μόνο ο Πλάτων[1]
Η υγεία του δόγη Μοτσενίγκο δεν πάει καθόλου καλά. Κάποιοι λένε πως εξαντλήθηκε από τις υπερβολικές περιποιήσεις των παλλακίδων του. Εγώ, ωστόσο, γνωρίζω πολύ καλά πως η κλονισμένη υγεία του οφείλεται περισσότερο στις κακουχίες όπου επέρασεν πολεμώντας για χρόνους πολλούς τους Τούρκους.
Η απόφαση έπρεπε να παρθεί σύντομα. Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν δυνατόν να συνεχισθούν για πολύ ακόμα.
Πόλεμος ή ειρήνη ;
Ο μεγάλος Τούρκος επερίμενεν απάντηση και η μητριά του έστελνε συνεχώς αγγελιοφόρους απαιτώντας να ληφθεί απόφαση. Η Βενετία έπρεπε να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση της.
Στο δογικό παλάτι, οι σύμβουλοι του δόγη κι η Σινιορία είναι διχασμένοι. Οι μισοί λένε πως ο Μωάμεθ επιθυμεί την ειρήνη, γιατί ο Τουρκομάνος άρχοντας Ουζούν Χασάν ετοιμάζεται να εξαπολύσει μεγάλην επίθεση εις την Ανατολήν, ζητώντας πόλεμο, ενώ οι άλλοι μισοί ασπάζονται τη γνώμη του δόγη Μοτσενίγκο, ο οποίος γνωρίζει καλά τη δύναμη των Τούρκων. Λένε πως το συμφέρον της Βενετιάς είναι να συνάψει ειρήνη.
Τη γενναιότητα και τη γνώση της πολεμικής τέχνης δεν μπορώ να την αρνηθώ στο δόγη. Όταν ανέλαβε το βενετσιάνικο στόλο, η πόλη θρηνούσε απώλειες και θύματα πολλά. Πέντε χρόνια πριν, το Νεγραπόντε είχε χαθεί. Το στολίδι της Βενετιάς στην Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ. Η δειλία του αρχιναυάρχου Νικολό Κανάλ και του κυβερνήτη της πόλης, Πάολο Ερίστο, ήταν η αιτία της καταστροφής. Ο πρώτος στάλθηκεν αλυσσοδεμένος στη Βενετία, από τον Πιέτρο Μοτσενίγκο, και δικάστηκε. Ο δεύτερος παραδόθηκε στον Μωάμεθ, με τον όρο να κρατήσει το κεφάλι πάνω στους ώμους του. Ο Μεγάλος Τούρκος δέχθηκε και εκράτησε την υπόσχεσή του. Τον έκοψε στα δύο με το σπαθί του, όχι από το κεφάλι αλλά απ’ τη μέση.
Τα νέα συγκλόνισαν τη Βενετία και την Ιταλία ολάκερη. Ο καρδινάλιος Βησσαρίων έγραψε προς όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες της χερσονήσου:
«Λόγοι προς τους πρίγκιπας της Ιταλίας περί της σφαγής των χριστιανών της Χαλκίδος, περί των κατά της Ιταλίας επικειμένων κινδύνων μετά την άλωσιν της Υδρούντος, περί καταπαύσεως των διχονοιών και αποφάσεως πολέμου κατά των Τούρκων».
Εγώ ο ίδιος αντέγραψα τους λόγους του κι έστειλα τα μηνύματα.
Το καλοκαίρι του 1472, ο δόγης Μοντσενίγκο επιτέθηκε με πολλά πλοία στα παράλια της Μικρασίας, στην Αττάλεια, τη Σμύρνη και την Αλικαρνασσό και έκαψεν τα λιμάνια τους. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Νάπολης, μαζί με τους θεραπευτές Ιππότες από το νησί της Οφιούσσας[2], τον εβοήθησε με πλοία και άνδρες.
Εγνώριζεν πολύ καλά τους Τούρκους ο δόγης. Ήξερεν πως αυτές οι μικρές επιτυχίες του, όταν ήταν αρχιναύαρχος, και οι προτάσεις για ειρήνη του Μωάμεθ, τώρα που έγινε δόγης, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μικρή ανάπαυλα. Ο Μεγάλος Τούρκος ήταν νέος και είχε ορμή και διάθεση για κατακτήσεις, ενώ αυτός κι η γηρασμένη πόλη, η Βενετιά, ήταν ετοιμοθάνατοι.
Τα περασμένα νιάτα και η κλονισμένη υγεία αναζητούν παρηγοριά στα χάδια των γυναικών και σε κάποιους χαμένους παπύρους του «Συμποσίου».
…
Πολλές φορές αντιμετώπισε με θάρρος το θεό Άρη. Πολέμησε, κινδύνεψε.
Ο θάνατος, ωστόσο, δεν θα τον περιμένει για πολύ ακόμα. Η υγεία του δεν πάει καθόλου καλά, θα πεθάνει.
Έχουν μια παράδοξη συνήθεια και την τηρούν πολύ σχολαστικά οι Βενετοί, εδώ και διακόσια πενήντα έτη. Από τα χρόνια του δόγη Τιέπολο[3].
Όταν ένας δόγης αποθάνει, συνέρχεται το λεγόμενον Δικαστήριον των Νεκρών. Το αποτελούν το Μέγα Συμβούλιον, πέντε ευγενείς και τρεις ιεροεξεταστές. Συνεδριάζουν και βγάζουν κρίση για το βίο και την πολιτεία του νεκρού δόγη και η κρίση τους είναι πάντα εκ των προτέρων αποδεκτή και σεβαστή.
Όταν εγώ παραδώσω το πνεύμα, μόνον ο Πλάτων ποθώ να με κρίνει …
[1] Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου, «Το Συμπόσιο του Πλάτωνος και το θλιβερόν τέλος του Κοσμά του Τραπεζούντιου», εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996.
[2] Νησί της Οφιούσσας: έτσι αποκαλείτο τα χρόνια εκείνα η Ρόδος, εξαιτίας των πολλών φιδιών που υπήρχαν στο νησί.
[3] Δόγης Τζιάκομο Τιέπολο (1229-1249).