δυσκόλευαν όσο μπορούσαν, να βρεθή ο Αλέξανδρος μέσα στην Βαβυλώνα!...

Παρά την συμβουλή των Χαλδαίων λοιπόν αυτός επικεφαλής της στρατιάς μπήκε από τις ανατολικές συνοικίες της πόλης. Κ’ οι βαβυλώνιοι τον υποδέχτηκαν με χαρά και γιόρτασαν τον γυρισμό του με πανηγύρια και συμπόσια.

Κατά τον Αριστόβουλο, ζούσε στην Βαβυλώνα ένας αμφιπολίτης Πειθαγόρας, σπλαχνοσκόπος έμπειρος, από ιερατική γενιά. Ο αδερφός του ο Απολλόδωρος, στρατηγός της χώρας απ’ το 331, αναγκασμένος να πάη με τα τμήματά του να συναντήση τον Αλέξανδρο που γύρναγε αππ’ την Ινδική και τρομαγμένος απ’ τις βαρειές τιμωρίες πούχανε πέσει σ’ όσους σατράπες είχανε βρεθή ένοχοι, γράφει στον αδερφό του να σπλαχνοσκοπήση τί του μελλόταν. Ο Πειθαγόρας τον ερώτησε για ποιόν κυρίως φοβάται και θέλει να μάθή κι αυτός του λέει γι’ Αλέξανδρο κ’ Ηφαιστίωνα. Θυσιάζει λοιπόν ο μάντης και του γράφει στα Εκτάβανα πως Ηφαιστίων σε λίγο δεν θα υπάρχη ανάμεσά τους!... Και το γράμμα ήρθε στον Απολλόδωρο μια μέρα πριν πεθάνη ο Ηφαιστίων! Θυσιάζει έπειτα γι’ Αλέξανδρο και τα ίδια βρίσκει! Το γράφει στον Απολλόδωρο – κι αυτός, για να δείξη του βασιλιά πως περισσότερο κι απ’ τον εαυτό του νοιαζότανε για κείνον, που πάει και του λέει τη μαντεία π’ αλήθεψ’ έτσι για τον φίλο του και πως επειδή τίποτα καλό και γι’ αυτόν δεν είδε στα σπλάχνα πούψαξ’ ο αδερφός του, να φυλάγεται, ν’ αποφεύγη τους κινδύνους, απ’ όπου κ’ οι θεοί τον αποτρέπουν. Ο Αλέξανδρος, σα φτάνη στην Βαβυλώνα, φωνάζει τον Πειθαγόρα και τον ρωτάει τί σημάδια είδε κ’ έγραψε τ’ αδερφού του. Άβολο ήταν, του λέει εκείνος, του σφαχτού το σκώτι![5] Ο Αλέξανδρος ευχαριστεί τον μάντη, που έτσι ανοιχτά κ’ ίσια τούπε την αλήθεια και τον αφήνει να πάη, χωρίς κακή διάθεση απέναντί του για ό,τι άκουσε – αλλ’ απορεί τώρα και για την σύμπτωση τούτη της ελληνικής μαντείας μ’ όσα του ‘χανε προείπει επίσης οι μάγοι αστρολόγοι, αποτρέποντάς τον νάμπη στη Βαβυλώνα!...

…Κι άρχισε τώρα να νιώθη άσκημα, φραγμένος μες στα τείχη αυτά της μοιραίας πόλης – πούπρεπ’ ίσως νάχη αποφύγει.

[1] Johann Gustav Droysen, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μτφρ. Ρένος Η. Αποστολίδης, σελ. 677-679, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 1993
[2] Βαβυλώνα
[3] Αρριανός, Ζ΄16, 5 κ.ε. Κατά τον Πλούταρχο [Αλέξανδρος, ΟΓ΄] και τον Διόδωρο [ΙΖ΄112] οι Χαλδαίοι φοβόνταν να μιλήσουν στον Αλέξανδρο και του μήνυσαν τις συμβουλές τους με τον Νέαρχο, πούχε φτάσει κιόλας με τον στόλο.
[4] Αυτά από τον Διόδωρο, ο.π., 4-5. Ο Πλούταρχος λέει πως ο Αλέξανδρος δεν έδωσε σημασία στην συμβουλή των Χαλδαίων, αλλά πλησιάζοντας στα τείχη είδε κοράκια να τσακώνονταν και πολλά τους να πέφτουν ψόφια μπρος του. Ο Ιουστίνος [XII, 13, 3 κ.ε.] αναφέρει πως αυτά έγιναν στα Βόρσιππα. Πλην όμως η ιερή αυτή πόλη βρισκόταν στην δυτική όχθη του Ευφράτη. [βλ. και Kiepert, Atlas antiquus, IV, Kt. Σήμερα πια. 10χλμ ανατολικά της κύριας κοίτης του, καθώς φαίνεται και στον Times Atlas, 34, M6. Οπωσδήποτε, η απόσταση που δίνει αντίστοιχα ο Διόδωρος, ο.π., χωρίς να λέη την πόλη: εις άλλην ατραπόν παρήλλαξε την Βαβυλώνα και καταστρατοπεδεύσας από σταδίων διακοσίων (37χλμ) ησυχίαν είχεν, μοιάζει ν’ ανταποκρίνεται στην απόσταση Βαβυλώνας – Βόρσιππων (κάπου 20χλμ στον χάρτη). Kleine Pauly, I, 931 και τοπογραφικό στην RE, II, 1, 2688.]
[5] [Αρριανός, Ζ΄18, 1-5: άλοβόν οι το ήπαρ εγένετο του ιερείου. Ερομένου δε (Αλεξάνδρου) ό,τι νοοί το σημείον, μέγα ειπείν είναι χαλεπόν. Πλούταρχος, Αλέξανδρος, ΟΓ΄3-5. Ίδιους οιωνούς βλ. στον Πλούταρχο (Πύρρος, Λ΄5, Αγησίλαος, Θ΄5), στον Ξενοφώντα (Ελληνικά, Γ΄4, 15) και κυρίως στον Ευριπίδη (Ηλέκτρα, 827-9): Και λοβός μεν ου προσήν / σπλάχνοις, πύλαι δε και δοχαί χολής πέλας / κακάς έφαινον τω σκοπούντι προσβολάς, με τ’ αντίστοιχα σχόλια του C. Keene, London, 1893, 82.]

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

1912 - 1913

Η δολοφονία του Γεωργίου[i]

Στην Αθήνα έφτασε τηλεγραφικώς από την Θεσσαλονίκη στα γραφεία της «Νέας Ημέρας» μια απροσδόκητη είδηση: Η δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ από τον Σχινά, έναν αλήτη φθισικό και ανισόροπο. Η είδηση μας φάνηκε τόσο απίθανη, που πριν την δώσουμε στο κοινό με παράρτημα, ανέβηκα στ’ Ανάκτορα μαζί με τον Πέτρο Μάνο – ήτανε στην Αθήνα, τον βρήκα στον δρόμο – να βεβαιωθώ και να πάρω λεπτομέρειες. Στην είσοδο του παλατιού συναντηθήκαμε με τον πρίγκιπα Ανδρέα. Ήτανε κλαμένος και τόσο συντριμένος, που δεν μπορέσαμε να του πάρουμε παραπάνω από δέκα λέξεις. Συλλογιζότανε πώς θα δεχότανε την είδηση ο Κωνσταντίνος στα Γιάννενα :

- Του τηλεγραφήσατε ; ρώτησα.
- Όχι ακόμα …

Δεν είχανε τολμήσει να του δώσουν το θλιβερό άγγελμα … Ο τρόπος που το έμαθε ήτανε σαν να επρόκειτο για την δολοφονία του πιο κοινού θνητού. Ετοιμαζότανε να φύγει για το Αργυρόκαστρο και ο υπαρχηγός του Επιτελείου Δούσμανης δούλευε στο γραφείο του, συντάσσοντας τις διαταγές γι’ αυτήν την αναχώρηση, όταν ο διευθυντής της τηλεγραφικής υπηρεσίας του Στρατηγείου, Λεοντάρης, μπήκε λαχανιασμένος για να του πει :

- Σκότωσαν τον Γεώργιο !
- Πώς το ξέρεις ;
- Αυτή τη στιγμή πέρασε από τη Λάρισα τηλεγράφημα του Πάλη από την Θεσσαλονίκη στην κυβέρνηση. Ο τηλεγραφητής Λαρίσης Δούσης με πληροφόρησε γι’ αυτό. Τί με συμβουλεύετε να κάμω ;
- Έλα μαζί μου.

Ταραγμένος ο Δούσμανης πάει στο τηλεγραφείο, παίρνει την Λάρισα και βεβαιώνεται για την απαίσια είδηση. Έτρεξε αμέσως στην κατοικία του Κωνσταντίνου. Τον βρήκε να κατεβαίνει στην εσωτερική σκάλα : Πήγαινε να επισκεφτεί πριν από το δείπνο την πριγκίπισα Μαρία και τον Γεώργιο.

- Ας ανεβούμε πάνω, Υψηλότατε – του είπε περίλυπος.
- Τί τρέχει ;
- Κάτι πολύ σπουδαίον Υψηλότατε …

Όταν έφτασαν στην μικρή αίθουσα υποδοχής του είπε :

- Αυτήν την στιγμήν έλαβα μια πολύ λυπηράν είδησιν.
- Από την Θεσσαλονίκη ;
- Ρώτησε ο Κωνσταντίνος σαν να είχε κάποιο προαίσθημα.
- Μάλιστα, Υψηλότατε … Εδολοφόνησαν τον σεπτόν Σας πατέρα …

Το πρόσωπό του έγινε κατάχλωμο, τσάκισε στα κλάματα και έμεινε ύστερα για κάμποσο σιωπηλός. Έπειτα, σηκώθηκε για να φύγει να πάει στην πριγκίπισα Μαρία. Ο Δούσμανης δεν τον άφησε : Πήγε αυτός στην Μαρία, την έστειλε να τον παρηγορήση και πήγε στο γραφείο του να ετοιμάσει την αναχώρηση του Κωνσταντίνου για την Αθήνα. Η πρωτεύουσα ήταν αναστατωμένη επί πολλές μέρες και σ’ όλη την διάρκεια των ανακρίσεων, που είχαν ανατεθεί στον δικαστή Κανταρέ. Ο Βασιλιάς είχε βγει περίπατο με τον υπασπιστή του ταγματάρχη του πυροβολικού Φραγκούδη. Ο δολοφόνος τον είχε πάρει από πίσω και τον πυροβόλησε από πολύ μικρή απόσταση. Ο Βασιλιάς σωριάστηκε. Τον μεταφέρανε αμέσως στο νοσοκομείο – Ορφανοτροφείο Παπάφη – όπου σε λίγο ξεψύχησε. Από ‘κει τον μεταφέρανε στο σπίτι του Κλέωνα Χατζηλαζάρου και την άλλη μέρα στην Αθήνα όπου του γίνηκε η μεγαλοπρεπέστερη κηδεία που είδε ποτέ η πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Ο λαός τον εθρήνησε με την καρδιά του. Πενήντα χρόνια Βασιλιάς είχε υπηρετήσει το Έθνος με φρονιμάδα, καρτερία και αγαθότητα και κανείς δεν είχε από τους υπηκόους του πενθήσει εξ αιτίας του. Η μεγαλύτερή του υπηρεσία ήταν ότι έδωσε στον Βενιζέλο την εξουσία ενώ δεν είχε κομματική δύναμη, όπως μετά του έδωσε και τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Τον βοήθησε να γίνει πανίσχυρος και τον υποστήριξε σε όλες τις εθνικές ενέργειες. Είχε ακολουθήσει την εκστρατεία, έμενε στην Θεσσαλονίκη για να δώσει αίγλη στην κατοχή μας απέναντι των Βούλγαρων και μια μέρα εκεί που συζητούσαν τις διαφορές μας με αυτούς, έπιασε θερμά και τα δυο χέρια του Βενιζέλου λέγοντας :

- Πρόεδρέ μου, τας Σέρρας ! … Να πάρωμε τας Σέρρας.

