Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Ποίηση


Κωνσταντνος Καβάφης

σο μπορες


Κι ν δν μπορες ν κάμεις τν ζωή σου πως τν θέλεις,

τοτο προσπάθησε τουλάχιστον

σο μπορες: μν τν ξευτελίζεις

μς στν πολλ συνάφεια το κόσμου,

μς στς πολλς κινήσεις κι μιλίες.

Μν τν ξευτελίζεις πηαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχν κ' κθέτοντάς την

στν σχέσεων κα τν συναναστροφν

τν καθημερινν νοησία,

ς πο ν γίνει σ μία ξένη φορτική.


[1913]



Ποίηση


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης


Η Προσευχή του Διάκου

την παραμονή της μάχης της Αλαμάνας


Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δένδρα,

οι βρύσες, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι,

στέκουν βουβά ν' ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.


« Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,

Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια

καί μώλεγε να δεηθώ για κειούς, που το χειμώνα

σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά με χιόνια, μ' αγριοκαίρια,

για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου

να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,

μου ετρέμανε τα γόνατα, σα νά 'θελε η ψυχή μου

να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.

Ύστερα μούλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη

και να μ'αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω

και να μην έρθη ο θάνατος να μ'εύρη να με πάρη,

πρίν πολεμήσω ελεύθερος, για Σέ πριν το ματώσω.

Πατέρα παντοδύναμε, άκουσες την ευχή μου•

μου φύτεψες μέσ' στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,

έδωκες μια αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου

και μού'πες: Τώρα πέθανε για Με, για την Πατρίδα.

Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμα

και σβηώνται τ' άστρα Σου για με. Για με θα σκοτειδιάση

τ' όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστή το στόμα,

που εκελαηδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση•

θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν' η λύρα,

που μου ήταν αδερφοποιητή κι όπου μ' εμέ στη φτέρη

αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα

καί στ' άψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι.

Όλα τ' αφήνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω.

Και τό'χω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα

αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.

Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα

και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου.

Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση

και στοίχειωσε κάθε σπειρί από τα χώματα μου,

να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.

Θέ μου! ξημέρωσέ τηνε την αυριανή τη μέρα!

Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώ' η ζήλεια.

Θα χλιμιντράνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα

με τ' άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καριοφίλια,

θα γίνουν πάλι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα.

Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος,

μουγκρίζουν, φοβερίζουνε, πως δε θα μείνη λώθρα

σ' αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος.

Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ' αυτόν τον καταρράχτη.

Επάνωθέ μας θά'σαι Σύ, και τα πατήματα μας

θα νά'χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη,

πώμεινε σπίθ'ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.

Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν' ακουστή στη Δύση,

πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ' ανθοβολήση

τώρα με τα Μαγιάπριλα ή δουλωμένη χώρα.

Ευλογημέν' η ώρα!»


Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη

κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.

Έβραζε μέσα του η καρδιά και στα ματόκλαδά του

καθάριο, φωτοστόλουστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ...

Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση.

Πλαγιάζει ο λεονταρόψυχος! Τα νιάτα, η θωριά του,

τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν

κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει

στον κόρφο της η άνοιξη, σα νά'τανε παιδί της•

Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπο του.

χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη

ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,

γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα

αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι,

που πάντα κρύβεται δειλό και τ' άπλερο κορμί του

αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα

τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση

στ'ανδρειωμένο μέτωπο για ν' ακουστή πως ήταν

στη φοβερή παραμονή μια τρίχ' απ' τα μαλλιά του.

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώραις

όσο κι'αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν

ν'αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα

του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην την ρανίδα

πώσταξ' από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα,

που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.

Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,

σαν αητός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος

έκλωθ' εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ'η μέρα,

θα νάβγουν τ' αητόπουλα με τροχισμένα νύχια,

με θεριεμμένα τα φτερά, ν'αρχίσουν το κυνήγι...

Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,

πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια

να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!



Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ιστορία

κυριολεκτικά ... Σαν σήμερα ...[1]


Η Στερεά Ελλάς κατεπιέζετο και εξηντλείτο εν διαστήματι πολλών ετών υπό τον Αλή-πασάν Τεπελενλήν. Υπό διαφόρους προφάσεις ο πλούσιος, είτε Τούρκος είτε Χριστιανός, εγυμνούτο, και ο δυνατός πάντοτε εμηδενίζετο, συχνάκις δε και εφονεύετο. Ο ασυνείδητος ούτος σατράπης εκίνει τους Τούρκους κατά των Χριστιανών, τους Χριστιανούς κατά των Τούρκων και τους οικείους κατά των οικείων· εβράβευε την κακίαν, επαίδευε την αρετήν, διέφθειρε τον λαόν όλον και εθεώρει και αυτήν την οικειακήν τιμήν των αθλίων ραγιάδων ως το καθημερινόν παίγνιον των αισχρών και απλήστων επιθυμιών του· εν ενί λόγω ουδέν όσιον εσέβετο, και ουδέν ανόσιον απεστρέφετο. Αγωνιζόμενος δε πάντοτε να εκτείνη τα όρια της αυθαιρέτου εξουσίας του και της τοπαρχίας του, και να βάλη υπό τας θελήσεις του τους απειθείς ή αντιπάλλους του, είχε πάντοτε περί εαυτόν μεγάλας δυνάμεις ως όργανα των φιλάρχων και πλεονεκτικών σκοπών του. Επειδή όπου τυραννία, εκεί συνήθως και ληστεία, ο Αλή-πασάς εις εξόντωσιν αυτής είχε χρεία και μεταβατικών οπλοφόρων· και η χρεία αύτη διετήρει τα πολυθρύλλητα καπιτανάτα των μερών εκείνων. Οι κάτοικοι, καταπιεζόμενοι εν ταις ειρηνικαίς των εργασίαις, ησπάζοντο την στρατιωτικήν ζωήν, ευρίσκοντες εν αυτή ασφάλειαν, άνεσιν, τιμήν και κέρδος· ώστε ο ίδιος δεσποτισμός και η ίδια τυραννία του Αλή εγύμναζαν πολύ μέρος των κατοίκων εις την χρήσιν των όπλων, και προητοίμαζαν αγνώστως την ευτυχή ανέγερσιν της Ελλάδος.


[1] Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τ. Α΄, κεφ. ΙΑ΄, σ. 195-196, εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996.




Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Φιλοσοφία

Των Ελλήνων … η ψυχή[1]

Μερικοί λέγουν ότι η ψυχή κατά κύριο και πρώτο λόγο είναι αυτό που κινεί. Και επειδή φαντάσθηκαν ότι όποιο δεν κινεί από μόνο του, αυτό δεν είναι δυνατό να κινή άλλο, νόμισαν ότι η ψυχή είναι από εκείνα που βρίσκονται σε κίνηση. Γι’ αυτό ο Δημόκριτος λέγει πως η ψυχή είναι φωτιά, κάτι θερμό· γιατί, ενώ άπειρα είναι τα σχήματα ή άτομα, όσα είναι σφαιροειδή τα ονομάζει πυρ και ψυχή· αυτά λόγου χάρη που είναι στον αέρα και τα ονομάζομε ξύσματα (σκόνες), και που φαίνονται στις αχτίνες του ήλιου όταν περνούν από χαραμάδες· το μίγμα των ατόμων, λέγει ο Δημόκριτος, από κάθε λογής σπέρματα αποτελεί τα στοιχεία της όλης φύσεως· την ίδια γνώμη έχει και ο Λεύκιππος. Όσα άτομα είναι σφαιροειδή, αυτά, λέγουν, αποτελούν την ψυχή, γιατί τα τέτοια σχήματα έχουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα να διεισδύουν σε όλα τα σώματα και να θέτουν σε κίνηση τα άλλα, όντας και τα ίδια σε κίνηση, και γιατί έχουν τη γνώμη πως ψυχή είναι εκείνο που παρέχει την κίνηση στα όντα που έχουν ζωή. Γι’ αυτό η αναπνοή, κατά τη γνώμη τους, είναι το χαρακτηριστικό σημείο της ζωής.

Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και όσοι λέγουν ότι η ψυχή είναι αυτοκίνητη. Γιατί όλοι αυτοί φαίνεται ότι έχουν τη γνώμη πως η κίνηση είναι κάτι το πολύ συγγενικό με την ψυχή, και ότι όλα τα άλλα κινούνται από την ψυχή, ενώ αυτή από τον εαυτό της· σκέπτονται έτσι, γιατί δεν βλέπουν κανένα πράγμα που να θέτη άλλο σε κίνηση και που να μην κινήται και το ίδιο. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αναξαγόρας λέγει ότι η ψυχή είναι εκείνο που θέτει σε κίνηση, αλλά και όποιος άλλος έχει πει ότι ο νους έθεσε σε κίνηση τον κόσμο, όχι όμως με όποιο τρόπο υποστήριξεν αυτό ο Δημόκριτος. Τούτος, αλήθεια, ταυτίζει απόλυτα την ψυχή και τον νου· γιατί δέχεται ότι αληθινό είναι εκείνο που φαίνεται· για τούτο σωστά είπεν ο Όμηρος, λέγει ο Δημόκριτος, πως ο Έκτορας ήταν ξαπλωμένος σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Δε χρησιμοποιεί λοιπόν τον νου σαν ικανότητα για την αλήθεια, αλλά ταυτίζει την ψυχή και τον νου. Ο Αναξαγόρας λιγώτερο διασαφηνίζει αυτά τα πράγματα· γιατί σε πολλά μέρη υποστηρίζει πως ο νους είναι η αιτία για ό,τι ωραίο και ορθό, αλλού πάλι πως ο νους είναι η ψυχή· λέγει, αλήθεια, πως ο νους υπάρχει σε όλα τα ζώα τα μεγάλα και τα μικρά, τα ανώτερα και τα κατώτερα. Δεν φαίνεται όμως ότι ο νους, αυτός τουλάχιστο που εννοούμε με τη φρόνηση, υπάρχει με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα ζώα, μα ούτε και σε όλους τους ανθρώπους.

