Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Ερωτόκριτος

Μια διαφορετική ανάγνωση[1]

Επί δύο και πλέον αιώνας, ήτοι αφ’ ου οι Κρήτες πρόσφυγες μετεκόμισαν τα χειρόγραφα του Ερωτόκριτου εις Επτάνησον μέχρι σχεδόν των ημερών μας (1885) ουδείς αμφέβαλλε περί του τόπου της γενέσεως του ποιήματος· πάντες επίστευον και έλεγον ότι το ποίημα είναι Κρητικόν, και ότι εκ Κρήτης ήλθεν εις την άλλην Ελλάδα. Ο πρώτος εκδότης (ο του 1713) και πάντες οι μετά ταύτα, οι αναγνώσται και οι περιηγηταί οι περί αυτού ομιλήσαντες, και οι λόγιοι οι εξετάσαντες και οι κρίναντες αυτό από του Άγγλου Leake και εξής εθεώρουν ως βέβαιον και δεδομένον το πράγμα. Η πρώτη αμφισβήτησις διετυπώθη υπό του μεσαιωνολόγου Κ. Σάθα εν άρθρω δημοσιεύθέντι εν τω περιοδικώ Εστία κατά το 1885 (τομ. ΙΘ΄ φυλλ. 492) υπό τον τίτλον Έλληνες Στρατιώται[2]. Την γνώμην του ο κ. Σάθας διετύπωσεν ως εξής:

«Κακώς νομίζεται ότι ο Ερωτόκριτος εξήλθεν εκ της κεφαλής Βιτζέντζου του Κορνάρου. Ο Ενετόκρης ούτος έζη εν Σιτεία μετερχόμενος τον μνήμονα, εκ δε του διασωθέντος πολυτόμου συμβολαιογραφικού του αρχείου πειθόμεθα ότι μόλις εψέλλιζε το τότε εν Κρήτη ομιλούμενον ιδίωμα αγνοών και αυτούς τους ελληνικούς χαρακτήρας, αφ’ ου γράφει τα ελληνικά διά λατινικών γραμμάτων[3]. Η Κρητική διάλεκτος είχε τοσούτον επηρεασθή υπό της Ενετικής, ώστε ου μόνον τα τότε συντεταγμένα επίσημα έγγραφα βρίθουσι ξενισμών πρωτακούστων, αλλά και η νυν έτι λαλουμένη τηρεί μέγαν ρύπον ξενικής επιδράσεως[4]. Εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς είναι δυνατή η υπόθεσις, ότι εις πτωχός αλλόγλωσσος συμβολαιογράφος κατώρθωσε να συνθέση τόσον μακρόν έπος.

ο δε Ερωτόκριτος είναι καθαρόν Στρατιωτικόν ποίημα, αναφέρω ότι ο αρχικός του έπους πυρήν πρέπει να αναζητηθή εκτός της Κρήτης, εν Αθήναις ή εν Θεσσαλία, όθεν μετηνάστευσεν εις Κρήτην διά των ενταύθα ιδρυθεισών μετά το πέρας της Αραβοκρατίας Στρατιωτικών αποικιών· εν τη νήσω εγκληματισθέν ανεπτύχθη εν τω σημερινώ αυτού τύπω διά παρενθέσεως του μεγάλου επεισοδίου της προς τον Καραμανίτην μονομαχίας του Κρητός αρχοντοπούλου, ο δε Κορνάρος αντιγράψας ή και ελαφρώς διασκευάσας το πρωτότυπον προσέθηκε την εν τέλει περί αυτού δήλωσιν»

Ακόμη περαιτέρω προέβη ο Σάθας κατόπιν κατά το 1888 αποκαλών τον Ερωτόκριτον άντικρυς «Αθηναϊκήν εποποιΐαν»[5].

