Η τύχη της ωραίας και η τύχη της άσχημης[1]
Για την τραγωδία των γυναικοπαίδων της Χίου στην Κωνσταντινούπολη γράφει και ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας Ρ. Γουώλς (R. Walsh), ένας ανήσυχος και τολμηρός κληρικός. Βρισκόταν στην Πόλη από την αρχή του ξεσηκωμού και παρακολουθούσε από κοντά την τραγωδία των Ελλήνων, όχι ασφαλισμένος κατά τις ημέρες της τρομοκρατίας και του αίματος. Κατέγραφε συστηματικά όσα έβλεπε και ακουγε και, κατά την επιστροφή του στην Αγγλία, τύπωσε ένα χρονικό με τις εμπειρίες του στην Τουρκία κατά την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού[2]. Ο ιερέας συγκέντρωσε στοιχεία για συγκεκριμένα πρόσωπα γυναικών. Η αρπαγή και το εμπόριο των σκλάβων γίνονταν από Τούρκους της εσχάτης υποστάθμης, καϊξήδες, χαμάληδες και κάθε λογής κακοποιά στοιχεία, που ακολουθούσαν τις εκστρατείες ως εθελοντές με αποκλειστικό σκοπό τη λαφυραγωγία. Η μέθοδός τους ήταν η εξής: Σκότωναν τα αρσενικά μέλη της οικογένειας, αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες και τα παιδιά και συγκέντρωναν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα του σπιτιού. Οδηγούσαν έπειτα τη λεία τους στο πιο κοντινό τελωνείο και εφοδιάζονταν με τεσκερέ, ειδικό πιστοποιητικό σκλαβωμού. Από κείνη τη στιγμή οι αιχμάλωτοι αποτελούσαν ιδιοκτησία των κατόχων του τεσκερέ και των απογόνων τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο, γράφει ο Άγγλος κληρικός, εκδόθηκαν στη Χίο 41.000 τεσκερέδες ως την 1η Μαΐου 1822. Από τους σκλάβους 5.000 πουλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη[3].
Οι αγοραπωλησίες γίνονταν συνήθως στο Αουρούτ Μπαζάρ, το Γυναικοπάζαρο. Ήταν ένα τετράγωνο κτίριο με ανοιχτή αυλή στη μέση. Γύρω – γύρω υπήρχαν εξέδρες – έκθεση με Αφρικανές σκλάβες. Οι λευκές και οι μεγαλύτερης αξίας γυναίκες βρίσκονταν σε κάμαρες με καφασωτά παράθυρα. Εκεί το παζάρι γινόταν με κάποια ευπρέπεια.
«Αλλά οι Χιώτισσες ήταν τόσο πολλές που τις πουλούσαν στις πλατείες και στους δρόμους. Ο πιο συνηθισμένος τόπος αυτού του ανθρωποεμπορίου ήταν το Μπαλούκ – Μπαζάρ, η Ψαραγορά.
Εκεί είδε ο Γουώλς, στις 15 Ιουνίου 1822, ένα σωρό κορίτσια δώδεκα ως δεκαπέντε χρόνων, να πουλιούνται «όπως τα ζώα στις αγγλικές αγορές». Πολλά ήταν μισόγυμνα. «Τρόμος και αγωνία ζωγραφίζονταν στα πρόσωπά τους. Ήταν το πιο σπαρακτικό θέαμα που είδα στη ζωή μου. Αδύνατο να το περιγράψω».
«Οι Τούρκοι τις μεταχειρίζονταν με την έσχατη καταφρόνηση. Τις εξέταζαν, τις πασπάτευαν, όπως οι χασάπηδες τα αρνιά, και τις αγόραζαν 100 γρόσια – τρεις λίρες – το κεφάλι. Κάπου πεντακόσιες Χιώτισσες πουλήθηκαν στην Ψαραγορά. Κι’ έβλεπες Τούρκους, άνδρες και γυναίκες, να γυρίζουν στα σπίτια τους με τα ψώνια της ημέρας, νεαρές χριστιανές σκλάβες».
Την άλλη μέρα στήθηκε σκλαβοπάζαρο στο Πέραν, στη συνοικία των ευρωπαϊκών πρεσβειών, πλάι στις φράγκικες εκκλησίες. Ήταν Κυριακή και οι Ευρωπαίοι, πηγαίνοντας να προσευχηθούν στους ναούς τους, περνούσαν ανάμεσα από τις σκλαβωμένες Χιώτισσες. «Τούτη τη φορά το εμπόριο των χριστιανών γινόταν μπροστά στις πόρτες των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που θεωρούσαν έγκλημα ικανό να επισύρει την ποινή του θανάτου την αγορά ενός νέγρου ειδωλολάτρη στις αφρικανικές ακτές. Και τώρα έβλεπαν ένα σκλαβοπάζαρο μπροστά στις ίδιες τις πρεσβείες τους, έβλεπαν να αγοράζονται σαν ζώα ανθρώπινα πλάσματα της ίδιας θρησκείας, προικισμένα με τις ίδιες ιδιότητες, τις ίδιες αρετές και να καταδικάζονται διαβίου στην πιο εξευτελιστική δουλεία»[4].
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Β΄, s. 137-138, Αθήνα 1980.
[2] Narrative of a journey from Constantinople to England, London 1828.
[3] Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης “Spectateur Oriental” έγραφε ότι σύμφωνα με τα βιβλία του τελωνείου της Χίου, στις 10 Μαΐου 1822 είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, που φορτώθηκαν για να πουληθούν στα μπεζεστένια της Ανατολής. Στις 15 Μαΐου τα γυναικόπαιδα που πουλήθηκαν ή αναζητούσαν αγοραστές ξεπερνούσαν τις 40.000. Η τιμή των σκλάβων είχε διαμορφωθεί γύρω στα 300 γρόσια (αρ. φ. 4).
[4] Οι γυναίκες αποτελούσαν πολύ σπάνιο είδος στη Χίο μετά την καταστροφή. Είχαν απομείνει μονάχα μερικές πανάσχημες και ηλικιωμένες που δεν προκαλούσαν ενδιαφέρον στους σφαγείς και δουλεμπόρους. Έγιναν όμως αργότερα περιζήτητες. Γράφει ο Φωτεινός: «Επανήρχοντο δε οι Χίοι εκ της μετοικεσίας εις την πατρίδα οι πολλοί δίχα γυναικών, αίτινες απέναντι των ανδρών ήσαν αναλόγως ολιγοσταί. Σπανίως δ’ έβλεπέ τις εν Χίω π΄ροσωπον ή νέαν γυναίκα, αι δε ούσαι ελογίζοντο τα απορρινίσματα των δουλαγωγών. Όθεν ούτως αγαθή τύχη ανέτειλε και δι’ αυτάς και άμα πάσαι παρήλικες και δυσειδείς υπανδρεύθησαν αμειφθείσαι υπό της θείας Προνοίας …» … «Επί δε της μετοικεσίας επανερχομένων άνευ γυναικών των πλειόνων, εν δε τη πατρίδι μη υπαρχουσών αναλόγως, ως αποθανουσών ή αιχμαλωτισθεισών, ήλθε η σειρά των ασχήμων και παρηλίκων». Και σε άλλο σημείο: «Επαισθητή δ’ εφαίνετο τότε μεταξύ των διασωθέντων η σπάνις των παίδων και των γυναικών. Οι γαρ πολέμιοι κατέλιπον και τινας ζώσας εν Χίω, αλλ’ εκ των ασχήμων και των γραιών. Ώστε τότε εξετιμήθησαν και αύται υπέρ αξίαν».