[Οι Έλληνες] έφθασαν εις τον ποταμόν Άραξον, ονομαζόμενον και Φάσιν, ως εκατόν πόδας πλατύν. Μετά δύο ημέρας απήντησαν αυτοίς οι Φασιανοί, Χάλυβες, και οι Τάοχοι, οι οποίοι κρατούντες το πέρασμα των βουνών, αχήτουν να εμποδίσωσι την κατάβασιν εις την πεδιάδα. Οι Έλληνες βλέποντες, ότι έπρεπεν εξ ανάγκης να έλθουν εις μάχην, απεφάσισαν να πολεμήσουν την ιδίαν ημέραν. Ο Ξενοφών παρατηρήσας, ότι ο εχθρός εφύλαττε μόνον την συνειθισμένην οδόν, το δε όρος ην τριών μιλίων (160 σταδίων) πλατύ, επρόβαλεν εις τους στρατηγούς να στείλωσιν εν μέρος του στρατεύματος, διά να κυριεύση τας κορυφάς του βουνού, το οποίον ημπόρει να γένη ευκόλως, και ανυπόπτως, όταν περιπατώσι νυκτός, και κάμωσιν αυτοί μίαν πλαστήν μάχην εις τον κοινόν δρόμον, διά να κρατώσιν ενησχολημένους τους βαρβάρους. Τούτου δε γενομένου, ο εχθρός ετράπη εις φυγήν, και η διάβασις έμεινεν ελευθέρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, μετά δώδεκα, ή δεκαπέντε ημέρας, […]εις εν υψηλότατον όρος, ονομαζόμενον Θε[…] εφαίνετο η θάλασσα. Οι δε πρώτοι οπού […] έκαμον διά πολλής ώρας μεγάλας κραυ[γάς αγ]αλλιάσεως, και χαράς. Ο Ξενοφών, νομίσας [ότι η εμπροσθ]οφυλακή ηνωχλείτο από τον εχθρόν, έδρα[μεν προς βο]ήθειαν. Ελθών δε πλησιέστερον, ήκουσε των [στρατιωτ]ών κραζόντων θάλασσα ! θάλασσα ! Ο [θ]όρυβος μετεβλήθη εις χαράν, και αγαλλίασιν. Και όταν ανέβησαν εις την κορυφήν, δεν ηκούετο άλλότι, ειμή μία συγκεχυμένη βοή όλων των στρατιωτών κραυγαζόντων, θάλασσα ! θάλασσα ! Τότε δακρύοντες από χαράς, ενηγκαλίζοντο τους στρατηγούς, και λοχαγούς. Και μη αναμένοντες την προσταγήν, εποίησαν μέγαν σωρόν λίθων, και έστησαν τρόπαιον με τεθλασμένας ασπίδας, και με άλλα είδη όπλων.
Εκείθεν προεχώρησαν προς τα όρη της Κολχίδος …
Ενταύθα συνέβη εν πολλά παράξενον συμβεβηκός, το οποίον προυξένησεν εις το στράτευμα μεγάλην ταραχήν, και τρόμον. Ευρόντες οι στρατιώται πολλά σμήνη μελισσών, και φαγόντες από του μέλιτος, εκυριέυθησαν από σφοδρούς εμετούς, και δυσεντερίας με παραληρήματα. Και οι μεν ολιγώτερον άρρωστοι ήσαν ως μεθυσμένοι. Οι δε λοιποί, ήτοι ως παράφρονες, και μανιώδεις, ή ως ημίθνητοι. Η γη ην εσκεπασμένη από σώματα, ως μετά την φθοράν ενός στρατεύματος. Αλλ’ ουδείς αυτών απέθανε. Το δε κακόν έπαυσε την ακόλουθον ημέραν περί την αυτήν ώραν, καθ’ ήν ήρξατο. Τη Τρίτη, ή Τετάρτη ημέρα ωρθοπόδησαν μεν οι στρατιώται, αλλά τόσον αδύνατοι, ωσάν να επήραν κανένα σφοδρόν ιατρικόν.
Μετά δύο ημέρας έφθασαν εις Τραπεζούντα, μίαν Ελληνικήν αποικίαν των Σινωπέων, κειμένην επί τον Ευξεινον πόντον (μαυρην Θάλασσαν) εν τη Κολχίδι. Και μείναντες αυτού τριάκοντα ημέρας, εθυσιάσαν κατά την υπόσχεσιν εις τον Δία, τον σωτήριον, και εις τον Ηρακλέα, και εις τους άλλους θεούς, την θυσίαν της ευτυχούς αυτών επιστροφής εις την πατρίδα, πανηγυρίσαντες και τους αγώνας του δρόμου, [… έ]φιπποι, της πάλης, της πυγμής, και […]τίου, ματά πολλής πανηγύρεως, και πομ[… Ξε]νοφών διενοήθη να τους στερεώση αυτού, και […]λιώση μίαν Ελληνικήν αποικίαν, το οποίον […] εδέχθησαν. Αλλ’ έμεινεν ο σκοπός του άπρακ[τος εξαι]τίας των φθονερών, οι οποίοι παρίστων του[…] μεν το στράτευμα, ως μίαν πρόφασιν να τους [εγ]καταλίπη, εις δε τους εγχωρίους ως ένα σκοπόν [τ]ου να υποδουλώση την χώραν. Τούτο μόνον το καλόν προυξένησεν αυτός ο θόρυβος, ότι οι εγχώριοι επεμελήθησαν φιλικώ τω τρόπω να επιταχύνωσιν όσον το δυνατόν την αναχώρησίν των, συμβουλεύοντες αυτοίς να υπάγωσι διά θαλάσσης, ως ασφαλεστέρας ούσης της πορείας, και υποσχόμενοι να τοις δώσωσι τα αναγκαία πλοία.
…
τοιούτον τέλος έλαβεν η επιχείρησις του Κύρου.
…
Αύτη η αναχώρησις των δέκα χιλιάδων ελλήναν εθεωρείτο πάντοτε παρά των εμπειροπολέμων ως εν σπανιώτατον επιχείρημα. Και τούτο ενέπνευσεν οπωσούν τοις Έλλησι μετέπειτα καταφρόνησιν της δυνάμεως των Περσών, και τους εδίδαξεν, ότι το βασίλειον ήν ευκολοκυρίευτον, και ότι η εισβολή εις την Περσίαν ήτον μόνον η καταδίωξις ενός φεύγοντος εχθρού, ο οποίος εδείκνυε προσφέρων νίκην μάλλον, ή μάχην.
[1] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού, Ιστορία της Ελλάδος, Ολιβιέρου Γκολδσμιθίου, σελ. 351 επ., Βιέννη 1805