«Θεωρούντες την νυν Κρητικήν επεξεργασίαν ως γενομένην πολύ προ του 1538 εικάζομεν ότι το ποίημα κομισθέν εξ Αθηνών υπό των εις υποστήριξιν της επαναστάσεως του 1364 κατελθόντων Αθηναίων μετά του Αρχιεπισκόπου και μάρτυρος αυτών Ανθίμου, εκυκλοφόρησεν ως κατηχητικόν βιβλίον, ως και η τότε γνωσθείσα … Θησεΐς …»

«Τοιούτος ην και ο ημέτερος Ερωτόκριτος αναγόμενος εις τον λεγόμενον κύκλον της Αυλής του Έρωτος (Cour d’ amour) μετενεχθείς εξ Αθηνών εις Κρήτην, μεταφρασθείς δε προ του 1538 υπό του Κορνάρου εις την Κρητικήν διάλεκτον»

Η γνώμη άρα του Σάθα είναι τοιαύτη τις· ο πρώτος πυρήν του ποιήματος ανεφάνη το πρώτον εν Αθήναις, (ή εν Θεσσαλία) εις εποχήν πολύ παλαιάν, και ήτο στρατιωτικός, μετεκομίσθη δε εις Κρήτην μετά την ανάκτησιν αυτής υπό Νικηφόρου του Φωκά (κατά το 961) υπό των αποίκων των εγκαθιδρυθέντων εν αυτή μετά την εκδίωξιν των Αράβων. Έκτοτε ενεκλιματίσθη εν τη νήσω, όπου και προσέλαβε το επεισόδιον του Καραμανίτη, ο δε Κορνάρος ευρών το ποίημα κυκλούμενον εν Κρήτη το διεσκεύασεν ελλαφρώς και προσέθηκε τον εν τέλει περί εαυτού επίλογον.

Ομοία τις περίπου είναι και η εν τη Εισαγωγή της εκδόσεως του Κρητικού πολέμου του Ξηρουχάκη με την σπουδαίαν διαφοράν ότι ιεωρηθείσης, φαίνεται, λίαν υπερβολικής της αναδρομής μέχρι του 961, μετατίθεται η εις Κρήτην μετακόμισις του Ερωτοκρίτου κατά το 1364 ήτοι κατά την Επανάστασιν του Αγίου Τίτου, γενομένη υπό των κατελθόντων προς υποστήριξιν αυτής Αθηναίων μετά του Αρχιεπισκόπου Ανθίμου, προστίθεται δε ότι το Αθηναϊκόν ποίημα μετέφρασεν εις την Κρητικήν διάλεκτον ο Κορνάρος προ του 1538.

Την περί Αθηναϊκής καταγωγής του ποιήματος γνώμην του Σάθα εβασάνισε και επιτυχώς ανεσκεύασεν ο Α. Γιάνναρης[6]. Ο κ. Δημ. Καμπούρογλους ηθέλησε πώς να δώση χείρα βοηθείας εις τον Σάθαν ή μάλλον να μετριάση τον έλεγχον του Γιάνναρη δι’ ων λέγει[7] ότι ο «Σάθας μόνον περί του πυρήνος του έπους ωμίλησε και ουχί περί του όλου έπους όπως μάλιστα έχει τούτο σήμερον».

«Το δεικνύον … την γνώμην του Σάθα περί της εν Αθήναις υπάρξεως του πυρήνος του έπους του Ερωτοκρίτου είναι και το εξής. Εν τω Δ΄ μέρει του Ερωτοκρίτου (577-580) απαντώσιν οι εξής στίχοι:

Ώρισ’ ο Ρήγας το ζιμιό, κάνει και φέρνουσίν του
ρούχ’ αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδίν του
κόβγει τα ως τα γόνατα, και κούντουρα τα’ αφίνει,
κι ασούσσουμη κι ανέγνωρη η Αρετούσα γίνη

Παραδώξως δ’ αναγιγνώσκομεν εν τω περιηγητή Randolph εν των κεφαλαίω Θερμιά[8] ότι κατά παράδοσιν ανακοινωθείσαν αυτώ υπό του προξένου Giraud Πρίγκηψ τις των Αθηνών είχε κόρην καταστάσαν ένοχον εγκλήματός τινος και εξορισθείσαν· ταύτης προς μείζονα περιφρόνησιν έκοψαν τα ενδύματα κοντά μέχρι γονάτων και ούτως έχουσαν την εξώρισαν εις την νήσον. Αλλ’ αι Θερμιώτισσαι και κατόπιν άπασαι αι νησιώτισσαι του Αιγαίου Πελάγους εμιμήθησαν την προγκήπισσαν και έκοψαν αμέσως τα ενδύματά των (κούντουρα ως τα γόνατα)».