Όσοι λοιπόν είδαν το έμψυχο στο γεγονός ότι κινείται, θεώρησαν την ψυχή ως το πιο κινητικό. Όσοι όμως είδαν το έμψυχο στο γεγονός ότι γνωρίζει και αισθάνεται τα όντα, αυτοί λέγουν πως η ψυχή είναι οι αρχές· άλλοι δέχονται περισσότερες τις αρχές και πως αυτές συνιστούν την ψυχή, άλλοι μια αρχή και πως αυτή είναι η ψυχή. Έτσι ο Εμπεδοκλής δέχεται ότι η ψυχή γίνεται από όλα τα στοιχεία, και ότι καθένα απ’ αυτά είναι ψυχή, διατυπώνοντας με τον ακόλουθο τρόπο τη γνώμη του :

«Με τη γη βλέπομε τη γη, με το νερό το νερό, με τον αιθέρα τον θείο αιθέρα και πάλι με φωτιά την καταστρεπτική φωτιά· με τη στοργή τη στοργή, και με την έχθρα τη μισητή την έχθρα».

[1] Αριστοτέλους, περί ψυχής, 403b 28 κ.επ. σε μτφ Β. Τατάκη, εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2006.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Πειρατική ... αδεία !

για την πατρίδα [1]

Παραθέτω την αφήγηση του τελευταίου δείπνου που έκαμαν μαζί ο Μακρυγιάννης κι ο Γκούρας, στην πολιορκημένη Ακρόπολη, λίγες ώρες πριν από το θάνατο του δευτέρου:

«Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ’ εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι’ ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμε τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει – τόσον καιρόν οπού μας έβαλαν οι διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγούδησα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι :

Ο Ήλιος εβασίλεψε,
Έλληνά μου, βασίλεψε
Και το Φεγγάρι εχάθη
Κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια,
Τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
Ακ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μυρολόγια
Γι’ αυτά τα ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
Και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτηγμένα.
Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα.

Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέει : ‘’Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει’’. Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν …»

[1] Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονέυματα, απόσπασμα από το εισαγωγικό μελέτημα του Γ. Θεοτοκά, που δημοσιεύθηκε στην «Νέα Εστία» το 1941.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

από την ιστορία της κερδοσκοπίας


μαθήματα καιροσκοπισμού[1]

Αργότερα, το φθινόπωρο, ένα πλήθος διαμαρτυρήθηκε σε δημόσιο χώρο … πως ενώ υπήρχε αφθονία αγαθών, οι τιμές τους ήταν πάρα πολύ ψηλές. Η διαμαρτυρία τους ήταν σαφής κατηγορία κατά της πλούσιας τάξης της Αντιόχειας, τα μέλη της οποίας είναι ικανά για ο,τιδήποτε προκειμένου να κερδίσουν χρήματα, ακόμη και να καταδικάσουν σε λιμό τους συμπατριώτες τους. Μόλις προ επτά ετών, είχαν πάλι επωφεληθεί από μια ανάλογη κατάσταση και ο κόσμος είχε οδηγηθεί σε εξέγερση, είχαν χαθεί ανθρώπινες ζωές και είχαν γίνει πολλές υλικές καταστροφές. Θα περίμενε κανείς από τον κόσμο της πόλης αυτής να έχει πάρει κάποιο μάθημα από την τόσο πρόσφατη ιστορία. Δεν είχε όμως μάθει τίποτε.

Κάπου τριακόσιοι πρόκριτοι της Αντιόχειας έγιναν δεκτοί στην αίθουσα του συμβουλίου την ορισμένη ώρα της ακρόασης. Κράτησα κοντά μου τον Φήλικα και τον Σαλούστιο. Ο θείος μου, ως κόμης της Ανατολής, θα έπρεπε να προεδρεύει, αλλά ήταν άρρωστος. Οι προύχοντες της Αντιόχειας ήταν ένας ευπαρουσίαστος, τυπικός και μάλλον θηλυπρεπής όμιλος που μύριζε – αν και η ημέρα ήταν ζεστή – σαν τριακόσιοι κήποι της Δάφνης και, μέσα σε εκείνο τον κλειστό χώρο, τα αρώματά τους μου έφερναν πονοκέφαλο.

Προχώρησα αμέσως στο θέμα χωρίς περιστροφές. Ανέφερα την τιμή των σιτηρών εκείνεης της ημέρας. «Ζητάτε από τον κόσμο να πληρώνει το τριπλάσιο της αξίας του σίτου. Εντάξει, τα τρόφιμα σπανίζουν, αλλά όχι τόσο. Η κατάσταση αυτή μπορεί φυσικά να επιδεινωθεί αν είναι γεγονός αυτό που άκουσα, ότι δηλαδή μερικοί καιροσκόποι κρύβουν τα σιτηρά από την αγορά μέχρις ότου πεινάσει και απελπιστεί ο κόσμος σε τέτοιο βαθμό ώστε να πληρώσει οποιαδήποτε τιμή». Στα λόγια μου αυτά ανταπόκριση ήταν πολύς βήχας και ανταλλαγές ανήσυχων βλεμμάτων. «Φυσικά, δεν δίνω πίστη σε τέτοιες ιστορίες. Πώς θα μπορούσαν ποτέ οι προύχοντες μιας πόλης να εκμεταλλευτούν τους συμπολίτες τους ; Οι ξένοι, ίσως. Ακόμη και η αυτοκρατορική αυλή» Η σιωπή που ακολούθησε ήταν νεκρική. «Αλλά όχι και οι ίδιοι οι συμπολίτες. Είσαστε άνθρωποι. Όχι κτήνη που καταβροχθίζουν τα αδυνατότερα του είδους τους».

Αφού τους ηρέμησα με αυτά τα λόγια, περιέγραψα προσεκτικά το πρόγραμμα του κόμη Φήλικα. Ενώ μιλούσα, τα χείλη του κινούνταν επαναλαμβάνοντας σιωπηλά μαζί μου τα συγκεκριμένα επιχειρήματα που μου είχε εκθέσει πριν από λίγα λεπτά. Οι πολίτες ασφυκτιούσαν. Μόνον αφού τους είχα πια τρομοκρατήσει εντελώς, είπα : «Αλλά γνωρίζω πως μπορώ να σας εμπιστευθώ να κάνετε το σωστό». Επακολούθησε μια μακριά εκπνοή ανακούφισης. Όλοι συνήλθαν.

Μου απάντησε ο έπαρχος της πόλης : «Μπορείς να βασιστείς σε εμάς, δέσποτα, για όλα Θα κρατήσουμε – και τώρα γνωρίζω πως μιλώ εξ ονόματος όλων των παρόντων – την τιμή των σιτηρών στο κανονικό της ύψος, αν και θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη πως υπάρχει έλλειψη»

Τρεις μήνες μετά τη συνάντησή μας, όχι μόνον δεν είχαν ορίσει σταθερές τιμές, αλλά είχαν εξαφανίσει από την αγορά τα σιτηρά που εγώ ο ίδιος είχα φέρει από την Ιεράπολη. Οι τιμές είχαν γίνει αστρονομικές : ένας χρυσός σόλιδος για δέκα στατήρες. Οι φτωχοί λιμοκτονούσαν και οι ταραχές είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο.


[1] Γκορ Βιντάλ, Ιουλιανός, σ. 439 κ.επ., εκδόσεις Εξάντας 1998

διαβάστε επίσης στον ΔημοΔιδάσκαλο

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Οικονομία

ανθρωποφαγικές ιδεολογίες[1]

Οι θεσμοί του «φιλελεύθερου κράτους» και μετέπειτα της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» που θεμελιώθηκαν με τα Συντάγματα και ρυθμίζουν τα όρια εξουσίας των κυβερνώντων απέναντι στους υπηκόους, έχουν ηλικία δύο μόλις αιώνων. Θεσπίσθηκαν στην Αμερική με τον αγώνα της Ανεξαρτησίας (1776) και στη Γαλλία μετά την Επανάσταση (1789) και ήταν κατάκτηση της αστικής τάξης στη σύγκρουσή της με την απολυταρχική μοναρχία και την αντιδραστική φεουδαρχία. Οι αστοί διεκδικούσαν προστασία της ιδιοκτησίας και ελευθερία ανταγωνισμού στην οικονομική ζωή. Όχι επεμβάσεις του κράτους, ανοιχτή αγορά, κανένα εμπόδιο στην ιδιωτική πρωτοβουλία – laissez faire, laissez passer, lemonade va de lui meme, όπως δίδασκαν οι φυσιοκράτες οικονομολόγοι του ΙΗ΄ αιώνα. Ελευθερία ανταγωνισμού αλλά και ατομικά δικαιώματα – προσωπική ασφάλεια, απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, ελευθερία της έκφρασης, απόρρητο αλληλογραφίας, ελευθεροτυπία.

Τα «φιλελεύθερα πολιτεύματα» καθόριζαν τα όρια της κρατικής εξουσίας και καθιέρωναν τον ελεύθερο ανταγωνισμό αλλά νομιμοποιούσαν και την ελεύθερη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Θα χρειαστούν μακροχρόνιοι αγώνες και θυσίες βαρειές για να θεσπιστεί η συλλογική δράση των μισθωτών και ο συνδικαλισμός.

Τη ροπή της εξουσίας προς την ασυδοσία είχε επισημάνει ο Μοντεσκιέ. «Όποιος ασκεί εξουσία έχει τάση για κατάχρησή της. Προχωρεί έτσι ακάθεκτος ώσπου να συναντήσει κάποιο φραγμό»[2].

Με τη γενίκευση των πολιτικών ελευθεριών οι λαϊκές μάζες αξιοποιούν το συνταγματικό δικαίωμα γνώμης και ψήφου, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Αρχίζουν οι κοινωνικοί αγώνες, η διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας και ζωής.

