μαθήματα καιροσκοπισμού[1]
Αργότερα, το φθινόπωρο, ένα πλήθος διαμαρτυρήθηκε σε δημόσιο χώρο … πως ενώ υπήρχε αφθονία αγαθών, οι τιμές τους ήταν πάρα πολύ ψηλές. Η διαμαρτυρία τους ήταν σαφής κατηγορία κατά της πλούσιας τάξης της Αντιόχειας, τα μέλη της οποίας είναι ικανά για ο,τιδήποτε προκειμένου να κερδίσουν χρήματα, ακόμη και να καταδικάσουν σε λιμό τους συμπατριώτες τους. Μόλις προ επτά ετών, είχαν πάλι επωφεληθεί από μια ανάλογη κατάσταση και ο κόσμος είχε οδηγηθεί σε εξέγερση, είχαν χαθεί ανθρώπινες ζωές και είχαν γίνει πολλές υλικές καταστροφές. Θα περίμενε κανείς από τον κόσμο της πόλης αυτής να έχει πάρει κάποιο μάθημα από την τόσο πρόσφατη ιστορία. Δεν είχε όμως μάθει τίποτε.
…
Κάπου τριακόσιοι πρόκριτοι της Αντιόχειας έγιναν δεκτοί στην αίθουσα του συμβουλίου την ορισμένη ώρα της ακρόασης. Κράτησα κοντά μου τον Φήλικα και τον Σαλούστιο. Ο θείος μου, ως κόμης της Ανατολής, θα έπρεπε να προεδρεύει, αλλά ήταν άρρωστος. Οι προύχοντες της Αντιόχειας ήταν ένας ευπαρουσίαστος, τυπικός και μάλλον θηλυπρεπής όμιλος που μύριζε – αν και η ημέρα ήταν ζεστή – σαν τριακόσιοι κήποι της Δάφνης και, μέσα σε εκείνο τον κλειστό χώρο, τα αρώματά τους μου έφερναν πονοκέφαλο.
Προχώρησα αμέσως στο θέμα χωρίς περιστροφές. Ανέφερα την τιμή των σιτηρών εκείνεης της ημέρας. «Ζητάτε από τον κόσμο να πληρώνει το τριπλάσιο της αξίας του σίτου. Εντάξει, τα τρόφιμα σπανίζουν, αλλά όχι τόσο. Η κατάσταση αυτή μπορεί φυσικά να επιδεινωθεί αν είναι γεγονός αυτό που άκουσα, ότι δηλαδή μερικοί καιροσκόποι κρύβουν τα σιτηρά από την αγορά μέχρις ότου πεινάσει και απελπιστεί ο κόσμος σε τέτοιο βαθμό ώστε να πληρώσει οποιαδήποτε τιμή». Στα λόγια μου αυτά ανταπόκριση ήταν πολύς βήχας και ανταλλαγές ανήσυχων βλεμμάτων. «Φυσικά, δεν δίνω πίστη σε τέτοιες ιστορίες. Πώς θα μπορούσαν ποτέ οι προύχοντες μιας πόλης να εκμεταλλευτούν τους συμπολίτες τους ; Οι ξένοι, ίσως. Ακόμη και η αυτοκρατορική αυλή» Η σιωπή που ακολούθησε ήταν νεκρική. «Αλλά όχι και οι ίδιοι οι συμπολίτες. Είσαστε άνθρωποι. Όχι κτήνη που καταβροχθίζουν τα αδυνατότερα του είδους τους».
Αφού τους ηρέμησα με αυτά τα λόγια, περιέγραψα προσεκτικά το πρόγραμμα του κόμη Φήλικα. Ενώ μιλούσα, τα χείλη του κινούνταν επαναλαμβάνοντας σιωπηλά μαζί μου τα συγκεκριμένα επιχειρήματα που μου είχε εκθέσει πριν από λίγα λεπτά. Οι πολίτες ασφυκτιούσαν. Μόνον αφού τους είχα πια τρομοκρατήσει εντελώς, είπα : «Αλλά γνωρίζω πως μπορώ να σας εμπιστευθώ να κάνετε το σωστό». Επακολούθησε μια μακριά εκπνοή ανακούφισης. Όλοι συνήλθαν.
Μου απάντησε ο έπαρχος της πόλης : «Μπορείς να βασιστείς σε εμάς, δέσποτα, για όλα Θα κρατήσουμε – και τώρα γνωρίζω πως μιλώ εξ ονόματος όλων των παρόντων – την τιμή των σιτηρών στο κανονικό της ύψος, αν και θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη πως υπάρχει έλλειψη»
…
Τρεις μήνες μετά τη συνάντησή μας, όχι μόνον δεν είχαν ορίσει σταθερές τιμές, αλλά είχαν εξαφανίσει από την αγορά τα σιτηρά που εγώ ο ίδιος είχα φέρει από την Ιεράπολη. Οι τιμές είχαν γίνει αστρονομικές : ένας χρυσός σόλιδος για δέκα στατήρες. Οι φτωχοί λιμοκτονούσαν και οι ταραχές είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο.
[1] Γκορ Βιντάλ, Ιουλιανός, σ. 439 κ.επ., εκδόσεις Εξάντας 1998
διαβάστε επίσης στον ΔημοΔιδάσκαλο