Κίνα[1]
Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όπως κάθε χρόνο, βουνό τα δώρα. Όλη η οικογένεια μαζεμένη και η γιορτή ξεκινά. Όλοι ανοίγουν τα πακέτα τους. Ο Ραφαέλ, ο μικρότερος, ξετυλίγει ένα όμορφο ξύλινο τρένο με ζωηρά χρώματα. Ο Γκρεγκουάρ ο ξάδελφός του, μεγαλύτερος αυτός, βγάζει από το κουτί της μια πανάλαφρη ρακέτα του τένις που διαφημίζουν τα περιοδικά. Η θεία τους η Ανιές έχει ήδη βυθιστεί στις οδηγίες χρήσης του νέου φορητού υπολογιστή της. Ο μπαμπάς βάζει να παίξει ένα DVD στο DVD-player, ενώ η μαμά τυλίγεται στην κασμιρένια της εσάρπα.
Άραγε αυτά τα Χριστούγεννα μοιάζουν με όλα τα προηγούμενα ; Όχι ακριβώς. Φέτος, μέσα σ’ αυτό το γαλλικό σπίτι, όπως και σε πολλά άλλα, είναι μια χριστουγεννιάτικη βραδιά πολύ κινέζικη. Το τρενάκι, η ρακέτα, το PC και η εσάρπα, όλα αυτά τα αντικείμενα έγραφαν πάνω “made in China”. Όμως εκείνο το βράδυ, κινέζικα δεν ήταν μόνο τα δώρα. Οι πολύχρωμες μπάλες, τα φωτάκια, οι μικροί διακοσμητικοί αγιοβασίληδες, ακόμη και το δέντρο ήταν από την Κίνα !
Πριν από αυτό το ρεβεγιόν, όλο το 2004, που ήταν έτος Κίνας στη Γαλλία, είχε ήδη σημαδευτεί βαθιά από τη σφραγίδα της Κεντρικής Αυτοκρατορίας, όπως έλεγαν την Κίνα οι μανδαρίνοι. Παράλληλα με τις πολυάριθμες επίσημες εκδηλώσεις, από τον Πύργο του Άιφελ «ντυμένο» στα κόκκινα μέχρι τη συναυλία του Ζαν Μισέλ Ζαρ στην καρδιά της Απαγορευμένης Πόλης, στο Πεκίνο, πολλά γεγονότα αποκάλυψαν στους Γάλλους την εισβολή, την επιστροφή πιο σωστά, μιας νέας δύναμης στη λέσχη των μεγάλων βιομηχανικών εθνών. Η αποστολή ενός Κινέζου αστροναύτη στο διάστημα έκανε γνωστό έναν διαστημικό παράγοντα πρώτου μεγέθους. Η πλούσια σοδειά μεταλλίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας αποκάλυψε ένα σπουδαίο αθλητικό έθνος. Οι ζωγράφοι που εξέθεσαν έργα τους στη λεωφόρο Ματινιόν στο Παρίσι επιβεβαίωσαν την αυξανόμενη επίδραση στη διεθνή αγορά τέχνης. Η εξαγορά, τέλος, της γαλλικής Τόμσον από την κινέζικη TCL, εταιρεία που κατασκεύαζε τηλεοράσεις για λογαριασμό της Τόμσον, ανέδειξε μια οικονομία σε πλήρη ανάπτυξη.
Μια μέρα, μια χρονιά, μερικές μεγάλες στιγμές. Η Κίνα φιγουράρει πια συχνά στα πρωτοσέλιδα των γαλλικών εφημερίδων. Η παρουσία της είναι ορατή στην καθημερινή ζωή. Στο Ζουΐ Αν Αοζάς, το κάμπους της Σχολής HEC[2], δεκάδες νέοι από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εντρυφούν στην τέχνη του καπιταλιστικού μάνατζμεντ. Στη Μασσαλία κάποιοι μικροέμποροι ανησυχούν βλέποντας τη συνοικία τους να μετατρέπεται σε μια ακόμη Τσάινα Τάουν. Στο Παρίσι, στα πολυκαταστήματα της λεωφόρου Οσμάν, η κομψή κινέζικη πελατεία ανταγωνίζεται την πελατεία της άλλης ασιατικής δύναμης, της Ιαπωνίας και οι Γκαλερί Λαφαγιέτ διαθέτουν ήδη πωλήτριες που μιλούν κινέζικα. Λίγο πολύ παντού, στα σχολεία, οι γονείς επιθυμούν να μάθουν τα παιδιά τους τη γλώσσα του Κομφούκιου και του Μάο. Στα τουριστικά γραφεία, το Πεκίνο, η Σανγκάη και η Καντόνα έχουν γίνει προορισμοί με μεγάλη πέραση.
Η Κίνα είναι στη μόδα, αλλά αυτό δεν είναι τόσο απλό. Στην πραγματικότητα, σηματοδοτεί την ανάδυση της Κίνας ως πόλου της παγκόσμιας οικονομίας ίσως για ολόκληρο τον 21ο αιώνα. Από την εποχή του Αλέν Περεφίτ, του υπουργού του στρατηγού Ντε Γκωλ και του περίφημου βιβλίου του «Όταν η Κίνα ξυπνήσει»[3], το ξύπνημα του δράκου αναμενόταν. Σήμερα είναι πια γεγονός.
[1] από την εισαγωγή του βιβλίου του Ερίκ Ισραέλεβιτς, «Όταν η Κίνα αλλάζει τον κόσμο», σελ. 7-9, εκδόσεις Κασταλία 2006.
[2] Ecole des hautes etudes commerciales, η σχολή με το μεγαλύτερο κύρος στην Γαλλία όσον αφορά στις οικονομικές σπουδές.
[3] 1973
Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009
Γεωστρατηγική
Θεωρίες επί χάρτου[1]
Το έτος 1829, η Γαλλία επιφυλάσσει στην Ελλάδα έναν εξαιρετικά φιλόδοξο ρόλο στο «Μέγα Σχέδιο»[2] πολιτικής αναδιάρθρωσης της Ευρώπης που ετοιμάζεται να προωθήσει ο Γάλλος υπουργός των εξωτερικών, και από τον Αύγουστο του 1829, πρωθυπουργός Πολινιάκ.
Ο Πολινιάκ σχεδίαζε τη ριζική μεταβολή του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης προς όφελος της Γαλλίας. Βάση του επιδιωκόμενου εδαφικού διακανονισμού αποτελούσε το «Μέγα Σχέδιο» του Μπουά-λε-Κοντ[3], πολιτικού διευθυντή του γαλλικού υπουργείου των εξωτερικών, που προέβλεπε τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ορισμένες εδαφικές μεταβολές στην κεντρική Ευρώπη και του οποίου η εφαρμογή προϋπέθετε τη συνεργασία Γαλλίας, Ρωσίας και Πρωσίας. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η Ελλάδα θα επεκτεινόταν μέχρι τα Στενά και θα προσαρτούσε την Κωνσταντινούπολη, στον δε ελληνικό θρόνο θ’ ανερχόταν ο βασιλιάς των Κάτω Χωρών. Η Ρωσία θα ενσωμάτωνε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ένα τμήμα της Μικράς Ασίας. Η Αυστρία τη Βοσνία και τη Σερβία. Το βασίλειο των Κάτω Χωρών θα κατανεμόταν μεταξύ Γαλλίας, που θα προσαρτούσε το βελγικό τμήμα, και της Πρωσίας που θα ενσωμάτωνε το ολλανδικό. Η Πρωσία θα προσαρτούσε ακόμη το βασίλειο της Σαξωνίας, αλλά θα εγκατέλειπε τα εδάφη της στην αριστερή όχθη του Ρήνου, τα οποία θα συγκροτούσαν ένα νέο κράτος που θα περιερχόταν, υπό την μορφή αποζημιώσεως, στην κυριαρχία του πρώην βασιλιά της Σαξωνίας. Η Αγγλία, τέλος, θα επέκτεινε την κυριαρχία της στις ολλανδικές αποικίες.
Το γαλλικό σχέδιο, που αποτελούσε ένα παιχνίδισμα πολιτικής φαντασίας, ήταν αντίθετο προς τα συμφέροντα της Αγγλίας, λόγω της εις βάρος της ανατροπής της ισορροπίας των δυνάμεων, καθώς και της Πρωσίας, η οποία θα υποχρεωνόταν σε μια αναδίπλωση χωρίς ανάλογα ανταλλάγματα. Εξάλλου, η Ρωσία προτιμούσε τα Στενά να παραμείνουν υπό την κατοχή μιας κλυδωνιζόμενης αυτοκρατορίας, που λόγω της εσωτερικής της κατάστασης, θα ενέδιδε συνεχώς στις ρωσικές πιέσεις, παρά να περιέλθουν στην κυριαρχία ενός νέου κράτους του οποίου οι διεθνείς προσανατολισμοί και οι διασυνδέσεις του με τις άλλες Δυνάμεις δεν ήταν ακόμη σαφείς. Τελικά, η αντίδραση του τσάρου στην πρώτη βολιδοσκόπησή του από τον Γάλλο πρεσβευτή θα τορπιλλίσει τη γαλλική πρωτοβουλία, η οποία παρέμεινε ένα τολμηρό γύμνασμα πολιτικού σχεδιασμού χωρίς συνέχεια.
[1] Θ. Α. Χριστοδουλίδη, "Διπλωματική Ιστορία, από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες", κ. Γ΄, σ. 93, εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1991.
[2] 4 Σεπτεμβρίου 1829.
[3] Bois le Compte.
Το έτος 1829, η Γαλλία επιφυλάσσει στην Ελλάδα έναν εξαιρετικά φιλόδοξο ρόλο στο «Μέγα Σχέδιο»[2] πολιτικής αναδιάρθρωσης της Ευρώπης που ετοιμάζεται να προωθήσει ο Γάλλος υπουργός των εξωτερικών, και από τον Αύγουστο του 1829, πρωθυπουργός Πολινιάκ.
