Η αγορά πληροφοριών[1]
«Οι Έλληνες λένε ένα αστείο: η κατασκοπία είναι άχρηστη σε δύο χώρες, στην Κίνα και στην Ελλάδα. Στην Κίνα γιατί δεν μιλά κανένας και στην Ελλάδα γιατί μιλούν όλοι.»
«Ένα μυστικό που κρατιέται πάει χαμένο», έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ και βεβαίως είχε δίκαιο. Η πληροφορία είναι εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί έναντι χρημάτων ή επιρροής ή, τουλάχιστον, έναντι άλλης πληροφορίας. Η εμπορική αξία της πληροφορίας καθορίζεται από την ανεπάρκεια και την πρωτοτυπία, περισσότερο από την αλήθεια της. Υπάρχει το ισχυρό κίνητρο να κάνουμε τα πάντα μυστικά, απλώς και μόνο για να αυξήσουμε αυτή την αξία. Τα κρυμμένα μυστικά, απλώς και μόνο για να αυξήσουμε αυτή την αξία. Τα κρυμμένα μυστικά αποτελούν σημαντικό μέρος του διπλωματικού κεφαλαίου κάθε χώρας.
Ωστόσο, τα μυστικά γερνούν άσχημα. Λίγοι μήνες ή χρόνια απογυμνώνουν τα περισσότερα μυστικά από τη δύναμη που έχουν να βοηθούν ή να βλάπτουν. Τα μυστικά έχουν επίσης την τάση να τα μοιράζονται άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να εμπιστεύονται πλήρως ο ένας τον άλλον. Ο πρώτος που κοινολογεί ένα μυστικό καρπώνεται γενικά το μεγαλύτερο όφελος. Συνεπώς, υπάρχει το κίνητρο της αποκάλυψης των μυστικών, κατά προτίμηση στο πρόσωπο που τα εκτιμά περισσότερο.
…
Σε έναν πλανήτη που κατακλύζεται από κακοπληρωμένους γραφειοκράτες, δεν είναι και τόσο δύσκολο να βρει κανείς ευάλωτους αξιωματούχους με αδυναμίες που κοστίζουν πολύ για να τις ικανοποιούν με το εισόδημά τους. Η ικανότητα προσφοράς μετρητών, ωστόσο, στηρίζει μια δυσλειτουργική λογική μηδενικού αθροίσματος, στην οποία η πιο αθώα και αμοιβαία επωφελής ανταλλαγή έχει ταμπέλα με την τιμή της.
[1] Τζων Μπρέιντυ Κήσλινγκ, Μαθήματα Διπλωματίας, σ. 446 επ., εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2007.