Αντιπαθούσε τον Γερμανό Αυτοκράτορα και ήτανε μεγάλος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. Αν ζούσε δεν θα είχαμε διχασμό στον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο ή, πάντως, η κατάσταση θάπαιρνε διαφορετική μορφή. Την δολοφονία του Γεώργιου σκέπασε σκοτεινό μυστήριο, που έγινε ακόμα πιο σκοτεινό όταν ο δολοφόνος, από ασυγχώρητη αμέλεια της φρουράς που τον φύλαγε, άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του Διοικητηρίου που τον είχανε μεταφέρει γι’ ανάκριση, πήδησε κάτω και σκοτώθηκε. Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι η Βασίλισα Όλγα πήγε στην φυλακή και τον είδε δύο φορές και κουβέντιασε μαζί του πολλή ώρα. Η ανάκριση είτε δεν μπόρεσε είτε ίσως δεν θέλησε να επεκταθεί στην εξιχνίαση των λόγων που έσπρωξαν τον Σχινά στην στυγερή του πράξη και των προσώπων που στέκονταν πίσω απ’ αυτόν.

Ο Κανταρές, ωστόσο, είπε εμπιστευτικά σε φίλους του ότι ο Σχινάς είχε γίνει όργανο ανθρώπων που ενεργούσαν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων ξένης Δύναμης. Την ίδια γνώμη διατύπωσε και ο πρίγκιπας Νικόλαος, στρατιωτικός διοικητής τότε της Θεσσαλονίκης, στον αρχηγό του πυροβολικού και φίλο του Παρασκευόπουλο, που πήγε να τον συλληπηθεί :

- Η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον αναρχικών, αλλά πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων.

Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι το νήμα της σκοτεινής αυτής υποθέσεως κρατούσε, κατά πάσαν πιθανότητα, αν μη βεβαιότητα, το Βερολίνο.

[i] Σπύρου Μελά, «Οι Πόλεμοι του 1912 – 1913», κεφ. ΜΖ΄, σελ. 416-418, εκδοτικός οίκος Μπίρης, Αθήναι 1972.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

ξένη λογοτεχνία

Ντάρμα[1]

Την μέρα που ο υποστράτηγος Τζάγκο Αντία έγινε πενήντα χρονών, άρχισε να τον πονάει το κομμένο του πόδι. Του είχαν μιλήσει παλιότερα οι γιατροί γι’ αυτόν τον «φανταστικό πόνο», αλλά το πόδι έλειπε είκοσι χρόνια τώρα χωρίς να τον έχει ενοχλήσει καθόλου, κι έτσι, όταν ένιωσε μια σουβλιά πέντε πόντους κάτω από το πλαστικό του γόνατο, παραπάτησε όχι από τον πόνο αλλά από έκπληξη. Ήταν μικρό παραπάτημα, αλλά οι αξιωματικοί που βρίσκονταν γύρω του στράφηκαν αλλού, γιατί ήταν ο Τζάγκο Αντία και δεν παραπατούσε ποτέ. Οι νεώτεροι υπολοχαγοί κοκκίνισαν από συγκίνηση, γιατί πίστευαν ακράδαντα ότι ο Τζάγκο Αντία είναι βράχος ακίνητος κι αυτό το μικρό στραβοπάτημα και ο τρόπος με τον οποίο επανήλθε ακαριαία στο ολόισιο στρατιωτικό του παράστημα τους θύμιζε την μεταλλική ακαμψία της πειθαρχίας του, που την έβλεπες καθαρά στα γκρίζα του μάτια. Φημιζόταν για το βλέμμα του, για την ψυχρή μαυρίλα του θυμού του, για τις ικανότητές του στην στρατιωτική τακτική, για την ευκολία με την οποία «διάβαζε» το έδαφος στα πεδία της μάχης, για όλη του την σταδιοδρομία, από το χρυσό μετάλλιο στην Καρακβάσλα μέχρι την μάχη και τα μετάλλια στην Λεχ και την Διοίκηση των Βορειοανατολικών Συνόρων. Φημιζόταν για όλα αυτά, αλλά το επίκεντρο του θρύλου ήταν το πόδι. Υπήρχε κάτι τρομερό σ’ αυτήν την ιστορία, στο τί είχε συμβεί κι έτσι κανείς δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό. Ο Τζάγκο Αντία διέσχιζε ζούγκλες ντροπιάζοντας άντρες είκοσι χρόνια νεώτερούς του και ήταν λες και δεν είχε χάσει ποτέ το πόδι του. Γι’ αυτό οι μαθητές της Στρατιωτικής Ακαδημίας συνήθιζαν να μιμούνται το φέρσιμό του – την ευγένειά του, την δυστροπία του, την λεπτότητά με την οποία χειριζόταν το μαχαίρι και το πιρούνι, το αργό χαμόγελο. Ήθελαν να αποκτήσουν την σιγουριά του και πίστευαν ότι η μοναξιά του είναι σημάδι της ιδιοφυΐας του.

Έτσι, όταν έφυγε από το μπάρα κάνα, οι άντρες τον κοίταξαν με σεβασμό και, περιέργως, αυτό το μικρό στραβοπάτημα τους έκανε να πιστέψουν ακόμη περισσότερο στην δύναμή του. Είχαν κάνει πάρτυ για να γιορτάσουν κάποια μάλλον άγνωστη μάχη του συντάγματος πριν από μισό αιώνα, επειδή δεν τους επέτρεπε ποτέ να γίνει γιορτή για τον ίδιο. Όταν έφυγε, ξαπλώθηκαν στους καναπέδες πίνοντας τα ποτά τους και άρχισαν να λένε ιστορίες γι’ αυτόν. Το όνομά του ήταν Τζεχανγκίρ Αντία, αλλά εδώ και τριάντα χρόνια τώρα στις ιστορίες τους ήταν ο Τζάγκο Αντία. Μερικοί δεν ήξεραν καν το πραγματικό του όνομα.

Στο μεταξύ, ο Τζάγκο Αντία ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάτω από μια κουνουπιέρα, με τα χέρια ίσια στα πλευρά του το ένα του πόδι ίσιο κι αυτό – σαν να στεκόταν προσοχή – και το άλλο όρθιο δίπλα στο κρεβάτι και περίμενε να τον πάρει το όνειρό του. Κάθε βράδυ φανταζόταν ότι πέφτει ασταμάτητα μέσα στην νύχτα, γλιστρά μέσα από κρύο αέρα και σε κάποιο σημείο η πτώση γινόταν όνειρο και αποκοιμίοταν πέφτοντας ακόμη. Το έκανε αυτό από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, πολύ πριν από την εκπάιδευσή του στην σχολή αλεξιπτωτιστών και πολύ πριν από την πτώση στην Συλχέτ, προς τα εχθρικά πυρά και το επικίνδυνο έδαφος. Το είχε μέσα του από πολύ παλιά αυτό το άλμα και ήξερε που τον πήγαινε, αλλά τούτη την νύχτα ένας πόνος μεγάλωνε σ’ εκείνο το μέρος που δεν το είχε πια και προσπαθούσε να τον διώξει, να φανταστεί την ορμή του αέρα στον σβέρκο του, το πετάρισμα των ρούχων, το απόλυτο σκοτάδι αλλά μάταια. Ήταν ακόμη ξύπνιος.
_________________

[1] Βίκραμ Τσάντρα, «Ιστορίες της Βομβάης», Χαρλένικ Ελλάς Εκδοτική, 1998

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Φιλοσοφία

Το πορτρέτο του στρατευμένου ηλίθιου[1]

Ο 18ος αιώνας διέκρινε δύο μορφές ηλιθιότητας : η πρώτη, που ταυτίστηκε με την προκατάληψη δηλαδή με τα όσα κληρονομούνται ανεξέλεγκτα, θα γινόταν ο στόχος της προοδευτικής σκέψης προτού η τελευταία βυθιστεί κι αυτή με τη σειρά της σε μια άλλη μορφή βλακείας, ακόμα χειρότερης, εκείνης που συνίσταται στην ειδωλοποίηση της Ιστορίας, της Επιστήμης, της Τεχνολογίας. Αλλά ο Διαφωτισμός, διατηρώντας κάποια στοιχεία συντηρητικού χριστιανισμού, εγκωμίαζε επίσης, με ένα συγκαλυμμένο τρόπο, την κατάσταση της φύσης, το μακάριο αμαθή που παραμένει ηθικός και ενάρετος χάρη στην αποβλάκωσή του. Οι ταπεινοί, οι φτωχοί, οι αγρότες δεν χρειάζονται καμιά μόρφωση. Αυτή προορίζεται μόνο για τις πεφωτισμένες τάξεις.

Στον επόμενο αιώνα βρίσκουμε ένα κατάλοιπο αυτής της απολογίας του στοιχειώδους στη μορφή του Ηλίθιου. Σε μια θετικιστική εποχή, αφοσιωμένη στη γνώση, το σχολείο, τη βιομηχανία, αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια επιβίωση ή μια διανοητική μειονεξία. Ίσως να μην διαθέτει το εκλεπτυσμένο πνεύμα των σοφών, αλλά μες στην ηλιθιότητά του μιλάει μια γλώσσα πολύ πιο ουσιαστική από τη γλώσσα του λογικού. Τη γλώσσα της καρδιάς, ακόμα και της ψυχής. Ο Ηλίθιος είναι ένας ήρωας του αυθεντικού συναισθήματος ενάντια στον εκφυλισμένο πολιτισμό. Ο Ντοστογιέφσκυ θα εξυψώσει αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, κάνοντας τον Πρίγκιπα Μίσκιν ένα πλάσμα έξω από τα κοινά μέτρα, σχεδόν μια μετενσάρκωση του Χριστού : ενήλικος με παιδική ψυχή, έγινε πτωχός τω πνεύματι λόγω της επιληψίας, λες και η αρρώστιά του ήταν κάτι το θεόσταλτο. Γιατί αυτός ο αγαθούλης κεραυνώνει τους άλλους με τη διορατικότητά του, προκαλεί καταιγίδες που τον καθιστούν μισητό και σαγηνευτικό ταυτόχρονα. «Αχ, πρίγκιπα, έχετε μια αφέλεια και μια αθωότητα που όμοιές τους δεν γνώρισε μήτε η εποχή του χρυσού. Και ξαφνικά, η βαθιά ψυχολογική σας διεισδυτικότητα διαπερνά τον άνθρωπο σαν βέλος», του λέει ένας από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Μέσα από αυτόν μιλάει μια αρχέγονη, σχεδόν θεϊκή σοφία που σκανδαλίζει, καταλύει τις κοσμικές συμβατικότητες. Ρομαντική αντιστροφή των αξιών : αυτοί που κατέχουν την αλήθεια δεν είναι πια οι ισχυροί και οι λόγιοι, αλλά οι περιθωριακοί. Ο αφελής, ο καθυστερημένος συναντά όλους εκείνους τους ήρωες του αντί- μοντερνισμού, το παιδί, τον τρελό, τον καλλιτέχνη, τον αντάρτη, τον άγριο, που διακατέχονται ακόμα από κάτι το θεμελιακό.