Ο Πολινιάκ σχεδίαζε τη ριζική μεταβολή του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης προς όφελος της Γαλλίας. Βάση του επιδιωκόμενου εδαφικού διακανονισμού αποτελούσε το «Μέγα Σχέδιο» του Μπουά-λε-Κοντ[3], πολιτικού διευθυντή του γαλλικού υπουργείου των εξωτερικών, που προέβλεπε τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ορισμένες εδαφικές μεταβολές στην κεντρική Ευρώπη και του οποίου η εφαρμογή προϋπέθετε τη συνεργασία Γαλλίας, Ρωσίας και Πρωσίας. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η Ελλάδα θα επεκτεινόταν μέχρι τα Στενά και θα προσαρτούσε την Κωνσταντινούπολη, στον δε ελληνικό θρόνο θ’ ανερχόταν ο βασιλιάς των Κάτω Χωρών. Η Ρωσία θα ενσωμάτωνε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ένα τμήμα της Μικράς Ασίας. Η Αυστρία τη Βοσνία και τη Σερβία. Το βασίλειο των Κάτω Χωρών θα κατανεμόταν μεταξύ Γαλλίας, που θα προσαρτούσε το βελγικό τμήμα, και της Πρωσίας που θα ενσωμάτωνε το ολλανδικό. Η Πρωσία θα προσαρτούσε ακόμη το βασίλειο της Σαξωνίας, αλλά θα εγκατέλειπε τα εδάφη της στην αριστερή όχθη του Ρήνου, τα οποία θα συγκροτούσαν ένα νέο κράτος που θα περιερχόταν, υπό την μορφή αποζημιώσεως, στην κυριαρχία του πρώην βασιλιά της Σαξωνίας. Η Αγγλία, τέλος, θα επέκτεινε την κυριαρχία της στις ολλανδικές αποικίες.
Το γαλλικό σχέδιο, που αποτελούσε ένα παιχνίδισμα πολιτικής φαντασίας, ήταν αντίθετο προς τα συμφέροντα της Αγγλίας, λόγω της εις βάρος της ανατροπής της ισορροπίας των δυνάμεων, καθώς και της Πρωσίας, η οποία θα υποχρεωνόταν σε μια αναδίπλωση χωρίς ανάλογα ανταλλάγματα. Εξάλλου, η Ρωσία προτιμούσε τα Στενά να παραμείνουν υπό την κατοχή μιας κλυδωνιζόμενης αυτοκρατορίας, που λόγω της εσωτερικής της κατάστασης, θα ενέδιδε συνεχώς στις ρωσικές πιέσεις, παρά να περιέλθουν στην κυριαρχία ενός νέου κράτους του οποίου οι διεθνείς προσανατολισμοί και οι διασυνδέσεις του με τις άλλες Δυνάμεις δεν ήταν ακόμη σαφείς. Τελικά, η αντίδραση του τσάρου στην πρώτη βολιδοσκόπησή του από τον Γάλλο πρεσβευτή θα τορπιλλίσει τη γαλλική πρωτοβουλία, η οποία παρέμεινε ένα τολμηρό γύμνασμα πολιτικού σχεδιασμού χωρίς συνέχεια.
[1] Θ. Α. Χριστοδουλίδη, "Διπλωματική Ιστορία, από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες", κ. Γ΄, σ. 93, εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1991.
[2] 4 Σεπτεμβρίου 1829.
[3] Bois le Compte.
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
περί τιμής και αξιοπρέπειας
Η πολιτική της αναγνώρισης[1]
Κάποια ρεύματα στη σύγχρονη πολιτική σκέψη επισημαίνουν την ανάγκη, και ενίοτε εγείρουν την αξίωση αναγνώρισης. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανάγκη αυτή αποτελεί μία από τις κινητήριες δυνάμεις της πολιτικής των εθνικιστικών κινημάτων. Και η αντίστοιχη αξίωση εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στη σημερινή πολιτική σκηνή. Σχετίζεται με τις μειονότητες και άλλες «δευτέρας κατηγορίας» ομάδες, με κάποιες μορφές φεμινισμού και μ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε πολιτική της «πολυπολιτισμικότητας».
Η αξίωση αναγνώρισης στις ανωτέρω περιπτώσεις αποκτά επείγοντα χαρακτήρα λόγω της υποτιθέμενης διαπλοκής της έννοιας της αναγνώρισης με την έννοια της ταυτότητας. Η δεύτερη αυτή έννοια υποδηλώνει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ποιοι είμαστε καθώς και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που μας διέπουν ως ανθρώπινα όντα. Η βασική παραδοχή είναι η ακόλουθη: αφού η ταυτότητά μας συγκροτείται εν μέρει από την αναγνώριση ή της απουσία της και ενίοτε από την εσφαλμένη αναγνώριση που μας επιφυλάσσουν οι άλλοι, ένα άτομο ή μία ομάδα μπορούν να υποστούν σοβαρή ζημιά ή παραμόρφωση, εάν οι άνθρωποι στην κοινωνία όπου ζουν τους μεταδίδουν την περιοριστική, μειωτική και περιφρονητική εικόνα που διατηρούν γι’ αυτά. Η απουσία αναγνώρισης ή η εσφαλμένη αναγνώριση μπορούν να αποβούν επιζήμιες και να αποτελέσουν μια μορφή καταπίεσης, η οποία καταλήγει στον εγκλωβισμό και σ’ έναν εσφαλμένο, διαστρεβλωμένο και στερημένο τρόπο ύπαρξης.
…
Θα πρέπει να διακρίνουμε δύο μεταβολές που συνδυαζόμενες κατέστησαν τη σύγχρονη ενασχόληση με την ταυτότητα και την αναγνώριση αναπόφευκτη. Η πρώτη αφορά στην κατάρρευση των κοινωνικών ιεραρχιών που συγκροτούσαν τη βάση για την αντίληψη περί τιμής. … στο Παλιό Καθεστώς (Ancien Regime) [η έννοια αυτή] είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ύπαρξη ανισοτήτων. Για να αρμόζουν οι τιμές σε κάποιους θα πρέπει να μην αρμόζουν σε κάποιους άλλους. Αυτήν ακριβώς τη σημασία χρησιμοποιεί και ο Μοντεσκιέ καθώς περιγράφει τη μοναρχία. Η τιμή συνδέεται εγγενώς με τις «προτιμήσεις»[2]. Την ίδια ακριβώς σημασία έχουμε κατά νου, όταν συζητούμε να τιμήσουμε κάποιον δίδοντάς του ένα κρατικό βραβείο … το βραβείο αυτό θα έχανε την αξία του, εάν αύριο αποφασίζαμε να το δώσουμε σε κάθε ενήλικο …
Στην αντίληψη αυτή περί τιμής αντίκειται η σύγχρονη αντίληψη περί αξιοπρέπειας, η οποία τώρα χρησιμοποιείται με μια καθολική και εξισωτική σημασία, καθώς κάνουμε λόγο για την εγγενή «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» ή του πολίτη. Εδώ υπονοείται η αρχή ότι η αξιοπρέπεια είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον καθένα[3]. Είναι πρόδηλο ότι αυτή είναι η μοναδική αντίληψη περί αξιοπρέπειας που προσιδιάζει σε μια δημοκρατική κοινωνία και πως η υπέρβαση της παλαιάς αντίληψης περί τιμής ήταν αναπόφευκτη.
[1] από την «Πολυπολιτισμικότητα» του Τσαρλς Ταίηλορ, σελ. 71 κ. επ., εκδόσεις Πόλις 1997.
[2] «Η φύση της τιμής είναι να απαιτεί προτιμήσεις και διακρίσεις …», το πνεύμα των νόμων (“De l’ esprit des lois”), βιβλ. 3, κεφ. 7.
[3] Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση της σημασίας της μετάβασης από την «τιμή» στην «αξιοπρέπεια» στο άρθρο του Πήτερ Μπέργκερ “On the Obsolescence of the Concept of Honour” στο Revisions: changing perspectives in moral philosophy, επ. Stasnley Hauerwas και Alasdair MacIntyre (Notre Dame, Ind.: University of notre Dame Press, 1983), σς. 172-81.
Κάποια ρεύματα στη σύγχρονη πολιτική σκέψη επισημαίνουν την ανάγκη, και ενίοτε εγείρουν την αξίωση αναγνώρισης. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανάγκη αυτή αποτελεί μία από τις κινητήριες δυνάμεις της πολιτικής των εθνικιστικών κινημάτων. Και η αντίστοιχη αξίωση εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στη σημερινή πολιτική σκηνή. Σχετίζεται με τις μειονότητες και άλλες «δευτέρας κατηγορίας» ομάδες, με κάποιες μορφές φεμινισμού και μ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε πολιτική της «πολυπολιτισμικότητας».
Η αξίωση αναγνώρισης στις ανωτέρω περιπτώσεις αποκτά επείγοντα χαρακτήρα λόγω της υποτιθέμενης διαπλοκής της έννοιας της αναγνώρισης με την έννοια της ταυτότητας. Η δεύτερη αυτή έννοια υποδηλώνει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ποιοι είμαστε καθώς και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που μας διέπουν ως ανθρώπινα όντα. Η βασική παραδοχή είναι η ακόλουθη: αφού η ταυτότητά μας συγκροτείται εν μέρει από την αναγνώριση ή της απουσία της και ενίοτε από την εσφαλμένη αναγνώριση που μας επιφυλάσσουν οι άλλοι, ένα άτομο ή μία ομάδα μπορούν να υποστούν σοβαρή ζημιά ή παραμόρφωση, εάν οι άνθρωποι στην κοινωνία όπου ζουν τους μεταδίδουν την περιοριστική, μειωτική και περιφρονητική εικόνα που διατηρούν γι’ αυτά. Η απουσία αναγνώρισης ή η εσφαλμένη αναγνώριση μπορούν να αποβούν επιζήμιες και να αποτελέσουν μια μορφή καταπίεσης, η οποία καταλήγει στον εγκλωβισμό και σ’ έναν εσφαλμένο, διαστρεβλωμένο και στερημένο τρόπο ύπαρξης.
