Η Ελληνική Θεματογραφία στη Δύση[1]
Όχι εξαντλητικές αλλ’ οπωσδήποτε αρκετές είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε τώρα πια για τα παιδευτικά συστήματα των υστεροβυζαντινών, τόσο στον ελληνικό χώρο, από τον 11ο αιώνα, όσο και μεταγενέστερα στη Δύση, με τη διάδοση της γνωστής σχολικής μεθόδου της «Σχεδογραφίας». Και χάρις σε πρόσφατες σχετικές διαφωτιστικές μελέτες, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τώρα και τη μετοίκηση της ελληνικής παιδείας στη δυτική Ευρώπη, και μάλιστα στη γειτονική Ιταλία.
Αντίθετα ελάχιστα είμαστε πληροφορημένοι για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και, ακριβέστερα, για τους δύο πρώτους μετά την Άλωση αιώνες. Και η ένδεια αυτή των πηγών στην έρευνα, που στρέφεται στην αναζήτηση των αποτυπωμάτων μιας καινούργιας σκοτεινής εποχής, που προσπαθεί να συνδέσει τα στοιχεία της ζωής της τόσο στην Ελλάδα όσο και στον έξω ελληνισμό κατά τους αμέσως μετά την Άλωση χρόνους, δυσχεραίνει την αναδρομική εξέταση και δημιουργεί βαθύ χάσμα δύο αιώνων στη συνθετική μελέτη που θα είχε για αντικείμενο τη σχολική αγωγή των Ελλήνων στους χρόνους εκείνους. Γνωστό ότι ο ώριμος προσφυγικός Ελληνισμός, ακολουθώντας το φυσικό του ρεύμα, βρήκε για δεξαμενή την Ιταλία και εκεί έρριξε τους χειρόγραφους πνευματικούς θησαυρούς του. Γνωστή είναι και η πορεία των πραγμάτων στις αυλές των Μαικηνών και στα Πανεπιστήμια, γνωστός και ο σκοπός της εκεί παιδευτικής αγωγής, που δεν ήταν άλλος, από ελληνικής πλευράς, παρά μόνο μια παραλλαγή της ντόπιας προσπάθειας για κλασική μόρφωση.
Ποια ήταν όμως η πορεία για τα πρώτα βήματα; Ποιο πνευματικό σύστημα στέγασε τους στερημένους από πνευματική περιουσία μικρούς Έλληνες πρόσφυγες, και ποια πρρετοιμασία τους επέτρεψε να αναδειχθούν αργότερα μεγάλοι δάσκαλοι στα ελληνικά γράμματα;
Τα προβλήματα αυτά διαφωτίζονται τώρα, τουλάχιστον εν μέρει, για τους Έλληνες της Δύσης με τους ελληνικούς κώδικες του 16ου αι. 1733, 1826, 1890, της βατικανής βιβλιοθήκης και, συμπληρωματικά, και με μερικούς άλλους, που βοηθούν στην προσπάθεια να εντοπίσουμε το σχολικό συνοικισμό του μετέωρου στην Ιταλία μετά την Άλωση εφηβικού Ελληνισμού.
Πρόκειται για τρία υποδείγματα θεματογραφίας, που το περιεχόμενο τους, αν και συγγενικό, έχει διαφορετική προέλευση.
Ο πρώτος κώδικας, δηλ. ο 1733, είναι ένα είδος «βιβλίου του δασκάλου». Σ’ αυτόν έχουν συγκεντρωθεί συστηματικά και με παιδαγωγική μέθοδο διάφορα γυμνάσματα, πρώτα απλούστερα με μικροπερίοδες αυτοτελείς φράσεις, έπειτα κάπως δυσκολότερα με εκτενέστερα δοκίμια σε συνεχή λόγο, όπως μύθους και νουθετικά αφηγήματα.
Αυτά τα γυμνάσματα καθαρογραμμένα και σε τελική μορφή, χρησίμευαν στο δάσκαλο για να διαλέγει την κάθε φορά, σύμφωνα με το μάθημα της ημέρας, και να υπαγορεύει στους μαθητές του το «Κοινόν» κείμενο, που αυτοί έπρεπε να μεταφράσουν στο «Ελληνικόν». Τις μεταφράσεις αυτές εσύγκρινε ο δάσκαλος με την έτοιμη μετάφραση της θεματογραφίας του, που τον διευκόλυνε στη διόρθωση. Η θεματογραφία αυτή που είναι η παλαιότερη και εκτενέστερη, τουλάχιστον από όσες γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, είναι συλλογή από μικρότερες συλλογές, όπως θα φανεί στην ευρύτερη μελέτη που ετοιμάζω γι’ αυτό το κείμενο. Οι άλλοι δύο κώδικες, ο 1826 και ο 1890, περιλαμβάνουν αντίθετα, ο καθένας χωριστά, μερικά δείγματα από μαθητικές ασκήσεις. Δεν είναι πολλά σε αριθμό, είναι όμως πολύ χαρακτηριστικά και αρκούν ωστόσο να μας δώσουν ακριβή εικόνα της εργασίας. Οι πολλές διαγραφές και διορθώσεις, που υπάρχουν στο κείμενο, μας δείχνουν πώς γινόταν αυτή η εργασία, κάτω από την καθοδήγηση του δασκάλου, κατά τη διάρκεια του μαθήματος και ταυτόχρονα αποτελούν μαρτυρίες της σχολικής επίδοσης.
