Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

ιστορικό μυθιστόρημα

Ο θάνατος των θεών[1]

Παρά την πηγήν του ποταμού Ορόντου, τεσσαράκοντα στάδια από της Αντιοχείας, ευρίσκετο το περίφημον άλσος της Δάφνης, αφιερωμένον εις τον Απόλλωνα. Πολυτελής βωμός είχεν εγερθή εκεί, διά να εορτάζονται καθ’ έκαστον έτος τα πανηγύρεια προς τιμήν του θεού ηλίου.

Ο Ιουλιανός, παρεπιδημών εν Αντιοχεία διά τας ετοιμασίας της εκστρατείας κατά των Περσών, ανεχώρησεν εκείθεν προς το άλσος του Απόλλωνος, θέλων να ίδη αν οι κάτοικοι ενεθυμούντο ακόμη τας εορτάς του θεού του φωτός. Καθ’ οδόν ωνειρεύετο την αρχαιοπρεπή μεγαλοπρέπειαν της εορτής, ελπίζων να ίδη ξαθ πάλιν τους νεανίας και τας νεανίδας με την ολόλευκον ενδυμασίαν των ως σύμβολον της αγνής νεότητός των, ανερχομένους τας μαρμαρίνους βαθμίδας του ναού, πληρουμένου από τους καπνούς των θυσιών και τα πλήθη των πιστών.

Ευθύς … ως εισήλθεν ο αυτοκράτωρ εις το άλσος της Δάφνης, δροσερά, μυρωμένη από ευωδίας ατμόσφαιρα, τον περιέβαλε. Ήτο αδύνατον να φαντασθή τις ότι μία τοιαύτη γωνία παραδείσου ευρίσκετο ολίγα μόνον βήματα εκείθεν της αυχμηράς οδού. Το δάσος εξηπλούτο επί εκτάσεως ογδοήκοντα σταδίων και υπό τα αψίδας των πυκνών φυλλωμάτων των γιγαντιαίων αιωνοβίων δαφνών, εβασίλευεν αιώνιον σκιόφως.

Ο αυτοκράτωρ εξεπλάγη για την επικρατούσαν εις το δάσος ησυχίαν. Ως εν εγκαταλελειμμένω κοιμητηρίω, ουδείς θόρυβος διέκοπτε την νεκρικήν σιγήν. Ούτε εκελάδων τω πτηνά, … ούτε πιστεοί λάτρεις, ούτε θύματα, ούτε θυμιάματα. Ουδεμία προετοιμασία διά τα πανηγύρεια … Πανταχού είρπον ρυάκια κρυστάλλινα, αλλά βωβά. Δεν εθορύβουν ωσεί άφωνα εκ της θλίψεως ήτις εκυριάρχει …

Δωδεκαετές περίπου παιδίον … εβάδιζεν επί ατραπού …

- … γνωρίζεις, παιδίον μου, πού είναι οι ιεροθύται και ο λαός, ηρώτησεν ο Ιουλιανός.

Το παιδίον δεν απήντησεν …

- Φαίνεται ότι είναι κωφάλαλον …, εσκέφθη ο Ιουλιανός. Κακός οιωνός !

Τέλος έδειξεν εις τον αυτοκράτορα γερόντιον ενδεδυμένον διά ρυπαρού χιτώνος …

- Ο ιεροθύτης του Απόλλωνος ; ηρώτησεν ο Ιουλιανός.
- Είμαι εγώ. Ονομάζομαι Γόργιος. Τί επιθυμείς καλέ μου άνθρωπε ;
- Δύνασαι να μου είπης πού είναι ο μέγας ιεροθύτης του ναού τούτου και οι πιστοί ;

Ο Γόργιος δεν απήντησεν αμέσως. Απέθεσεν χαμαί το κάνιστρον, έφερε τας χείρας εις τα ισχία και, κλείων μοχθηρώς τον αριστερόν οφθαλμόν, είπε :

- Δεν σου φαίνεται ότι είμαι άξιος να κατέχω την θέσιν του μεγάλου ιεροθύτου του Απόλλωνος ; ηρώτησε. Και διά ποίους πιστούς ομιλείς, υιέ μου ;

Το στόμα του γέροντος ανέδιδεν ισχυράν οσμήν οίνου. Ο Ιουλιανός … ήτο έτοιμος να τον επιπλήξη.

- Φαίνεσαι … μεθυσμένος, γέρων.
- Μεθυσμένος ; Ίσως. Ερρόφησα πέντε κύπελλα οίνου διά τα πανηγύρεια. Η θλίψις όμως μάλλον παρά η ευθυμία με κάμνει να πίνω. Αλλά ποιος είσαι ; Ίσως περιπλανώμενος φιλόσοφος ή καθηγητής Σχολής τινος της Αντιοχείας, ως δεικνύουν τα ενδύματά σου.

Ο αυτοκράτωρ εμειδίασε και εκίνησε καταφατικώς την κεφαλήν.

- … Απάντησόν μου όμως πού είναι ο λαός ; στέλνουσιν ακόμη πολλά θύματα εξ’ Αντιοχείας ; είναι όλα έτοιμα διά τα πανηγύρεια ;
- Θύματα ;
είπεν ο ιεροθύτης, γελών. Από μακρού χρόνου δεν είδομεν, αδελφέ μου, τοιούτον τι ! αφ’ ότου ανήλθεν εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος.