…
Θα πρέπει να διακρίνουμε δύο μεταβολές που συνδυαζόμενες κατέστησαν τη σύγχρονη ενασχόληση με την ταυτότητα και την αναγνώριση αναπόφευκτη. Η πρώτη αφορά στην κατάρρευση των κοινωνικών ιεραρχιών που συγκροτούσαν τη βάση για την αντίληψη περί τιμής. … στο Παλιό Καθεστώς (Ancien Regime) [η έννοια αυτή] είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ύπαρξη ανισοτήτων. Για να αρμόζουν οι τιμές σε κάποιους θα πρέπει να μην αρμόζουν σε κάποιους άλλους. Αυτήν ακριβώς τη σημασία χρησιμοποιεί και ο Μοντεσκιέ καθώς περιγράφει τη μοναρχία. Η τιμή συνδέεται εγγενώς με τις «προτιμήσεις»[2]. Την ίδια ακριβώς σημασία έχουμε κατά νου, όταν συζητούμε να τιμήσουμε κάποιον δίδοντάς του ένα κρατικό βραβείο … το βραβείο αυτό θα έχανε την αξία του, εάν αύριο αποφασίζαμε να το δώσουμε σε κάθε ενήλικο …
Στην αντίληψη αυτή περί τιμής αντίκειται η σύγχρονη αντίληψη περί αξιοπρέπειας, η οποία τώρα χρησιμοποιείται με μια καθολική και εξισωτική σημασία, καθώς κάνουμε λόγο για την εγγενή «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» ή του πολίτη. Εδώ υπονοείται η αρχή ότι η αξιοπρέπεια είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον καθένα[3]. Είναι πρόδηλο ότι αυτή είναι η μοναδική αντίληψη περί αξιοπρέπειας που προσιδιάζει σε μια δημοκρατική κοινωνία και πως η υπέρβαση της παλαιάς αντίληψης περί τιμής ήταν αναπόφευκτη.
[1] από την «Πολυπολιτισμικότητα» του Τσαρλς Ταίηλορ, σελ. 71 κ. επ., εκδόσεις Πόλις 1997.
[2] «Η φύση της τιμής είναι να απαιτεί προτιμήσεις και διακρίσεις …», το πνεύμα των νόμων (“De l’ esprit des lois”), βιβλ. 3, κεφ. 7.
[3] Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση της σημασίας της μετάβασης από την «τιμή» στην «αξιοπρέπεια» στο άρθρο του Πήτερ Μπέργκερ “On the Obsolescence of the Concept of Honour” στο Revisions: changing perspectives in moral philosophy, επ. Stasnley Hauerwas και Alasdair MacIntyre (Notre Dame, Ind.: University of notre Dame Press, 1983), σς. 172-81.
Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009
Λογοτεχνία
μόνο ο Πλάτων[1]
Η υγεία του δόγη Μοτσενίγκο δεν πάει καθόλου καλά. Κάποιοι λένε πως εξαντλήθηκε από τις υπερβολικές περιποιήσεις των παλλακίδων του. Εγώ, ωστόσο, γνωρίζω πολύ καλά πως η κλονισμένη υγεία του οφείλεται περισσότερο στις κακουχίες όπου επέρασεν πολεμώντας για χρόνους πολλούς τους Τούρκους.
Η απόφαση έπρεπε να παρθεί σύντομα. Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν δυνατόν να συνεχισθούν για πολύ ακόμα.
Πόλεμος ή ειρήνη ;
Ο μεγάλος Τούρκος επερίμενεν απάντηση και η μητριά του έστελνε συνεχώς αγγελιοφόρους απαιτώντας να ληφθεί απόφαση. Η Βενετία έπρεπε να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση της.
Στο δογικό παλάτι, οι σύμβουλοι του δόγη κι η Σινιορία είναι διχασμένοι. Οι μισοί λένε πως ο Μωάμεθ επιθυμεί την ειρήνη, γιατί ο Τουρκομάνος άρχοντας Ουζούν Χασάν ετοιμάζεται να εξαπολύσει μεγάλην επίθεση εις την Ανατολήν, ζητώντας πόλεμο, ενώ οι άλλοι μισοί ασπάζονται τη γνώμη του δόγη Μοτσενίγκο, ο οποίος γνωρίζει καλά τη δύναμη των Τούρκων. Λένε πως το συμφέρον της Βενετιάς είναι να συνάψει ειρήνη.
Τη γενναιότητα και τη γνώση της πολεμικής τέχνης δεν μπορώ να την αρνηθώ στο δόγη. Όταν ανέλαβε το βενετσιάνικο στόλο, η πόλη θρηνούσε απώλειες και θύματα πολλά. Πέντε χρόνια πριν, το Νεγραπόντε είχε χαθεί. Το στολίδι της Βενετιάς στην Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ. Η δειλία του αρχιναυάρχου Νικολό Κανάλ και του κυβερνήτη της πόλης, Πάολο Ερίστο, ήταν η αιτία της καταστροφής. Ο πρώτος στάλθηκεν αλυσσοδεμένος στη Βενετία, από τον Πιέτρο Μοτσενίγκο, και δικάστηκε. Ο δεύτερος παραδόθηκε στον Μωάμεθ, με τον όρο να κρατήσει το κεφάλι πάνω στους ώμους του. Ο Μεγάλος Τούρκος δέχθηκε και εκράτησε την υπόσχεσή του. Τον έκοψε στα δύο με το σπαθί του, όχι από το κεφάλι αλλά απ’ τη μέση.
Τα νέα συγκλόνισαν τη Βενετία και την Ιταλία ολάκερη. Ο καρδινάλιος Βησσαρίων έγραψε προς όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες της χερσονήσου:
«Λόγοι προς τους πρίγκιπας της Ιταλίας περί της σφαγής των χριστιανών της Χαλκίδος, περί των κατά της Ιταλίας επικειμένων κινδύνων μετά την άλωσιν της Υδρούντος, περί καταπαύσεως των διχονοιών και αποφάσεως πολέμου κατά των Τούρκων».
Εγώ ο ίδιος αντέγραψα τους λόγους του κι έστειλα τα μηνύματα.
Το καλοκαίρι του 1472, ο δόγης Μοντσενίγκο επιτέθηκε με πολλά πλοία στα παράλια της Μικρασίας, στην Αττάλεια, τη Σμύρνη και την Αλικαρνασσό και έκαψεν τα λιμάνια τους. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Νάπολης, μαζί με τους θεραπευτές Ιππότες από το νησί της Οφιούσσας[2], τον εβοήθησε με πλοία και άνδρες.
Εγνώριζεν πολύ καλά τους Τούρκους ο δόγης. Ήξερεν πως αυτές οι μικρές επιτυχίες του, όταν ήταν αρχιναύαρχος, και οι προτάσεις για ειρήνη του Μωάμεθ, τώρα που έγινε δόγης, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μικρή ανάπαυλα. Ο Μεγάλος Τούρκος ήταν νέος και είχε ορμή και διάθεση για κατακτήσεις, ενώ αυτός κι η γηρασμένη πόλη, η Βενετιά, ήταν ετοιμοθάνατοι.
Τα περασμένα νιάτα και η κλονισμένη υγεία αναζητούν παρηγοριά στα χάδια των γυναικών και σε κάποιους χαμένους παπύρους του «Συμποσίου».
…
Πολλές φορές αντιμετώπισε με θάρρος το θεό Άρη. Πολέμησε, κινδύνεψε.
Ο θάνατος, ωστόσο, δεν θα τον περιμένει για πολύ ακόμα. Η υγεία του δεν πάει καθόλου καλά, θα πεθάνει.
Έχουν μια παράδοξη συνήθεια και την τηρούν πολύ σχολαστικά οι Βενετοί, εδώ και διακόσια πενήντα έτη. Από τα χρόνια του δόγη Τιέπολο[3].
Όταν ένας δόγης αποθάνει, συνέρχεται το λεγόμενον Δικαστήριον των Νεκρών. Το αποτελούν το Μέγα Συμβούλιον, πέντε ευγενείς και τρεις ιεροεξεταστές. Συνεδριάζουν και βγάζουν κρίση για το βίο και την πολιτεία του νεκρού δόγη και η κρίση τους είναι πάντα εκ των προτέρων αποδεκτή και σεβαστή.
Όταν εγώ παραδώσω το πνεύμα, μόνον ο Πλάτων ποθώ να με κρίνει …
[1] Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου, «Το Συμπόσιο του Πλάτωνος και το θλιβερόν τέλος του Κοσμά του Τραπεζούντιου», εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996.
[2] Νησί της Οφιούσσας: έτσι αποκαλείτο τα χρόνια εκείνα η Ρόδος, εξαιτίας των πολλών φιδιών που υπήρχαν στο νησί.
[3] Δόγης Τζιάκομο Τιέπολο (1229-1249).
Η υγεία του δόγη Μοτσενίγκο δεν πάει καθόλου καλά. Κάποιοι λένε πως εξαντλήθηκε από τις υπερβολικές περιποιήσεις των παλλακίδων του. Εγώ, ωστόσο, γνωρίζω πολύ καλά πως η κλονισμένη υγεία του οφείλεται περισσότερο στις κακουχίες όπου επέρασεν πολεμώντας για χρόνους πολλούς τους Τούρκους.
Η απόφαση έπρεπε να παρθεί σύντομα. Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν δυνατόν να συνεχισθούν για πολύ ακόμα.
Πόλεμος ή ειρήνη ;
Ο μεγάλος Τούρκος επερίμενεν απάντηση και η μητριά του έστελνε συνεχώς αγγελιοφόρους απαιτώντας να ληφθεί απόφαση. Η Βενετία έπρεπε να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση της.
Στο δογικό παλάτι, οι σύμβουλοι του δόγη κι η Σινιορία είναι διχασμένοι. Οι μισοί λένε πως ο Μωάμεθ επιθυμεί την ειρήνη, γιατί ο Τουρκομάνος άρχοντας Ουζούν Χασάν ετοιμάζεται να εξαπολύσει μεγάλην επίθεση εις την Ανατολήν, ζητώντας πόλεμο, ενώ οι άλλοι μισοί ασπάζονται τη γνώμη του δόγη Μοτσενίγκο, ο οποίος γνωρίζει καλά τη δύναμη των Τούρκων. Λένε πως το συμφέρον της Βενετιάς είναι να συνάψει ειρήνη.