Το καθεστώς του χωρίς όρια ανταγωνισμού, η επικράτηση του ισχυροτέρου και η εξόντωση του αδύναμου, ο οικονομικός δαρβινισμός όπως αποκαλείται, εφαρμοζόταν με ζήλο στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οι κοινωνικές δαπάνες – για υγεία, πρόνοια, παιδεία – απορρίπτονταν στις περισσότερες πολιτείες. Και όποιος αποτολμούσε να εισηγηθεί πιστώσεις για κοινωνικούς σκοπούς κινδύνευε να χαρακτηρισθεί κομμουνιστής. Στα νομοθετικά σώματα των πολιτειών, γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζων Κ Γκαλμπραίθ, στα δημαρχεία και στις σχολικές επιτροπές, «κάθε συνηγορία για κρατικά κονδύλια χαρακτηριζόταν ανελεύθερη αντίληψη … Κάθε αίτημα για ανέγερση νέων σχολείων, για καταπολέμηση της ρύπανσης και αυστηρότερη εφαρμογή των κανονισμών στις βιομηχανικές ζώνες, ερμηνευόταν ως ένα απαράδεκτο βήμα στον ολισθηρό κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στον κομμουνισμό»[3].

Οι υπέρμαχοι του δαρβινισμού στην κοινωνία υποστήριζαν ότι ο ελεύθερος άνθρωπος καταλήγει στην επιβίωση και τον πλουτισμό των νικητών. Αυτοί είναι οι ισχυρότεροι και ικανότεροι. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, προορίζονται για τον σκουπιδότοπο.

Γενάρχες αυτής της αμείλικτης και ανθρωποφαγικής ιδεολογίας υπήρξαν κυρίως ο Άγγλος οικονομολόγος Δαυΐδ Ρικάρντο και ο Άγγλος επίσης κοινωνιολόγος Ερβέρτος Σπένσερ (ΙΘ΄ αιώνας). Ο Ρικάρντο έλεγε ότι ο ανθρωπισμός δεν έχει καμμιά θέση στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς. Οι νόμοι για την προστασία των φτωχών πρέπει να καταργηθούν. Δεν είναι λογικό η συμπόνια και η φιλανθρωπία να παρεμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.

Ο Σπένσερ υποστήριζε ότι δεν πρέπει να επιβαρύνεται το κράτος με την εκπαίδευση. Είναι φροντίδα που αφορά αποκλειστικά τους γονείς. Εκείνοι πρέπει να αποφασίσουν αν τα παιδιά τους θα μορφωθούν – με δικές τους αποκλειστικά δαπάνες – ή θα μείνουν αγράμματα. Ούτε με την υγειονομική περίθαλψη των φτωχών πρέπει να ασχολείται το κράτος. Γιατί η οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας κρατά στη ζωή αδύναμα, δηλαδή άχρηστα άτομα του ανθρώπινου είδους[4].

Αλλά ενώ οι θιασώτες του «φιλελευθερισμού» θεωρούν την αγορά αυτόνομο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, αποξενωμένο από την πολιτική, η οικονομική ολιγαρχία όχι μόνο επεμβαίνει σε όλες τις φάσεις του δημόσιου βίου αλλά και ελέγχει την πολιτική εξουσία επιβάλλοντας τους εκλεκτούς της , πρόθυμους πάντοτε να υπερασπισθούν τα συμφέροντα και να επεκτείνουν τα προνόμια των υπερκυριάρχων της οικονομίας.

Μερικοί επικαλούνται τον Άνταμ Σμιθ, τον θεμελιώτη της κλασσικής οικονομίας και προφήτη της «κοινωνίας της αγοράς», για να δικαιολογήσουν το θηριοτροφείο του «φιλελευθερισμού». Αλλά ο επιφανής Άγγλος διανοητής, όπως και ο συμπατριώτης του Τζων Λόκ, ο θεωρητικός της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης, είχαν συνδέσει την ελευθερία των συναλλαγών με τη δίκαιη ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων, με την ευημερία των λαών και την παγκόσμια ειρήνη. Μιλούσαν για ατομικά δικαιώματα, για λαϊκές ελευθερίες, για περιορισμό των αυθαιρεσιών της εξουσίας, για αντίσταση κατά του αυταρχισμού των ισχυρών, για κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλούσαν ακόμα για ηθική συνείδηση, για αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη και απέκρουαν την αρπακτικότητα, τον αδελφοκτόνο ανταγωνισμό και την ασυδοσία των εδραιωμένων συμφερόντων[5]

[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Η διαφθορά της εξουσίας, σ. 565 κ.επ., Αθήνα 1992
[2] De l’ esprit des lois, βιβλ. XI, κεφ. IV.
[3] the Affluent Society, New York 1958, ελλ. μετ. σ. 89.
[4] Social Statistics, New York 1865, σ. 413. Κατά τον Σπένσερ κάθε προσπάθεια για ανακούφιση της δυστυχίας παραβιάζει θεμελιώδη νόμο της κοινωνικής ζωής – την επιβίωση του ισχυροτέρου (Principles Of Ethics, New York 1897, τ. Β΄, σ. 260). Συνηγορεί ο κοινωνιολόγος Γουίλιαμ Γκράχαμ Σάμερ. Παρέμβαση του κράτους με κοινωνικές δαπάνες οδηγεί στην επιβίωση των ανικάνων. Και τονίζει πως χρειάζεται μάχη εναντίον της φορολογίας και της φιλανθρωπίας (Essays in Politics and Politial Science, σ. 85). Και ο … Αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Χοφστάντερ : Η επιβίωση των ισχυροτέρων είναι πρακτική εφαρμογή ενός νόμου της φύσης και του Θεού ! (Social Darvinism in American thought, Boston 1955, s. 45
[5] Έγραφε ο Άνταμ Σμιθ το 1776: «Το εμπόριο, που από φυσικού του πρέπει να είναι χώρος ομόνοιας και φιλίας, κατάντησε αστείρευτη πηγή μίσους και διαμάχης».

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

πειρατική ... αδεία !

το καθήκον προς την φιλτάτη Πατρίδα

Ο Φρατζής στο Χρονικό της Αλώσεως παραθέτει τον συγκλονιστικό λόγο που ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απηύθυνε προς τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας των πόλεων την παραμονή της ύστατης μάχης ενάντια στους Τούρκους επιδρομείς.

«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.

Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του.

Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας. Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη.

Μην δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια.

Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα.

Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν.

Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού. Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, που μόνο με τη φωνή και την όψη τους έτρεψαν σε φυγή μέγα πλήθος ρωμαϊκού ιππικού. Και αν είχαν τη δύναμη να τρέψουν σε φυγή ζώα χωρίς λογική, πόσο μάλλον εμείς που είμαστε κύριοι των ζώων· αυτοί που έρχονται να μας αντιπαραταχθούν σαν ζώα χωρίς λογική, είναι χειρότεροι απ’ αυτά. Τα δόρατά μας, οι ρομφαίες μας, τα τόξα μας και τα ακόντιά μας θα στραφούν εναντίον τους.

Και φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Ξέρετε καλά πως ο ασεβέστατος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά δικαιολογημένη αιτία, καταπάτησε την ειρήνη που είχαμε και αθέτησε τους πολλούς του όρκους χωρίς να λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικά εδώ έστησε οχυρό στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας βλάπτει κάθε μέρα.

Τα χωράφια μας, τους κήπους μας, τα οικογενειακά μας καταφύγια, τα σπίτια μας τα έχει κιόλας πυρπολήσει. Τους αδερφούς μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε, τους θανάτωσε και τους αιχμαλώτισε. Διέλυσε τη φιλία μας και έπιασε φιλίες με τους κατοίκους του Γαλατά, και αυτοί χαίρονται, μη γνωρίζοντας και αυτοί οι ταλαίπωροι το μύθο του παιδιού του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια και είπε “ω ανόητα ζώα” και τα λοιπά.

Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο.

Στράφηκε τότε στους Ενετούς, που στέκονταν προς τα δεξιά και τους είπε:

«Ευγενείς Ενετοί, αγαπημένοι αδερφοί μας εν Χριστώ τω Θεώ, άνδρες ισχυροί και δυνατοί στρατιώτες και δόκιμοι στους πολέμους, εσείς που με τις αστραφτερές σας ρομφαίες θανατώσατε πολλές φορές πλήθος Αγαρηνών, και το αίμα τους έτρεξε από τα χέρια σας σαν ποτάμι, σας παρακαλώ σήμερα την πόλη τούτη, που βρίσκεται σε τόση συμφορά πολέμου, να την υπερασπιστείτε ολόψυχα. Γνωρίζετε πως πάντα την είχατε δεύτερη πατρίδα σας και μητέρα σας. Σας λέω λοιπόν άλλη μια φορά, και σας παρακαλώ, αυτή την ώρα να ενεργήσετε ως φίλοι της πίστης, ομόθρησκοι και αδερφοί».

Κατόπιν, γυρίζοντας προς τα αριστερά, λέει στους Γενουάτες:

«Ω Γενουάτες, αδερφοί εντιμότατοι, άντρες πολεμιστές και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, ξέρετε καλά και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν πάντοτε μόνο δική μου, αλλά και δική σας, για πολλές αιτίες. Εσείς μας βοηθήσατε πολλές φορές πρόθυμα, και με τη δική σας συνδρομή σώθηκε από τους Αγαρηνούς εχθρούς. Τώρα πάλι έφτασε ο καιρός να δείξετε, βοηθώντας την, την αγάπη σας εν Χριστώ, την ανδρεία σας και τη γενναιότητά σας».

Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε:

«Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».

Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας:

«θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας».

Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος:

«Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».

πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/index.php?option=com_content&task=view&id=12401&Itemid=169

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Λογοτεχνία



Αλληγορίες των Σαλονιών[1]

Ο Κύριος και Αφέντης μου, Μαρκήσιος της Ρεδονδίγια, οργανώνει στο σαλόνι του σπιτιού του βραδιές στις οποίες παρευρίσκονται προσκεκλημένοι της δικής του κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας, άνδρες αρκούντως άξεστοι, ακόλαστοι και ποταποί, οι οποίοι κατέχουν τίτλους ευγενείας και ατελώς θεραπευμένες γονόρροιες. Για τις συγκεντρώσεις αυτές, μισοκαλλιτεχνικές, μισοβιτσιόζικες, ο κύριος και αφέντης μου έχει εφεύρει το παιχνίδι των αλληγοριών, το οποίο δεν ξέρω αν πρέπει να χαρακτηρίσω ως διασκεδαστικό ή ευγενές. Στο παιχνίδι αυτό οι υπηρέτριες πρέπει να πάρουν πόζες που ν’ αντιπροσωπεύουν την Ευημερία, την Τέχνη, το Εμπόριο, την Ευτυχία και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες που αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα. Σ’ εμένα, ως αρχιθαλαμηπόλο και άνθρωπο για όλες τις δουλειές, λαχαίνει η προγύμναση των υπηρετριών, στις οποίες προσπαθώ να εμφυσήσω μια κάποια ευαισθησία, κάποια μεγαλοπρέπεια στις κινήσεις, καθώς και την αυτοπεποίθηση που στη συνέχεια θα τους επιτρέψει να ενσαρκώσουν το ρόλο τους. Στο παιχνίδι των αλληγοριών οι υπηρέτριες πρέπει να ποζάρουν γυμνές, ή εν πάσει περιπτώσει με το αιδοίο τους σε κοινή θέα, και ν’ αφήσουν τον κύριο και αφέντη μου, μαρκήσιο της Ρεδονδίγια, να προσπαθήσει να τις αναγνωρίσει στα τυφλά (προηγουμένως σκεπάζει τα μάτια του μ’ ένα μαντήλι), υπό τις παροτρύνσεις των προσκεκλημένων του. Η απτική μνήμη που επιδεικνύει ο κύριος και αφέντης μου, μαρκήσιος της Ρεδονδίγια, αφήνει άναυδους τους προσκεκλημένους του, οι οποίοι αδυνατούν να επιδείξουν ανάλογες δεξιότητες. Έχοντας το καθήκον τού οργανωτή των τελετών, προσπαθώ ν’ αναθέσω στην κάθε υπηρέτρια μια αλληγορία που να εναρμονίζεται με τα φυσικά της χαρακτηριστικά : στη Μπέρτα, την οικονόμο, μια κυρία ευτραφή, συνεπή στον κυριακάτικο εκκλησιασμό της, αναθέτω το ρόλο της Αφθονίας, της Γονιμότητας, της Αυτοκρατορίας, και γενικά τους ρόλους εκείνους που παραπέμπουν σε πλούσιες σοδειές και ιστορικές παραστάσεις· για την Μπεατρίθ, τη σιδερώτρια, μια πιο λεπτεπίλεπτη κοπέλα, προορίζω αλληγορίες μεγαλύτερης πνευματικότητας : την Ποίηση, τη Μοναξιά, την Απελπισία· όσο για την Ιρένε, τη μαγείρισσα, επωφελούμαι του αισθησιασμού της, της αρμονίας των γοφών και του στήθους της για να της αναθέσω τίτλους ακούσιας έπαρσης : την Ειρήνη, την Ομόνοια, τον Πλατωνικό Έρωτα· και ούτω καθεξής. Οι υπηρέτριες διασκορπίζονται στο σαλόνι, γυμνές και ακίνητες, σε στάσεις που φανερώνουν σταθερότητα, ατονία ή θυμό, ανάλογα με το τι ταιριάζει στο ρόλο τους. Τότε ο κύριος και αφέντης μου ζητά να του δέσουν τα μάτια και παρελαύνει μπροστά από τις υπαλλήλους του, αγγίζοντας φευγαλέα το αιδοίο της καθεμιάς, και στη συνέχεια ανακοινώνει το όνομα της αλληγορίας που εκείνη αναπαριστά. Ποτέ δεν κάνει λάθος· μερικές φορές όμως επιχειρεί κάποιο κόμπιασμα, κάποια κίνηση αβεβαιότητας που να προσδίδει σασπένς στην ετυμηγορία του : «Η Καλοσύνη», λέει ή πάλι «Η Κακοτυχία», ή «Το Κλάμα», ανάλογα με το εάν το αιδοίο που του προσφέρεται προς ψηλάφηση είναι καταδεκτικό ή απρόσιτο, άτονο ή τραχύ, χυμώδες ή κάπως στεγνό. … Οι υπηρέτριες φυσικά πρέπει να παραμείνουν ακίνητες, σαν αγάλματα από σπαρτιάτικη σάρκα, και ν’ αφήσουν να τις πασπατέψει ο κύριος και αφέντης μου, μαρκήσιος της Ρενδοδίγια, εμπειρογνώμων ψηλαφητής αιδοίων και διαλευκαντής αλληγοριών.



[1] Χουάν Μανουέλ Δε Πράδα, «Αιδοία», σ. 32 κ.επ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Φιλοσοφία

το χάος των δυστυχιών[1]


Οι μειονότητες, όπως και οι καταπιεσμένοι λαοί, δεν έχουν παρά μόνο ένα – αλλά ιερότατο – δικαίωμα : το δικαίωμα να πάψουν να είναι καταπιεσμένοι και να ξαναγίνουν τα υποκείμενα της Ιστορίας τους· κι εμείς δεν έχουμε απέναντί τους παρά ένα – αλλά απόλυτο – καθήκον : να τους συμπαρασταθούμε. Εντούτοις, το γεγονός πως μια κατηγορία ανθρώπων υπήρξε υπόδουλη δεν της προσδίδει καμιά μεταφυσική ανωτερότητα. Το να δούμε την Ιστορία από τη σκοπιά των ηττημένων, καθώς ζητούσε ο Βάλτερ Μπενζαμιν, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στη θεοποίησή τους. Η άποψη σύμφωνα με την οποία αυτός που υπέστη την εκμετάλλευση έχει πάντα δίκαιο, ακόμα κι όταν εκτρέπεται στην τυφλή βία, δεν είναι πια αποδεκτή. Μια ιδεολογία δεν είναι αναγκαστικά δίκαιη επειδή κάποιοι πεθαίνουν γι’ αυτήν … Καμιά ομάδα δεν είναι απρόσβλητη από τη βαρβαρότητα λόγω της ιστορίας της, κανείς δεν έχει αποκτήσει ένα είδος θείας χάρης λόγω των δεινών που υπέστη, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να δίνει κανένα λογαριασμό και να μπορεί να υποστηρίζει πως τα συμφέροντά του ταυτίζονται με τα συμφέροντα της ηθικής και του δικαίου. Τέλος, κανείς δεν είναι περιβεβλημένος με την οιστρήλατη αποστολή να λυτρώσει ή να καθοδηγήσει το ανθρώπινο γένος σαν καινούριος Μεσσίας. Οι ρόλοι του διώκτη και του διωκόμενου έχουν γίνει εναλλάξιμοι, οποιαδήποτε ομάδα – ή οποιοδήποτε άτομο – μπορεί να υιοθετεί πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Τέρμα λοιπόν με τους λαούς αρχαγγέλους, με τα ανέγκιχτα άτομα που απαγορεύουν στους άλλους να τα κρίνουν και να ρίχνουν σε όλον τον κόσμο ένα βλέμμα αποδοκιμασίας, πιστεύοντας πως τους χρωστά τα πάντα λόγω των συμφορών που πέρασαν.



Εντούτοις, δεν πρέπει να πάψουμε να συντρέχουμε τον αδικημένο, τον αδύναμο, δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε στη μοίρα τους τούς καταπιεσμένους με το πρόσχημα πως στο εξής η οποιαδήποτε επανάσταση βαρύνεται με την υποψία πως κλωσσά το έγκλημα και πως επιδιώκει απλώς να αντικαταστήσει μια τυραννία με μια άλλη. Η εύλογη δυσπιστία μας απέναντι στα ψεύδη του αιώνα … θα επιφέρει την επίταση της αδικίας αν απαγορεύσει κάθε επανάσταση κι εξέγερση, αν αποκλείσει όλες τις εξόδους καταλήγοντας στην οδυνηρή συμμόρφωση με την κατεστημένη τάξη των πραγμάτων. Πρέπει να αφήσουμε μια ανοικτή πύλη για την εξέγερση, έστω κι αν πρόκειται για μια στενή πύλη. Κάθε απειλούμενο άτομο ή μειονότητα έχει το απαράγραπτο δικαίωμα της αντίστασης, και οφείλουμε να χαιρετίζουμε με τις μύριες προσπάθειες των αδικημένων και ταπεινωμένων να ξεφύγουν από την εξευτελιστική τους κατάσταση, να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους. Έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε, όταν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνουμε άνθρωποι.



[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «ο πειρασμός της αθωότητας», σ. 326-328, Αστάρτη 1995.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

πειρατική ... αδεία !

Φίλες και φίλοι,

όπως ήδη γνωρίζετε η ΝομοΣοφία δέχεται τους τελευταίους μήνες επανειλημμένες πειρατικές επιθέσεις με αποτέλεσμα την αλλοίωση του περιεχομένου της κεντρικής της σελίδας. Οι γνωστοί - άγνωστοι πειρατές επιδεικνύουν εξαιρετική επιμονή στην δράση τους αυτή και για τον λόγο αυτό αποφασίσαμε να ανταποκριθούμε στο πασιφανές αίτημά τους για περισσότερη ΝομοΣοφία. Στο εξής, αντί καταγγελίας, οι πειρατικές αναρτήσεις θα αντικαθίστανται από κείμενα γνώσης ... στο τέλος μπορεί και αυτοί να οφεληθούν ... και ... πού να ξέρει κανείς ; ... ίσως και ν' αλλάξουν μυαλά.

Εθνικοί ήρωες


Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα.

Στην θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζητά από τον εύζωνα που φρουρεί τη γαλανόλευκη να την κατεβάσει και να την παραδώσει.

Ήταν 8:45 το πρωί όταν έφθαναν μπροστά στον φρουρό της σημαίας οι κατακτητές και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των πολυβόλων τους τον διέταζαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο. Αυτός παραμένει ατάραχος. Δεν προδίδει την ψυχική τρικυμία που τον διακατέχει. Απλά αρνείται ! Οι προηγούμενες ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση …

“ΟΧΙ”! Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη με τεράστια όμως σημασία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές !

Ο λοχαγός Γιάκομπι διατάσσει έναν Γερμανό στρατιώτη να το πράξει. Ο στρατιώτης με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του την κατεβάζει κι αφού την διπλώνει πολύ προσεκτικά, την παραδίδει στα χέρια του Έλληνα φρουρού. Ο εύζωνας, με κατεβασμένο το κεφάλι, κοιτάζει για λίγο το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί. Ύστερα με μια κίνηση τυλίγεται με τη σημαία, τρέχει στην άκρη του Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων κατακτητών ρίχνεται μ’ ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του.

Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιο κάτω, κείτεται ο Εύζωνας, νεκρός στα ριζά του βράχου, σκεπασμένος με το σάβανο πού διάλεξε.
Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, πού είναι επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι καί ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ:

«Μάϊν Φύρερ, στίς 27 Απριλίου, στις 8 και 10, εισήλθαμε εις τάς Αθήνας, επί κεφαλής των πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, και στις 8 και 45, υψώσαμε την σημαία τού Ράϊχ πάνω στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ».

Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρεώνει την κυβέρνηση αχυρανθρώπων υπό τον Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει. Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ’ αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: “A Greek carries his flag to the death(Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο).

Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλληκάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους.

Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ’ όνομα του ευζώνου.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ιστορικό μυθιστόρημα




Γρήγορα και αποτελεσματικά[1]

Το τέλος της ιστορίας είναι πασίγνωστο. …

Το κεφάλι του αδελφού μου κόπηκε νωρίς το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου του έτους 354. Τα χέρια του δέθηκαν πίσω από την πλάτη του σαν να επρόκειτο για κοινό εγκληματία. Δεν έκανε ύστατη δήλωση. Αν έκανε, τα λόγια του δεν έγιναν γνωστά. Ήταν είκοσι οκτώ ετών όταν πέθανε. Λένε πως, τις τελευταίες μέρες του, υπέφερε από τρομερούς εφιάλτες. Μόνον ο Κωνστάντιος κι εγώ απομείναμε ζωντανοί από τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Την 1η Ιανουαρίου του 355, εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή μου. Εγώ, όμως, είχα ήδη γίνει μέλος ενός μοναχικού τάγματος στη Νικομήδεια. Είμαι βέβαιος ότι κανένας από τους μοναχούς δεν είχε ιδέα για το ποιος ήμουν επειδή είχα ξυρίσει το κεφάλι μου πριν πάω στο μοναστήρι και έμοιαζα με κοινό δόκιμο μοναχό. Με προστάτευε και ο Ορειβάσιος. Όταν έφτασε ο αυτοκρατορικός αγγελιαφόρος στην Πέργαμο για να με συλλάβει, ο Ορειβάσιος του είπε ότι βρισκόμουν στην Κωνσταντινούπολη.

Δεν νομίζω πως θα μάθω ποτέ πώς εντοπίστηκα. Ίσως να με αναγνώρισε κανένας μοναχός ή, πιθανώς, να με ανακάλυψαν οι μυστικοί πράκτορες, οι οποίοι παρακολουθούσαν τους καταλόγους νέων τροφίμων των μοναστηριών και θα υποψιάστηκαν κάτι. Άσχετα από το πώς έγινε· έγινε γρήγορα και αποτελεσματικά. Βρισκόμουν στο μαγειρείο της μονής και βοηθούσα τον φούρναρη να ζεστάνει τον φούρνο όταν έφτασε εκεί ένα θορυβώδες απόσπασμα φρουρών. Ο επικεφαλής με χαιρέτησε. «Κατά διαταγή του αυγούστου, ο ευγενέστατος Ιουλιανός πρέπει να μας ακολουθήσει στο Μεδιολάνο».

Δεν διαμαρτυρήθηκα. Οι μοναχοί παρακολουθούσαν τη σκηνή σιωπηλοί καθώς απομακρυνόμουν και διέσχιζα τους κρύους δρόμους της Νικομήδειας προς το αυτοκρατορικό παλάτι. Εκεί με δέχτηκε ο έπαρχος της πόλης. Ήταν νευρικός. Πριν από πέντε χρόνια και κάτω από παρόμοιες συνθήκες, ο Γάλλος είχε διαταχθεί να πάει στο Μεδιολάνο και εκεί είχε ανακηρυχθεί καίσαρας της Ανατολής. Μπορεί να είχα και εγώ την ίδια τύχη. Δεν ήταν εύκολο για έναν επαρχιακό αξιωματούχο να ξέρει πώς ακριβώς να μου συμπεριφερθεί.

Ξεκινήσαμε για την Κωνσταντινούπολη την επομένη. Μολονότι μου φέρονταν ως προς πρίγκιπα, θεώρησα κακό οιωνό το γεγονός πως έπρεπε να ακολουθήσουμε το ίδιο ηπειρωτικό δρομολόγιο που είχε ακολουθήσει και ο Γάλλος για την Ιταλία πριν από μερικούς μήνες.

Καθώς εγκαταλείπαμε την Νικομήδεια, πρόσεξα ένα κεφάλι επάνω σε ένα κοντάρι. Δεν έδωσα σημασία διότι σχεδόν πάντοτε επιδεικνύεται το κεφάλι κάποιου εγκληματία στις κύριες πύλες των πόλεων.

«Λυπούμαι πολύ γι’ αυτό», είπε ξαφνικά ο επικεφαλής της στρατιωτικής συνοδείας μου, «αλλά μας διέταξαν να περάσουμε από αυτή ειδικά την πύλη».

«Και γιατί λυπάσαι ;»

«Διότι σε περνώ μπροστά από το κεφάλι του αδερφού σου».

«Του Γάλλου ;» Στριφογύρισα τελείως επάνω στη σέλα μου και ξανακοίταξα το κεφάλι. Το πρόσωπο ήταν τόσο κακοποιημένο, ώστε δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν τα χαρακτηριστικά. Αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως τα μαλλιά ήταν του αδελφού μου, μολονότι ήταν σκεπασμένα από αίματα και χώματα.

«Ο αυτοκράτορας το έχει εκθέσει σε όλες τις πόλεις της Ανατολής».

Έκλεισα τα μάτια ζαλισμένος από ναυτία.


[1] Γκορ Βιντάλ, «Ιουλιανός», σ. 139 κ.επ., Εξάντας 1998.



διαβάστε επίσης την σχετική ανάρτηση στον ΔημοΔιδάσκαλο

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Μυθολογία



περί του μαρτυρίου, του θανάτου και της αναστάσεως της θεότητας[1]
Όσιρις, η αιγυπτιακή εκδοχή

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος πΧ αιώνας), αναφερόμενος στον μυστικισμό και στον τρόπο θανάτου του Όσιρη μας παραδίδει (Βιβλ. Ι. 21) :

«Παλαιότερα, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι ιερείς φύλαγαν μυστικό τον τρόπο του θανάτου του Όσιρη. Αλλά σε νεότερη εποχή η ακριτομυθία κάποιου προσώπου συνετέλεσε, ώστε να διαδοθεί και μεταξύ των πολλών εκείνο, το οποίο φυλαγόταν μυστικό μεταξύ των ολίγων».

«Των δ’ ιερέων περί της Οσίριδος τελευτής εξ αρχαίων εν απορρήτοις παρειληφότων, τω χρόνω ποτέ συνέβη διά τινων εις τους πολλούς εξενεχθήναι το σιωπώμενον».

Ας σημειωθεί ότι ολόκληρη η ιστορία του Όσιρη δεν απαντά στην Αιγυπτιακή λογοτεχνία (Πλούτ. Ηθ. 351 c κ.ε. «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»). Στα διάφορα όμως μεταγενέστερα κείμενα η ζωή, το μαρτύριο, ο θάνατος και η ανάστασή του θεωρούνται σαν παραδεδομένα γεγονότα, σαν κάτι που ήταν γνωστό σε όλους. Φαίνεται ότι σε αρχαιότερη εποχή δεν επιτρεπόταν να γίνεται λεπτομερής λόγος γι’ αυτά, καθώς και ο ίδιος ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί (ΙΙ. 170-171) :

«Βρίσκεται επίσης εις την Σάιν ο τάφος Εκείνου, του οποίου το όνομα θεωρώ ασέβεια να προφέρω εδώ, εφ’ όσον πραγματεύομαι τέτοιο ζήτημα. Ο χώρος αυτός βρίσκεται πίσω από το ναό της Αθηνάς (Ίσιδας) και εκτείνεται καθ’ όλον το μήκος του τοίχου του ναού αυτού. Μέσα στον ιερό περίβολο υψούνται δύο μεγάλοι οβελίσκοι από λίθο· στη συνέχεια είναι λίμνη, την οποίαν τριγυρίζει πλαίσιο λίθινο, ωραίο, κυκλικό το σχήμα, και καθώς μου φάνηκε ίσο κατά το μέγεθος με την ‘Στρογγυλήν Λίμνην’ της Δήλου.

Στη Λίμνη αυτή εκτελούν κατά την διάρκεια της νύχτας την αναπαράσταση του μαρτυρίου Του, την οποίαν οι Αιγύπτιοι ονομάζουν ‘Μυστήρια’. Δι’ αυτά λοιπόν τα ‘Μυστήρια’ καθώς και διά τον τρόπον, κατά τον οποίο εκτελούνται, εγώ γνωρίζω πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά πρέπει να τηρήσω σιωπή»



[1] Ιωάννη Ηλ. Καρνέζη, «ο Μύθος», Αθήνα 1986

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Αστικό Αφήγημα




Ο μάγκας[1]

- Γειά σου πατριώτη ! Από πότε σε ρωμέικη υπηρεσία ;
- Τι είπες ; ρώτησα.

Μα την ίδια στιγμή ο αμαξάς, ασπροντυμένος και ασπρογαντωμένος, μάζεψε τα γκέμια, και τ’ άλογα ξεκίνησαν. Έκαναν τον γύρο του κήπου και σταμάτησαν στην άλλη άκρη, εμπρός στους στάβλους.

Τους κυνήγησα, κι έφθασα την ώρα που πηδούσε χάμω ο αμαξάς, και δυο αραπάδες σταβλίτες, που εκεί τους λέν σαΐσηδες, παραλάβαιναν τ’ άλογα, τα σκούπιζαν, κι έλυναν τα λουριά τους.

