Ο «Χρυσός Αιώνας» της Αθήνας και οι άτυχες γυναίκες του[1]
Αν την ιστορία έγραφαν οι Ελληνίδες, από τη σκοπιά του φύλου τους, ουδέποτε θα είχαν διανοηθεί να χαρακτηρίσουν «χρυσό αιώνα» την 5η προχριστιανική εκατονταετία της Αθήνας. Χρυσός αιώνας μπορεί να ήταν για τους πατέρες, τους αδερφούς, τους συζύγους και τους γιους τους – εφόσον αυτοί δεν τύχαινε ν’ ανήκουν στη θεόφτωχη τάξη των θητών – που απολάμβαναν την υλική ευημερία και την πολιτική ισότητα της δημοκρατίας τους, που καλλιεργούσαν το σώμα και το πνεύμα τους, που οικοδομούσαν τ’ αθάνατα μνημεία τους. Όχι όμως και για κείνες, αφού το πεδίο δράσης που τους είχε ορίσει η αρσενική νομοθεσία δεν απλωνόταν παραπέρα από την αυλόπορτα του οίκου τους. Με τέτοιους όρους, η ζωή του θηλυκού πληθυσμού, αντί να προοδεύει παράλληλα με την πρόοδο της πρώτης ελληνικής πόλης, εμφανίζεται οπισθοδρομημένη σε σχέση με τους ομηρικούς χρόνους.
Δημιουργός του νομοθετικού πλέγματος που κατέτασσε τις γυναίκες στην κατηγορία του «δεύτερου φύλου» είναι ο Σόλωνας[2], εκφραστής και θεμελιωτής των τάσεων που επικρατούσαν ανάμεσα στους ομοφύλους του, αλλά και των δικών του προσωπικών τάσεων, αφού ήταν γνωστός θεράποντας της παιδεραστίας. Κατά το βιογράφο του Πλούταρχο, η αδυναμία του αυτή, πέρα από συγκεκριμένα περιστατικά, αποδείχνεται κι από τα ποιήματά του, ακόμη όμως κι από ένα νόμο του, που απαγόρευε στους δούλους ν’ αλείβονται με λάδι και ν’ αγωνίζονται στις παλαίστρες, αυτούς τους πρόσφορους τόπους δημιουργίας παιδεραστικών δεσμών, είτε να πλησιάζουν μ’ οποιονδήποτε άλλο τρόπο ερωτικά τους νέους. Γιατί, λέει ο Πλούταρχος, ο Σόλωνας θεωρούσε την ερωτική συναναστροφή με τους νέους ωραία και σοβαρή απασχόληση, γι’ αυτό και προσκαλούσε μονάχα τους άξιους, εκεί όπου απέκλειε τους ανάξιους[3]. Έτσι νομιμοποίησε μια κοινωνία παιδεραστική, με τις γυναίκες χωρισμένες σε κατηγορίες, ανάλογα με τη γενετήσια προσφορά τους: συζύγους, παλλακίδες, εταίρες, πόρνες. Όπως δήλωνε απροκάλυπτα στο δικαστήριο ένας ρήτορας, «τας μεν γαρ εταίρας ηδονής ένεκα έχομεν, τας δε παλλακίδας της καθ’ ημέραν θεραπείας του σώματος, τας δε γυναίκας (δηλαδή συζύγους) του παιδοποιείσθαι γνησίως και των ένδον φύλακα πιστήν έχειν»[4].
Μετά απ’ αυτά δεν είναι περίεργο που μια αξιόπρεπη νοικοκυρά του -5ου αιώνα, απασχολημένη αποκλειστικά με την τεκνοποίηση και τη διεύθυνση του οίκου της, ελάχιστα γνώριζε την πόλη «της», αυτή την Αθήνα που ο κόσμος ολόκληρος θαύμαζε ή ζήλευε, υμνούσε ή μισούσε. Έξω έβγαινε σπανιότατα, πάντα για συγκεκριμένο σκοπό, οπωσδήποτε με τη συνοδεία υπηρέτριας, ή ευνούχου, ή συγγενή, και ποτέ για ψώνια, μια και η δουλειά αυτή προοριζόταν αποκλειστικά για τους δούλους. Γενικά η αθηναϊκή κοινωνία αντιμετώπιζε την έξοδο της γυναίκας με καχυποψία, η οποία ήταν τόσο μεγαλύτερη, όσο η γυναίκα ήταν νεότερη. Ο ρήτορας Υπερείδης έλεγε πως η γυναίκα που βγαίνει από το σπίτι πρέπει να έχει τέτοια ηλικία, ώστε οι άντρες που τη συναντούν να μην αναρωτιούνται ποιος είναι ο σύζυγός της, αλλά ποιανού είναι η μητέρα.