Η εποχή μας έχει πάψει να σέβεται την μελέτη και την μόρφωση. Τα είδωλά της βρίσκονται αλλού : στην «γκλαμουριά», την κομπίνα, τον σουσουδισμό. Το πιο δημοφιλές από τα «μίντιά» μας, η τηλεόραση, καταφέρνει μερικές φορές να διευρύνει ως το μη περαιτέρω τα όρια της μηδαμινότητας, σε σημείο που εξαναγκαζόμαστε να σωπάσουμε, γοητευμένοι ή εξουθενωμένοι. Μια και σήμερα αυτοί που αποστρέφονται την μωρολογία, του αυτοσχηματισμούς, την αυτάρεσκη κουφότητα θεωρούνται βλάκες, έχει σχεδόν χαθεί η ντροπή που, μέχρι πρόσφατα, περιέβαλλε τους κουμπούρες και τους απαίδευτους. Αντίθετα μάλιστα, τους βλέπουμε να κυριαρχούν στα «μίντια» σαν ράθυμοι βασιλιάδες που όχι μόνο δεν κοκκινίζουν καθόλου για την αμάθειά τους, αλλά αντίθετα την θεωρούν τιμή τους και καμάρι τους. Και το χειρότερο : είναι οι εκπρόσωποι μιας στρατευμένης, χολερικής βλακείας που μισεί θανάσιμα το καθετί το πνευματικό. Στην λέξη «κουλτούρα» βγάζουν περίστροφο – επικαλούμενη το ρεκόρ τους στην τηλεθέαση ή την ακροαματικότητα – και μαζί μα το κοινό τους γιουχάρουν όλους τους σνομπ, τους σχολαστικούς, τους ξενέρωτους που δεν εκστασιάζονται μπροστά στο μεγάλο «μιντιο-διαφημιστικό» τσίρκουλο. Μη αρκούμενοι να χλευάζουν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο, θέλουν σώνει και καλά να τα υποκαταστήσουν, να αποδείξουν με το προσωπικό τους παράδειγμα πως η επιτυχία και το χρήμα δεν περνούν πια μέσα από τους ναούς της γνώσης. Ο πεισματικός κρετινισμός τους δεν ανέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση της δεσποτείας του, τα πάντα οφείλουν να υποχωρούν μπροστά στην υπερφίαλη σαχλότητά τους που χρησιμοποιεί όλα τα όπλα του «οχαδελφισμού», της χυδαιότητας, της χαμέρπειας. Και η μωρία τους είναι ακαταμάχητη, επειδή αποκλείει κάθε ιδέα απόστασης και ειρωνείας. Η θριαμβευτική επιστροφή του αγράμματου στα καθοδικά δίκτυα επιτελείται κάτω από το διπλό σήμα της υπερηφάνειας και του αγώνα : δεν είναι πια ο αδαής που έχει επίγνωση της κατωτερότητάς του, αλλά ο μεγαλόστομος που με τα γαυγίσματά του κόβει την οποιαδήποτε αντιλογία. Αν ο επιθετικός ηλίθιος κατορθώσει κάποτε να γίνει απόλυτος άρχοντας της κοινωνίας μας, τότε ο καλλιεργημένος άνθρωπος θα καταντήσει να θεωρείται ευήθης, σαν ε΄να αξιοπερίεργο δείγμα αυτής της εξαφανιζόμενης φυλής που εξακολουθεί ακόμα να ευλαβείται το βιβλίο, το ήθος και την σκέψη.


[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «Ο Πειρασμός της Αθωότητας», σ. 95-97, εκδόσεις Αστάρτη, 1995.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Πόλεμος

Περί της φονικότητας των βομβών[1]

Όταν η ΡΑΦ εισήλθε στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, οι βόμβες της ήσαν ακόμη στα πρότυπα των εκρηκτικών του 1918 και τουλάχιστον σε μία περίπτωση, κατά τις βρετανικές επιδρομές στην Στουτγάρδη τον Ιούλιο του 1944, μερικές μοίρες αεροσκαφών έριξαν βόμβες του 1918. Η εμπειρία από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο υποδείκνυε ότι τα ωστικά κύματα των βομβών μπορούσαν να σκοτώσουν σε μεγάλη απόσταση από το σημείο έκρηξης. Κι όμως, για έναν τέτοιο σκοπό η Διοίκηση Βομβαρδιστικών δεν διέθετε μεγαλύτερες βόμβες από εκείνες των 227 κιλών και τα κίνητρα ανάπτυξης μεγαλύτερων ήσαν λίγα. Οι Γερμανοί δεν είχαν κάνει το ίδιο λάθος και έως το 1943 χρησιμοποιούσαν συστηματικά εκρηκτικές ύλες με πρόσθετα καθαρού αλουμινίου, τα οποία διπλασίαζαν την δύναμή τους, γεγονός το οποίο ήταν γνωστό στους Βρετανούς θεωρητικούς, ειδικούς του πολέμου, οι οποίοι εντούτοις δεν κατόρθωσαν να το «περάσουν» στην πράξη προς τους προγραμματιστές της κατασκευής των πυρομαχικών της Διοίκησης Βομβαρδιστικών.

Η ανακολουθία εντοπίστηκε από έναν κορυφαίο ειδήμονα του Ναυαρχείου στην επιχειρησιακή έρευνα, τον καθηγητή Φυσικής Πάτρικ Μπλάνκετ : «Δοκιμές στατικών εκρήξεων», έγραψε, «έδειξαν ότι οι βρετανικές βόμβες γενικής χρήσης που χρησιμοποιούνταν τότε, ήσαν περίπου κατά το ήμισυ αποτελεσματικές σε σύγκριση με τις γερμανικές βόμβες ελαφρού περιβλήματος (εκρηκτικές) του ίδιου βάρους. Κατά τους δέκα μήνες, Αύγουστος 1940 – Ιούνιος 1941, το συνολικό βάρος των βομβών που έπεσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν περίπου 50.000 τόνοι. Ο αριθμός των νεκρών ήταν 40.000, που σημαίνει 0,8 σκοτωμένοι ανά τόνο».

Συνεπώς, συμπέραινε ο Μπλάνκετ, έχοντας ως δεδομένα την αποδεδειγμένα χαμηλότερη δυναμικότητα της ΡΑΦ και τον κατώτερο οπλισμό της, μπορούσαν να ελπίζουν σε 0,2 νεκρούς Γερμανούς ανά ριπτόμενο τόνο βρετανικών βομβών. Καθώς είχε ήδη αποδείξει ότι «οι απώλειες της βιομηχανικής παραγωγής … και οι απώλειες μεταξύ των αμάχων … ήσαν περίπου αναλογικές», υποδείκνυε με υπολογισμούς του ότι η συνέχιση των βομβαρδισμών κατοικημένων περιοχών εκ μέρους της ΡΑΦ ήταν μάταιη, άποψη ήδη ευρέως αποδεκτή στους κύκλους του Ναυαρχείου.

Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τα μακάβρια πειράματα του καθηγητή Σόλι Ζούκερμαν, στα τέλη του 1941, τα οποία γνωστοποιήθηκαν για πρώτη φορά μετά από σχετική ερώτηση που υποβλήθηκε στην Βουλή των Κοινοτήτων. Ο Ζούκερμαν κατέδειξε ότι οι γερμανικές βόμβες, συγκρινόμενες με τις βρετανικές ανά μονάδα βάρους, ήσαν αποτελεσματικότερες περίπου στο διπλάσιο. Αλλά δεν ήταν μόνο αύτο : πυροδοτώντας βρετανικές βόμβες γενικής χρήσης των 227 κιλών ανάμεσα σε ζωντανές κατσίκες στοιβαγμένες σε βαθύ λάκκο και υπό διαφορετικές γωνίες, ο Ζούκερμαν συμπέρανε ότι «η φονική πίεση για τον άνθρωπο» ήταν περίπου 28-36 κιλά ανά τ.ε. Η εμπειρία των αεροπορικών επιδρομών στις βρετανικές πόλεις επαλήθευσε τον υπολογισμό. Έως τότε, θεωρούσαν ότι η φονική πίεση ήταν μόλις 0,35 κιλά ανά τ.ε.

Ο Ζούκερμαν υπολόγισε εμπειρικά ότι η αναγκαία πίεση για να προκαλέσει ελάχιστη πνευμονική ζημιά στον άνθρωπο ήταν 4,93 κιλά ανά τ.ε. Επικαλούμενος έρευνα του καθηγητή Τζ. Ντ. Μπέρναλ για τις απώλειες από τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές στις βρετανικές πόλεις, ο Ζούκερμαν συμπέρανε ότι πολύ λίγοι κάτοικοι βρίσκονταν τόσο κοντά στα σημεία βομβαρδισμού, ώστε να υποστούν τραυματισμούς από τα ωστικά κύματα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι παρόλο που ο Ζούκερμαν ερεύνησε και τις θραυστικές επιπτώσεις των βομβαρδισμών, κανένας επιστήμονας και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές δεν είχε ερευνήσει την φονικότητα των βομβών από την άποψη του καπνού – και της συνεπαγόμενης δηλητηρίασης από το μονοξείδιο του άνθρακα. Στις επιδρομές που αναλύονται στην παρούσα εργασία, το ποσοστό των απωλειών που προκλήθηκαν εξαιτίας αυτής της αιτίας, προσεγγίζει το 70% του συνόλου των γερμανικών απωλειών.

Αν, όμως, οι καθηγητές Μπλάνκετ και Ζούκερμαν περίμεναν το Επιτελέιο Αεροπορίας να εκτιμήσει σοβαρά τους αποθαρρυντικούς υπολογισμούς τους και να προσανατολίσει την πολεμική βιομηχανική παραγωγή στην επίθεση κατά των εχθρικών υποβρυχίων – και οι 2 επιστήμονες ήσαν γνωστοί πολέμιοι του βομβαρδισμού κατοικημένων περιοχών – απογοητεύτηκαν. Οι υπολογισμοί τους, όπως και πολλοί άλλοι από επιστήμονες ανάλογων πεποιθήσεων, χρησιμοποιήθηκαν μονάχα ως επιχειρήματα για ισχυρότερα όπλα και καλύτερη μεθόδευση των ενεργειών της Διοίκησης Βομβαρδιστικών.

[1] Ντάιβιντ Ίρβιγκ, «ο Βομβαρδισμός της Δρέσδης», εκδόσεις Ιωλκός, 2004

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Οικονομία

Η πηγή του μίσους και της διαμάχης[1]

Το καθεστώς του χωρίς όρια ανταγωνισμού, η επικράτηση του ισχυροτέρου και η εξόντωση του αδύναμου, ο οικονομικός δαρβινισμός όπως αποκαλείται, εφαρμοζόταν με ζήλο στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οι κοινωνικές δαπάνες – για υγεία, πρόνοια, παιδεία – απορρίπτονταν στις περισσότερες πολιτείες. Και όποιος αποτολμούσε να εισηγηθεί πιστώσεις για κοινωνικούς σκοπούς κινδύνευε να χαρακτηριστεί κομμουνιστής. Στα νομοθετικά σώματα των πολιτειών, γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζων Κ. Γκαλμπρέιθ, στα δημαρχεία και στις σχολικές επιτροπές, «κάθε συνηγορία για κρατικά κονδύλια χαρακτηριζόταν ανελεύθερη αντίληψη… Κάθε αίτημα για ανέγερση νέων σχολείων, για καταπολέμηση της ρύπανσης και αυστηρότερη εφαρμογή των κανονισμών στις βιομηχανικές ζώνες, ερμηνευόταν ως ένα απαράδεκτο βήμα στον ολισθηρό κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στον κομμουνισμό»[2].