Έτρεξα στο δεξί άλογο.

- Τι είπες πριν ; το ρώτησα.
- Ήθελα να ξέρω από πότε εσύ, πατριώτης μας, βρίσκεσαι σε ρωμέικη υπηρεσία ;

Το αριστερό άλογο, μια όμορφη φοράδα, τίναξε το κεφάλι και είπε στον σύντροφό της με κάποια περιφρόνηση :

- Σα δε βαριέσαι, Μπόμπη, με τέτοια ζέστη ! Δεν βλέπεις πως είναι κουτάβι ακόμα και δεν νιώθει τι του λες ;

Μου κακοφάνηκε ο τρόπος της.

- Κάλλιο κουτάβι παρά ξυνισμένο γεροντοκόριτσο, της αποκρίθηκα.

Πέταξε ένα ειρωνικό χλιμίντρισμα, και ακολούθησε το σαΐση που την πήγαινε στον στάβλο να τη, στεγνώσει.

- Γεροντοκόριτσο δυο χρονών ! … έκανε. Και ξυνισμένο κιόλας ! Πφφφ.
- Μην συνερίζεσαι την Ντέιζη, είπε με καλοσύνη ο Μπόμπης. Δεν είναι κακιά, μα η ζέστη την πειράζει. Βλέπεις, εμείς οι Άγγλοι υποφέρομε στη ζέστη.
- Μπα ; έκανα. Είσαι Άγγλος ;
- Βέβαια. Και συ είσαι.
- Εγώ ;
- Ε, καλά, δεν το ξέρεις ; Είσαι φοξ-τεριέ, και τα φοξ-τεριέ είναι πάντα Άγγλοι. Γι’ αυτό σε ρώτησα, από πότε μπήκες σε ρωμέικη υπηρεσία.

Δεν μ’ έρεσε καθόλου αυτό το αστείο. Ο Μήτσος ήταν Έλληνας, ο Λουκάς και οι δίδυμες επίσης. Τους είχα ακούσει να το λεν τόσες φορές σαν έσειαν τις σημαιούλες τους με τις γαλάζιες γραμμές και τις έμπηγαν στο σπιτάκι μου, που γίνουνταν πότε το Κούγκι του Σαμουήλ και πότε το Χάνι της Γραβιάς και πότε η Πύλη του Ρωμανού. Δεν ήθελα καθόλου να είμαι αλλιώτικος από αυτούς, και το είπα του Μπόμπη.

Εκείνος χαμογέλασε :

- Τι να κάνεις ; Θες δεν θες, είσαι Άγγλος, μου είπε. Άγγλος εγεννήθηκες και Άγγλος θα πεθάνεις.

Με δυσαρέστησαν πολύ αυτά τα λόγια. Κατέβασα τ’ αυτιά μου και το κεφάλι, κι έκανα για το σπίτι όπου είχα δει τ’ αφεντικά μου να μπαίνουν.

Έξαφνα μου ήλθε μια φωτεινή ιδέα, και τρεχάτος γύρισα στον στάβλο. Οι δυο σαΐσηδες έτριβαν τον Μπόμπη με χοντρές φανέλες, για να τον στεγνώσουν.

- Μπόμπη, του φώναξα, πού γεννήθηκες εσύ ;
- Δεν ξέρω, καημένε, μου αποκρίθηκε, μα πιστεύω στον στάβλο, γιατί εκεί με αγόρασε ο αφέντης.
- Α … έκανα μαγκωμένος.

Αυτή η απάντηση δεν με φώτιζε καθόλου. Μα έξαφνα μου ήλθε μια ιδέα.

- Μα, φίλε μου, τότε είσαι Αράπης ! του φώναξα. Γιατί ο στάβλος είναι σε αράπικον τόπο.
- Όχι, καημένε, έκανε ο Μπόμπης, πώς μπορεί να με αγοράσει στον δικό του στάβλο τούτος ο αφέντης μας ; Με αγόρασε στον στάβλο του πρώτου μου αφέντη, του λόρδου, και με φέρανε δω με βαπόρι, όπου με ανέβασαν και με ξανακατέβασαν μέσα σε κασόνια, με σκοινιά, με βίντσι, με φωνές, μην ρωτάς φασαρία …
- Α … εκανα πάλι.

Ήταν όλα ακατανόητα για μένα. Κασόνια, βίντσια, σκοινιά, για να ταξιδεύει ένα άλογο ; Εγώ ανέβηκα μόνος μου στο βαπόρι, χωρίς φασαρίες και φωνές, Μα δεν είπα τίποτα. Συλλογιζόμουν. Τον ρώτησα :

- Και πού κάθουνταν ο αφέντης σου ο λόρδος ;
- Δεν ξέρω …
- Ήταν μήπως στην Κηφισιά ; ρώτησα για να τον φέρω στο συμπέρασμα που ήθελα.
- Ξέρω γω ; Κηφισιά είναι μια λέξη που την άκουσα συχνά, μα δεν ξέρω τι θα πει.

«Αχ, τι κρίμα να είναι τόσο αμάθητα τ’ άλογα», είπα μέσα μου. «Λέγει πως είναι Άγγλος και δεν ξέρει πού γεννήθηκε». Και τον ρώτησα :

- Τι γλώσσα μιλούσαν στον στάβλο σου ;
- Αγγλικά. Μ’ έλεγαν «νάις Μπόι», «φάιν τρότε», που θα πει «όμορφο παιδί» και «καλός δρομέας» …
- Λοιπόν θα πει πως γεννήθηκες σε αγγλικό μέρος, διέκοψα μ’ ενθουσιασμό, και λες σωστά πως είσαι Άγγλος. Εγώ γεννήθηκα στην Κηφισιά, όπου μιλούσαν ελληνικά, ώστε είμαι Ρωμιός. Βλέπεις λοιπόν πως δεν είμαστε πατριώτες.

Ήμουν καταχαρούμενος. Το συμπέρασμά μου μού φαίνουνταν φωτεινότατο, κι εξέφραζα τη χαρά μου, κουνώντας όλο και γρηγορότερα την ουρά μου. Εκείνος όμως έμενε σκεπτικός.

- Μα ο πατέρας σου και η μητέρα σου τι ήταν ; ρώτησε.
- Δεν ξέρω, είπα. Δεν τους γνώρισα.

Ο Μπόμπης με κοίταζε όλο και πιο συλλογισμένος.

- Νομίζω πως οι γονείς είναι που σε κάνουν Ρωμιό ή Άγγλο, και πως η γλώσσα που μιλούν στον στάβλο σου δεν σημαίνει, είπε. Ξέρω πως η Ντέιζη, όταν θέλει να καυχηθεί, λέγει πως η μητέρα της …
- Ωχ αδελφέ, άφησε την Ντέιζη ! είπα νευριασμένος. Αυτό που σου λέω είναι το σωστό και είμαι Ρωμιός.

Σήκωσα ψηλά την ουρίτσα μου και βγήκα από το στάβλο. «Πρέπει αλήθεια τ’ άλογα να είναι κουτά», είπα μέσα μου. Μα είναι τόσο καλός ο Μπόμπης, και ο τρόπος του τόσο φιλικός, που λυπήθηκα για τη σκέψη μου αυτή, και πάλι γύρισα στον στάβλο με σκοπό να του πω κανένα καλό λόγο.

Ο Μπόμπης συλλογίζουνταν ακόμα. Καθώς με είδε, χαμήλωσε το κεφάλι, με κοίταξε καλά και μου είπε :

- Ξέρεις ; … Θαρρώ πως αυτό που σε κάνει Ρωμίο ή Άγγλο είναι τ’ όνομα. Εσένα πως σε λένε ;
- Μάγκα.
- Λοιπόν είσαι Ρωμιός. Εμένα με λένε Μπόμπη, ώστε είμαι Άγγλος. Και η Ντέιζη είναι Εγγλέζα. Αυτή θα είναι η αλήθεια.

Μα βέβαια αυτή είναι η αλήθεια. Από τη χαρά μου έδωσα μια γλειψιά του Μπόμπη και ξανάφυγα τρεχάτος. «Είναι και μερικά άλογα που δεν είναι καθόλου κουτά», είπα μέσα μου.





[1] Πηνελόπης Δέλτα, «ο Μάγκας», σ. 21-24, εκδόσεις Μίνωας 1998.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

πολιτικοί διάλογοι

Το απόλυτο κενό[1] _

Δίων. Οι τελευταίοι αληθινοί Αθηναίοι έπεσαν στους Φιλίππους, ω Διότιμε. Ήταν, ίσως, μεγάλη η πλάνη τους να πιστέψουν ότι ο Βρούτος πήγαινε στ’ αλήθεια να σώσει τη δημοκρατία. Ωστόσο, ήταν ωραία πλάνη. Δεν σκέφθηκαν ότι, κι’ αν πήγαινε να τη σώσει, σκοπός του ήταν ν’ αναστήσει όχι την αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά τη δημοκρατία εκείνη που είναι ζήτημα αν θα παραχωρούσε στην Αθήνα την αυτονομία που οι Καίσαρες της αναγνωρίζουν. Αν θέλουμε, ω Διότιμε, νάμαστε αληθινοί Αθηναίοι, πρέπει να ξαναγίνουμε οι πρώτοι αληθινοί Αθηναίοι … Οι τελευταίοι έπεσαν.


