Η πολιτική της αναγνώρισης[1]
Κάποια ρεύματα στη σύγχρονη πολιτική σκέψη επισημαίνουν την ανάγκη, και ενίοτε εγείρουν την αξίωση αναγνώρισης. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανάγκη αυτή αποτελεί μία από τις κινητήριες δυνάμεις της πολιτικής των εθνικιστικών κινημάτων. Και η αντίστοιχη αξίωση εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στη σημερινή πολιτική σκηνή. Σχετίζεται με τις μειονότητες και άλλες «δευτέρας κατηγορίας» ομάδες, με κάποιες μορφές φεμινισμού και μ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε πολιτική της «πολυπολιτισμικότητας».
Η αξίωση αναγνώρισης στις ανωτέρω περιπτώσεις αποκτά επείγοντα χαρακτήρα λόγω της υποτιθέμενης διαπλοκής της έννοιας της αναγνώρισης με την έννοια της ταυτότητας. Η δεύτερη αυτή έννοια υποδηλώνει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ποιοι είμαστε καθώς και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που μας διέπουν ως ανθρώπινα όντα. Η βασική παραδοχή είναι η ακόλουθη: αφού η ταυτότητά μας συγκροτείται εν μέρει από την αναγνώριση ή της απουσία της και ενίοτε από την εσφαλμένη αναγνώριση που μας επιφυλάσσουν οι άλλοι, ένα άτομο ή μία ομάδα μπορούν να υποστούν σοβαρή ζημιά ή παραμόρφωση, εάν οι άνθρωποι στην κοινωνία όπου ζουν τους μεταδίδουν την περιοριστική, μειωτική και περιφρονητική εικόνα που διατηρούν γι’ αυτά. Η απουσία αναγνώρισης ή η εσφαλμένη αναγνώριση μπορούν να αποβούν επιζήμιες και να αποτελέσουν μια μορφή καταπίεσης, η οποία καταλήγει στον εγκλωβισμό και σ’ έναν εσφαλμένο, διαστρεβλωμένο και στερημένο τρόπο ύπαρξης.
…
Θα πρέπει να διακρίνουμε δύο μεταβολές που συνδυαζόμενες κατέστησαν τη σύγχρονη ενασχόληση με την ταυτότητα και την αναγνώριση αναπόφευκτη. Η πρώτη αφορά στην κατάρρευση των κοινωνικών ιεραρχιών που συγκροτούσαν τη βάση για την αντίληψη περί τιμής. … στο Παλιό Καθεστώς (Ancien Regime) [η έννοια αυτή] είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ύπαρξη ανισοτήτων. Για να αρμόζουν οι τιμές σε κάποιους θα πρέπει να μην αρμόζουν σε κάποιους άλλους. Αυτήν ακριβώς τη σημασία χρησιμοποιεί και ο Μοντεσκιέ καθώς περιγράφει τη μοναρχία. Η τιμή συνδέεται εγγενώς με τις «προτιμήσεις»[2]. Την ίδια ακριβώς σημασία έχουμε κατά νου, όταν συζητούμε να τιμήσουμε κάποιον δίδοντάς του ένα κρατικό βραβείο … το βραβείο αυτό θα έχανε την αξία του, εάν αύριο αποφασίζαμε να το δώσουμε σε κάθε ενήλικο …
Στην αντίληψη αυτή περί τιμής αντίκειται η σύγχρονη αντίληψη περί αξιοπρέπειας, η οποία τώρα χρησιμοποιείται με μια καθολική και εξισωτική σημασία, καθώς κάνουμε λόγο για την εγγενή «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» ή του πολίτη. Εδώ υπονοείται η αρχή ότι η αξιοπρέπεια είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον καθένα[3]. Είναι πρόδηλο ότι αυτή είναι η μοναδική αντίληψη περί αξιοπρέπειας που προσιδιάζει σε μια δημοκρατική κοινωνία και πως η υπέρβαση της παλαιάς αντίληψης περί τιμής ήταν αναπόφευκτη.
[1] από την «Πολυπολιτισμικότητα» του Τσαρλς Ταίηλορ, σελ. 71 κ. επ., εκδόσεις Πόλις 1997.
[2] «Η φύση της τιμής είναι να απαιτεί προτιμήσεις και διακρίσεις …», το πνεύμα των νόμων (“De l’ esprit des lois”), βιβλ. 3, κεφ. 7.
[3] Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση της σημασίας της μετάβασης από την «τιμή» στην «αξιοπρέπεια» στο άρθρο του Πήτερ Μπέργκερ “On the Obsolescence of the Concept of Honour” στο Revisions: changing perspectives in moral philosophy, επ. Stasnley Hauerwas και Alasdair MacIntyre (Notre Dame, Ind.: University of notre Dame Press, 1983), σς. 172-81.