Οι υπέρμαχοι του δαρβινισμού στην κοινωνία υποστήριζαν ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός καταλήγει στην επιβίωση και τον πλουτισμό των νικητών. Αυτοί είναι οι ισχυρότεροι και ικανότεροι. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, προορίζονται για τον σκουπιδότοπο.

Γενάρχες αυτής της αμείλικτης και ανθρωποφαγικής ιδεολογίας υπήρξαν κυρίως ο Άγγλος οικονομολόγος Δαυΐδ Ρικάρντο και ο επίσης Άγγλος κοινωνιολόγος Ερβέρτος Σπένσερ [ΙΘ΄ αιώνας]. Ο Ρικάρντο έλεγε ότι ο ανθρωπισμός δεν έχει καμμιά θέση στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς. Οι νόμοι για την προστασία των φτωχών πρέπει να καταργηθούν. Δεν είναι λογικό η συμπόνια και η φιλανθρωπία να παρεμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη!

Ο Σπένσερ υποστήριζε ότιδεν πρέπει να επιβαρύνεται το κράτος με την εκπαίδευση. Είναι φροντίδα που αφορά αποκλειστικά στους γονείς. Εκείνοι πρέπει να αποφασίσουν αν τα παιδιά τους θα μορφωθούν – με δικές τους αποκλειστικά δαπάνες – ή αν θα μείνουν αγράμματα. Ούτε με την υγειονομική περίθαλψη των φτωχών πρέπει να ασχολείται το κράτος. Γιατί η οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας κρατά στη ζωή αδύναμα, δηλαδή άχρηστα άτομα του ανθρώπινου είδους[3].

Ο «φιλελευθερισμός» της αγοράς διαχωρίζει το οικονομικό από το πολιτικό, την αγορά από την κοινωνία. Η παραγωγή, η κατανομή του εισοδήματος, η κατανάλωση, η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η διαχείριση, η συσσώρευση πλούτου είναι ιδιωτική υπόθεση. Δεν επιτρέπεται παρέμβαση του κράτους και των πολιτών. Αποτελεί χώρο ουδέτερο που λειτουργεί με τους δικούς του νόμους.

Αλλά ενώ οι θιασώτες του «φιλελευθερισμού» θεωρούν την αγορά αυτόνομο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, αποξενωμένο από την πολιτική, η οικονομική ολιγαρχία όχι μόνο επεμβαίνει σε όλες τις φάσεις του δημόσιου βίου αλλά και ελέγχει την πολιτική εξουσία επιβάλλοντας τους εκλεκτούς της, πρόθυμους πάντοτε να υπερασπισθούν τα συμφέροντα και να επεκτείνουν τα προνόμια των υπερκυριάρχων της οικονομίας.

Μερικοί επικαλούνται τον Άνταμ Σμιθ, τον θεμελιωτή της κλασσικής οικονομίας και προφήτη της «κοινωνίας της αγοράς», για να δικαιολογήσουν το θηριοτροφείο του «φιλελευθερισμού». Αλλά ο επιφανής Άγγλος διανοητής, όπως και ο συμπατριώτης του Τζων Λοκ, ο θεωρητικός της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης, είχαν συνδέσει την ελευθερία των συναλλαγών με την δίκαιη ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων, με την ευημερία των λαών και την παγκόσμια ειρήνη. Μιλούσαν για ατομικά δικαιώματα, για λαϊκές ελευθερίες, για περιορισμό των αυθαιρεσιών της εξουσίας, για αντίσταση κατά του αυταρχισμού των ισχυρών, για κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλούσαν ακόμα για ηθική συνείδηση, για αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη και απέκρουαν την αρπακτικότητα, τον αδελφοκτόνο ανταγωνισμό και την ασυδοσία των εδραιωμένων συμφερόντων[4].


[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», σ. 567-568, Αθήνα 1992.
[2] The Affluent Society, New York 1958, ελληνική μετάφραση, σ. 89.
[3] Social Statics, New York 1865, σ. 413. Κατά τον Σπένσερ κάθε προσπάθεια για ανακούφιση της δυστυχίας παραβιάζει θεμελιώδη νόμο της κοινωνικής ζωής – την επιβίωση του ισχυροτέρου (Principles of Ethics, New York 1897, τ. Β΄, σ. 260). Συνηγορεί ο κοινωνιολόγος Γουλιέλμος Γκράχαμ Σάμμερ. Παρέμβαση του κράτους με κοινωνικές δαπάνες οδηγεί στην επιβίωση των ανίκανων. Και τονίζει πως χρειάζεται μάχη εναντίον της φορολογίας και της φιλανθρωπίας (Essays in Politics and Politial Science, σ. 85). Και ο σύγχρονος Αμερικανός κοινωνιολόγος Ριχάρδος Χοφστάνττερ: Η επιβίωση των ισχυροτέρων είναι πρακτική εφαρμογή ενός νόμου της φύσης και του Θεού! (Social Darvinism in American thought, Boston 1955, σ. 45).
[4] Έγραφε ο Άνταμ Σμιθ το 1776: «Το εμπόριο, που από φυσικού του πρέπει να είναι χώρος ομόνοιας και φιλίας, κατάντησε αστείρευτη πηγή μίσους και διαμάχης».

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Μετά την "Πτώση"

Το Βυζάντιο υπό το «δυτικό πρίσμα»[1].

Ο πρώτος λόγιος που εξετίμησε τη βυζαντινή ιστορία και αναγνώρισε την ιδιαίτερη αξία της ήταν ο μαθητής του Μελάχθονος, Ιερώνυμος Βολφ (1516-1580). Ο Βολφ, βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των Φούγγερ στο Άουγκσμπουργκ, ασχολήθηκε με τον ίδιο ζήλο με τους βυζαντινούς, όσο και με τους κλασικούς συγγραφείς. Με την επιχορήγηση του Άντον Φούγγερ εξέδωσε το Χρονικό του Ιωάννου Ζωναρά, την ιστορία του Νικήτα Χωνιάτη και ένα μέρος από την ιστορία του Νικηφόρου Γρηγορά. Πρώτος ο Βολφ είδε την βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Byzantinae historiae.

Το παράδειγμα του Βολφ μιμήθηκαν και άλλοι. Ο νεοφανής Ουμανισμός με το ερευνητικό του πνεύμα ερεθίσθηκε από πολιτικά και εκκλησιαστικά ενδιαφέροντα, όπως ήταν το ζήτημα του πολέμου εναντίον των Τούρκων, οι ενωτικές προσπάθειες στους κύκλους των καθολικών και οι συμπάθειες για το αντι-παπικό Βυζάντιο στους προτεσταντικούς κύκλους. Καθένας χωριστά και από διαφορετικά κίνητρα οι δυτικοί ευρωπαίοι ουμανιστές επιδόθηκαν στα τέλη του δέκατου έκτου και στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα στην έρευνα των πηγών της βυζαντινής ιστορίας και του βυζαντινού δικαίου. Πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή ήταν στην Γερμανία οι μαθητές του Βολφ, Βίλχελμ Χόλτσμαν (Ξυλάντερ) και Δαυΐδ Χέσελ, καθώς και ο επιφανής ιστορικός του δικαίου Ιωάννης Λενκλάβιους, στην Γαλλία οι λόγιοι ιησουΐτες, με πρωτοστάτη τον Διονύσιο Πετάβιους (Πετάου), στην ολλανδία ο Β. Βουλκάνιους και κυρίως Ιωάννης Μέρσιους και στην Ιταλία οι Έλληνες ουνίτες Νικόλαος Αλαμαννός και Λέων Αλλάτιος.

Στην πρώτη αυτή φάση των βυζαντινών σπουδών η εργασία περιορίσθηκε ουσιαστικά στην έκδοση και μετάφραση των πηγών στα λατινικά, ενώ η επιλογή των επί μέρους συγγραφέων γινόταν σχεδόν συμπτωματικά. Ως τότε οι ερευνητές δεν είχαν την εποπτεία όλου του υλικού, γι’ αυτό και προχωρούσαν ψηλαφητά και χωρίς καθορισμένο σχέδιο εργασίας.

Ύστερα από τις αξιόλογες, αλλά περιορισμένες αυτές προσπάθειες την πρώτη τους άνθηση δοκίμασαν οι βυζαντινές σπουδές στην Γαλλία από τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα και εξής. Η επιστημονική δραστηριότητα που επικρατούσε στην γαλλική αυλή επί Λουδοβίκου ΙΓ΄ και προ παντός επί Λουδοβίκου ΙΔ΄ επεκτάθηκε ιδιαίτερα στον βυζαντινό χώρο. Η εκδοτική παραγωγή, που ως τώρα γινόταν χωρίς κανένα σύστημα, εντάχθηκε σε ένα ενιαίο και ευρύ πρόγραμμα, ενώ σιγά-σιγά άρχιζε μια ζωηρή και καρποφόρα ερευνητική δραστηριότητα. Με χορηγούς τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ και τον Κολμπέρ, το περίφημο τυπογραφείο του Λούβρου άρχισε την έκδοση μιας μεγάλης σειράς βυζαντινών ιστορικών. Πρώτο εκδόθηκε το 1645 το ιστορικό έργο του Ιωάννου Καντακουζηνού και το 1648 ακολούθησε η έκδοση των Excepta de legationibus του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου από τον Φ. Λαμπέ, ο οποίος στον Πρόλογό του καθώριζε το σχέδιο ενός Corpus των βυζαντινών ιστορικών, τόνιζε τη σημασία της βυζαντινής ιστορίας και καλούσε σε συνεργασία τους ερευνητές όλων των χωρών. Στις επόμενες δεκαετίες η εργασία συνεχίσθηκε με πολύ ζήλο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η πρώτη πλήρης έκδοση των βυζαντινών ιστορικών. Η έκδοση αυτή ανατυπώθηκε αργότερα στο σύνολό της στο Corpus της Βενετίας και στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά με ορισμένες προσθήκες στο Corpus της Βόννης.

Στο Corpus των Παρισίων συνεργάστηκαν οι πιο σημαντικοί τότε λόγιοι της Γαλλίας, όπως οι ιησουΐτες Φίλιππος Λαμπ (1607-1667) και Πέτρος Πουσσέν (1609-1689), οι δομηνικανοί Ιάκωβος Γκοάρ (1601-1653) και Φραγκίσκος Κομπεφίς (1605-1697) και ο σπουδαίος νομομαθής Κάρολος Αννίβας Φαμπρό (1580-1659). Πολύτιμη συνεργασία προσέφεραν και συνεργάτες από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Ρώμη, όπως ο Λουκάς Χολστένιους και ο Λέων Αλλάτιος. Στο Corpus του Λούβρου εκδόθηκαν για πρώτη φορά πολλοί βυζαντινοί συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση επανεκδόσεως γνωστών συγγραφέων, το Corpus των Παρισίων αποτελούσε ουσιαστική πρόοδο γιατί προσέφερε καλύτερο κείμενο και προ παντός χρήσιμο υπομνηματισμό.