Διότιμος. Θα μπορούσαμε να γίνουμε οι πρώτοι, αν πίσω μας δεν ήταν παρά μόνον ο μύθος. Δυστυχώς, πίσω μας υπάρχει ιστορία. Δεν υπάρχει πίσω μας αιωνιότητα· υπάρχει παρελθόν. …


Δίων. Σημεία και τέρατα υπάρχουν πολλά … Είχαμε κ’ εμείς, οι Αθηναίοι, ακόμα και στις μεγάλες ώρες μας, προσέξει τ’ άστρα ή τον καπνό ή των πουλιών την πτήση. Τώρα, όμως, παράγινε το πράγμα. Η Ρώμη και η Ασία ζουν με σημεία και τέρατα. Κ’ είμαστε στριμωγμένοι ανάμεσα στη Ρώμη και στην Ασία. …


… Ποτέ η Αθήνα δεν ήταν τόσο πολύ έξω από την ιστορία· ποτέ δεν ήταν για όλους τόσο αδιάφορη, κι’ αδιάφορη η ίδια για τον εαυτό της· την έχουν κυριεύσει τα αδιάφορα των Στωϊκών. Ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος αγνόησε το άστυ μας. Θα προτιμούσα έστω και το Σύλλα από τον Κλαύδιο. Ο Σύλλας έκανε τουλάχιστον τους Αθηναίους να τρομάξουν. Κι’ αφού τρόμαξαν, τους λυπήθηκε, Κι’ ήταν αργότερα υπερήφανος που τους εθεώρησε αξιολύπητους. Αλλά κι’ αυτό ήταν επιτέλους κάτι· δεν ήταν το κενό. Και ο Πομπήϊος ήρθε και φιλοσόφησε στην πόλη μας, και ο Ιούλιος Καίσαρ μας συγχώρησε που πήραμε το μέρος του ηττημένου των Φαρσάλων. Το ίδιο κι’ ο Αντώνιος· κι αυτός δεν μας κράτησε κακία που στήσαμε αγάλματα στον Βρούτο και στον Κάσσιο, σαγηνεύθηκε από τη δουλοφροσύνη μας, και γίορτασε στην Ακρόπολη τους έρωτές του με την Κλεοπάτρα. Και ο Αύγουστος ήρθε και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, και είτε στον ίδιο, είτε στον φίλο του τον Αγρίππα χρωστάμε κάμποσα καινούργια κτίρια και έργα. Από τότε δεν ήρθε πια παρά μόνο ο ένδοξος και άτυχος Γερμανικός, ο μεγάλος μας φίλος, λίγο προτού τον δηλητηριάσει στην Αντιόχεια – λένε ότι ο ίδιος ο Τιβέριος έδωσε τη μυστική εντολή – ο Πίσων, ο άσπονδος εχθρός μας που δεν μας χώνευε επειδή ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να χαρίσει την ποινή που είχε επιβληθεί σ’ ένα φίλο του. Τώρα πια δεν συμβαίνει τίποτε στην πόλη μας· δεν είναι η Αθήνα με την αυτονομία της ούτε η έδρα του ανθύπατου, για νάχουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να σκύβουμε κάθε μέρα μπροστά του και να του λέμε ότι είναι ωραίος … ή ότι ξέρει ελληνικά καλύτερα από μας ή ότι φιλοσοφεί καλύτερα από τον Ζήνωνα ήτον Επίκουρο … _


[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε Αθηναϊκοί διάλογοι», σ. 1 κ. επ., Εστία 1980

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

το νόημα της κοσμικής περιστροφής

περί σύμπαντος κόσμου[1] Συχνά, όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί κι ο Κατσίμπαλης είχε αρχίσει κάποια μεγάλη ιστορία, έπιανα τον Σεφέρη να χαμογελά – μ’ εκείνο το χαμόγελο που πληροφορεί τους άλλους ότι θα ακούσουν κάτι που εκείνος το έχει ήδη δοκιμάσει και το ‘χει βρει καλό. Ή μετά, παίρνοντάς με απ’ το μπράτσο παράμερα, έλεγε: «Κρίμα που δεν σου είπε ολόκληρη την ιστορία. Απόψε, είπε ένα κομμάτι υπέροχο, που το λέει καμιά φορά όταν έχει τα κέφια του – κρίμα που το έχασες». Όλοι όχι μόνο το αποδέχονταν πως ο Κατσίμπαλης αυτοσχεδίαζε, αλλά και το περίμεναν εκ μέρους του. Τον θεωρούσαν ένα είδος βιρτουόζου, έναν βιρτουόζο που έπαιζε μόνο τις δικές του συνθέσεις και είχε επομένως το δικαίωμα να τις αλλάζει όπως του άρεσε. Είχε και κάτι άλλο ενδιαφέρον αυτό το σπουδαίο χάρισμά του, που μπορεί κανείς να το συγκρίνει με το ταλέντο του καλλιτέχνη. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα η ζωή του Κατσίμπαλη ήταν ήσυχη και χωρίς περιπέτειες. Μα και το πιο απλό επεισόδιο που τύχαινε στη ζωή του Κατσίμπαλη γινόταν στα χέρια του κάτι το σπουδαίο. Ίσως να μην ήταν τίποτα παραπάνω από το ότι είχε μαζέψει ένα λουλούδι στην άκρη του δρόμου, πηγαίνοντας σπίτι του. Μα σαν άρχιζε την ιστορία του, αυτό το λουλούδι, όσο ταπεινό κι αν ήταν, γινόταν το πιο εξαίσιο λουλούδι που μάζεψε άνθρωπος ποτέ. Αυτό το λουλούδι θα το θυμόμουν πάντα σαν το λουλούδι που είχε μαζέψει ο Κατσίμπαλης, θα γινόταν μοναδικό, όχι γιατί ήταν κάτι εξαιρετικό, μα γιατί ο Κατσίμπαλης, θα το έκανε αθάνατο μόνο που το παρατήρησε, γιατί έβαλε σ’ αυτό το λουλούδι καθετί που ένιωθε για τα λουλούδια, που είναι σαν να λέμε – σύμπαν. Στην τύχη διάλεξα αυτήν την εικόνα, πόσο ταιριαστή κι αντιπροσωπευτική είναι όμως ! Όταν φέρνω στο νου μου την εικόνα του Κατσίμπαλη που σκύβει και μαζεύει ένα λουλούδι απ’ το γυμνό χώμα της Αττικής, ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, ο περασμένος κι ο τωρινός κι ο μελλοντικός, ορθώνεται εμπρός μου. Βλέπω και πάλι τα υψώματα από αφράτο χώμα, που κρύβουν τα σώματα των δοξασμένων νεκρών. Βλέπω το βιολετί φως που μέσα του αστράφτουν τα απότομα βράχια, τα άγρια χαμόδεντρα, και τα ξερά ποτάμια, βλέπω τα μικροσκοπικά νησάκια να πλέουν στην θάλασσα, στεφανωμένα μ’ άσπρους αφρούς, βλέπω τους αετούς να ζυγιάζονται πάνω απ’ τις απότομες κορυφές πανύψηλων βουνών, και που οι σκιές τους κάνουν κηλίδες σκοτεινιάς πάνω στο πολύχρωμο χαλί της γης, βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών βοσκών να περπατούν με τα κοπάδια τους τα τυλιγμένα στην χρυσόσκονη πάνω στις γυμνές ράχες των λόφων, όπως τις παλιές μέρες των θρύλων, βλέπω τις γυναίκες να είναι μαζεμένες γύρω στο πηγάδι ανάμεσα στις ελιές, τα φουστάνια τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους που δεν αλλάζουν και κρατούν ίδια απ’ τους βιβλικούς χρόνους, βλέπω την πατριαρχική εμφάνιση του παπά, τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, με ήμερο, ντόμπρο, όλο αξιοπρέπεια παρουσιαστικό, βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης μεγαλωμένο από την ίδια τη φύση σε μια σιωπή που σε ξεκουφαίνει. Η ελληνική γη ανοίγει εμπρός σου σαν βιβλίο της Αποκάλυψης. Δεν τό ‘ξερα πως η γη κλείνει τόσα πολλά μέσα της. Περπατούσα με δεμένα μάτια, με διστακτικά, ασταθή βήματα. Ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λαθεμένη, περιορισμένη ζωή του ανθρώπου της πόλης. Το φως της Ελλάδας άνοιξε τα μάτια μου, διαπέρασε τους πόρους μου, επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο το είναι μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο έχοντας βρει το αληθινό κέντρο και το αληθινό νόημα της κοσμικής περιστροφής. Κανένας πόλεμος ανάμεσα στα έθνη δεν είναι σε θέση να διαταράξει αυτή την ισορροπία. Και η ίδια η Ελλάδα ίσως εμπλακεί σ’ αυτόν, όπως κι εμείς οι ίδιοι θα εμπλακούμε, μα αρνούμαι κατηγορηματικά να γίνω άλλο τίποτα από πολίτης του κόσμου, όπως σιωπηλά διακήρυξα καθώς στεκόμουν στον τάφο του Αγαμέμνονα. Από εκείνη την ημέρα και στο εξής η ζωή μου αφιερώθηκε στην αποκατάσταση της θεϊκότητας του ανθρώπου. Ειρήνη σ’ όλους, εύχομαι, και μια ζωή πλουσιότερη. [1] Χένρυ Μίλλερ, «ο Κολοσσός του Μαρουσιού», σ. 223-224, εκδόσεις Κάκτος 1981.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

πολιτικά δοκίμια

Η πιο βολική αντιπολίτευση[1]

Κάποτε είπε η βασίλισσα στον στρατηγό, μισοαστεία, μισοσοβαρά :

- Ωραία όλα, στρατηγέ. Αλλά για το Θεό, αυτός ο ήλιος δεν υποφέρεται. Έπρεπε να υπάρχει και λίγος ίσκιος. Παρακαλώ, δημιουργείστε λίγον ίσκιο.

Ο στρατηγός στενοχωρέθηκε και προσπαθούσε να σκεφθεί έναν τρόπο να ευχαριστήσει τη Μεγαλειοτάτη. Κοίταζε εδώ, κοίταζε εκεί, αλλά αργούσε να βρει τη λύση.
Όπου, σε μια στιγμή, να ένα σύννεφο αρκετά μεγάλο στον ουρανό, έρχεται και σκεπάζει τον ήλιο, και ρίχνει μια ευεργετική σκιά σ’ όλο το χώρο.
Η βασίλισσα, κατευχαριστημένη, γυρίζει και λέει στον στρατηγό, χαμογελώντας έξυπνα κι’ ευγενικά :

- Ευχαριστώ, ευχαριστώ, στρατηγέ. Είστε θαυμάσιος !