Εδώ, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει τον Υπερείδη πώς άραγε οι διαβάτες θ’ αναρωτιόντουσαν τα παραπάνω, αφού η γυναίκα που έβγαινε έξω ήταν στην πραγματικότητα αόρατη: γύρω από το πρόσωπο είχε ένα σάκκον, ύφασμα που έμοιαζε με σακουλάκι, ή ένα κρήδεμνον[5], διάφανο ύφασμα που άφηνε έξω μόνο τα μάτια, ενώ το κεφάλι της ήταν τυλιγμένο σε μίτραν, κάτι σαν το σημερινό κεφαλομάντιλο. Μια από τις νόμιμες δικαιολογίες εξόδου για τη γυναίκα ήταν η μετάβαση στο θέατρο, αλλά μόνο για να παρακολουθήσει παράσταση τραγωδίας, γιατί οι κωμωδίες, με τη χοντρή κι αθυρόστομη σάτιρά τους, αποτελούσαν θέαμα-ακρόαμα αποκλειστικά αντρικό.
Καθώς οι απαγορεύσεις αυτές αναφέρονταν στην ημερήσια έξοδο, φαντάζεται κανείς πως αντιμετωπιζόταν η νυχτερινή. Ο σχετικός νόμος όριζε, για τη γυναίκα, «μη νύκτωρ πορεύεσθαι, πλην αμάξη κομιζομένη, λύχνου προφαίνοντος»[6]. Κι όσο για τις μετακινήσεις έξω από την πόλη, ο Σόλωνας, με φανερή απέχθεια για την ιδέα, είχε θεσπίσει πως η γυναίκα που ήθελε να βγει από την εξωτερική περίμετρο της Αθήνας δεν μπορούσε να έχει μαζί της περισσότερα από τρία κομμάτια ρουχισμού, ή περισσότερα τρόφιμα από την αξία ενός οβολού, ή περισσότερο νερό απ’ όσο χωράει σε κανάτι του ενός «πήχεος», δηλαδή ύψους από τον αγκώνα ως την άκρη του μικρού δαχτύλου. Γενικά ο δρόμος ήταν για τη γυναίκα κάτι σαν τον απαγορευμένο καρπό. Ο Αριστοφάνης λέει ότι, όχι μονάχα τα κορίτσια, αλλά και οι κυράδες, άσχετα από ηλικία, έπρεπε να κρατιούνται μακριά από τα παράθυρα, στο εσωτερικό του σπιτιού, για να μην τύχει και τις δει κανένας περαστικός[7]. Η προκατάληψη για το δρόμο ήταν τόση, ώστε όταν γύρισαν στην Αθήνα τ’ απομεινάρια του αθηναϊκού στρατού από τη φοβερή καταστροφή της Χαιρώνειας[8], οι γυναίκες μόλις που τόλμησαν να βγουν στις αυλόπορτες και να ρωτήσουν για τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, μα κι αυτό ακόμα θεωρήθηκε άπρεπο και για κείνες και για την πόλη τους[9].
* Η συνέχεια του άρθρου στην σελίδα του Δημοδιδάσκαλου: http://dimodidaskalos.blogspot.com/2009/03/blog-post_11.html
[1] Θεόδωρου Καρζή, «Η γυναίκα στην αρχαιότητα», σ. 171 επ., εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1997.
[2] Ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλωνας έζησε από το -640 ως το -560.
[3] Πλουτάρχου, Σόλων, 1.
[4] Δημοσθένη (;): Κατά Νεαίρας, 122. Η Νέαιρα ήταν μια πολύ γνωστή εταίρα, που ο ρήτορας Στέφανος την είχε φέρει στην Αθήνα, μαζί με τα τρία παιδιά της, και την παντρεύτηκε. Αργότερα, η Νέαιρα κατηγορήθηκε για ασέβεια στους νόμους και πέρασε από δίκη, όπου οι κατήγοροί της εκφώνησαν τον παραπάνω λόγο, γραμμένο ίσως από το Δημοσθένη, αλλά πιθανότερα από άλλον, άγνωστο ρήτορα.
[5] Ή κάλυμμα, ή καλύπτραν.
[6] Πλουτάρχου, Σόλων, 21.
[7] Αριστοφάνη, Θεσμοφοριάζουσαι, στ. 797.
[8] το -338 ο αθηναϊκός στρατός κατασφάχτηκε από τους Μακεδόνες.
[9] Λυκούργου, Κατά Λεωκράτους, 40.