Το ζωηρό ενδιαφέρον για το βυζάντιο, που εκδηλώθηκε κατά το δέκατο έβδομο αιώνα, απέφερε πλούσιους καρπούς, ιδιαίτερα στην Γαλλία. Οι βυζαντινές όμως σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη στον επόμενο αιώνα, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, που τελικά όμως αποδείχθηκε χρήσιμος για την πρόοδό τους. Η εποχή του Διαφωτισμού, που στηρίχθηκε περήφανα στον «λόγο», στον αφηρημένο ηθικολογισμό και στον θρησκευτικό σκεπτικισμό, έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Στον διαφωτισμένο άνθρωπο προκαλούσε ιδιαίτερη αντιπάθεια το συντηρητικό και θρησκευτικό πνεύμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και η ιστορία της γι’ αυτόν δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργίων» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι η βυζαντινή ιστορία παρουσιάσθηκε ως χιλιετής ιστορία της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα γνωστά έργα του Καρόλου Λεμπώ, “Histoire du Bas Empire” (Paris 1967-1786) και του Εδουάρδου Γίββωνα, “the History of the Decline and Fall of the Roman Empire” (London 1776-88). Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Γίββων, στο έργο του περιέγραψε «τον θρίαμβο της βαρβαρότητας και της θρησκείας».

[1] Γκεόργκ Οστρογκόρσκυ, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τ. Α΄, σ. 48-52, ιστορικές εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Μυθιστόρημα

Ο νεαρός στιχοπλάστης, επίδοξος ποιητής, φλογερός πατριώτης [παρά το νεαρό της ηλικίας του] και τελικά φυγάς, καταδιωκόμενος από τις τουρκικές αρχές της ιδιαίτερης πατρίδας του, το σκλαβωμένο Συρράκο της Ηπείρου, εξαιτίας του επαναστατικού ποιητικού του λόγου, δεν είναι άλλος από τον Κώστα Κρυστάλλη, το λυπημένο παιδί των ελληνικών γραμμάτων, όπως εύστοχα αναφέρει στην πρώτη μυθιστορηματική βιογραφία του «Τσέλιγκα» ο συγγραφέας Μιχ. Περάνθης

Ι.Λ.

Ο φυγάς[1]

Ήταν 13 Δεκεμβρίου. Μόλις είχε ντυθεί κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στο χειμωνιάτικο για καφέ, πριν φύγει για το σχολειό, όταν ακούστηκε στην πόρτα τους δυνατό χτύπημα. Τί διάβολο πάθαν πρωί, πρωί!... Και ποιος είναι που χτυπάει έτσι!... Οι φίλοι, όταν περνούσαν να τον πάρουν, τον φώναζαν απ’ τον δρόμο με τα’ όνομά του. Ποιος χτυπούσε τώρα έτσι;

Πριν προλάβει να φανταστεί, τα χτυπήματα ακούστηκαν δυνατότερα. Έκαμε ν’ ανοίξει το παράθυρο για να ιδεί κάτω, αλλά σταμάτησε. Κάποιος του ‘κανε νοήματα από τα’ αντικρινό σπίτι, ανήσυχος. Κάτω ήταν η αστυνομία…τρεις τούρκοι τσαντάρηδες…τρεις κιόλας; Δεν ήταν ποτέ για καλό τέτοια γιουρούσια. Κάποιον θέλουν να πιάσουν… Θες να…

Κάτι σφίγγεται μέσα του κι ανακαλύπτει πως τρέμει. Γι’ αυτόν θα ‘ναι… Τα ποιήματα… κάποιος τα πρόδωκε στον τούρκο και…

Βγαίνει απ’ την κάμαρα με δυο τρεις δρασκελιές, να ειδοποιήσει κάτω τον πατέρα, αλλά δεν προλαβαίνει. Ο Γιώργης ο παραγιός έχει ανοίξει την οξώπορτα κι ο κυρ Δημήτρης όρθιος στο κεφαλόσκαλο ρωτάει ποιος είναι.

- Για τον Κώστα, αφεντικό. Ήρθαν απ’ την αστυνομία…

Και σέρνει με νόημα τη φωνή του προφέροντας «την αστυνομία».

- Ο Κώστας έφυγε… Δεν είν’ εδώ… Πήγε σχολειό

Και του πατέρα η φωνή είναι δυνατότερη απ’ όσο χρειάζεται. Σίγουρα φωνάζει για να με ειδοποιήσει, σκέφτεται ο Κώστας. Πρέπει να κρυφτώ…

Οι τσαντάρηδες έχουν σπρώξει τον παραγιό κι ανεβαίνουν. Τα βήματά τους ακούγονται στην σκάλα βαριά.

- Έφυγε…πάει στο σχολειό του…

…ακούει μέσ’ απ’ το δωμάτιο αδύναμη την φωνή του πατέρα. Ξέρει που ο πατέρας θα τους χασομερήσει, ως να κρυφτεί. Και, πράμα παράξενο, το χτυποκάρδισμα τώρα του έχει κοπεί. Κοιτάει γύρω του. Δεν υπάρχει κι άλλη κρυψώνα από τον μασανταρά. Μια πελώρια ντουλάπα εντοιχισμένη, που πιάνει ολόκληρη την πλευρά του δωματίου. Την ανοίγει να μπει, αλλά ξαναβγαίνει. Απάνω στο τραπέζι έχει ξεχάσει τη σάκα με τα βιβλία του. Σκέψου, αν τά ‘βλεπαν, θα καταλάβαιναν. Την παίρνει, την ρίχνει στο βάθος και χώνεται κι αυτός στο μασανταρά, κλείνοντας από μέσα τα φύλλα και λουφάζοντας στο σκοτάδι με κρατημένη ανάσα…

Τώρα που ασφαλίστηκε, νιώθει πάλι πως τρέμει. Θα τα καταφέρει να κρατήσει την ανάσα του αν ίσως κι ανοίξουν τον μασανταρά; Βρίσκεται στριμωγμένος στενόχωρα. Μπροστά στο μούτρο του κρέμονται κάτι ρούχα. Σκυμμένος λίγο, με την πλάτη του ν’ ακουμπάει αλαφρά, έχει ρίξει όλο το βάρος στα δάχτυλα του ενός ποδιού. Και το πόδι αρχίζει να τρέμει, το γόνατο να μουδιάζει. Κι η ανάσα του, πόσο μπορεί να κρατήσει δίχως ανάσα; Κι οι τσαντάρηδες πού βρίσκονται τώρα; Τί έγιναν;

Στήνει τα’ αυτί του. Πιάνει ένα βόμβο ομιλιών, τόσο συγκεχυμένο και ακαθόριστο, που δεν ξεχωρίζει τίποτε. Ύστερα μεσολαβούν κάτι τρομαχτικά διάκενα σιωπής. Και πάλι, στιγμές – στιγμές, ομιλίες. Βέβαια, του αρέσει που τα ποιήματά του ξεσήκωσαν θόρυβο, αλλά πάλι, όχι να βρούνε και κανένα μπελά. Τώρα μοιάζει σαν βήματα. Ανεβαίνουν. Θα μπουν. Κρατάει την ανάσα του. Όχι, καλύτερα ν’ αναπνέει, να ‘χει απόθεμα για την στιγμή που θα χρειαστεί. Μπορεί και να μπήκανε. Να, αυτή η λέξη ήταν του πατέρα. Τί είπε; Τί του αποκρίθηκαν; Πόσοι βρίσκονται στο δωμάτιο; Άραγε ετούτη να είναι η κρίσιμη στιγμή; Κι αν ανοίξουν τον μαστανταρά[2], φτάνουν το σκοτάδι και τα ρούχα για να τον κρύψουν; Αλλά γιατί αργούν τόσο; Τί κάνουν; Στέκονται; Έφυγαν; Έπαψαν να μιλούν; Το ένα πόδι του μούδιασε ολόκληρο και του ‘ρχεται να σωριαστεί. Πόσο θα μπορέσει να κρατηθεί έτσι; Φεύγουν ή μπας τώρα είναι που έρχονται;

Ο ήχος ολοένα απομακρύνεται. Αφήνει την ανάσα του ελεύθερη κι απλώνει το δεξί χέρι του χαμηλά, ώσπου απ’ το βάρος του να πέφτει στο χέρι και στήνει πάλι αυτί. Δεν ακούγεται τίποτε. Στηρίζεται περισσότερο στο χέρι του, ώσπου κάθεται κατάχαμα κι απλώνει πια το μουδιασμένο του πόδι.

Τώρα ανασαίνει με ανακούφιση. Κάτι του λέει μέσα του πως ο κίνδυνος πέρασε. Κάθεται λίγο ακόμη, ακίνητος κι ύστερα, αθόρυβο, σέρνεται μπροστά, σπρώχνει ελαφρά το ένα φύλλο και βγάζει το μούτρο του στο άνοιγμα. Οι τσαντάρηδες θα πρέπει ακόμα να βρίσκονται κάτω. Ακούει σιγανές ομιλίες, ακαθόριστες, ο τόνος τους όμως του λέει πως δεν πρέπει πια να φοβάται. Μάλλον φεύγουν. Να, τα βήματά τους που κατεβαίνουν τη σκάλα… Κι ύστερα πέφτει βαριά, καταθλιπτική, μια σιωπή που παρατείνεται. Μένει κάμποσο γονατιστός, με το κεφάλι στο άνοιγμα, ανίκανος να κάμει την παραμικρή κίνηση, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί, ναρκωμένος. Ούτε θυμάται πόσες στιγμές πέρασαν. Όλες οι στιγμές του φαίνονταν ατέλειωτες. Ώσπου, ξάφνου άκουσε ελαφρό τρίξιμο και βιάστηκε να κλείσει τα φύλλα. Αλλά δεν πρόλαβε.

- Κώστα…
- Α, εσύ είσαι…και τρόμαξα.

Ο παραγιός του άπλωσε το χέρι βοηθώντας τον να σηκωθεί.


[1] Μιχ. Περάνθη, «ο τσέλιγκας», Εστία, Αθήνα 1982.
[2] Μασανταράς ή μαστανταράς

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Λογοτεχνία

1912[i]

Απ’ το μικρό δάσος που αφήναμε αριστερά μας, ξεχώρισα ξαφνικά να βγαίνουν ένας – ένας αρματωμένοι άντρες, οι περισσότεροι τετράγωνοι, μπατάλικοι, σαν αρκούδες, μ’ ακατέργαστες κι’ άξεστες μορφές ληστών, που τις πνίγανε μαλλιά και γένια, από καιρό ακούρευτα, βρωμεροί και κουρελιάρηδες, άλλοι με κάπες, που δεν τις έπιανε ούτε αγκίστρι κι’ άλλοι με χοντρές πατατούκες ξεβαμμένες και βασανισμένες κι’ όλοι με γουρουνοτσάρουχα και τις γάμπες τυλιγμένες με δέρμα προβάτου, σφιγμένο απάνω στο πόδι με πάνινες ταινίες ή παλιόσκοινα ξεφτισμένα.

Ο καθένας είχε απάνω του απίστευτο αριθμό φυσέκια, σε μεγάλα φυσεκλίκια που τύλιγαν σταυρωτά το κορμί και τη μέση. Ώστόσο, στο περπάτημα ήταν σβέλτοι και λεύτεροι. Μόλις μας είδαν προχώρησαν γρήγορα προς το μέρος μας, κούνησαν στον αέρα τους λιγδωμένους σκούφους των, κάτι ψηλούς από αστραχάν και ούρλιαξαν :

- Ούρα α α α α !...

