Ο φόβος της ανεργίας[1]
Είκοσι ρουπίες και είκοσι παΐζα δεν είναι πολλά λεφτά, αλλά μπορεί να σου στοιχίσουν τη δουλειά σου και την καριέρα σου και επομένως τη ζωή σου. Το καταλάβαμε αυτό εκείνο το απόγευμα, όταν μας τηλεφώνησε ο Ντας και μας είπε ότι έχουμε δεκατρείς μέρες για να βρούμε το πρόβλημα και να το διορθώσουμε. «Μετά, είμαι υποχρεωμένος να το πω στα αφεντικά μου», είπε, χωρίς να επεκταθεί περισσότερο, πράγμα πολύ ευγενικό εκ μέρους του, δεδομένου ότι είχε δεχτεί τη δική μας προσφορά για το λογισμικό της εταιρείας του – λογιστήριο και αποθήκη – απορρίπτοντας προσφορές από μεγάλες εταιρείες σόφτγουερ, κι αυτό σε μια επιχείρηση όπου πίστευαν ότι τα κομπουτεράκια είναι αναξιόπιστα σε σύγκριση με έναν καλό άβακα.
«Θα τον διώξουν, Ικμπάλ», είπε η Σάντια.
Ήταν μάταιο να της πω όχι για να την παρηγορήσω, ήταν φανερό ότι θα τον έδιωχναν τον Ντας. «Όχι αν βρούμε το πρόβλημα», είπα. Ο Ντας είχε προωθήσει την προσφορά μας, πηγαίνοντας κόντρα στους γέρους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, και τώρα, αν μάθαιναν ότι αυτό το πρόγραμμα, που είχε γραφτεί από γυναίκα, όχι μόνο κρεμούσε αλλά και τους έχανε λεφτά εδώ κι εκεί, λεφτά που εξαφανίζονταν χωρίς ίχνη στο διάστημα, θα τον πετούσαν στον δρόμο πριν από την τριμηνιαία συνέλευση των μετόχων. Για να μην πούμε τίποτα για τη δική μας πληρωμή, από την οποία είχαμε εισπράξει μόνο το ένα τρίτο.
[1] Βίκραμ Τσάντρα, «Ιστορίες της Βομβάης», Άρτα, σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή, σ. 212-213, εκδόσεις Bell Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη 1998.