Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

περί γραφής

Ο πάπυρος[1]

Ο πάπυρος, που ήταν αρχικά επίθετο της αιγυπτιακής γλώσσας και σήμαινε «βασιλικός»[2], είναι ένα φυτό των τελμάτων, που παλαιότερα φύτρωνε στην κοιλάδα του Νείλου, σε διάφορες περιοχές της Συρίας, στη Μεσοποταμία και στην Παλαιστίνη, κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ. Σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί και βρίσκεται μόνο στην τροπική Αφρική και σε μερικές περιοχές της Σικελίας, κυρίως στην περιοχή των συρακουσών. Το φυτό αυτό, που ο Λινναίος του έδωσε την επιστημονική ονομασία Cyperus Papyrus, χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους κυρίως για την κατασκευή παπύρινου χαρτιού αλλά και για διάφορες άλλες χρήσεις: την κατασκευή ελαφρών πλοιαρίων, υφαντικών ινών, υποδημάτων, φιτιλιών για λαμπάδες, αφιερωματικών στεφανιών και, τέλος, ως φάρμακο.

Με βάση ένα χωρίο του Πλινίου του Πρεσβυτέρου[3], μπορούμε να παρακολουθήσουμε τα διάφορα στάδια της κατασκευής του χαρτιού από πάπυρο. Το στέλεχος του φυτού, που έφτανε σε ύψος τα πέντε μέτρα, το έκοβαν κατά μήκος σε λεπτότατες λωρίδες[4]. Τις λωρίδες αυτές τις άπλωναν σε ένα στρώμα, τη μια κολλητά με την άλλη, πάνω σε ένα τραπέζι ή άλλη επίπεδη επιφάνεια, και τις έβρεχαν με νερό του Νείλου. Πάνω στο πρώτο στρώμα τοποθετούσαν ένα άλλο, κάθετα προς αυτό. Σχηματιζόταν έτσι ένα πλέγμα, που το συμπίεζαν σε ένα πιεστήριο. Με την πίεση έβγαινε από τις χλωρές ακόμη ίνες του φυτού μια κολλητική ουσία[5], και έτσι τα δύο στρώματα ενώνονταν απόλυτα μεταξύ τους και σχημάτιζαν ένα ενιαίο φύλλο, που το ονόμαζαν plagula ή scheda. Καθεμιάν από τις plagulae αυτές, αφού την ξέραιναν στον ήλιο, τη χτυπούσαν με ένα σφυρί, για να φύγουν ενδεχόμενες ανωμαλίες, και την πασπάλιζαν με αλευρόκολλα, για να γίνει πιο λεία η επίφάνειά της. Κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας αυτής το τεμάχιο του παπύρου λεγόταν κόλλημα, και πραγματικά αμέσως έπειτα ο κολλητής αφού έκοβε τα μεμονωμένα φύλλα στο μέγεθος που ήθελε, τα ένωνε ύστερα με κόλλα και σχημάτιζε μια μεγάλη σε μάκρος επιφάνεια. Το πρώτο φύλλο το έλεγαν πρωτόκολλον και το τελευταίο εσχατοκόλλιον.

Ονομάζουμε συνήθως recto του παπύρου την όψη όπου οι ίνες είναι κάθετες προς τα κολλήματα και οι στίχοι της γραφής βαίνουν κατά μήκος των ινών. Αντίθετα, ονομάζουμε verso την όψη όπου οι ίνες βαίνουν παράλληλα προς το κόλλημα, και η γραφή αντίθετα προς αυτές. Στα επίσημα έγγραφα και στις πολυτελείς εκδόσεις μόνο το recto προοριζόταν για γραφή. Αλλά επειδή ο πάπυρος ήταν πάντοτε πολύ ακριβός[6], δημιουργήθηκε στην Αίγυπτο ένα εμπόριο χαρτιού από πάπυρο με γραμμένο το recto αλλά άγραφο ακόμη το verso, που το πουλούσαν σε χαμηλή τιμή. Έτσι έχουμε τους οπισθόγραφους παπύρους, γραμμένους δηλαδή και στις δύο όψεις. Κατά κανόνα, στους παπύρους αυτούς η γραφή του recto πρέπει να θεωρείται αρχαιότερη από τη γραφή του verso.