Τη γενναιότητα και τη γνώση της πολεμικής τέχνης δεν μπορώ να την αρνηθώ στο δόγη. Όταν ανέλαβε το βενετσιάνικο στόλο, η πόλη θρηνούσε απώλειες και θύματα πολλά. Πέντε χρόνια πριν, το Νεγραπόντε είχε χαθεί. Το στολίδι της Βενετιάς στην Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ. Η δειλία του αρχιναυάρχου Νικολό Κανάλ και του κυβερνήτη της πόλης, Πάολο Ερίστο, ήταν η αιτία της καταστροφής. Ο πρώτος στάλθηκεν αλυσσοδεμένος στη Βενετία, από τον Πιέτρο Μοτσενίγκο, και δικάστηκε. Ο δεύτερος παραδόθηκε στον Μωάμεθ, με τον όρο να κρατήσει το κεφάλι πάνω στους ώμους του. Ο Μεγάλος Τούρκος δέχθηκε και εκράτησε την υπόσχεσή του. Τον έκοψε στα δύο με το σπαθί του, όχι από το κεφάλι αλλά απ’ τη μέση.
Τα νέα συγκλόνισαν τη Βενετία και την Ιταλία ολάκερη. Ο καρδινάλιος Βησσαρίων έγραψε προς όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες της χερσονήσου:
«Λόγοι προς τους πρίγκιπας της Ιταλίας περί της σφαγής των χριστιανών της Χαλκίδος, περί των κατά της Ιταλίας επικειμένων κινδύνων μετά την άλωσιν της Υδρούντος, περί καταπαύσεως των διχονοιών και αποφάσεως πολέμου κατά των Τούρκων».
Εγώ ο ίδιος αντέγραψα τους λόγους του κι έστειλα τα μηνύματα.
Το καλοκαίρι του 1472, ο δόγης Μοντσενίγκο επιτέθηκε με πολλά πλοία στα παράλια της Μικρασίας, στην Αττάλεια, τη Σμύρνη και την Αλικαρνασσό και έκαψεν τα λιμάνια τους. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Νάπολης, μαζί με τους θεραπευτές Ιππότες από το νησί της Οφιούσσας[2], τον εβοήθησε με πλοία και άνδρες.
Εγνώριζεν πολύ καλά τους Τούρκους ο δόγης. Ήξερεν πως αυτές οι μικρές επιτυχίες του, όταν ήταν αρχιναύαρχος, και οι προτάσεις για ειρήνη του Μωάμεθ, τώρα που έγινε δόγης, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μικρή ανάπαυλα. Ο Μεγάλος Τούρκος ήταν νέος και είχε ορμή και διάθεση για κατακτήσεις, ενώ αυτός κι η γηρασμένη πόλη, η Βενετιά, ήταν ετοιμοθάνατοι.
Τα περασμένα νιάτα και η κλονισμένη υγεία αναζητούν παρηγοριά στα χάδια των γυναικών και σε κάποιους χαμένους παπύρους του «Συμποσίου».
…
Πολλές φορές αντιμετώπισε με θάρρος το θεό Άρη. Πολέμησε, κινδύνεψε.
Ο θάνατος, ωστόσο, δεν θα τον περιμένει για πολύ ακόμα. Η υγεία του δεν πάει καθόλου καλά, θα πεθάνει.
Έχουν μια παράδοξη συνήθεια και την τηρούν πολύ σχολαστικά οι Βενετοί, εδώ και διακόσια πενήντα έτη. Από τα χρόνια του δόγη Τιέπολο[3].
Όταν ένας δόγης αποθάνει, συνέρχεται το λεγόμενον Δικαστήριον των Νεκρών. Το αποτελούν το Μέγα Συμβούλιον, πέντε ευγενείς και τρεις ιεροεξεταστές. Συνεδριάζουν και βγάζουν κρίση για το βίο και την πολιτεία του νεκρού δόγη και η κρίση τους είναι πάντα εκ των προτέρων αποδεκτή και σεβαστή.
Όταν εγώ παραδώσω το πνεύμα, μόνον ο Πλάτων ποθώ να με κρίνει …
[1] Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου, «Το Συμπόσιο του Πλάτωνος και το θλιβερόν τέλος του Κοσμά του Τραπεζούντιου», εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996.
[2] Νησί της Οφιούσσας: έτσι αποκαλείτο τα χρόνια εκείνα η Ρόδος, εξαιτίας των πολλών φιδιών που υπήρχαν στο νησί.
[3] Δόγης Τζιάκομο Τιέπολο (1229-1249).
Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009
ελληνισμός
«Ελληνική φυλή είσε ανήθικος, διότι θέλεις οι φραγκικοί στρατοί και στόλοι να σου φυλάν τ’ αμπέλια σου»
Περικλής Γιαννόπουλος[1]
Οι Φράγκοι βιβλιαράδες μας είπον ότι ο Αλέξανδρος δεν ήτο Έλλην. Και το πράγμα εσυζητήθη ! Και δεν ευρέθη κανείς να τους ειπή: «Τον κακό σας τον καιρό». Μας είπον ότι ο Αλέξανδρος εζουρλάθη, εξασιανίσθη … διότι οι Φράγκοι καλαμαράδες και οι κάθε βιβλιοφάγοι, είνε ζωύφια στενοχονδροκέφαλα. Κουτάβια θεόστραβα εις την αντίληψιν της πολυμόρφου φύσεως των ανθρωπίνων πραγμάτων. Διότι, βράστον τον Βασιληά άμα δεν στέκεται ψηλά. Διότι αν δεν αστράφτει πάγχρυσος ο Βασιλεύς στην Ανατολή και δεν πατίση το χρυσό του πόδι στο σβέρκο του ανατολίτη, κανείς δεν τον παίρνει για βασιληά. Και τα λένε αυτά οι Φράγκοι, που ντένουν τους βασιλείς των αυτήν την ώρα, με τα μεσαιωνικά τους μασκαριλίκια κατά τα ανωτάτας των εορτάς. … Και ελέχθησαν αυτά και χίλια χειρότερα, διότι ο Ελληνισμός εκατάντησε ένα ζευγάρι τρέμον τον αφέντη του το Φράγκο και φοβούμενον να πη: Λέτε ό,τι θέλτε, πιστέψτε ξεπιστέψτε ό,τι θέλτε, αφού στο τέλος δε θέλτε, θ’ αναγκασθήτε πάντα να πιστεύσετε τα πράγματα.
Ο Αλέξανδρος τίποτε παράδοξα δεν έκαμε. Το έργον του το επέβαλεν η λογική, η φύσις, η φορά, η ώρα των πραγμάτων. Και οσονδήποτε κολοσσαία δι’ εμάς τους τότε και διά τον πολιτισμόν του κόσμου, οσονδήποτε μεγάλα και ζωντανά και φρεσκότατα έως την ώραν αυτήν, ειπέρ ποτε αυτήν, είνε τα αποτελέσματα και τα διδάγματα, το έργον του είνε το νεανικόν το πρώτον του βήμα. Η πρώτη σελίς ζωής του εκόπη. Τρέξας και πιάσας από τα θαυμάσια μοσχοβολάτα γένεια τον Πέρση, σκάσας αυτόν κατά γης και πατήσας την γιασεμόλευκη κοιλιά του, σπα την βάρβαρον δύναμιν που αιώνια εμπόδιζε το δρόμο και απειλούσε κάθε λίγο να χυθή και πνίξη τη φυλή, ανοίγει την Ανατολή και την Ασίαν εις το Εμπόριον και το Πνεύμα. Ο Ελληνισμός τότε, ο από της προσωρινώς μυθολογικής λεγομένης εποχής, ευρισκόμενος εις τας αυτάς περίπου γεωγραφικάς εκτάσεις, με άλλα μόνον ονόματα και άλλα φορέματα, εγκαθίσταται τότε επισήμως ως άρχων και πρωτεύων παντού όπου ήτο, καθιερούται μόνον και εδραιούται διά παντός και επεκτείνεται εις όλον τον φυσικόν κύκλον της προαιωνίου, της καθ’ όλης την έκτοτε ιστορικήν περίοδον της ανθρωπότητος, της έως τώρα υπάρξεως και ενεργείας του, από την οποίαν τίποτε έως τώρα και τίποτε εις κανένα μέλλον δεν θα κατορθώση να τον ξεκολλήση, να τον ξεριζώση, διότι είνε στο σπήτι του, εκτός των συνήθων κατά τα ανθρώπινα ανακατεύματα μετατοπίσεων, υποχωρήσεων, κυνηγημάτων, σπρωξιμάτων, τα οποία δυνατόν να του κάμουν κατά διαφόρους ιστορικάς στιγμάς …
[1] από την Έκκλησι προς το πανελλήνιον κοινόν, του Περικλέους Γιαννοπούλου, σελ. 27-28, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 1987
Περικλής Γιαννόπουλος[1]
Οι Φράγκοι βιβλιαράδες μας είπον ότι ο Αλέξανδρος δεν ήτο Έλλην. Και το πράγμα εσυζητήθη ! Και δεν ευρέθη κανείς να τους ειπή: «Τον κακό σας τον καιρό». Μας είπον ότι ο Αλέξανδρος εζουρλάθη, εξασιανίσθη … διότι οι Φράγκοι καλαμαράδες και οι κάθε βιβλιοφάγοι, είνε ζωύφια στενοχονδροκέφαλα. Κουτάβια θεόστραβα εις την αντίληψιν της πολυμόρφου φύσεως των ανθρωπίνων πραγμάτων. Διότι, βράστον τον Βασιληά άμα δεν στέκεται ψηλά. Διότι αν δεν αστράφτει πάγχρυσος ο Βασιλεύς στην Ανατολή και δεν πατίση το χρυσό του πόδι στο σβέρκο του ανατολίτη, κανείς δεν τον παίρνει για βασιληά. Και τα λένε αυτά οι Φράγκοι, που ντένουν τους βασιλείς των αυτήν την ώρα, με τα μεσαιωνικά τους μασκαριλίκια κατά τα ανωτάτας των εορτάς. … Και ελέχθησαν αυτά και χίλια χειρότερα, διότι ο Ελληνισμός εκατάντησε ένα ζευγάρι τρέμον τον αφέντη του το Φράγκο και φοβούμενον να πη: Λέτε ό,τι θέλτε, πιστέψτε ξεπιστέψτε ό,τι θέλτε, αφού στο τέλος δε θέλτε, θ’ αναγκασθήτε πάντα να πιστεύσετε τα πράγματα.