Άρχισαν έπειτα να πυροβολούν στον αέρα κι’ ένας απ’ όλους, ο πιο απαίσιος, ένα ζώο, κάτι μεταξύ αλεπούς και ύαινας, με ζύγωσε … μούσφιξε το χέρι και με προσφώνησε σε μια βαριά γλώσσα, γεμάτη από «σκα» και «σκι» και παχιά λάμδα και νι. Δεν κατάλαβα τί μου είπε και δεν ήξερα τί ν’ απαντήσω. Άρχισα να βήχω. Ένας απ’ τους οδηγούς που ήξερε τη γλώσσα του, μ’ αναπλήρωσε. Ξαναφώναξαν «ούρα» και τράβηξαν κατά τη Νάουσα, μ’ ατέλειωτες ντουφεκιές στον αέρα.

Ήτανε μια βουλγάρικη συμμορία, που γύριζε σ’ αυτά τα μέρη – όπου είχε, φαίνεται, δράσει άλλοτε – μ’ αποστολή τώρα μάλλον κατασκοπευτική και που έκρινε καλό να μας υποβάλει τους … συμμαχικούς της χαιρετισμούς. Μπαίναμε τώρα στο νοτιώτερο άκρο του πεδίου, όπου παιζόταν από χρόνια το μεγάλο δράμα του Μακεδονικού αγώνα, που είχε καταματώσει όλες τις βορείως του Αλιάκμονα επαρχίες, ως τα Κορέστια κι’ ακόμα πιο πέρα και είχε ταλανίσει όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, που μιλούσαν το τοπικό μακεδονικό ιδίωμα, με το να θέλουν σώνει και καλά να τους κάνουν Βούλγαρους.



Μόλις φύγαμε από τα Σέρβια, ο επισιτισμός μας, που γινότανε ως εκεί από την Ελασσόνα, ήταν αδύνατος πια. Υποχρεωθήκαμε να στραφούμε στους πόρους της χώρας που διατρέχαμε και που ο τουρκικός στρατός την είχε ξαφρίσει γερά πριν από μας. Είναι αλήθεια, ότι το κάθε σύνταγμα και κάθε Σώμα το ακολουθούσε κι’ από ένα κοπάδι πρόβατα, που τα φύλαγαν και τα οδηγούσαν αρματωμένοι τσοπάνηδες, στρατιώτες που είχαν αποσπαστεί επίτηδες γι’ αυτή τη δουλειά. Άνθρωποι όμως που βαδίζουν δεκαοχτώ έως είκοσι και πλέον χιλιόμετρα την ημέρα, ζαλωμένοι σάκο, κουβέρτα, μανδύα, αντίσκηνο, ντουφέκι και φυσέκια και συχνά πολεμώντας στον δρόμο, δεν μπορούν να τραφούν μ’ ένα κομμάτι ανάλατο – γιατί έλειψε και το αλάτι – ψητό κρέας εγκύου προβατίνας, πούφερνε αηδία. Οι διάφορες εφοδιοπομπές μας κι’ αν κατάφερναν να προμηθευτούν τίποτε άλλο από το άθλιο εκείνο κρέας κι’ αν μπορούσαν να φτάσουν κάποτε στην ώρα τους, ήταν αδύνατον να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, γιατί οι ποσότητες των τροφίμων ήτανε πολύ μικρές. Ο καθένας έπρεπε λοιπόν να γίνει επιμελητής του … εαυτού του. Το πρόβλημα του επισιτισμού έπρεπε να λυθεί … κατ’ άτομον.

Στα χωριά που περνούσε η Μεραρχία, ένα σωρό φαντάροι άφηναν τις γραμμές, για να σκορπιστούν στα σπιτάκια, στις άθλιες πλινθόχτιστες καλύβες και να φροντίσουν να εφοδιαστούν. Οι χωριάτες όμως είχανε φροντίσει ν’ αμπαρωθούν καλά. Γιατί κι’ αν ακόμα το επιθυμούσαν, δεν θα μπορούσαν να φανούν φιλόξενοι : Ούτε τ’ αγαθά του Κροίσου δεν θα τους έφταναν για να χορτάσουν χιλιάδες πεινασμένους στρατιώτες. Οι φαντάροι ρίχνονταν στα πιο απροστάτευτα μέρη, στους λαχανόκηπους που τους πάστρευαν ώσπου ν’ ανοιγοκλείσει κανείς τα μάτια, στους φλογόχρυσους σωρούς του καλαμποκιού που ξεραίνονταν στον ήλιο και πηδώνατς φράχτες πέφτανε στα κοτέτσια όπου δεν άφηναν αυγό, ούτε για φόλι, ούτε για δείγμα …



Κάπου – κάπου, πάνω σ’ αυτές τις ορνιθοκαταδιώξεις, τα κακαρίσματα, τις φωνές, παρουσιαζότανε ξαφνικά κάποια χωριάτισσα κι’ άρχιζε να βρίζει στη βαριά μακεδονίτικη γλώσσα της. Και τότε οι φαντάροι την πολιορκούσαν με τα λεφτά, επιδειχτικά στο χέρι, γυρεύοντας να πληρώσουν τη ζημιά, αλλά και ν’ αγοράσουν ψωμί, κρασί, τσίπουρο, βούτυρο, τυρί, ό,τι φαγώσιμο. Παίρνανε όμως ολοένα γι’ απάντηση, τη στερεότυπη εκείνη λέξη, που μας έριξε μετά τη Νάουσα ο πρώτος σλαβόφωνος χωριάτης, που απαντήσαμε με κατεβασμένα μούτρα στην είσοδο του πρώτου χωριού – λέξη, που από τότε, όπου κι’ αν περάσαμε, ως τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης κι’ από κει ως τη Φλώρινα, ακουγότανε σαν μελαγχολική επωδός σε κάθε μας αίτηση : «Νέμα» – Δεν έχει.

Μάταια οι παμπόνηροι Μεσσήνιοι του ένατου συντάγματος έπαιρναν την πιο μελοδραματική στάση και με τον παθητικότερο τρόπο θύμιζαν στους αλύγιστους εκείνους χωριάτες ότι έχυναν το αίμα της καρδιάς τους γι’ αυτούς – «Νέμα» !... Μάταια οι αρβανιτομαθείς, που ήτανε σκορπισμένοι μέσα στο ενδέκατο σύνταγμα, εξαντλούσαν τη γλωσσομάθειά τους, φανταζόμενοι στην απλότητα της καρδιάς τους, ότι όσοι δεν μιλούν ελληνικά … ξέρουν αρβανίτικα και προσπαθούσαν να πείσουν τους χωριάτες στο παραφθαρμένο πελασγικό τους ιδίωμα, ότι μεταξύ τους υπήρχε συγγένεια αίματος – Νέμα !... Μάταια τέλος, βάζοντας όλη τους τη νοημοσύνη, κατάφεραν οι άντρες να μάθουν στη στιγμή ότι «βόντα» θα πει νερό, «χλεπ» - ψωμί, «βίνο» - Κρασί και μάταια τ’ ανακάτευαν, συμπληρώνοντας με νοήματα, με την ελπίδα να συγκινήσουν τους χωριάτες με το τοπικό τους ιδίωμα : «Νέμα βόντα, νέμα βίνο, νέμα χλεπ, νέμα χιτς !» Ήταν η αιώνια απάντηση – Αίμα να σας κόψει λοιπόν γαϊδούρια ! συμπλήρωναν οι φαντάροι, συνοψίζοντας στη φράση αυτή όλη τους την αγανάκτηση.


[i] Σπύρου Μελά, «Οι Πόλεμοι 1912-1913, Μακεδονία, Ήπειρος, Αιγαίον, ο πόλεμος της διπλωματίας», κεφ. ΙΘ΄, σ. 154 επομ., εκδόσεις Μπίρης, Αθήναι 1972

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Οικονομία

Η μιζέρια του πλούτου[1]

Παντού στην περίχαρη Δύση μας, επανέρχεται το φάντασμα της πενίας που εγγράφεται μες στην καρδιά μιας ανήκουστης αφθονίας, παντού στις νέες γενιές ριζώνει η ιδέα πως δεν εργαζόμαστε πια για να κερδίσουμε τη ζωή μας αλλά για να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας, δίχως καμία από τις εγγυήσεις που προσέφερε το κράτος πρόνοιας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Πώς να είσαι πιστός στην επιχείρηση όπου εργάζεσαι όταν από την μια μέρα στην άλλη μπορεί να βρεθείς στον δρόμο από μια ιδιοτροπία των μετόχων, όταν, έναντι ενός γελοίου μισθού, κάνεις επίμοχθες δουλειές που ίσως να τις διαδεχθούν άλλες, ακόμα πιο αχάριστες; Ολόκληρο το εργασιακό σύμπαν έχει υποστεί σημαντικές μεταλλαγές: όχι μόνο έχει καταργηθεί η επαγγελματική σταθερότητα, αλλά επιπλέον η πληροφορική πολυδυναμία δημιούργησε ένα καινούριο σταχανοβισμό που κυνηγά τον κενό χρόνο, συμπιέζει πολλά καθήκοντα μέσα σε ένα και μόνο άτομο και θέτει τους υπαλλήλους υπό πίεση[2]. Κι έτσι, καθώς επισημαίνουν όλοι οι μελετητές, έχουμε την πολύ γρήγορη φθορά των στελεχών και των διευθυνόντων για τους οποίους τίποτε δεν είναι κεκτημένο: και ο παραμικρός νυσταγμός πάνω στο μαλακό μαξιλάρι της ρουτίνας, είναι γι’ αυτούς μοιραίος[3], ο συναγωνισμός επιβάλλει στους πάντες εξοντωτικά ωράρια, ακροβατικές μεταστροφές της σκέψης. Ενώ η αρχαιότητα γίνεται συχνά ένα μειονέκτημα και σε ορισμένους τομείς αιχμής φαίνεται πως ο χρόνος αποδοτικότητας ενός ατόμου δεν ξεπερνάει αυτόν ενός τοπ-μόντελ ή ενός επαγγελματία αθλητή, διασώζωνται μόνο εκείνοι που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα – και καταρχάς την ιδιωτική τους ζωή. Με αυτές λοιπόν τις συνθήκες δεν είναι καθόλου περίεργο που όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι [αλλά όχι και Αμερικανοί][4] έλκονται από την προοπτική της μείωσης του χρόνου εργασίας προς όφελος των άλλων τρόπων ζωής. Έστω κι αν το γραφείο, το εργαστήριο παραμένουν οι χώροι της κοινής ζωής, αυτό που υποχωρεί είναι η ιδέα μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας που να αντιστοιχεί στα πτυχία που έχει κανείς, καθώς και η κλασική θεώρηση της εργασίας σαν μιας υπομονετικής ωρίμανσης και μεταμόρφωσης του εαυτού μας, μιας αρμονικής συνεργασίας μας με τον χρόνο για να γίνουμε οι καλύτεροι σε έναν τομέα. Αντ’ αυτού, τώρα κυριαρχεί η ιδέα πως η δουλειά είναι σαν ένα εμπόρευμα μιας χρήσης μικροδουλειές που τις δεχόμαστε και τις εγκαταλείπουμε δίχως συναισθηματικές εμπλοκές, λες και το επάγγελμα έχει γίνει ένα απλό παράρτημα της ζωής, κάτι που μεταβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Εξ ου το εξής παράδοξο: ενώ οι εργατικές τάξεις αποζητούν όλο και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, οι υψηλά ιστάμενοι σκοτώνονται στη δουλειά και προβάλλουν την υπερκόπωση σαν ένδειξη δύναμης. Φαίνεται πως σήμερα, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι λαϊκές μάζες υιοθετούν σιγά – σιγά την αριστοκρατική περιφρόνηση για την εργασία, ενώ η ελίτ αποδέχεται με ευχαρίστηση τη σκλαβιά της δουλειάς που άλλοτε ήταν η μοίρα της πλεμπάγιας. Με τον εξής προφανή κίνδυνο: οικειοποιούμενοι την εργασία, οι αφέντες οικειοποιούνται επίσης και τα πεπρωμένα του έθνους και τέλος θα αναλάβουν να συντηρούν όλους τους άλλους που θα έχουν περιέλθει σε κατάσταση ψυχαγωγούμενων δούλων.

