Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Αστικό Αφήγημα




Ο μάγκας[1]

- Γειά σου πατριώτη ! Από πότε σε ρωμέικη υπηρεσία ;
- Τι είπες ; ρώτησα.

Μα την ίδια στιγμή ο αμαξάς, ασπροντυμένος και ασπρογαντωμένος, μάζεψε τα γκέμια, και τ’ άλογα ξεκίνησαν. Έκαναν τον γύρο του κήπου και σταμάτησαν στην άλλη άκρη, εμπρός στους στάβλους.

Τους κυνήγησα, κι έφθασα την ώρα που πηδούσε χάμω ο αμαξάς, και δυο αραπάδες σταβλίτες, που εκεί τους λέν σαΐσηδες, παραλάβαιναν τ’ άλογα, τα σκούπιζαν, κι έλυναν τα λουριά τους.

Έτρεξα στο δεξί άλογο.

- Τι είπες πριν ; το ρώτησα.
- Ήθελα να ξέρω από πότε εσύ, πατριώτης μας, βρίσκεσαι σε ρωμέικη υπηρεσία ;

Το αριστερό άλογο, μια όμορφη φοράδα, τίναξε το κεφάλι και είπε στον σύντροφό της με κάποια περιφρόνηση :

- Σα δε βαριέσαι, Μπόμπη, με τέτοια ζέστη ! Δεν βλέπεις πως είναι κουτάβι ακόμα και δεν νιώθει τι του λες ;

Μου κακοφάνηκε ο τρόπος της.

- Κάλλιο κουτάβι παρά ξυνισμένο γεροντοκόριτσο, της αποκρίθηκα.

Πέταξε ένα ειρωνικό χλιμίντρισμα, και ακολούθησε το σαΐση που την πήγαινε στον στάβλο να τη, στεγνώσει.

- Γεροντοκόριτσο δυο χρονών ! … έκανε. Και ξυνισμένο κιόλας ! Πφφφ.
- Μην συνερίζεσαι την Ντέιζη, είπε με καλοσύνη ο Μπόμπης. Δεν είναι κακιά, μα η ζέστη την πειράζει. Βλέπεις, εμείς οι Άγγλοι υποφέρομε στη ζέστη.
- Μπα ; έκανα. Είσαι Άγγλος ;
- Βέβαια. Και συ είσαι.
- Εγώ ;
- Ε, καλά, δεν το ξέρεις ; Είσαι φοξ-τεριέ, και τα φοξ-τεριέ είναι πάντα Άγγλοι. Γι’ αυτό σε ρώτησα, από πότε μπήκες σε ρωμέικη υπηρεσία.

Δεν μ’ έρεσε καθόλου αυτό το αστείο. Ο Μήτσος ήταν Έλληνας, ο Λουκάς και οι δίδυμες επίσης. Τους είχα ακούσει να το λεν τόσες φορές σαν έσειαν τις σημαιούλες τους με τις γαλάζιες γραμμές και τις έμπηγαν στο σπιτάκι μου, που γίνουνταν πότε το Κούγκι του Σαμουήλ και πότε το Χάνι της Γραβιάς και πότε η Πύλη του Ρωμανού. Δεν ήθελα καθόλου να είμαι αλλιώτικος από αυτούς, και το είπα του Μπόμπη.

Εκείνος χαμογέλασε :

- Τι να κάνεις ; Θες δεν θες, είσαι Άγγλος, μου είπε. Άγγλος εγεννήθηκες και Άγγλος θα πεθάνεις.

Με δυσαρέστησαν πολύ αυτά τα λόγια. Κατέβασα τ’ αυτιά μου και το κεφάλι, κι έκανα για το σπίτι όπου είχα δει τ’ αφεντικά μου να μπαίνουν.

Έξαφνα μου ήλθε μια φωτεινή ιδέα, και τρεχάτος γύρισα στον στάβλο. Οι δυο σαΐσηδες έτριβαν τον Μπόμπη με χοντρές φανέλες, για να τον στεγνώσουν.

- Μπόμπη, του φώναξα, πού γεννήθηκες εσύ ;
- Δεν ξέρω, καημένε, μου αποκρίθηκε, μα πιστεύω στον στάβλο, γιατί εκεί με αγόρασε ο αφέντης.
- Α … έκανα μαγκωμένος.

Αυτή η απάντηση δεν με φώτιζε καθόλου. Μα έξαφνα μου ήλθε μια ιδέα.