Ο Αλέξανδρος τίποτε παράδοξα δεν έκαμε. Το έργον του το επέβαλεν η λογική, η φύσις, η φορά, η ώρα των πραγμάτων. Και οσονδήποτε κολοσσαία δι’ εμάς τους τότε και διά τον πολιτισμόν του κόσμου, οσονδήποτε μεγάλα και ζωντανά και φρεσκότατα έως την ώραν αυτήν, ειπέρ ποτε αυτήν, είνε τα αποτελέσματα και τα διδάγματα, το έργον του είνε το νεανικόν το πρώτον του βήμα. Η πρώτη σελίς ζωής του εκόπη. Τρέξας και πιάσας από τα θαυμάσια μοσχοβολάτα γένεια τον Πέρση, σκάσας αυτόν κατά γης και πατήσας την γιασεμόλευκη κοιλιά του, σπα την βάρβαρον δύναμιν που αιώνια εμπόδιζε το δρόμο και απειλούσε κάθε λίγο να χυθή και πνίξη τη φυλή, ανοίγει την Ανατολή και την Ασίαν εις το Εμπόριον και το Πνεύμα. Ο Ελληνισμός τότε, ο από της προσωρινώς μυθολογικής λεγομένης εποχής, ευρισκόμενος εις τας αυτάς περίπου γεωγραφικάς εκτάσεις, με άλλα μόνον ονόματα και άλλα φορέματα, εγκαθίσταται τότε επισήμως ως άρχων και πρωτεύων παντού όπου ήτο, καθιερούται μόνον και εδραιούται διά παντός και επεκτείνεται εις όλον τον φυσικόν κύκλον της προαιωνίου, της καθ’ όλης την έκτοτε ιστορικήν περίοδον της ανθρωπότητος, της έως τώρα υπάρξεως και ενεργείας του, από την οποίαν τίποτε έως τώρα και τίποτε εις κανένα μέλλον δεν θα κατορθώση να τον ξεκολλήση, να τον ξεριζώση, διότι είνε στο σπήτι του, εκτός των συνήθων κατά τα ανθρώπινα ανακατεύματα μετατοπίσεων, υποχωρήσεων, κυνηγημάτων, σπρωξιμάτων, τα οποία δυνατόν να του κάμουν κατά διαφόρους ιστορικάς στιγμάς …
[1] από την Έκκλησι προς το πανελλήνιον κοινόν, του Περικλέους Γιαννοπούλου, σελ. 27-28, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 1987
Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009
μαθήματα διπλωματίας
Η αγορά πληροφοριών[1]
«Οι Έλληνες λένε ένα αστείο: η κατασκοπία είναι άχρηστη σε δύο χώρες, στην Κίνα και στην Ελλάδα. Στην Κίνα γιατί δεν μιλά κανένας και στην Ελλάδα γιατί μιλούν όλοι.»
«Ένα μυστικό που κρατιέται πάει χαμένο», έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ και βεβαίως είχε δίκαιο. Η πληροφορία είναι εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί έναντι χρημάτων ή επιρροής ή, τουλάχιστον, έναντι άλλης πληροφορίας. Η εμπορική αξία της πληροφορίας καθορίζεται από την ανεπάρκεια και την πρωτοτυπία, περισσότερο από την αλήθεια της. Υπάρχει το ισχυρό κίνητρο να κάνουμε τα πάντα μυστικά, απλώς και μόνο για να αυξήσουμε αυτή την αξία. Τα κρυμμένα μυστικά, απλώς και μόνο για να αυξήσουμε αυτή την αξία. Τα κρυμμένα μυστικά αποτελούν σημαντικό μέρος του διπλωματικού κεφαλαίου κάθε χώρας.
Ωστόσο, τα μυστικά γερνούν άσχημα. Λίγοι μήνες ή χρόνια απογυμνώνουν τα περισσότερα μυστικά από τη δύναμη που έχουν να βοηθούν ή να βλάπτουν. Τα μυστικά έχουν επίσης την τάση να τα μοιράζονται άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να εμπιστεύονται πλήρως ο ένας τον άλλον. Ο πρώτος που κοινολογεί ένα μυστικό καρπώνεται γενικά το μεγαλύτερο όφελος. Συνεπώς, υπάρχει το κίνητρο της αποκάλυψης των μυστικών, κατά προτίμηση στο πρόσωπο που τα εκτιμά περισσότερο.
…
Σε έναν πλανήτη που κατακλύζεται από κακοπληρωμένους γραφειοκράτες, δεν είναι και τόσο δύσκολο να βρει κανείς ευάλωτους αξιωματούχους με αδυναμίες που κοστίζουν πολύ για να τις ικανοποιούν με το εισόδημά τους. Η ικανότητα προσφοράς μετρητών, ωστόσο, στηρίζει μια δυσλειτουργική λογική μηδενικού αθροίσματος, στην οποία η πιο αθώα και αμοιβαία επωφελής ανταλλαγή έχει ταμπέλα με την τιμή της.
[1] Τζων Μπρέιντυ Κήσλινγκ, Μαθήματα Διπλωματίας, σ. 446 επ., εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2007.
«Οι Έλληνες λένε ένα αστείο: η κατασκοπία είναι άχρηστη σε δύο χώρες, στην Κίνα και στην Ελλάδα. Στην Κίνα γιατί δεν μιλά κανένας και στην Ελλάδα γιατί μιλούν όλοι.»
«Ένα μυστικό που κρατιέται πάει χαμένο», έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ και βεβαίως είχε δίκαιο. Η πληροφορία είναι εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί έναντι χρημάτων ή επιρροής ή, τουλάχιστον, έναντι άλλης πληροφορίας. Η εμπορική αξία της πληροφορίας καθορίζεται από την ανεπάρκεια και την πρωτοτυπία, περισσότερο από την αλήθεια της. Υπάρχει το ισχυρό κίνητρο να κάνουμε τα πάντα μυστικά, απλώς και μόνο για να αυξήσουμε αυτή την αξία. Τα κρυμμένα μυστικά, απλώς και μόνο για να αυξήσουμε αυτή την αξία. Τα κρυμμένα μυστικά αποτελούν σημαντικό μέρος του διπλωματικού κεφαλαίου κάθε χώρας.
Ωστόσο, τα μυστικά γερνούν άσχημα. Λίγοι μήνες ή χρόνια απογυμνώνουν τα περισσότερα μυστικά από τη δύναμη που έχουν να βοηθούν ή να βλάπτουν. Τα μυστικά έχουν επίσης την τάση να τα μοιράζονται άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να εμπιστεύονται πλήρως ο ένας τον άλλον. Ο πρώτος που κοινολογεί ένα μυστικό καρπώνεται γενικά το μεγαλύτερο όφελος. Συνεπώς, υπάρχει το κίνητρο της αποκάλυψης των μυστικών, κατά προτίμηση στο πρόσωπο που τα εκτιμά περισσότερο.
…
Σε έναν πλανήτη που κατακλύζεται από κακοπληρωμένους γραφειοκράτες, δεν είναι και τόσο δύσκολο να βρει κανείς ευάλωτους αξιωματούχους με αδυναμίες που κοστίζουν πολύ για να τις ικανοποιούν με το εισόδημά τους. Η ικανότητα προσφοράς μετρητών, ωστόσο, στηρίζει μια δυσλειτουργική λογική μηδενικού αθροίσματος, στην οποία η πιο αθώα και αμοιβαία επωφελής ανταλλαγή έχει ταμπέλα με την τιμή της.
[1] Τζων Μπρέιντυ Κήσλινγκ, Μαθήματα Διπλωματίας, σ. 446 επ., εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2007.
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
Φιλοσοφία
Ο αδύνατος ηγεμόνας, οι σύμβουλοι, τα κόμματα κι οι οικογένειες[1]
«Οι δασμοί απάνω στην κατανάλωση είναι πιο ίσιοι και εύκολοι από τους δασμούς απάνω στην κτήση. Τι απώλεια για το Δημόσιο να έχουν εξαντληθεί όλοι οι πρώτοι και να πρέπει να καταφύγομε στην πιο θλιβερή μέθοδο φορολογίας !»
Δαυΐδ Χιουμ, 1711-1776
Εκείνοι που χρησιμοποιούν τις πέννες τους για πολιτικά θέματα, ελεύθεροι από την κομματική μανία και από τις κομματικές προκαταλήψεις, καλλιεργούν μιαν επιστήμη που απ’ όλες τις άλλες συμβάλλει πιο πολύ στη δημόσιαν ωφέλεια, ακόμη και στην ιδιωτική ικανοποίηση εκείνων που αφιερώνουν τον εαυτό τους στη σπουδή της. Έχω ωστόσο την τάση να υποψιάζομαι ότι ο κόσμος είναι ακόμη παραπολύ νέος για να στερεώσει στην πολιτική πολλές γενικές αλήθειες, που θα μείνουν αληθινές έως τους υστερώτερους απογόνους μας. … Δεν είναι εντελώς γνωστό έως ποιο βαθμό εκλέπτυνσης, είτε στην αρετή είτε στην κακία, είναι δεκτική η ανθρώπινη φύση ή τί μπορεί να αναμένεται από την ανθρωπότητα έπειτα από μια μεγάλη μεταστροφή στη διαπαιδαγώγηση, στα έθιμα ή στις αρχές της. Ο Μακιαβέλλι είναι βέβαια ένα μεγάλο πνεύμα, αλλά επειδή περιόρισε τη μελέτη του στα εξωφρενικά και τυραννικά πολιτεύματα των αρχαίων χρόνων ή στα λίγο ανώμαλα πριγκηπάτα της Ιταλίας, οι διαλογισμοί του, ιδίως για το μοναρχικό πολίτευμα, έχει διαπιστωθεί ότι είναι εξαιρετικά ελαττωματικοί. Δεν υπάρχει κανόνας μέσα στον «ηγεμόνα» του που δεν διαψεύσθηκε εντελώς από μεταγενέστερην εμπειρία. «Ένας αδύνατος ηγεμόνας» λέγει «είναι ανίκανος να δεχτεί καλή συμβουλή. Γιατί, εάν συμβουλευτεί πολλούς, δεν θα μπορεί να κάνει την εκλογή του ανάμεσα σε διαφορετικές συμβουλές. Εάν πάλι αφεθεί σε ένα, αυτός ο υπουργός μπορεί ίσως να έχει ικανότητα, αλλά δεν θα είναι για πολύν καιρό υπουργός. Θα είναι βέβαιος ότι έχει τον κύριό του στη διάθεσή του και θα τοποθετήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του πάνω από το θρόνο». Ανάμεσα σε πολλά παραδείγματα σφαλμάτων του πολιτικού εκείνου μνημονεύω τούτο που κατά μέγα μέρος προέρχεται από το γεγονός ότι ο ίδιος έζησε σε μια παραπολύ πρώιμη εποχή του κόσμου, για να είναι καλός κριτής της πολιτικής αλήθειας. Σχεδόν όλοι οι ηγεμόνες της Ευρώπης κατευθύνονται σήμερα από τους υπουργούς των, πράγμα που συμβαίνει εδώ και δύο περίπου αιώνες[2], και όμως δεν έχει ποτέ συμβεί ένα τέτοιο γεγονός ούτε μπορεί ίσως να συμβεί.
