«Καπιταλισμός», όπως λέμε «ζούγκλα»[1]
Στη δεκαετία του 1860 μια καινούρια λέξη προστέθηκε στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό λεξιλόγιο: ο «καπιταλισμός»[2] ... Ο παγκόσμιος θρίαμβος του καπιταλισμού είναι το επιφανέστερο στοιχείο της ιστορίας στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ήταν ο θρίαμβος μιας κοινωνίας που πίστευε ότι η οικονομική ανάπτυξη βασιζόταν στον ανταγωνισμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων, στο να αγοράζει κανείς τα πάντα, ακόμα και την εργασία, όσο το δυνατόν φθηνότερα και να τα πουλάει όσο το δυνατόν ακριβότερα. Σύμφωνα με την πεποίθηση των υπέρμαχων αυτού του συστήματος, μια τέτοια οικονομία, στηριγμένη στα γερά θεμέλια μιας αστικής τάξης, με μέλη της εκείνους τους οποίους η ενεργητικότητα, η ικανότητα και η ευφυΐα είχαν υψώσει στην τωρινή τους θέση και τους κρατούσαν εκεί[3], θα δημιουργούσε έναν κόσμο που θα τον χαρακτήριζε όχι μόνον η δίκαιη κατανομή του υλικού πλούτου, αλλά και η διαρκής εξάπλωση του διαφωτισμού, η προαγωγή του ορθού λόγου, ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπινων ευκαιρίων, η άνθιση των επιστημών και των τεχνών, με λίγα λόγια θα δημιουργούσε έναν κόσμο αδιάλειπτης και συνεχώς επιταχυνόμενης υλικής και ηθικής προόδου[4]. Τα λίγα εμπόδια που είχαν απομείνει στο δρόμο της απρόσκοπτης ανάπτυξης της ιδιωτικής επιχείρησης θα σαρώνονταν και αυτά.
...
Η περίοδος από το 1789 ως το 1848 σφραγίστηκε από μία διττή επανάσταση: τον βιομηχανικό μετασχηματισμό, που εγκαινιάστηκε και ως έναν μεγάλο βαθμό περιορίστηκε στη Βρετανία, και τον πολιτικό μετασχηματισμό, που συνδέθηκε με τη Γαλλία και ως ένα μεγάλο βαθμό περιορίστηκε σε αυτήν. Και οι δύο επαναστάσεις σήμαιναν τον θρίαμβο μιας καινούριας κοινωνίας, αλλά το αν θα ήταν η κοινωνία του θριαμβευτή φιλελεύθερου καπιταλισμού, του «αστού κατακτητή» όπως είπε ένας Γάλλος ιστορικός, ήταν πιο άδηλο για τους συγχρόνους από όσο για μας σήμερα. Πίσω από τους φορείς της αστικής πολιτικής ιδεολογίας βρίσκονταν οι μάζες, έτοιμες να μετατρέψουν τις μετριοπαθείς φιλελεύθερες επαναστάσεις σε κοινωνικές επαναστάσεις. Κάτω και γύρω από τους καπιταλιστές επιχειρηματίες κόχλαζαν οι δυσαρεστημένοι και παραγκωνισμένοι «φτωχοί χειρωνάκτες».
[1] Ε. Τζ. Χομπσμπάουμ, «Η εποχή του κεφαλαίου», αποσπάσματα από την Εισαγωγή, σ. 15-16, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996.
[2] Οι ρίζες αυτού του όρου μπορεί να ανάγονται στην προ του 1848 περίοδο, αλλά η επισταμένη έρευνα δείχνει ότι η λέξη «καπιταλισμός» δεν εμφανίζεται σχεδόν πουθενά πριν από το 1849 και δεν γίνεται τρέχουσα πριν από την δεκαετία του 1860.
[3] Στην ανάλυση αυτή παραγνωρίζονται βεβαίως παράγοντες όπως η «τύχη», το «αδίστακτο» του χαρακτήρα των χαρακτηριζόμενων ως «ενεργητικών» μελών της αστικής τάξης, ο απίστευτος κυνισμός των επιλογών τους, η «αναλγησία» τους σε σχέση με τις βασικές ανάγκες των συνανθρώπων τους, η «απάτη» ως εργαλείο ανέλιξης και τέλος η αύθμενη «φιλαργυρία» τους.
[4] Έννοιες, όπως, το δίκαιο, η ηθική, η πρόοδος, ακόμα και ο ορθός λόγος εμπεριέχουν σημαντικές δόσεις σχετικότητας, μεταβάλλονται χωροχρονικά και εξαρτώνται απόλυτα τόσο από τον υποκειμενικό, όσο και από τον συλλογικό προσανατολισμό. Το αντίθετο στον κεφαλαιοκρατικό ορθό λόγο δίκαιο εστιάζεται σε μία άλλου είδους κοινωνική ηθική, η δε πρόοδος αποσυνδέεται από τον πλουτοπαραγωγικό μονόδρομο και την αναγώνια αναζήτηση της υλιστικής ευημερίας.