Ανεγνώσθη Αντωνίου Διογένους των υπέρ Θούλην απίστων λόγοι κδ΄.
[Διαβάστηκαν τα όσα απίστευτα συνέβησαν πέρα από τη Θούλη, έργο του Αντωνίου Διογένη, που εκτείνεται σε είκοσι τέσσερα βιβλία].
Κάποιος με το όνομα Δεινίας, ο οποίος σε αναζήτηση της γνώσης αναχωρεί από την πατρίδα του μαζί με τον γιο του Δημοχάρη. Και διά μέσου του Πόντου και από τη θάλασσα της Κασπίας και της Υρκανίας φθάνουν στα λεγόμενα Ριπαία όρη[2] και στις εκβολές του ποταμού Τάναη[3]. Έπειτα, αφού λόγω του μεγάλου ψύχους στραφούν πίσω στον σκυθικό ωκεανό, κατευθυνθούν προς ανατολάς και φθάσουν εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, περιέρχονται κυκλικά την έξω θάλασσα για πολλά χρόνια γνωρίζοντας ποικίλες περιπλανήσεις. Συνοδοιπόροι στην περιπλάνησή τους γίνονται ο Καρμάνης, ο μήνισκος και ο Άζουλις.
Φθάνουν και στη νήσο Θούλη[4], την οποία προς στιγμήν θεωρούν ως τον τελευταίο σταθμό της περιπλάνησής τους. Σ’ αυτήν τη Θούλη ο Δεινία συνδέεται ερωτικά με κάποια από την πόλη της Τύρου, που λεγόταν Δερκυλλίς και η καταγωγής της ήταν αριστοκρατική. Τη συνόδευε και ο αδελφός της που λεγόταν Μαντινίας. Στη συνάντηση μαζί της ο Δεινίας πληροφορείται αρχικά την περιπλάνηση των αδελφών, έπειτα όσα έκανε κάποιος Παάπις, Αιγύπτιος ιερέας, ο οποίος, όταν η πατρίδα του λεηλατήθηκε, εγκαταστάθηκε στην Τύρο και φιλοξενήθηκε από τα αδέλφια, τη Δερκυλλίδα και τον Μαντινία. Και ενώ στην αρχή φάνηκε πως έχει καλές διαθέσεις απέναντι στους ευεργέτες του και σε ολόκληρο το σπιτικό τους, μετά όμως προξένησε πολλά δεινά και στο σπιτικό τους και σ’ εκείνους και στους γονείς τους. Και χτυπημένη από τη συμφορά που βρήκε το σπίτι της οδηγήθηκε με τον αδελφό της στη Ρόδο και από εκεί περιπλανήθηκε στην Κρήτη, έπειτα στη χώρα των Τυρρηνίων και στη συνέχεια στους λεγομένους Κιμμερίους. Και σ’ αυτόν τον τόπο μπόρεσε να δει τα μέρη του Άδη και να μάθει πολλά από όσα συμβαίνουν εκεί, έχοντας για δάσκαλο τη Μυρτώ, τη θεραπαινίδα της, που είχε προ καιρού αποβιώσει και έδινε πληροφορίες στην κυρία της από τον κόσμο των νεκρών[5].
