[ο ρωσικός παράγοντας]
Η συνάντηση της Ορθοδοξίας με τη σύγχρονη Δύση πραγματοποιήθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες, σχεδόν αποκλειστικά, στο χώρο της ρωσικής ορθόδοξης θεολογίας και παραδόσεως. Η ελληνική θεολογία, από τον 17ο και 18ο κιόλας αιώνα, και κυρίως από την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, συναντήθηκε, οπωσδήποτε, με τη Δύση, αλλά όχι για να διαλεχθή μαζί της και να εκπροσωπήση μιαν ενεργητική ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Αφέθηκε παθητικά στην επίδραση της Δύσεως, όταν δεν έσπευσε να αφομοιώση τα κριτήρια, τη μεθοδολογία, συχνά και αυτούσιες τις θέσεις της δυτικής θεολογίας.
Η συνάντηση της νεώτερης ελληνικής θεολογίας με τη Δύση είναι ένα κεφάλαιο που αξίζει ξεχωριστή μελέτη. Εντελώς επιγραμματικά, θα μπορούσε να μιλήση κανείς για μιαν αλλοίωση του ορθόδοξου χαρακτήρα της νεοελληνικής θεολογικής ζωής σε δύο επίπεδα: Στα πανεπιστημιακά πλαίσια, κυριάρχησε ο ρασιοναλιστικός επιστημονισμός του «θεολογικού Διαφωτισμού» και της «φυσικής θεολογίας». Η θεολογία οργανώθηκε σε αυτόνομη επιστήμη, αντιγράφοντας τα αντίστοιχα γερμανικά, κυρίως, πρότυπα. Και στο επίπεδο της λαϊκής ευσέβειας η αντίστοιχη εισβολή της δυτικής θρησκευτικής νοοτροπίας και πνευματικότητος ενσαρκώθηκε σε ένα ευρύτατο θρησκευτικό «κίνημα», οργανωμένο πάνω στις αρχές του δυτικού πιετισμού (Pietismus). Με τη μορφή θρησκευτικών σωματείων, ανεξάρτητων από τη ζωή των ενοριών και τους τοπικούς επισκόπους, το πιετιστικό αυτό κίνημα αλλοίωσε σε απίστευτη έκταση τον ορθόδοξο χαρακτήρα της ελληνικής εκκλησιαστικής ζωής και ευσέβειας.
Ο ρασιοναλιστικός επιστημονισμός της ακαδημαϊκής θεολογίας από τη μια μεριά, και ο πιετισμός των θρησκευτικών οργανώσεων από την άλλη, δημιούργησαν στην ελλαδική εκκλησία προϋποθέσεις εξαιρετικά απαισιόδοξες για ένα ουσιαστικό διάλογο με τη Δύση. Οπωσδήποτε, υπάρχουν σήμερα ελπιδοφόρες παρουσίες μέσα στη νέα θεολογική γενιά, αλλά δεν μεταβάλλουν το συνολικό κλίμα. Κάποιες περισσότερες ελπίδες φαίνεται να προέρχωνται από τον ευρύτερο χώρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου, από εκπροσώπους της ελληνικής διανοήσεως και τέχνης, που στρέφονται σήμερα με ξεχωριστό ενδιαφέρον στη μελέτη και αξιοποίηση της ορθόδοξης πνευματικής παραδόσεως.
Είναι γνωστό, ότι από τους ίδιους αυτούς χώρους, από τους ευρύτερους κύκλους των διανοουμένων, προήλθε και ο ουσιαστικός διάλογος της ορθόδοξης ρωσικής θεολογίας με τη Δύση. Η ρωσική θεολογία γνώρισε επίσης την περίοδο του σχολαστικισμούς της, μα πρέπει να ομολογηθή ότι την ξεπέρασε έγκαιρα. Οι δυτικές επιδράσεις δεν έλειψαν εντελώς, αλλά είναι άλλης τάξεως, θα τις δούμε στη συνέχεια. Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι τον ουσιαστικό διάλογο με τη Δύση στη Ρωσία του 19ου αιώνα δεν τον ξεκίνησαν οι άνθρωποι που θαύμαζαν αδιάκριτα και ήθελαν να μιμηθούν τη Δύση, δεν τον αντιπροσώπευσαν οι δυτικόφιλοι, αλλά οι αντίπαλοί τους, το κίνημα των σλαυόφιλων. Οι σλαυόφιλοι ενδιαφέρονται ουσιαστικά για τη συνάντηση με τη Δύση, είναι «σλαυόφιλοι» πάντοτε «εν σχέσει», «εν αναφορά» προς τη Δύση – το περιοδικό που εκδίδει η ομάδα του Κιρειέφκι, γύρω στα 1832, έχει τον τίτλο: «Ο Ευρωπαίος»! Τόσο ο Κιριέφσκι όσο και ο Κομιάκοφ και οι άλλοι, λιγώτερο ίσως γνωστοί, σλαυόφιλοι (Αξάκοφ, Σαμαρίνε), τρέφουν αγάπη βαθειά για τη Δύση και εργάζονται για την ιδέα μιας συνθέσεως του δυτικού πολιτισμού με τις αρχές της ρωσικής ορθόδοξης πνευματικότητος. Οι σλαυόφιλοι πιστεύουν ότι η Ορθοδοξία έχει απαντήσεις στα προβλήματα και στο αδιέξοδο της δύσεως, αλλά απαντήσεις ενσαρκωμένες στη βιωματική θεολογία του ρωσικού λαού, στην έμπρακτη εκκλησιαστική παράδοση.[2]
[1] Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση – η Θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, σ. 32-35, εκδόσεις Αθηνά, Αθήνα 1979.
[2] σχετικό άρθρο: http://dimodidaskalos.blogspot.com/2009/04/blog-post_29.html