[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «η μιζέρια του πλούτου», σ. 34-36, εκδόσεις Αστάρτη, 2002.
[2] Daniel Cohen, Nos temps modernes, Κεφ. Ι, σ. 45 κ.ε., Flammarion, 2000.
[3] Ζ. Μ. Μεσσιέ: «δεν κρατάει κανείς για πολύ στους χώρους της αγοράς».
[4] «Ίσως να πρόκειται για μια ηθική προτεσταντική κληρονομιά ή ένα πάθος για υλικές αξίες, πάντως οι Αμερικανοί εργάζονται κατά μέσον όρο 350 ώρες τον χρόνο παραπάνω από τους Ευρωπαίους και οι πιο στρεσαρισμένοι σε αυτόν τον τομέα είναι οι πιο εύποροι, που πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειές τους για να διατηρήσουν τα εισοδήματά τους» (Robert Reich, Futur parfait, σ. 126 και 240).

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

ιστορικά ανέκδοτα

Όθων (1815 – 1867)[i]

Δευτερότοκος γιος του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄ και πρώτος βασιλεύς της Ελλάδος από το 1833 μέχρι και το 1862. Πέθανε στην Βαμβέργη εξόριστος.

Ο Όθων αγαπούσε πολύ την μουσική και την σπούδαζε, αλλά δεν είχε καμιά επίδοση. Στα χαμένα ο δάσκαλός του Άσερ κόπιαζε να τον μάθη πιάνο.
Ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και του λέει:
- Δεν ηξεύρω, μεγαλειότατε, αν θα γίνετε ποτέ μέγας βασιλεύς. Το ελπίζω όμως. Αλλά να γίνετε μουσικός δεν το ελπίζω ποτέ!

Ο υπουργός της δικαιοσύνης Ποτλής πρότεινε κάποτε στον Όθωνα να εγκρίνη τον διορισμό ενός κάποιου Πολυζωίση στη θέση του γερουσιαστού.
- Ναι, απαντάει ο Όθων, αλλά έχει στρεβλό μυαλό.
- Είχε, λέει ο Ποτλής.
- Και τώρα διορθώθηκε; Ρωτάει ο Όθων.
- Όχι, αλλά τώρα δεν έχει καθόλου!

Έναν δημόσιο υπαλλήλο, ο οποίος υπηρετούσε στην Ύδρα, τον ρώτησε ο Όθων:
- Τί προϊόντα παράγει η νήσος Ύδρα;
- Αστακούς και πρωθυπουργούς, μεγαλειότατε.

Ο έφορος Λαμίας Καραγιαννόπουλος μετετέθη δυσμενώς από τον Όθωνα, με την κατηγορία ότι συνωμοτούσε κατά του καθεστώτος. Εκείνος τότε υπέβαλε την παραίτησή του:
«Δι’ ους λόγους μετατίθεμαι, διά τους αυτούς παραιτούμαι…»

Σε μια περιοδεία του στο Άργος ο Όθων είπε στον πρόεδρο:
- Εδώ νομίζω, κύριε πρόεδρε, ευρίσκεται το φρούριον Λάρισα.
- Όχι, μεγαλειότατε, η Λάρισα είναι έξω από τα σύνορα του βασιλείου σου!
Ο Όθων κατάλαβε πως είχε να κάνη με απαίδευτο, αλλά συνέχισε:
- «Ου μακράν του Ερασίνου κείται, μοι φαίνεται, η λίμνη, εν ή διητάτο η Λερναία Ύδρα».
- Πού, Ύδρα, μεγαλειότατε. Η Ύδρα απέχει πολύ από ‘δω!

Έξω από το Άργος ο Όθων είδε γουρούνια πολλά και κοντά τους δύο ανθρώπους.
- Πολλοί χ ο ί ρ ο ι είναι εδώ, βλέπω! Είπε ο βασιλιάς.
- Όχι, μεγαλειότατε, απάντησαν εκείνοι. Εμείς οι δυο μόνον είμαστε χ ή ρ ο ι !

Κάποτε, που ο Όθων έλειπε στη Γερμανία, τον αντικατέστησε στα βασιλικά του καθήκοντα η Αμαλία. Η βασίλισσα απαγόρευσε στους στρατιωτικούς να τρέφουν μούσι. Γι’ αυτό ο φρούραρχος των Αθηνών συνταγματάρχης Τουρέ αναγκάστηκε να κόψη το ωραίο μούσι του, αφήνοντας όμως άθικτο το παχύ μουστάκι του, που από κατάλευκο το είχε βάψει μαύρο.
Όταν η Αμαλία τον είδε, ρώτησε με απορία:
- Πώς έγινε αυτό, συνταγματάρχα;
- Μεγαλειοτάτη, απάντησε εκείνος, ο μύσταξ μου πενθεί διά τον θάνατον του παλαιού και αχωρίστου συντρόφου του!

Περιοδεύοντας το βασιλικό ζευγάρι στην Στερεά Ελλάδα, πέρασε και από την θέση, όπου σύμφωνα με την μυθολογία ο Ηρακλής σκότωσε τον Νέστο. Επιθυμώντας ο Όθων να βεβαιωθή, ρώτησε τον αποσπασματάρχη, ο οποίος τον συνόδευε:
- Πράγματι, εδώ ο Ηρακλής εφόνευσε τον Νέστον;
- Δεν ήμουν εγώ εκεί τότε, μεγαλειότατε και δεν γνωρίζω!

Ο αδερφός του Όθωνος και διάδοχος του βαυαρικού θρόνου Μαξιμιλιανός, όταν ήρθε κάποτε στην Αθήνα, γνώρισε σε μια δεξίωση την ωραιοτάτη κόρη του Μάρκου Μπότσαρη, Ρόζα.
Γυρίζει λοιπόν με θαυμασμό και λέει στον αδερφό της, Δημήτριο:
- Η αδερφή σας έχει την ελληνικήν καλλονήν!
- Υψηλότατε, η αδερφή μου έχει προ πάντων την ελληνικήν αρετήν, αποκρίθηκε ο αυστηρός Σουλιώτης.


[i] «Ανθολογία ιστορικών ανεκδότων», Ευάγγελου Μιλλεούνη, εκδόσεις Γρηγόρης, Αθήνα 1969

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

ιστορικό μυθιστόρημα

Μέση Ανατολή[1]

Σύννεφο πίστεψε πως ήτανε ο Ηράκλειος και κάποιο άλλο μαντάτο που του ήλθε από την Αραβία. Ο Μωάμεθ, ο καινούργιος ο Προφήτης, είχε μπη θριαμβευτής στη Μέκκα.

Ζήτησε να μάθη για το πρόσωπό του, για τα καινούργια που εδίδασκε. Δεν πίστευε στη δύναμή του, τη στρατιωτική τουλάχιστον. Είχε δώσει κάποια μάχη στους Μοθούς πριν ένα χρόνο. Είχε νικηθή χωρίς κανέναν κόπο. Ο στρατηγός που διοικούσε το φουσάτο του τού είχε μιλήσει με περιφρόνηση για τον Μωάμεθ και τους πολεμιστές του :

- Ταξίδεψε στην Παλαιστίνη, του είπαν. Συναναστράφηκε Οβρηούς και Χριστιανούς. Κλάβει ό,τι τον συμφέρει από τα λόγια του Ιησού, ό,τι του κάνει από την Παλιά Διαθήκη.
- Είναι επιληπτικός, πέφτει χάμω αφρίζοντας και οι πιστοί του λένε πως εκείνη τη στιγμή τον επισκέπτεται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, πως του υπαγορεύει τις θελήσεις του Θεού.
- Ήταν καμηλιέρης, έκανε σύνευνή του από συμφέρον πλούσια χήρα, την Χαδήτζα. Κάποιος αρνησίθρησκος καλόγερος τον ακολουθεί και είναι σύμβουλός του.
- Είναι άθεος, ασεβής, τρισκαταραμένος, εχθρός του Θεού και των ανθρώπων.
- Η σύνευνή του η Χαδήτζα προσηλυτίζει τις γυναίκες, εκείνος τους άνδρες τους. Έτσι αυξάνουνε οι οπαδοί του.
- Παίρνει απ’ τους Οβρηούς τον μονοθεϊσμό, από του Αρειανούς τον λόγο και το πνεύμα, από τους Νεστοριανούς την ανθρωπολατρεία. Θέλει να τον προσκυνάνε σαν Θεό. Θεοποιεί την λαγνεία της Αφροδίτης των Εθνικών και την δίνει συντρόφισσά του στον Θεό του, Αλλάχ το όνομά του.
- Είναι ο ίδιος κλειδοκράτορας του Παραδείσου και λέει, ο ιερόσυλος, πως κάποτε διάβηκε την πύλη του σέρνοντας πίσω εξήντα χιλιάδες άνδρες. Λέει ακόμα, ο τρισκατάρατος, ότι είδε τον Χριστό μέσα στον Παράδεισο και πως Εκείνος με πείσμα αρνιώταν ότι αποκάλεσε πατέρα Του τον Δημιουργό μας.
- Τρεις Παραδείσους έχει για τους πιστούς του, έναν από μέλι, έναν από γάλα, τρίτον από κρασί. Στον Παράδεισό του γυναίκες όμορφες σαν άγγελοι περιμένουν τους πιστούς του.
- Οι Χριστιανοί και οι Οβρηοί είναι καλοί για να καίγωνται σαν τα καυσόξυλα. Τούτα πρεσβεύει, ο αντίχριστος.
- Ζητάει την περιτομή και επιτρέπει ό,τι απαγορεύει ο Νόμος των Οβρηών, εξόν απ’ το κρασί και το χοιρινό κρέας.
- Κοράνι λέγεται το ιερό βιβλίο του, που έχει τις εντολές του. 114 κεφάλαια έχει, Σούρρα τα ονομάζουν οι πιστοί του. Τον Παράδεισο υπόσχεται σ’ όσους σκοτωθούν σε μάχη απάνω υπερασπίζοντας τη νέα πίστη.



Το μικρό σύννεφο που πλανιώταν πάνω από την Αραβία μεγάλωσε, μαύρισε, άρχισαν τ’ αστραπόβροντα. Πέθανε ο Μωάμεθ, κάποιος άλλος πήρε τη θέση του, ο Αμπού Μπεκρ. Χτυπήθηκε με κείνους που ζητούσαν μερίδιο στην κληρονομιά του Προφήτη, τους νίκησε, τους σκότωσε. Ήταν μόνος του πια, ήταν και φιλόδοξος. Ο Μωάμεθ είχε κηρύξει τον ιερό πόλεμο. Θα τον συνέχιζεν εκείνος.