- Μα, φίλε μου, τότε είσαι Αράπης ! του φώναξα. Γιατί ο στάβλος είναι σε αράπικον τόπο.
- Όχι, καημένε, έκανε ο Μπόμπης, πώς μπορεί να με αγοράσει στον δικό του στάβλο τούτος ο αφέντης μας ; Με αγόρασε στον στάβλο του πρώτου μου αφέντη, του λόρδου, και με φέρανε δω με βαπόρι, όπου με ανέβασαν και με ξανακατέβασαν μέσα σε κασόνια, με σκοινιά, με βίντσι, με φωνές, μην ρωτάς φασαρία …
- Α … εκανα πάλι.

Ήταν όλα ακατανόητα για μένα. Κασόνια, βίντσια, σκοινιά, για να ταξιδεύει ένα άλογο ; Εγώ ανέβηκα μόνος μου στο βαπόρι, χωρίς φασαρίες και φωνές, Μα δεν είπα τίποτα. Συλλογιζόμουν. Τον ρώτησα :

- Και πού κάθουνταν ο αφέντης σου ο λόρδος ;
- Δεν ξέρω …
- Ήταν μήπως στην Κηφισιά ; ρώτησα για να τον φέρω στο συμπέρασμα που ήθελα.
- Ξέρω γω ; Κηφισιά είναι μια λέξη που την άκουσα συχνά, μα δεν ξέρω τι θα πει.

«Αχ, τι κρίμα να είναι τόσο αμάθητα τ’ άλογα», είπα μέσα μου. «Λέγει πως είναι Άγγλος και δεν ξέρει πού γεννήθηκε». Και τον ρώτησα :

- Τι γλώσσα μιλούσαν στον στάβλο σου ;
- Αγγλικά. Μ’ έλεγαν «νάις Μπόι», «φάιν τρότε», που θα πει «όμορφο παιδί» και «καλός δρομέας» …
- Λοιπόν θα πει πως γεννήθηκες σε αγγλικό μέρος, διέκοψα μ’ ενθουσιασμό, και λες σωστά πως είσαι Άγγλος. Εγώ γεννήθηκα στην Κηφισιά, όπου μιλούσαν ελληνικά, ώστε είμαι Ρωμιός. Βλέπεις λοιπόν πως δεν είμαστε πατριώτες.

Ήμουν καταχαρούμενος. Το συμπέρασμά μου μού φαίνουνταν φωτεινότατο, κι εξέφραζα τη χαρά μου, κουνώντας όλο και γρηγορότερα την ουρά μου. Εκείνος όμως έμενε σκεπτικός.

- Μα ο πατέρας σου και η μητέρα σου τι ήταν ; ρώτησε.
- Δεν ξέρω, είπα. Δεν τους γνώρισα.

Ο Μπόμπης με κοίταζε όλο και πιο συλλογισμένος.

- Νομίζω πως οι γονείς είναι που σε κάνουν Ρωμιό ή Άγγλο, και πως η γλώσσα που μιλούν στον στάβλο σου δεν σημαίνει, είπε. Ξέρω πως η Ντέιζη, όταν θέλει να καυχηθεί, λέγει πως η μητέρα της …
- Ωχ αδελφέ, άφησε την Ντέιζη ! είπα νευριασμένος. Αυτό που σου λέω είναι το σωστό και είμαι Ρωμιός.

Σήκωσα ψηλά την ουρίτσα μου και βγήκα από το στάβλο. «Πρέπει αλήθεια τ’ άλογα να είναι κουτά», είπα μέσα μου. Μα είναι τόσο καλός ο Μπόμπης, και ο τρόπος του τόσο φιλικός, που λυπήθηκα για τη σκέψη μου αυτή, και πάλι γύρισα στον στάβλο με σκοπό να του πω κανένα καλό λόγο.

Ο Μπόμπης συλλογίζουνταν ακόμα. Καθώς με είδε, χαμήλωσε το κεφάλι, με κοίταξε καλά και μου είπε :

- Ξέρεις ; … Θαρρώ πως αυτό που σε κάνει Ρωμίο ή Άγγλο είναι τ’ όνομα. Εσένα πως σε λένε ;
- Μάγκα.
- Λοιπόν είσαι Ρωμιός. Εμένα με λένε Μπόμπη, ώστε είμαι Άγγλος. Και η Ντέιζη είναι Εγγλέζα. Αυτή θα είναι η αλήθεια.

Μα βέβαια αυτή είναι η αλήθεια. Από τη χαρά μου έδωσα μια γλειψιά του Μπόμπη και ξανάφυγα τρεχάτος. «Είναι και μερικά άλογα που δεν είναι καθόλου κουτά», είπα μέσα μου.





[1] Πηνελόπης Δέλτα, «ο Μάγκας», σ. 21-24, εκδόσεις Μίνωας 1998.