Ο πάπυρος ήταν το κοινότερο υλικό γραφής σε ολόκληρη την κλασσική Αρχαιότητα. Πατρίδα του είναι η Αίγυπτος, και τα αρχαιότερα δείγματά του, με ιερογλυφική γραφή, χρονολογούνται σε εποχή που απέχει πάνω από 3.000 χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Αλλά κύλινδροι παπύρου εικονίζονται σε παραστάσεις αιγυπτιακών ναών που ανήκουν σε ακόμη παλαιότερη εποχή. Αρχικά οι Έλληνες δεν έκαναν την εισαγωγή του παπύρου απευθείας από την Αίγυπτο, αλλά τον αγόραζαν από τους Φοίνικες. Αυτό το αποδεικνύει καθαρά μια άλλη ελληνική ονομασία του παπύρου, ήδη γνωστή στον Αισχύλο: βύβλος[7]. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την ομώνυμη ακμαία πόλη της Φοινίκης, που πρέπει να ήταν το κυριότερο κέντρο εμπορίας παπύρου.

Γνωστός στην Ελλάδα πριν από την εποχή του Ηροδότου, που τον αναφέρει ως κανονική ύλη γραφής, ο πάπυρος χρησίμευσε σχεδόν αποκλειστικά για τη γραφή όλων των φιλολογικών και των δικαιοπρακτικών κειμένων ως τον 4ο αιώνα μΧ, όπως θα δούμε παρακάτω. Το αρχαιότερο χρονολογημένο έγγραφο σε πάπυρο είναι ένα γαμήλιο σύμβόλαιο του 311 πΧ, που βρέθηκε στην Ελεφαντίνη της Αιγύπτου. Στη Ρώμη, όπου πιστεύεται ότι ο πάπυρος πρωτοέφτασε τον τελευταίο αιώνα της δημοκρατικής περιόδου, σύγχρονα με τη διάδοση των πρωτων φιλολογικών έργων, χρησιμοποιήθηκλε ως τον 4ο αιώνα μΧ, και ύστερα άρχισε να εξαφανίζεται. Κατά το Μεσαίωνα η χρήση του ήταν σποραδική.

Ο πάπυρος είναι υλικό αρκετά ευθρυπτο, που διατηρείται μόνο σε ξηρά εδάφη, σε μέρη που δεν έρχονται σε επαφή με τον αέρα. Ως το πρώτο μισό του 18ου αιώνα δεν ήταν γνωστά παρά ελάχιστα τεμάχια παπύρου. Η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη έγινε στις 19 Οκτωβρίου 1752. Στο Ηράκλειο[8], στην έπαυλη του Καλπουρλινίου Πίσωνα, φίλου του Κικέρωνα, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στη λάβα από την έκρηξη του Βεζουβίου[9], βρέθηκαν μισοκαμένοι και τσαλακωμένοι κύλινδροι παπύρου με ελληνική γραφή. Στα δύο χρόνια που κράτησε η έρευνα βρέθηκαν στην ίδια έπαυλη και σε γειτονικές κατοικίες πάνω από 1.800 παρόμοιοι κύλινδροι. Ένα μέρος τους περιελάμβανε έργα του επικούρειου φιλοσόφου Φιλοδήμου. Στα τέλη του ίδιου αιώνα άρχισαν να γίνονται οι πρώτες ανακαλύψεις παπύρων στην Αίγυπτο, αλλά μόλις την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα[10] πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες επιστημονικές αποστολές στην Οξύρυγχο, που συνεχίστηκαν έπειτα και στον αιώνα μας[11]. Έτσι άρχισε να συγκεντρώνεται ένας πλούσιος θησαυρός, αποτελούμενος από χιλιάδες φιλολογικά κείμενα και έγγραφα, πολλά από τα οποία παραμένουν ακόμη αδιάβαστα και ανέκδοτα. Η τόση αφθονία του υλικού συντέλεσε πολύ στην ανάπτυξη της παπυρολογίας ως ανεξάρτητης ιστορικής επιστήμης.

[1] Ελπίντιο Μιόνι, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, σελ. 28-30, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994.
[2] στα ελληνικά πάπυρος, βύβλος και αργότερα βίβλος.
[3] ΧΙΙΙ 12-13.
[4] philyrae
[5] turbidum glutinum
[6] τον θεωρούσαν ως εμπόρευμα πολυτελείας και γι’ αυτό επέβαλλαν στην εμπορία του υψηλούς φόρους.
[7] Ικέτιδες 947.
[8] Herculaneum.
[9] 79 πΧ.
[10] 19ου.
[11] 20ο.

σχετικά άρθρα: http://dimodidaskalos.blogspot.com/2009/03/blog-post_18.html