- Εκατόν εικοσιτέσσερις χιλιάδες αρματωμένους σήκωσε, είπε στον Ηράκλειο εξπλοράτορας που ερχόταν από την Αραβία. Στα δυο μοίρασε το φουσάτο του ο Αβουωάχαρος – Αμπού Μπεκρ τον λένε στην βάρβαρη γλώσσα τους, Αύγουστε – : το ένα κάτω από τον Αμπού Ομπέϊντα, το άλλο κάτω από το Καλέντ. Ο ένας τραβάει για τον Ιορδάνη, ο άλλος για τον Ευφράτη. Η φρουρά σου, Αύγουστε, στην έρημο της Ιδομέας – οι Σαρακηνοί – προσκύνησε τους άπιστους. Ο Χαλίφης των Αράβων τούτα είπε στους στρατιώτες του πριν κινήσουν για τη μάχη : «Όταν συναντηθήτε με τον εχθρό, να πολεμήσετε με την καρδιά σας. Προτιμότερος ο θάνατος από το γύρισμα της πλάτης. Μην κάψετε τα σπαρτά, μην καταστρέψετε του φοίνικες. Μην σκοτώσετε τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες. Σεβασθήτε τα μοναστήρια και τους ερημίτες που ζουν κει μέσα ακολουθώντας τον λόγο του Θεού. Τους οπαδούς των συναγωγών να τους τσακίσετε. Δεν θα τους συγχωρήσετε, παρά μόνον σαν προσκυνήσουν την αληθινή την πίστη, αν δεχθούν να πληρώσουν πάκτα». Ξεκίνησαν τα δύο φουσάτα, Αυγουστε. Το φουσάτο του Αμπού Ομπέϊντα άφησε πίσω του την έρημο του Φαράν και προχωράει προς τα πάνω, χωρισμένο σε δώδεκα μέρη, όπως οι παλιές φυλές του Ισραήλ.

Άκουσε ο Ηράκλειος και τα χέρις του σφίχτηκαν στο θρονί του. Δεν θα ησύχαζε, λοιπόν, ποτέ του ; Πολέμησε τους Πέρσες και τους σύντριψε. Οι Άραβες τώρα, οι οπαδοί του Μωάμεθ του τρισκατάρατου, όπως τον λέγαν οι Χριστιανοί, σήκωναν κεφάλι. Θα τους νικούσε και αυτούς. Ο Θεός ήταν μαζί του. Είχε αγωνιστή έξη ολόκληρα χρόνια για να ξαναστήση τον Σταυρό στα Ιεροσόλυμα. Δεν θα τον απόλειπε ούτε τώρα ο Κύριος.



Κόμης έπεσε στα πόδια του, στο τρικλίνιο του Διοικητηρίου της Δαμασκού. Ξεσκισμένος ο μανδύας του, τσακισμένος ο θώρακάς του. Αίματα ξεραμένα φάνταζαν στο δεξί του χέρι. Με σπασμένη φωνή άρχισε το μαντάτο της συμφοράς που έφερνε μαζί του :

- Χάθηκε το φουσάτο σου, Αυγουστε. Νίκησαν οι Σαρακηνοί. Έπιασαν αιχμάλωτο τον άρχοντα στρατηγό, το Σέργιο. Σφάξαν καμήλα, την εγδάραν. Τον κλείσαν μέσα στο τομάρι της. Αργό θάνατο του δώσαν. …

Χλώμιασε ο Ηράκλειος, ο Σέργιος ήταν καλός σαν στρατηγός. Ήτανε και αντρειωμένος. Οι τούρμες που διοικούσε είχανε κάνει θαύματα σαν πολεμούσανε μαζί του στην Περσία. Μήπως ήθελε ο Θεός να τον δοκιμάσει ;

Πρόσταξε να ετοιμαστή η Δαμασκός για αγώνα. Ανέβηκε στα τειχιά της, είδε τους πύργους, τις καστρόπορτες. …

Χτύπησε την Περσία ο Καλέντ. Μεγάλος Βασιλιάς τώρα ο γυιός του Σάρβαρου. Δεν φτουρούσε ο θρόνος της Περσίας. Κατάκτησε ο στρατηγός του Αβουβάχαρου την αρχαία Βαβυλωνία, είδε πως οι Πέρσες δεν απάντησαν στην πρόκλησή του, έτρεξε να ενωθεί με τον Αμπού Ομπέϊντα να χτυπηθούν μαζί οι δυο με τον Ηράκλειο. Στη Βόσδα συναντήθηκαν τα δυο φουσάτα, την κατάχτησαν με προδοσία.

Έσφιξε τις γροθιές του ο Ηράκλειος, βλαστήμησε, σαν έμαθε τη συμφορά. Ο διοικητής της – Ρωμανός το όνομά του – έγινε από φόβο Μουσουλμάνος, άνοιξε τις πύλες, μπήκαν μέσα οι Άραβες, σφάξαν, πυρπολήσαν, ατιμάσαν.



Στείλαν πρεσβεία οι Άραβες στην Δαμασκό. Κοφτά ήταν τα λόγια των αποσταλμένων του Καλέντ :

- Από τον Εμίρη ερχόμαστε, του είπαν. Τούτα τα λόγια του : «Ο Θεός έδωσε αυτή τη χώρα που κρατάς στον πατέρα μας τον Αβραάμ και τα παιδιά του. Είμαστε παιδιά του. Καιτό πολύν εκράτησες τη χώρα μας. Εγκατάλειψέ την με την θέλησή σου και δεν θα σ’ ενοχλήσουμε. Αν πάλι θέλης πόλεμο, διπλά και τρίδιπλα θα κατακτήσουμε με το σπαθί μας».

Αγανάκτησε ο Αυτοκράτωρ. Η γλώσσα τούτη δεν του πήγαινε. Θυμήθηκε τις νίκες του, την καταστροφή των Περσών :

- Η χώρα που ζητάτε είναι δική μου, τους αποκρίθηκε ξερά. Δική σας μόνο η έρημος. Ξεχνώ τα άφρονα λόγια του Εμίρη. Γυρίστε ειρηνικά στα χώματά σας. Τούτη η απάντησή μου.

Έσκυψαν το κεφάλι τους οι πρέσβεις, κρύψαν χαμόγελο, τί τον ζητούσανε τον πόλεμο, φύγαν.

[1] Κώστα Δ. Κυριαζή, «Ηράκλειος», σ. 328-333, Εστία 1991

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

Υγεία και Αισιοδοξία

· Οι αισιόδοξοι αρρωσταίνουν λιγότερο (Peterson, 1988).
· Οι αισιόδοξοι άνθρωποι, όταν αρρωσταίνουν, έχουν μικρότερα επίπεδα θνησιμότητας, απ’ ότι έχουν οι υγιείς απαισιόδοξοι (Mossey και Shapiro, 1982).
· Οι αισιόδοξοι καρκινοπαθείς με μεταστάσεις ζουν περισσότερο από το αναμενόμενο (Gottshalk. 1985)
· Φοιτητές με αρνητική διάθεση απέναντι στο χιούμορ έχει διαπιστωθεί ότι παραπονούνται συχνότερα για διάφορα προβλήματα στο πεπτικό και κυκλοφορικό σύστημα (Hehi και Ruch, 1988).
· Μελέτη που έγινε σε καρκινοπαθείς, οι οποίοι παρουσίασαν αυτόματη ίαση, διαπίστωσε ότι όλοι διέθεταν ως κοινό χαρακτηριστικό την αισιοδοξία (E. Green και A. Green, 1975).
· Γιατροί που συμμετέχουν σε θεραπείες καρκινοπαθών παραδέχονται ότι η αισιοδοξία είναι βασικό κλειδί στην καταπολέμηση του καρκίνου (Cousins, 1989).
· Οι αισιόδοξοι ασθενείς με Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας ζουν περισσότερο από το αναμενόμενο (Cousins, 1989).
· Μετά το έμφραγμα, οι ασθενείς ζουν περισσότερο, εάν είναι αισιόδοξοι (Peterson και Bossio, 1993).
· Οι αισιόδοξοι τραυματίες στην περιοχή της σπονδυλικής στήλης κινητοποιήθηκαν ταχύτερα από τους απαισιόδοξους (Peterson και Bossio, 1993).
· Οι πληγές των αισιόδοξων επουλώνονται ταχύτερα (Melnechuk, 1988).
· Οι άνθρωποι που είναι αρνητικοί απέναντι στο χιούμορ, παραπονούνται συχνότερα για διάφορες σωματικές παθήσεις (Hell, 1990).

Το γέλιο και ο οργανισμός μας

Το ξεκαρδιστικό γέλιο κινεί το διάφραγμα και έτσι γίνεται ένα εσωτερικό μασάζ σε όλη τη σπλαγχνική κοιλότητα. Το γέλιο μας βοήθά να αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε υγιείς (Carroll και Schmidt, 1992), να έχουμε λιγότερα συμπτώματα αδιαθεσίας (P. S. Fry, 1995) και να αισθανόμαστε καλύτερα (Schmidt, 1990).

Το γέλιο επιδρά στον οργανισμό μέσω δύο φάσεων: (α) της διέγερσης και (β) της βαθιάς χαλάρωσης. Όλοι μας έχουμε νιώσει την «γυμναστική» του γέλιου, όταν γελάμε ξεκαρδιστικά! Μετά όμως νιώθουμε χαλαροί και ήρεμοι. Με το γέλιο, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, έχουμε καλύτερη οξυγόνωση στους μυς του προσώπου μας, αλλά και σε όλο τον οργανισμό μας. Έχει διαπιστωθεί ότι όταν γελάμε ο αέρας κινείται μέσα στα πνευμόνια μας με ταχύτητα που φτάνει τα 120 χλμ./ώρα. Μετά το γέλιο, έχουμε πιο σωστή αναπνοή (Fry, 1986). Ενεργοποιείται η έκκριση των ενδογενών οπιοειδών (ενδορφίνες, εγκεφαλίνες) τα οποία, θυμίζουμε για τους μη ειδικούς, είναι η ραχοκοκαλιά στο ορμονικό σύστημα ευτυχίας του ανθρώπου. Μόλις είπαμε ότι το μυϊκό μας σύστημα, μετά το γέλιο, ξεκουράζεται και χαλαρώνει. Η καρδιά και το κυκλοφορικό μας σύστημα δέχονται επίσης ευεργετική επίδραση, μια και η υπέρταση μειώνεται (Langorch, 1982). Οι πονοκέφαλοι ανακουφίζονται (Blanehard, 1982). Ηρεμούμε από το χρόνιο άγχος (Leboeuf, 1977). Τα μάτια μας λάμπουν, μια και το έντονο γέλιο προκαλεί την έκκριση δακρύων. Οι κραδασμοί του έντονου γέλιου μας ενεργοποιούν τον θύμο αδένα μας, που είναι βασικό κομμάτι του αμυντικού μας συστήματος και βρίσκεται ψηλά στο στήθος μας, κάτω από τον θυρεοειδή. Όλοι θα έχετε δει τον Ταρζάν ο οποίος μιμούμενος τους πιθήκους, κτυπούσε το στήθος του, όταν ετοιμαζόταν για δράση. Οι κραδασμοί από τα κτυπήματα αυτά ενεργοποιούν το θύμο αδένα.

Αλέξανδρος Λουπασάκης, «Γέλιο, η καλύτερη θεραπεία», Κέδρος, 2002.