απ’ τα πάθη στην Ανάσταση[1]
παρά μία τεσσαράκοντα[2]
Περί του ισχυρώς δαρέντος λέγομεν ότι : «έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα».
Προς ερμηνείαν της φράσεως είπον, ότι οι Εβραίοι εμαστίγωνον τον τιμωρούμενον διά μαστιγίου, εξ ου απεκρέμαντο τρεις ιμάντες, επειδή δε ο αριθμός δεκατρία ήτο παρ’ αυτοίς ιερός, έδιδον δέκα και τρεις πληγάς, αίτινες, επί τρία πολλαπλασιαζόμεναι, έδιδον τον αριθμόν τριάκοντα και εννέα, ήτοι παρά μίαν τεσσαράκοντα.
Φαίνεται όμως ότι άλλη είναι η αρχή της φράσεως.
Ήδη ο αδελφός του Μ. Βασιλείου Γρηγόριος ο Νύσσης είπε : «τω Μωσαϊκώ νόμω αι τέσσαρες δεκάδες μέχρι και νυν αι νομικαί των πληγών παραμένουσι», κατά το Δευτερονόμιον[3] όντως τον ένοχον : «και αριθμώ τεσσαράκοντα μαστιγώσουσιν αυτόν, ου προσθήσουσι, εάν δε προσθής μαστιγώσαι υπέρ ταύτας τας πληγάς πλείους, ασχημονήσει ο αδελφός σου εναντίον σου», συγγραφεύς δε του ΙΒ΄ αιώνος, ομιλών περί της εισόδου των Ιουδαίων εις την Γην της Επαγγελίας το τεσσαρακοστόν έτος μετά την φυγήν, προσθέτει : «τύπος άρα και τούτο σαφής το μέχρι πληγών τεσσαράκοντα καταπαίεσθαί τινας, αφέσεως γαρ μετά ταύτα καιρός», εν ω έτερος, σύγχρονος του προηγουμένου, τον λόγον ποιούμενος περί τιμωρίας κληρικών, γράφει : «της ιερατικής παραλύσας αρχής και τεσσαράκοντα δους ράβδων πληγάς, αφώρισέ τε και εξώρισε», άλλος δε πάλιν σύγχρονος : «ει παντάκις τον η΄ μετρήσεις, ευρήσεις τον μ΄, ον ουχ υπερβαίνουσιν αι μάστιγες των αμαρτανόντων».
Του αριθμού τεσσαράκοντα όντος ιερού παρ’ Εβραίοις, έπρεπε, κατά την μαστίγωσιν, να δίδωνται τεσσαράκοντα πληγαί, ίνα μη δε ο μαστιγώνων, κατά λάθος, υπερβή τον νενομισμένον αριθμόν, έδιδε παρά μίαν τεσσαράκοντα.
____________________
τον έστρωσα στο ξύλο[4]
Ως εκ των μαρτυρολογίων μανθάνομεν, οι τιμωρούμενοι μάρτυρες ή εκρέμωντο εις κάθετον βασανιστήριον ξύλον και εμαστιγώνοντο – της αυτής τιμωρίας μνείαν ποιούνται και οι Βυζαντινοί νόμοι, ένθα αναγιγνώσκομεν : «οι μαντευόμενοι, ει και αξιωματικοί εισιν, εν ξύλω αναρτάσθωσαν και ξεέσθωσαν», «ο δε, ούτω προσταγέν, αναρτάται τω ξύλω και άπαν και σώμα καταβελής γίνεται» - ή εβασανίζοντο άλλως, εκδυόμενοι δηλαδή εξηπλούντο επί σανίδος και ετύπτοντο. Συχνά αναγιγνώσκομεν εν τοις κειμένοις : «τότε ο … θυμωθείς εκέλευσεν αυτόν εκδυθήναι και επί σανίδος απλωθήναι και τύπτεσθαι αυτός βουνεύροις», «τότε ο … εκέλευσεν αυτόν εκταθήναι εν τω ξύλω και βουνεύροις επί πολύ ξέεσθαι».
Εκ της τιμωρίας αυτής προήλθεν η σημερινή κοινή φράσις : «τον έστρωσα ‘ς το ξύλο», ήτοι ισχυρώς αυτόν αξυλοκόπησα.
____________________
έγινε το ανάστα ο Θεός[5]
Κατά την πρώτην Ανάστασιν του Μ. Σαββάτου πολλαχού, όταν ο ιερεύς λέγη το : «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην», ηχούν οι κώδωνες των εκκλησιών, ρίπτονται πυροβολισμοί, κινούνται οι πολυέλεοι και κτυπούνται οι δίσκοι εντός του ιερού.
Τούτο έδωκεν αφορμήν να λέγη σήμερον ο λαός : «έγινε το ανάστα ο Θεός», προς δήλωσιν δαιμονιώδους θορύβου και αταξίας μεγάλης.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», εκδόσεις Παπαζήση, εν Αθήναις 1952.
[2] σ. 88-89.
[3] Δευτερονόμιον, ΚΕ΄, 2, 3.
[4] σ. 89.
[5] σ. 106.