[1] Αποσπάσματα από τα «Δοκίμια» του Δαυΐδ Χιουμ, σε μετάφραση Ε.Π. Παπανούτσου – τίτλος δοκιμίου: «Η πολιτική ελευθερία», Εστία.
[2] Θυμίζουμε πως ο Χιουμ έζησε τον 18ο αιώνα (1711-1776) και αναπόφευκτα αναφέρεται σε εκείνη της εποχή.
«Οι δασμοί απάνω στην κατανάλωση είναι πιο ίσιοι και εύκολοι από τους δασμούς απάνω στην κτήση. Τι απώλεια για το Δημόσιο να έχουν εξαντληθεί όλοι οι πρώτοι και να πρέπει να καταφύγομε στην πιο θλιβερή μέθοδο φορολογίας !»
Δαυΐδ Χιουμ, 1711-1776
Εκείνοι που χρησιμοποιούν τις πέννες τους για πολιτικά θέματα, ελεύθεροι από την κομματική μανία και από τις κομματικές προκαταλήψεις, καλλιεργούν μιαν επιστήμη που απ’ όλες τις άλλες συμβάλλει πιο πολύ στη δημόσιαν ωφέλεια, ακόμη και στην ιδιωτική ικανοποίηση εκείνων που αφιερώνουν τον εαυτό τους στη σπουδή της. Έχω ωστόσο την τάση να υποψιάζομαι ότι ο κόσμος είναι ακόμη παραπολύ νέος για να στερεώσει στην πολιτική πολλές γενικές αλήθειες, που θα μείνουν αληθινές έως τους υστερώτερους απογόνους μας. … Δεν είναι εντελώς γνωστό έως ποιο βαθμό εκλέπτυνσης, είτε στην αρετή είτε στην κακία, είναι δεκτική η ανθρώπινη φύση ή τί μπορεί να αναμένεται από την ανθρωπότητα έπειτα από μια μεγάλη μεταστροφή στη διαπαιδαγώγηση, στα έθιμα ή στις αρχές της. Ο Μακιαβέλλι είναι βέβαια ένα μεγάλο πνεύμα, αλλά επειδή περιόρισε τη μελέτη του στα εξωφρενικά και τυραννικά πολιτεύματα των αρχαίων χρόνων ή στα λίγο ανώμαλα πριγκηπάτα της Ιταλίας, οι διαλογισμοί του, ιδίως για το μοναρχικό πολίτευμα, έχει διαπιστωθεί ότι είναι εξαιρετικά ελαττωματικοί. Δεν υπάρχει κανόνας μέσα στον «ηγεμόνα» του που δεν διαψεύσθηκε εντελώς από μεταγενέστερην εμπειρία. «Ένας αδύνατος ηγεμόνας» λέγει «είναι ανίκανος να δεχτεί καλή συμβουλή. Γιατί, εάν συμβουλευτεί πολλούς, δεν θα μπορεί να κάνει την εκλογή του ανάμεσα σε διαφορετικές συμβουλές. Εάν πάλι αφεθεί σε ένα, αυτός ο υπουργός μπορεί ίσως να έχει ικανότητα, αλλά δεν θα είναι για πολύν καιρό υπουργός. Θα είναι βέβαιος ότι έχει τον κύριό του στη διάθεσή του και θα τοποθετήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του πάνω από το θρόνο». Ανάμεσα σε πολλά παραδείγματα σφαλμάτων του πολιτικού εκείνου μνημονεύω τούτο που κατά μέγα μέρος προέρχεται από το γεγονός ότι ο ίδιος έζησε σε μια παραπολύ πρώιμη εποχή του κόσμου, για να είναι καλός κριτής της πολιτικής αλήθειας. Σχεδόν όλοι οι ηγεμόνες της Ευρώπης κατευθύνονται σήμερα από τους υπουργούς των, πράγμα που συμβαίνει εδώ και δύο περίπου αιώνες[2], και όμως δεν έχει ποτέ συμβεί ένα τέτοιο γεγονός ούτε μπορεί ίσως να συμβεί.
[1] Αποσπάσματα από τα «Δοκίμια» του Δαυΐδ Χιουμ, σε μετάφραση Ε.Π. Παπανούτσου – τίτλος δοκιμίου: «Η πολιτική ελευθερία», Εστία.
[2] Θυμίζουμε πως ο Χιουμ έζησε τον 18ο αιώνα (1711-1776) και αναπόφευκτα αναφέρεται σε εκείνη της εποχή.
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009
Πολιτική
η παγκόσμια άχρονη, ατοπική, κοσμοπολίτικη κουλτούρα της ανερχόμενης νέας ιντελιγκέντσιας[1]
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους πολιτισμικούς ιμπεριαλισμούς, που είχαν ρίζες σε κάποιο συγκεκριμένο εθνοτικό χρόνο και τόπο καταγωγής, η νέα παγκόσμια κουλτούρα είναι οικουμενική και άχρονη. Εξαιτίας του εκλεκτικισμού της αδιαφορεί για τον τόπο και το χρόνο. Είναι ρευστή και άμορφη. Αυτή η μεταμοντέρνα, κοσμοπολίτικη κουλτούρα, αν και προς το παρόν είναι περισσότερο αναπτυγμένη στη Δύση, έχει μεταφερθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τηλεπικοινωνίας. Βρίσκεται εδώ και τώρα και παντού. Δεν καυχιέται πως διαθέτει ιστορία ή ιστορίες, τα παραδοσιακά μοτίβα που χρησιμοποιεί ξεθάβονται μόνο ως επιφανειακή διακόσμηση μιας προσανατολισμένης στο παρόν και το μέλλον «επιστημονικής» και τεχνολογικής κουλτούρας.
Πρόκειται επίσης για μια θεμελιωδώς τεχνητή κουλτούρα, για ένα ιδιότροπο και ειρωνικό συνονθύλευμα. Οι επιδράσεις της είναι προσεκτικά υπολογισμένες και της λείπει οποιαδήποτε συναισθηματική αφοσίωση στα σημαινόμενά της. Κατασκευασμένος και ρηχός, ο νέος κοσμοπολιτισμός ενδιαφέρεται κυρίως για τα μέσα του και για την επαναδιατύπωση των αξιακών διλημμάτων υπό τη μορφή τεχνικών προβλημάτων, επιλύσιμων με αμιγώς τεχνολογικές μεθόδους. Ως προς αυτό είναι συνεπής με τον τεχνολογικό του χαρακτήρα, όπου διασταυρούμενα συστήματα επικοινωνίας και πληροφόρησης δημιουργούν αλληλεξαρτώμενα δίκτυα τα οποία εκφράζονται μέσω ενός οικουμενικού, ποσοτικού και επιστημονικού λόγου με χειριστή μια ιντελιγκέντσια τεχνικών που αντικαθιστά τον παλαιότερο, αμιγώς κριτικό λόγο των ανθρωπιστών διανοούμενων με τη δική της, τεχνοκρατική κουλτούρα.
Αναμφίβολα, το γενικό περίγραμμα αυτής της παγκόσμιας, τεχνολογικής κουλτούρας είναι ήδη ορατό, έστω και αν προς το παρόν η διάδοσή της στον πλανήτη είναι μάλλον ανομοιογενής. Είναι όμως δυνατόν να επιβιώσει και να ανθήσει μια τέτοια κοσμοπολίτικη κουλτούρα ; Μπορεί να απλώσει ρίζες μέσα στους διάφορους πληθυσμούς του κόσμου ;
Και πάλι, δεν υπάρχουν ανάλογα προηγούμενα στο παρελθόν για να μας καθοδηγήσουν. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε μία μοναδική κουλτούρα, αλλά πολλές ιδιαίτερες, εκφραστικές και ιστορικά προσδιορισμένες. Ακόμα και οι πιο επεκτατικές και ευρέως διαδεδομένες από αυτές ήταν δεμένες με το χρόνο και το χώρο της καταγωγής τους – είτε αναφερόμαστε στη ρώμη, είτε στο Βυζάντιο, είτε στη Μέκκα – και το ίδιο ισχύει για την εικονογραφία τους και για την αίσθηση της ταυτότητας, οι οποίες βασίζονταν σε συγκεκριμένες ιστορικές παραδόσεις που είχαν πλατιά λαϊκή απήχηση για μεγάλες χρονικές περιόδους. … Ίσως είναι εφικτό να κατασκευαστούν παραδόσεις και να δημιουργηθεί μια τυποποιημένη εικονογραφία, όμως για να διατηρηθούν είναι αναγκαίο να διαθέτουν κάποια αλϊκή απήχηση, την οποία θα αποκτήσουν μόνο αν καταφέρουν να εναρμονιστούν με ένα φαντασιακό συλλογικό παρλθόν … Όλα όσα θυμίζουν τους πεσόντες – οι τελετές στη μνήμη τους, τα αγάλματα των ηρώων και οι επετειακοί εορτασμοί – … αντλούν το νόημα και τη συναισθηματική τους δύναμη από ό,τι θεωρείται και βιώνεται ως συλλογικό παρελθόν.