Ο καημένος ο στρατηγός σάστισε, κάτω από το έξυπνο χαμόγελο της βασίλισσας. Σεμνός άνθρωπος, λίγο ασυνήθιστος σε τέτοιες λεπτές στιγμές, δεν βρήκε τι να πει, κι εσιώπησε.

Αλλ’ ο ανάξια φτασμένος, τις πιο πολλές φορές δεν θα σιωπήσει. Ζαλισμένος από την τυχαία επιτυχία, θα προσπαθήσει να την παραστήσει ως έργο δικό του. Στο κάτω – κάτω, γιατί δεν μπορεί να είναι έργο δικό του ; Με λίγη επιτηδειότητα, μπορεί να το παραστήσει έτσι το πράγμα, ώστε να πιστέψουν μερικοί ότι δεν ήταν η επιτυχία τυχαία, αλλά αποτέλεσμα ιδικής του ενέργειας. Και ίσως – ίσως, στο τέλος θα το πιστέψει κι’ ο ίδιος.

Σε κάποια προεκλογική εκστρατεία, στη Γαλλία, ένας υποψήφιος βουλευτής έλεγε στους εκλογείς του, σοβαρά και αστεία μαζί :

- Μα όλο σοφούς θα ψηφίζετε ; Ψηφίστε και κάποιον για να σας κάνει τις δουλειές σας !

Κι’ εννοούσε τον εαυτό του.
Και προς γενική κατάπληξη, ο εξυπηρετικός αυτός υποψήφιος εξελέγη πρώτος !
Όταν όμως συνήλθε κι’ ο ίδιος από την έκπληξη, είπε, πολύ σοβαρά αυτή τη φορά :

- Ας πάψουν τα σχόλια ! Με ψήφισαν απλούστατα, γιατί είμαι ο καλύτερος !

Όταν στην δική μας χώρα, μεγάλοι εθνικοί ηγέτες καταψηφίσθηκαν, ενώ βγήκαν στην ίδια περιφέρεια άλλοι υποδεέστεροι και άσημοι, οι τελευταίοι αυτοί για κάμποσον καιρό, δεν μιλούσαν. Αν όμως με τον καιρό ξεθάρρευαν και μιλούσαν, θα έλεγαν κάτι ανάλογο με τον Γάλλο βουλευτή :

- Επί τέλους, τι το παράδοξο ! Μας προτίμησαν γιατί είμαστε καλύτεροι απ’ αυτόν τον Μεγάλο ! Δεν εκάναμε εσφαλμένη διεθνή πολιτική, δεν εφέραμε οικονομικές χρεωκοπίες, δεν είχαμε τόσες αποτυχίες όσες εκείνος.

Θα ήταν παράδοξο χιούμορ. Φυσικά, ο ασφαλέστερος τρόπος να μην έχεις αποτυχίες, είναι να μην επιχειρείς τίποτα !

Και οι τρίτοι, οι θεατές ; Αυτοί χαμογελούν, με τους ανάξια φτασμένους, αλλά τις πιο πολλές φορές δεν μιλούν, εκτός από τους λίγους γενναίους.
Γιατί χαμογελούν, γιατί δεν μιλούν ;
Καμμιά φορά, θα πουν : «Τι θέλετε να πω, τι να γράψω ; Αισθάνομαι αηδία, μου φτάνει να τους περιφρονώ».

Είπε όμως ένας Γάλλος πολιτικός :

- Le mepris n’ est pas un système politique. Η περιφρόνηση και μόνη δεν αποτελεί πολιτικό σύστημα, ούτε και πολιτική στάση.

Γι’ αυτό, κι’ οι ανάξια φτασμένοι εύχονται να τους δείχνουν αυτή την περιφρόνηση. Είναι η αντίδραση η πιο ανώδυνη γι’ αυτούς. Είναι η πιο βολική γι’ αυτούς αντιπολίτευση.

[1] Μιχάλη Δ. Στασινόπουλου, «Το πινάκιον της φακής και ο νόμος των λύκων», σ. 12-14, Εστία

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Αποκάλυψη

ο έβδομος άγγελος[1]

Και ο έβδομος εξέχεεν την φιάλην αυτού επί τον αέρα· και εξήλθεν φωνή μεγάλη εκ του ναού από του θρόνου λέγουσα· Γέγονεν.
Και ο έβδομος (άγγελος) έχυσε το τάσι του στον αέρα· και βγήκε μια δυνατή φωνή από το ναό κι από το θρόνο και είπε : «Έγινε !»

Και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί, και σεισμός εγένετο μέγας, οίος ουκ εγένετο αφ’ ου άνθρωπος εγένετο επί της γης, τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας.
Κι έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές και σεισμός μεγάλος, τέτοιος που δεν ακούστηκε από τον καιρό που γεννήθηκε ο άνθρωπος επί γης, τόσο μεγάλος σεισμός.

Και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη, και αι πόλεις των εθνών έπεσαν. Και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του Θεού δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού.
Και κόπηκε η μεγάλη πολιτεία σε τρία κομμάτια, κι οι πολιτείες των εθνών γκρεμίστηκαν. Και η μεγάλη Βαβυλώνα, τότε θυμήθηκε ο Θεός να της δώσει το ποτήρι του θυμωμένου κρασιού της οργής του.

Και πάσα νήσος έφυγεν, και όρη ουχ ευρέθησαν.
Κι έφυγε το κάθε νησί και χάθηκαν τα βουνά.

Και χάλαζα μεγάλη ως ταλαντιαία καταβαίνει εκ του ουρανού επί τους ανθρώπους· και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι τον Θεόν εκ της πληγής της χαλάζης, ότι μεγάλη εστίν η πληγή αυτής σφόδρα.
Και χαλάζι χοντρό ωσάν το τάλαντο έπεσε από τον ουρανό πάνω στους ανθρώπους· και βλαστήμησαν οι άνθρωποι το Θεό για την πληγή αυτής της χάλαζας· ήταν αλήθεια πληγή πολύ μεγάλη.

[1] η Αποκάλυψη του Ιωάννη, σε μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη, ΙΣΤ΄ 17-21, εκδόσεις Ίκαρος 1995.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

το Χθές, το Σήμερα και το Αύριο ...

ο καθρέφτης του μέλλοντος[1]

Διαβάζοντας το απόσπασμα που ακολουθεί διστάζει κανείς ν’ αποφανθεί αν ο συγγραφέας μιλάει για το σήμερα ή για κάποια άλλη εποχή. Είναι αλήθεια πως αν το κείμενο δεν ήταν γραμμένο στην καθαρεύουσα, αν δεν υπήρχε η αναφορά του έτους 1862 και αν, τέλος, δεν μνημονευόταν η μοναρχία ή διαφορετικά αν την μοναρχία αντικαθιστούσαν οι «αγορές», αν το έτος επικαιροποιείτο και αν η γλώσσα μεταβαλλόταν τότε στο κείμενο αυτό του χθες θα καθρεφτιζόταν ο θλιβερό αύριο του δύσμοιρου αυτού τόπου.

Ι.Λ.

Αηδιάζοντες και αγανακτούντες επί τω θεάματι, του οποίου παριστάμεθα θεαταί, και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν του φρονήματος των πολιτευομένων, διστάζομεν επί στιγμήν και ερωτώμεν ημάς αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το έθνος ; Θαρρούντες όμως απαντούμεν : το έθνος δεν πταίει. Μετά τα παθήματα του 1862, τίθεται εκ νέου εις το έθνος το δίλημμα της υποταγής εις την αυθαιρεσίαν ή της επαναστάσεως. Είνε το έθνος καταδικαστέον, διότι δεν σπεύδει να παραδεχτή το δεύτερον ; Καλούνται εις την εξουσίαν κυβερνήσεις αποκρουόμεναι παρά της πλειονοψηφίας του έθνους, χορηγείται εις αυτάς η διάλυσις της Βουλής και συνάμα παν μέσον επηρεασμού των συνειδήσεων του λαού και νοθεύσεων των εκλογών, και λέγομεν ύστερον ότι πταίει ο λαός διά την τοιαύτην κατάστασιν. Τι δύναται ο λαός κατ’ αυτής ; Ουδέν άλλο ή να επαναστατήση· αλλά τις ο δυνάμενος να κατακρίνη ευλόγως τον λαόν, διότι την επανάστασιν θεωρεί ως έσχατον καταφύγιον και πριν ή προσέλθη εις αυτήν ζητεί να ίδη εξαντλούμενα όλα τα προληπτικά μέσα ; Αν δεν πτάιει ο λαός, πταίουσιν οι πολιτευόμενοι, λέγουσιν οι άλλοι, και η εξαχρείωσις αυτών ευθύνει το έθνος, αφ’ ου ούτοι εις το έθνος ανήκουσιν. Απαντώμεν ότι η διαγωγή των πολιτευομένων θα ηύθυνε το έθνος, αν η Ελλάς αυτοδιοικείτο, αλλ’ αφ’ ου διά της διαστροφής του Συντάγματος και της εικονικότητος της Βουλής κυβερνάται πράγματι η Ελλάς ως μοναρχία απόλυτος, επόμενον ήτο να καταστώσι και οι πολιτευόμενοι οποίους διαπλάττει αυτούς το νόθον καθεστώς. Όστις των πολιτευομένων δεν ασπάζεται τα γινόμενα ουδέν άλλο δύναται να πράξη ή να παύση πολιτευόμενος, αφ’ ου κατά το παρ’ ημίν καθεστώς ουδέν υφίσταται δι’ αυτόν στάδιον εννόμου και εντίμου ενεργείας. Οι πολιτευόμενοι είναι πλάσματα του επικρατούντος εν τη πολιτεία στοιχείου, το έθνος ου μόνον δεν είναι το επικρατούν στοιχείον εν τη πολιτική, αλλ’ εικονική μόνον έχει μετοχήν εις αυτήν.

[1] Χρήστου Η. Χαλαζία, «Χαρίλαος Τρικούπης, ο μεγάλος οραματιστής», απόσπασμα από το άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει ;» του Χαρίλαου Τρικούπη που δημοσιεύτηκε στους «Καιρούς» στις 29 Ιουνίου 1874, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1996.