Αυτά λοιπόν αρχίζει να διηγείται ο Δεινίας σε κάποιον με το όνομα Κύμβας, που είχε πατρίδα του την Αρκαδία και είχε σταλεί από την ομοσπονδία των Αρκάδων στην Τύρο με αίτημα να οδηγήσει τον Δεινία πίσω σ’ εκείνους και στην πατρίδα. Επειδή τον εμπόδιζε να επιστρέψει το βάρος των γηρατειών, μας παρουσιάζεται να περιγράφει όσα εκείνος αντιλήφθηκε κατά την περιπλάνησή του ή και είχε ακούσει από άλλους που τα είχαν δει, και όσα έμαθε από τη Δερκυλλίδα, που του τα διηγήθηκε στη Θούλη … και πώς μετά την αναχώρησή της από τον Άδη μαζί με τον Κήρυλλο και τον Αστραίο, αφού ήδη είχε χωριστεί από τον αδελφό της, έφθασαν στον τάφο της Σειρήνας[6]. Όσα επίσης άκουσε να λέει ο Αστραίος σχετικά με τον Πυθαγόρα και τον Μνήσαρχο[7]. Και όσα ο ίδιος ο Αστραίος άκουσε από τον Φιλώτιδα και το μυθώδες θέαμα που είδε μπρος στα μάτια του, και όσα πάλι η Δερκυλλίς του αφηγήθηκε ξαναζώντας την περιπλάνησή της: ότι βράθηκε σε μια πόλη της Ιβηρίας με ανθρώπους που έβλεπαν τη νύχτα και ήταν τυφλοί την ημέρα και όσα ο Αστραίος κατάφερε, παίζοντας τον αυλό του, να πραγματοποιήσει εναντίον των εχθρών τους. Και αφού με ευμένεια αφέθηκαν ελεύθεροι από εκεί, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Κέλτες, έθνος σκληρό και άξεστο, και κατόρθωσαν με άλογα να τους ξεφύγουν. Επίσης όσα τους έτυχαν όταν τα άλογά τους άλλαξαν χρώμα. Πώς έφθασαν στους Ακυτανούς[8] και με ποιες τιμές δέχτηκαν εκεί τη Δερκυλλίδα και τον Κήρυλλο, και ακόμα περισσότερο τον Αστραίο, ο οποίος με τη διαστολή και συστολή των ματιών του δήλωνε τις διαστολές και συστολές της σελήνης. Και αφού απάλλαξε από τη διαμάχη για την εξουσία τους εκεί βασιλείς, οι οποίοι, καθώς ήταν δύο τον αριθμό, αντικαθιστούσαν διαδοχικά ο ένας τον άλλο ανάλογα με τις σχετικές μεταβολές της σελήνης. Για όλα αυτά και ο εκεί λαός χαιρόταν με την παρουσία του Αστραίου και όσων τον συνόδευαν.
Ακολουθεί η ιστορία των όσων είδε και υπέστη η Δερκυλλίς. Και πώς μεταφέρθηκε στους Αρτάβρους, όπου οι γυναίκες πολεμούν, οι δε άνδρες κάθονται σπίτι και αναλαμβάνουν τις δουλειές των γυναικών. Στη συνέχεια όσα έτυχαν σ’ εκείνη και στον Κήρυλλο στη χώρα των Αστύρων και ακόμα όσα συνέβησαν ιδιαίτερα στο Αστραίο. Και πω΄ς τελείως αναπάντεχα ο Κήρυλλος με τη Δερκυλλίδα διέφυγαν από τους πολλούς κινδύνους που παραμόνευαν στη χώρα των Αστύρων. Εκείνος όμως δεν απέφυγε την τιμωρία που όφειλε για κάποιο παλαιό αδίκημα και έτσι όπως ανέλπιστα είχε σωθεί από τους κινδύνους, έτσι ανέλπιστα και κατακρεουρήθηκε.
Μετά από αυτά τί είδε περιπλανώμενη η Δερκυλλίς στην ιταλία και τη Σικελία, και πω΄ς όταν έφθασε στον Έρυκα, την πόλη της Σικελίας, συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Αινησίδημο, ο οποίος ήταν τότε τύραννος των Λεοντίνων.
Στα μέρη αυτά συναντιέται με τον Παάπη τον τρισάλθιο που ζούσε με τον τύραννο και βρίσκει ανέλπιστη παρηγοριά για την απροσδόκητη συμφορά της τον αδελφό της Μαντινία. Είχε κι εκείνος γνωρίσει πολλές περιπλανήσεις και της διηγήθηκε όσα πολλά και απίστευτα είδε σχετικά με ανθρώπους και διάφορα ζώα, για τον ίδιο τον ήλιο, τη σελήνη, τα φυτά και κυρίως για τα νησιά, δίνοντάς της έτσι άφθονο υλικό από ιστορίες μυθικές για να τις περιγράψει αργότερα στον Δεινία. Και αυτός αφού έκανε μια συρραφή, μας παρουσιάζεται να τις διηγείται στον Κύμβα τον Αρκάδα.