[1] Άντονυ Δ. Σμιθ, Εθνική ταυτότητα, σ. 225-226, εκδόσεις Οδυσσέας 2000.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους πολιτισμικούς ιμπεριαλισμούς, που είχαν ρίζες σε κάποιο συγκεκριμένο εθνοτικό χρόνο και τόπο καταγωγής, η νέα παγκόσμια κουλτούρα είναι οικουμενική και άχρονη. Εξαιτίας του εκλεκτικισμού της αδιαφορεί για τον τόπο και το χρόνο. Είναι ρευστή και άμορφη. Αυτή η μεταμοντέρνα, κοσμοπολίτικη κουλτούρα, αν και προς το παρόν είναι περισσότερο αναπτυγμένη στη Δύση, έχει μεταφερθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τηλεπικοινωνίας. Βρίσκεται εδώ και τώρα και παντού. Δεν καυχιέται πως διαθέτει ιστορία ή ιστορίες, τα παραδοσιακά μοτίβα που χρησιμοποιεί ξεθάβονται μόνο ως επιφανειακή διακόσμηση μιας προσανατολισμένης στο παρόν και το μέλλον «επιστημονικής» και τεχνολογικής κουλτούρας.
Πρόκειται επίσης για μια θεμελιωδώς τεχνητή κουλτούρα, για ένα ιδιότροπο και ειρωνικό συνονθύλευμα. Οι επιδράσεις της είναι προσεκτικά υπολογισμένες και της λείπει οποιαδήποτε συναισθηματική αφοσίωση στα σημαινόμενά της. Κατασκευασμένος και ρηχός, ο νέος κοσμοπολιτισμός ενδιαφέρεται κυρίως για τα μέσα του και για την επαναδιατύπωση των αξιακών διλημμάτων υπό τη μορφή τεχνικών προβλημάτων, επιλύσιμων με αμιγώς τεχνολογικές μεθόδους. Ως προς αυτό είναι συνεπής με τον τεχνολογικό του χαρακτήρα, όπου διασταυρούμενα συστήματα επικοινωνίας και πληροφόρησης δημιουργούν αλληλεξαρτώμενα δίκτυα τα οποία εκφράζονται μέσω ενός οικουμενικού, ποσοτικού και επιστημονικού λόγου με χειριστή μια ιντελιγκέντσια τεχνικών που αντικαθιστά τον παλαιότερο, αμιγώς κριτικό λόγο των ανθρωπιστών διανοούμενων με τη δική της, τεχνοκρατική κουλτούρα.
Αναμφίβολα, το γενικό περίγραμμα αυτής της παγκόσμιας, τεχνολογικής κουλτούρας είναι ήδη ορατό, έστω και αν προς το παρόν η διάδοσή της στον πλανήτη είναι μάλλον ανομοιογενής. Είναι όμως δυνατόν να επιβιώσει και να ανθήσει μια τέτοια κοσμοπολίτικη κουλτούρα ; Μπορεί να απλώσει ρίζες μέσα στους διάφορους πληθυσμούς του κόσμου ;
Και πάλι, δεν υπάρχουν ανάλογα προηγούμενα στο παρελθόν για να μας καθοδηγήσουν. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε μία μοναδική κουλτούρα, αλλά πολλές ιδιαίτερες, εκφραστικές και ιστορικά προσδιορισμένες. Ακόμα και οι πιο επεκτατικές και ευρέως διαδεδομένες από αυτές ήταν δεμένες με το χρόνο και το χώρο της καταγωγής τους – είτε αναφερόμαστε στη ρώμη, είτε στο Βυζάντιο, είτε στη Μέκκα – και το ίδιο ισχύει για την εικονογραφία τους και για την αίσθηση της ταυτότητας, οι οποίες βασίζονταν σε συγκεκριμένες ιστορικές παραδόσεις που είχαν πλατιά λαϊκή απήχηση για μεγάλες χρονικές περιόδους. … Ίσως είναι εφικτό να κατασκευαστούν παραδόσεις και να δημιουργηθεί μια τυποποιημένη εικονογραφία, όμως για να διατηρηθούν είναι αναγκαίο να διαθέτουν κάποια αλϊκή απήχηση, την οποία θα αποκτήσουν μόνο αν καταφέρουν να εναρμονιστούν με ένα φαντασιακό συλλογικό παρλθόν … Όλα όσα θυμίζουν τους πεσόντες – οι τελετές στη μνήμη τους, τα αγάλματα των ηρώων και οι επετειακοί εορτασμοί – … αντλούν το νόημα και τη συναισθηματική τους δύναμη από ό,τι θεωρείται και βιώνεται ως συλλογικό παρελθόν.
[1] Άντονυ Δ. Σμιθ, Εθνική ταυτότητα, σ. 225-226, εκδόσεις Οδυσσέας 2000.
Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009
Ιστορία
Η τύχη της ωραίας και η τύχη της άσχημης[1]
Για την τραγωδία των γυναικοπαίδων της Χίου στην Κωνσταντινούπολη γράφει και ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας Ρ. Γουώλς (R. Walsh), ένας ανήσυχος και τολμηρός κληρικός. Βρισκόταν στην Πόλη από την αρχή του ξεσηκωμού και παρακολουθούσε από κοντά την τραγωδία των Ελλήνων, όχι ασφαλισμένος κατά τις ημέρες της τρομοκρατίας και του αίματος. Κατέγραφε συστηματικά όσα έβλεπε και ακουγε και, κατά την επιστροφή του στην Αγγλία, τύπωσε ένα χρονικό με τις εμπειρίες του στην Τουρκία κατά την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού[2]. Ο ιερέας συγκέντρωσε στοιχεία για συγκεκριμένα πρόσωπα γυναικών. Η αρπαγή και το εμπόριο των σκλάβων γίνονταν από Τούρκους της εσχάτης υποστάθμης, καϊξήδες, χαμάληδες και κάθε λογής κακοποιά στοιχεία, που ακολουθούσαν τις εκστρατείες ως εθελοντές με αποκλειστικό σκοπό τη λαφυραγωγία. Η μέθοδός τους ήταν η εξής: Σκότωναν τα αρσενικά μέλη της οικογένειας, αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες και τα παιδιά και συγκέντρωναν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα του σπιτιού. Οδηγούσαν έπειτα τη λεία τους στο πιο κοντινό τελωνείο και εφοδιάζονταν με τεσκερέ, ειδικό πιστοποιητικό σκλαβωμού. Από κείνη τη στιγμή οι αιχμάλωτοι αποτελούσαν ιδιοκτησία των κατόχων του τεσκερέ και των απογόνων τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο, γράφει ο Άγγλος κληρικός, εκδόθηκαν στη Χίο 41.000 τεσκερέδες ως την 1η Μαΐου 1822. Από τους σκλάβους 5.000 πουλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη[3].
Οι αγοραπωλησίες γίνονταν συνήθως στο Αουρούτ Μπαζάρ, το Γυναικοπάζαρο. Ήταν ένα τετράγωνο κτίριο με ανοιχτή αυλή στη μέση. Γύρω – γύρω υπήρχαν εξέδρες – έκθεση με Αφρικανές σκλάβες. Οι λευκές και οι μεγαλύτερης αξίας γυναίκες βρίσκονταν σε κάμαρες με καφασωτά παράθυρα. Εκεί το παζάρι γινόταν με κάποια ευπρέπεια.
«Αλλά οι Χιώτισσες ήταν τόσο πολλές που τις πουλούσαν στις πλατείες και στους δρόμους. Ο πιο συνηθισμένος τόπος αυτού του ανθρωποεμπορίου ήταν το Μπαλούκ – Μπαζάρ, η Ψαραγορά.
Εκεί είδε ο Γουώλς, στις 15 Ιουνίου 1822, ένα σωρό κορίτσια δώδεκα ως δεκαπέντε χρόνων, να πουλιούνται «όπως τα ζώα στις αγγλικές αγορές». Πολλά ήταν μισόγυμνα. «Τρόμος και αγωνία ζωγραφίζονταν στα πρόσωπά τους. Ήταν το πιο σπαρακτικό θέαμα που είδα στη ζωή μου. Αδύνατο να το περιγράψω».
«Οι Τούρκοι τις μεταχειρίζονταν με την έσχατη καταφρόνηση. Τις εξέταζαν, τις πασπάτευαν, όπως οι χασάπηδες τα αρνιά, και τις αγόραζαν 100 γρόσια – τρεις λίρες – το κεφάλι. Κάπου πεντακόσιες Χιώτισσες πουλήθηκαν στην Ψαραγορά. Κι’ έβλεπες Τούρκους, άνδρες και γυναίκες, να γυρίζουν στα σπίτια τους με τα ψώνια της ημέρας, νεαρές χριστιανές σκλάβες».
Την άλλη μέρα στήθηκε σκλαβοπάζαρο στο Πέραν, στη συνοικία των ευρωπαϊκών πρεσβειών, πλάι στις φράγκικες εκκλησίες. Ήταν Κυριακή και οι Ευρωπαίοι, πηγαίνοντας να προσευχηθούν στους ναούς τους, περνούσαν ανάμεσα από τις σκλαβωμένες Χιώτισσες. «Τούτη τη φορά το εμπόριο των χριστιανών γινόταν μπροστά στις πόρτες των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που θεωρούσαν έγκλημα ικανό να επισύρει την ποινή του θανάτου την αγορά ενός νέγρου ειδωλολάτρη στις αφρικανικές ακτές. Και τώρα έβλεπαν ένα σκλαβοπάζαρο μπροστά στις ίδιες τις πρεσβείες τους, έβλεπαν να αγοράζονται σαν ζώα ανθρώπινα πλάσματα της ίδιας θρησκείας, προικισμένα με τις ίδιες ιδιότητες, τις ίδιες αρετές και να καταδικάζονται διαβίου στην πιο εξευτελιστική δουλεία»[4].