Ο Γόργιος εσταμάτησε διά να στενάξη και έκαμε χειρονομίαν απελπισίας.

- Τετέλεσθαι ! Οι άνθρωποι ελησμόνησαν του θεούς ! Όχι μόνον δεν έχομεν θύματα διά τας θυσίας, αλλ’ ενίοτε ούτε δράκα σίτου διά να δώσωμεν τεμάχιον άρτου εις τον θεόνμ ούτε κόκκον λιβανωτού, ούτε σταγόνα ελαίου διά τους λύχνους ! Δεν μας μένει παρά να πέσωμεν και να αποθάνωνμεν ! Ναι, υιέ μου, που ας σε προστατεύουν οι Ολύμπιοι ! Οι καλόγηροι αφείλον τα πάντα ! Και ερίζουν διά την διανομήν. Τα πάχη τους πνίγουν. Ημείς άδομεν το κύκνειόν μας ! Άθλιοι καιροί! Και όμως συ μου λέγεις : Μη πίνης ! Δεν δύναται παρά να πίνη κανείς και να θλίβεται. Αν δεν έπινον, θα είχον ήδη από πολλού απολεσθή.
- … Είμαι ο ιεροθύτης. Συ αντιπροσωπεύεις τον λαόν. Θα προσφέρωμεν ομού θυσίαν προς τον Θεόν. … Εγώ και ο Υφερίων
(έδειξε το κωφάλαλον παιδίον) υπεβλήθημεν εις στερήσεις επί τρεις ημέρας διά να εξοικονομήσωμεν τα αναγκαιούντα προς τούτο χ΄ρηματα. Παρατήρησον !

Ανήγειρε το κάλυμμα του κανίστρου. Εις δεδεμένος χην προέβαλε την κεφαλήν κοάζων και προσπαθών να διαφύγη.

- Ε, ε, δεν είναι τούτο θύμα ; ηρώτησε μεθ’ υπερηφανείας ο γέρων. Καίτοι δεν είναι τρυφερά και παχεία χην, εν τούτοις, είναι εξ’ ίσου ιερά ! Ο Απόλλων πρέπει να λάβη υπ’ όψιν τας περιστάσεις και να μείνη ευχαριστημένος. Οι Θεοί είναι λαίμαργοι διά τα χήνας !

- Είναι υιός σου ; ηρώτησεν ο αυτοκράτωρ, δεικνύων τον Υφερίωνα, όστις ητένιζε μετά προσοχής τους δύο άνδρας ως αν ήθελε να μαντεύση τα μεταξύ αυτών διαμειβόμενα.
- Όχι. δεν έχω ούτε οικογένειαν , ούτε συγγενείς. Ο Υφερίων με βοηθεί κατά τας ώρας των θυσιών.
- Ποιους έχει γονείς ;
- Δεν γνωρίζω τον πατέρα του, και αμφιβάλλω αν κανείς τον γνωρίζη, αλλά μήτηρ του είναι η μεγάλη σιβύλλη Διοθύμη, ήτις έζησεν επί μακρόν εν τω ναώ τούτω. Δεν ωμίλει και ουδέποτε ανήγειρε το πέπλον της προ των ανδρών. Ήτο αγνή ως Εστιάς παρθένος. Όταν έφερε εις τον κόσμον το παιδίον, όλοι εξεπλάγημεν και δεν εγνωρίζομεν τί να υποιέσωμεν. Αλλ’ εις σοφός εκατοντούτης ιεροφάντης μας είπε … ότι δεν ήτο τέκνον ανθρώπου, αλλά θεού τινος κατελθόντος νύκτωρ πλησίον της σιβύλλης … Κύτταξε πόσον ωραίον είναι !
- Εις κωφάλαλος, υιός Θεού !
εψιθύρησεν έκπληκτος ο αυτοκράτωρ.

Αίφνης, το παιδίον επλησίασε τον Ιουλιανόν και, προσηλών επί του προσώπου του αυτοκράτορος βαθύ βλέμμα, έλαβε την χείρα του και την ησπάσθη.

Ο Ιουλιανός εσκίρτησε.

- Υιέ μου, είπε μετά σοβαρού τόνου ο ιεροθύτης, είθε να μένουν προστάται σου οι Ολύμπιοι θεοί. Φαίνεται ότι είσαι καλός άνθρωπος. Το παιδίον ουδέποτε θωπεύει τους μοχθηρούς και τους ασεβείς …

Ο Υφερίων … απεμακρύνθη. Ο Γόργιος εκτύπησε την κεφαλήν διά της χειρός, και είπε :

- Μένω φλυαρών μετά σου, ενώ ο ήλιος ευρίσκεται υψηλά ! Πρέπει να προσφέρω θυσίαν. Ελθέ.
- Περίμενε, είπεν ο αυτοκράτωρ. Ήθελα να σε ερωτήσω κάτι τι ακόμη. Μήπως ήκουσες να λέγουν ότι ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός θέλει να επαναφέρη την λατρείαν των αρχαίων θεών ;
- Ναι, αλλά τί δύναται να πράξη ο ατυχής ; Δεν θα επιτύχη. Σοι λέγω, τετέλεσται !


[1] Δμιτρι Μερεζκόφσκι, «Ο θάνατος των θεών ή Ιουλιανός ο Παραβάτης», μέρος Β΄, VI, σελ. 99 επ., εκδόσεις Εκάτη 1995.