Έπειτα μόλις αρπάζουν ο Μαντινίας και η Δερκυλλίς το σακίδιο του Παάπη από τους Λεοντίνους, με τα βιβλία που ήταν μέσα σ’ αυτό, και το κιβώτιο με τα βότανα, φεύγουν για το Ρήγιο και από εκέι για το Μεταπόντιο, όπου τους προλαβαίνει ο Αστραίος και τους αναγγέλλει ότι ο Παάπις τους καταδιάκει κατά πόδας. Και αναχωρούν για τη χώρα των Θρακών και των Μασσαγετών μαζί με τον Αστραίο, που κατευθυνόταν προς τον φίλο του τον Ζάμολξη. Ο συγγραφέας αναφέρει πόσα είδαν κατά τη διάρκεια αυτής της οδοιπορίας και πώς συνάντησε ο Αστραίος τον Ζάμολξη, που ήδη οι Γέτες τον θεωρούσαν θεό. Και για όσα η Δερκυλλίς και ο Μαντινίας παρακάλεσαν τον Αστραίο να πει και να ζητήσει γι’ αυτούς. Επίσης ότι τους δόθηκε χρησμός πως το πεπρωμένο τους επιφυλάσσει να πάνε στη Θούλη και ότι αργότερα θα δουν και την πατρίδα τους, αφού προηγουμένως γνωρίσουν και άλλες ταλαιπωρίες. Και θα πληρώσουν το τίμημα για την ανόσια συμπεριφορά προς τους γονείς τους (έστω και αν έσφαλαν άθελά τους) με το να διαμοιραστεί η ύπαρξή τους ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και να ζουν τη νύχτα και να είναι νεκροί την ημέρα. Αφού πήραν αυτούς τους χρησμούς, αναχωρούν από εκεί αφήνοντας τον Αστραίο, που τον σέβονταν οι Γέτες, μαζί με τον Ζάμολξη. Και όσα θαυμαστά συνέβη εκείνοι να δουν και να ακούσουν στον Βορρά.
Όλα αυτά παρουσιάζεται να τα αφηγείται ο Δεινίας στον Κύμβα τον Αρκάδα, αφού είχε ακούσει να τα διηγείται η Δερκυλλίς όταν βρισκόταν στη Θούλη. Στη συνέχεια αναφέρει και ότι ο Παάπις που ακολουθούσε τα ίχνη των συντρόφων της Δερκυλλίδος, εμφανίστηκε μπροστά τους στο νησί. Με κάποιο μαγικό τέχνασμα τους επέβαλε εκείνη τη δοκιμασία, να πεθαίνουν δηλαδή την ημέρα και να ανασταίνονται όταν πέφτει η νύχτα[9]. Και τη δοκιμασία αυτή τους τη μετέδωσε φτύνοντάς τους δημόσια κατά πρόσωπο. Κάποιος Θρουσκανός, κάτοικος της Θούλης, που αγαπούσε με πάθος τη Δερκυλλίδα, βλέποντας ότι η αγαπημένη του είχε πληγεί από το μαγικό χτύπημα του Παάπη, ένιωσε βαθύ πόνο. Και αφού εμφανίστηκε ξαφνικά, χτυπάει με μαχαίρι αιφνιδιαστικά και σκοτώνει τον Παάπη, μικρή πληρωμή για τα μύρια κακά που είχε πράξει. Και πώς ο Θρουσκανός, επειδή η Δερκυλλίς φαινόταν να κείται νεκρή, στρέφει το μαχαίρι εναντίον του εαυτού του.
Όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα παρεμφερή, την ταφή των ανθρώπων αυτών και την επιστροφή τους από τον τάφο, τους έρωτες του Μαντινία και όσα εξαιτίας όλων αυτών συνέβησαν και άλλα παρόμοια που πραγματοποιήθηκαν στη νήσο Θούλη, τα έμαθε ο Δεινίας από τις μυθικές αφηγήσεις της Δερκυλλίδος. Και μας τα παρουσιάζει τώρα συγκεντρώνοντάς τα για τον Κύμβα τον Αρκάδα.
[1] Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη - Όσα της Ιστορίας, 166, σελ. 464 επ., εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.
[2] Από τα πλέον μυθικά βουνά της αρχαιότητας, τοποθετούνταν κάπου στις εσχατιές του Βορρά.
[3] Ποταμός που εκβάλει στη Μαιώτιδα λίμνη (θάλασσα Αζόφ).
[4] Αν και έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με διάφορα βόρεια νησιά ή χερσοννήσους (Ισλανδία, Ορκάδες, Γιουτλάνδη), πιθανότατα οι αρχαίοι μιλώντας για την Θούλη αναφέρονταν στην Σκανδιναβική χερσόννησο. βλ. Κορδώσης, Ιστορικογεωγραφικά, σελ. 63-64.
[5] Το επισόδιο φαίνεται να αντλεί έμπνευση από την περίφημη Νέκυια (ραψωδία λ) της Οδύσσειας.
[6] πιθανότατα πρόκειται για τη σειρήνα Παρθενόπη, της οποίας ο τάφος βρίσκεται κοντά στη Νεάπολη της Ιταλίας.
[7] ο πατέρας του Πυθαγόρα.
[8] Ακυτανία ή Ακουητανία, περιοχή στη σημερινή νοτιοδυτική Γαλλία.