Με τους παραπάνω κώδικες ευρύνεται η όραση και παίρνει άλλη διάσταση η γνώση της εκπαιδευτικής αγωγής των Ελλήνων κατά τον 16ο αιώνα στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Ρώμη.
Πράγματι με τη βοήθεια πολλών ενδείξεων — που δεν έχουν θέση εδώ, σε μια ανακοίνωση — φθάσαμε στο συμπέρασμα ότι τα κείμενα αυτά ήταν προορισμένα για τη γλωσσική διδασκαλία στο ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης, που συγκέντρωνε πρόσφυγες απ’ όλη την Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι ένα πρώτο ελληνικό σχολείο στη Ρώμη ιδρύθηκε από τον φιλόμουσο πάπα Λέοντα το Γ, έπειτα από υπόδειξη του σοφού Έλληνα δασκάλου Ιανού Λάσκαρη, που στάθηκε και ο πρώτος διευθυντής του. Η ζωή όμως του σχολείου αυτού, αν καί είχε καλούς καρπούς, ήταν βραχύβια.
Αργότερα, το 1576, ιδρύθηκε νέο σχολείο, το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης από τον πάπα Γρηγόριο τον ΙΓ', με σκοπό την περισυλλογή και ελληνοπρεπή μόρφωση νεαρών Ελλήνων, για να ξεφύγουν από τα πνευματικά σκοτάδια της δουλείας. Το Κολλέγιο αυτό, ξεπερνώντας πολλές δυσχέρειες, κατόρθωσε να επιζήσει για αιώνες και να λειτουργεί ακόμη σήμερα στη Ρώμη, αλλάζοντας φυσικά στο μεταξύ και σκοπό και οργάνωση. Ανεξάρτητα δε από τις θρησκευτικές καταβολές, είναι βέβαιο ότι η συμβολή του Κολλεγίου στα ελληνικά γράμματα είναι σημαντική, γιατί απ9 αυτό βγήκαν μεγάλες πνευματικές μορφές τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ειδικότερα για το ακολουθούμενο σύστημα διδασκαλίας στο Κολλέγιο, από τον οργανισμό του μαθαίνουμε ότι οι μαθητές, που έμπαιναν σ' αυτό σε ηλικία γύρω στα 14 χρόνια, άρχιζαν τις σπουδές τους με τα γλωσσικά μαθήματα, δηλαδή με τη διδασκαλία της γραμματικής, έχοντας για βάση το κείμενο του Κωνσταντίνου Λάσκαρη.
Για τον πρώτο, λοιπόν, αυτόν κύκλο της γλωσσικής αγωγής στην ελληνική, όπως ονομαζόταν τότε η αρχαία γλώσσα, φαίνεται ότι προοριζόταν η θεματογραφία του δασκάλου, που αναφέραμε, και που, όπως είπαμε, περιλαμβάνει σύντομες ασκήσεις ή εκτενέστερα δοκίμια σε μορφή γυμνασμάτων, που είναι γραμμένα στη δημοτική και μεταφρασμένα στην αρχαία, γιατί αυτή ήταν η συνηθέστερη και ασφαλέστερη μέθοδος, κατά την τότε αντίληψη, για τη γλωσσική κατάρτιση των μαθητών.
Το σύστημα αυτό, που εγκαινιάστηκε στην κυρίως Ελλάδα και που το μιμήθηκαν οι δάσκαλοι μας και στα ελληνικά σχολεία της Δύσης, διατηρήθηκε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μια παραστατική εικόνα μας δίνει γι' αυτό ο Κοραής: «Η θεματογραφία συνοδεύει το συντακτικό μέρος της Γραμματικής ... Εις τον καιρόν μου οι διδάσκαλοι ελάμβανον οδηγόν της θεματογραφίας τα είδη του ρήματος κατά την διαίρεσιν του Λασκάρεως. Έδιδον εις τους μαθητάς εις κοινήν γλώσσαν θέμα της επινοίας αυτών ηθικόν ή ιστορικόν, του οποίου όλα τα ρήματα έπρεπε να ήναι του πρώτου είδους, ήγουν από τα συντασσόμενα με αιτιατικήν. Το θέμα τούτο μεταφράζετο Ελληνιστί από είκοσι, φερ’ ειπείν, μαθητάς, οι οποίοι παριστάνοντο έπειτα εις τον διδάσκαλον με τας είκοσι μεταφράσεις και ο διδάσκαλος έκαμνεν είκοσι λογών διόρθωσιν εις αυτάς. Αφ’ ου ικανώς εγυμνάζοντο εις το πρώτον είδος, μετέβαινον εις το δεύτερον, ήγουν τα με δοτικήν συντασσόμενα ρήματα, και ούτω καθεξής». «Έπρεπε, λοιπόν, ο διδάσκαλος ... να συντάσση αυτός Ελληνιστί όλον το θέμα, και να το δίδη εις τους μαθητάς, ως χειραγωγόν του δευτέρου θέματος, και τούτο πάλιν διωρθωμένον τον αυτόν τρόπον, του τρίτου, και ούτω καθεξής».
Μετά απ’ αυτόν τον πρώτο κύκλο της γραμματικής και του γλωσσάριου, οι μαθητές ήταν πια έτοιμοι για σοβαρότερες επιδόσεις, όπως για τη σύνταξη επιγραμμάτων και διαφόρων στιχουργημάτων, που πολλά απ' αυτά σώζονται σε ανέκδοτα χειρόγραφα.
[1] Μαρίας Μαντουβάλου, «Κείμενα και μελέτες μεσαιωνικής και νεοελληνικής γραμματείας», σελ. 241-245, εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1990.