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Β΄, s. 137-138, Αθήνα 1980.
[2] Narrative of a journey from Constantinople to England, London 1828.
[3] Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης “Spectateur Oriental” έγραφε ότι σύμφωνα με τα βιβλία του τελωνείου της Χίου, στις 10 Μαΐου 1822 είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, που φορτώθηκαν για να πουληθούν στα μπεζεστένια της Ανατολής. Στις 15 Μαΐου τα γυναικόπαιδα που πουλήθηκαν ή αναζητούσαν αγοραστές ξεπερνούσαν τις 40.000. Η τιμή των σκλάβων είχε διαμορφωθεί γύρω στα 300 γρόσια (αρ. φ. 4).
[4] Οι γυναίκες αποτελούσαν πολύ σπάνιο είδος στη Χίο μετά την καταστροφή. Είχαν απομείνει μονάχα μερικές πανάσχημες και ηλικιωμένες που δεν προκαλούσαν ενδιαφέρον στους σφαγείς και δουλεμπόρους. Έγιναν όμως αργότερα περιζήτητες. Γράφει ο Φωτεινός: «Επανήρχοντο δε οι Χίοι εκ της μετοικεσίας εις την πατρίδα οι πολλοί δίχα γυναικών, αίτινες απέναντι των ανδρών ήσαν αναλόγως ολιγοσταί. Σπανίως δ’ έβλεπέ τις εν Χίω π΄ροσωπον ή νέαν γυναίκα, αι δε ούσαι ελογίζοντο τα απορρινίσματα των δουλαγωγών. Όθεν ούτως αγαθή τύχη ανέτειλε και δι’ αυτάς και άμα πάσαι παρήλικες και δυσειδείς υπανδρεύθησαν αμειφθείσαι υπό της θείας Προνοίας …» … «Επί δε της μετοικεσίας επανερχομένων άνευ γυναικών των πλειόνων, εν δε τη πατρίδι μη υπαρχουσών αναλόγως, ως αποθανουσών ή αιχμαλωτισθεισών, ήλθε η σειρά των ασχήμων και παρηλίκων». Και σε άλλο σημείο: «Επαισθητή δ’ εφαίνετο τότε μεταξύ των διασωθέντων η σπάνις των παίδων και των γυναικών. Οι γαρ πολέμιοι κατέλιπον και τινας ζώσας εν Χίω, αλλ’ εκ των ασχήμων και των γραιών. Ώστε τότε εξετιμήθησαν και αύται υπέρ αξίαν».
Για την τραγωδία των γυναικοπαίδων της Χίου στην Κωνσταντινούπολη γράφει και ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας Ρ. Γουώλς (R. Walsh), ένας ανήσυχος και τολμηρός κληρικός. Βρισκόταν στην Πόλη από την αρχή του ξεσηκωμού και παρακολουθούσε από κοντά την τραγωδία των Ελλήνων, όχι ασφαλισμένος κατά τις ημέρες της τρομοκρατίας και του αίματος. Κατέγραφε συστηματικά όσα έβλεπε και ακουγε και, κατά την επιστροφή του στην Αγγλία, τύπωσε ένα χρονικό με τις εμπειρίες του στην Τουρκία κατά την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού[2]. Ο ιερέας συγκέντρωσε στοιχεία για συγκεκριμένα πρόσωπα γυναικών. Η αρπαγή και το εμπόριο των σκλάβων γίνονταν από Τούρκους της εσχάτης υποστάθμης, καϊξήδες, χαμάληδες και κάθε λογής κακοποιά στοιχεία, που ακολουθούσαν τις εκστρατείες ως εθελοντές με αποκλειστικό σκοπό τη λαφυραγωγία. Η μέθοδός τους ήταν η εξής: Σκότωναν τα αρσενικά μέλη της οικογένειας, αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες και τα παιδιά και συγκέντρωναν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα του σπιτιού. Οδηγούσαν έπειτα τη λεία τους στο πιο κοντινό τελωνείο και εφοδιάζονταν με τεσκερέ, ειδικό πιστοποιητικό σκλαβωμού. Από κείνη τη στιγμή οι αιχμάλωτοι αποτελούσαν ιδιοκτησία των κατόχων του τεσκερέ και των απογόνων τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο, γράφει ο Άγγλος κληρικός, εκδόθηκαν στη Χίο 41.000 τεσκερέδες ως την 1η Μαΐου 1822. Από τους σκλάβους 5.000 πουλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη[3].
Οι αγοραπωλησίες γίνονταν συνήθως στο Αουρούτ Μπαζάρ, το Γυναικοπάζαρο. Ήταν ένα τετράγωνο κτίριο με ανοιχτή αυλή στη μέση. Γύρω – γύρω υπήρχαν εξέδρες – έκθεση με Αφρικανές σκλάβες. Οι λευκές και οι μεγαλύτερης αξίας γυναίκες βρίσκονταν σε κάμαρες με καφασωτά παράθυρα. Εκεί το παζάρι γινόταν με κάποια ευπρέπεια.
«Αλλά οι Χιώτισσες ήταν τόσο πολλές που τις πουλούσαν στις πλατείες και στους δρόμους. Ο πιο συνηθισμένος τόπος αυτού του ανθρωποεμπορίου ήταν το Μπαλούκ – Μπαζάρ, η Ψαραγορά.
Εκεί είδε ο Γουώλς, στις 15 Ιουνίου 1822, ένα σωρό κορίτσια δώδεκα ως δεκαπέντε χρόνων, να πουλιούνται «όπως τα ζώα στις αγγλικές αγορές». Πολλά ήταν μισόγυμνα. «Τρόμος και αγωνία ζωγραφίζονταν στα πρόσωπά τους. Ήταν το πιο σπαρακτικό θέαμα που είδα στη ζωή μου. Αδύνατο να το περιγράψω».
«Οι Τούρκοι τις μεταχειρίζονταν με την έσχατη καταφρόνηση. Τις εξέταζαν, τις πασπάτευαν, όπως οι χασάπηδες τα αρνιά, και τις αγόραζαν 100 γρόσια – τρεις λίρες – το κεφάλι. Κάπου πεντακόσιες Χιώτισσες πουλήθηκαν στην Ψαραγορά. Κι’ έβλεπες Τούρκους, άνδρες και γυναίκες, να γυρίζουν στα σπίτια τους με τα ψώνια της ημέρας, νεαρές χριστιανές σκλάβες».
Την άλλη μέρα στήθηκε σκλαβοπάζαρο στο Πέραν, στη συνοικία των ευρωπαϊκών πρεσβειών, πλάι στις φράγκικες εκκλησίες. Ήταν Κυριακή και οι Ευρωπαίοι, πηγαίνοντας να προσευχηθούν στους ναούς τους, περνούσαν ανάμεσα από τις σκλαβωμένες Χιώτισσες. «Τούτη τη φορά το εμπόριο των χριστιανών γινόταν μπροστά στις πόρτες των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που θεωρούσαν έγκλημα ικανό να επισύρει την ποινή του θανάτου την αγορά ενός νέγρου ειδωλολάτρη στις αφρικανικές ακτές. Και τώρα έβλεπαν ένα σκλαβοπάζαρο μπροστά στις ίδιες τις πρεσβείες τους, έβλεπαν να αγοράζονται σαν ζώα ανθρώπινα πλάσματα της ίδιας θρησκείας, προικισμένα με τις ίδιες ιδιότητες, τις ίδιες αρετές και να καταδικάζονται διαβίου στην πιο εξευτελιστική δουλεία»[4].
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Β΄, s. 137-138, Αθήνα 1980.
[2] Narrative of a journey from Constantinople to England, London 1828.
[3] Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης “Spectateur Oriental” έγραφε ότι σύμφωνα με τα βιβλία του τελωνείου της Χίου, στις 10 Μαΐου 1822 είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, που φορτώθηκαν για να πουληθούν στα μπεζεστένια της Ανατολής. Στις 15 Μαΐου τα γυναικόπαιδα που πουλήθηκαν ή αναζητούσαν αγοραστές ξεπερνούσαν τις 40.000. Η τιμή των σκλάβων είχε διαμορφωθεί γύρω στα 300 γρόσια (αρ. φ. 4).
[4] Οι γυναίκες αποτελούσαν πολύ σπάνιο είδος στη Χίο μετά την καταστροφή. Είχαν απομείνει μονάχα μερικές πανάσχημες και ηλικιωμένες που δεν προκαλούσαν ενδιαφέρον στους σφαγείς και δουλεμπόρους. Έγιναν όμως αργότερα περιζήτητες. Γράφει ο Φωτεινός: «Επανήρχοντο δε οι Χίοι εκ της μετοικεσίας εις την πατρίδα οι πολλοί δίχα γυναικών, αίτινες απέναντι των ανδρών ήσαν αναλόγως ολιγοσταί. Σπανίως δ’ έβλεπέ τις εν Χίω π΄ροσωπον ή νέαν γυναίκα, αι δε ούσαι ελογίζοντο τα απορρινίσματα των δουλαγωγών. Όθεν ούτως αγαθή τύχη ανέτειλε και δι’ αυτάς και άμα πάσαι παρήλικες και δυσειδείς υπανδρεύθησαν αμειφθείσαι υπό της θείας Προνοίας …» … «Επί δε της μετοικεσίας επανερχομένων άνευ γυναικών των πλειόνων, εν δε τη πατρίδι μη υπαρχουσών αναλόγως, ως αποθανουσών ή αιχμαλωτισθεισών, ήλθε η σειρά των ασχήμων και παρηλίκων». Και σε άλλο σημείο: «Επαισθητή δ’ εφαίνετο τότε μεταξύ των διασωθέντων η σπάνις των παίδων και των γυναικών. Οι γαρ πολέμιοι κατέλιπον και τινας ζώσας εν Χίω, αλλ’ εκ των ασχήμων και των γραιών. Ώστε τότε εξετιμήθησαν και αύται υπέρ αξίαν».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)