Διά της μελέτης … του καθηγ. Ν. Πολίτου[9] νέα εγένετο ανακίνησις του ζητήματος. Την γνώμην του ως εξής συγκεφαλαιοί ο κ. Πολίτης (σελ. 54).

«Πιθανώς το αρχέτυπον ποίημα εγράφη κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, ότι ήκμαζε το κράτος των Καραμανιτών, εν όσω ακόμη το κράτος των Οσμανιδών Τούρκων δεν είχε την σπουδαιότητα και την δύναμιν, την οποίαν ήρχισε προσλαμβάνον περί τα τέλη του αιώνος και δη από της εν Κοσσόβω μάχης (1385). Φαίνεται δε ότι εποιήθη ίσως εκτός της Κρήτης, εν χώρα Ελληνική μη φραγκοκρατουμένη, διεσκευάσθη δ’ ύστερον τπό τινος Κρητός, όστις δεν ήτο ο Βιτσεντζος Κορνάρος, ο άρχων της Καρπάθου ο τω 1476 γεννηθείς· ο δε τον δεύτερον επίλογον του Ερωτοκρίτου γράψας Βιτσέντζος Κορνάρος, πιθανώς ήτο απλούς αντιγραφεύς ολίγας και ασημάντους μεταβολάς επενεγκών εις το κείμενον».

Ο κ. Πολίτης, ως περίπου και ο Σάθας, πιστεύει διπλήν υπόστασιν του Ερωτοκρίτου, ήτοι παλαιοτέραν μορφήν, το αρχέτυπον ποίημα γενομένην ίσως εκτός της Κρήτης εις χώραν ελληνικήν μη φραγκοκρατουμένην (ουχί αναγκαίως τας Αθήνας) και νεωτέραν διασκευήν ή απλήν αντιγραφήν γενομένην υπό του Κρητός Βιτσέντζου Κορνάρου.


[1] Από την Εισαγωγή του Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι στον Ερωτόκριτο του Βιτζεντζου Κορνάρου, Δωρικός, Αθήνα 1991.
[2] Δέκα οκ΄τω έτη πρότερον ο Σάθας εν τω περιοδικώ «Ιλισσώ» (τομ. Α 1868-1869 σελ. 264-266) υπό την επιγραφήν Περί του ποιητού του Ερωτοκρίτου ακολουθεί την κοινήν παράδοσιν ότι δηλ. το ποίημα εγένετο εν Κρήτη και παραδέχεται ως πιθανόν ποιητήν τον Βιτζέντζον Κορνάρον τον αναφερόμενον εν συμβολαίω του 1561 δημοσιευθέντι εις την Συλλογήν Miklosich και Myller Acta et Diplomata graeca med. aevi vol III σελ. 264-265.
[3] Αι πληροφορίαι αύται του Σάθα περί του νοταρίου Σητείας Βιτζέντζου Κορνάρου και του αρχείου του είναι τελείως ανακριβείς.
[4] Δεν θεωρώ αναγκάιον ουδέ να αναιρεθώσι τα λεγόμενα του Σάθα περί του μεγάλου ρύπου ξενικής επιδράσεως εν τω Κρητικώ ιδιώματι. Αυτή η γλώσσα του παρόντος ποιήματος και ο κατάλογος των ξένων λέξεων εν αυτώ … μαρτυρεί το εναντίον. Αντίθετον εντελώς γνώμην έχει ο άλλος μεσαιωνοδίφης Legrand.
[5] Εστία τομ. ΚΕ΄ 1888 φυλ. 644 σελ. 275 «Αυτός ο Ερωτόκριτος η δημοφιλεστέρα των Αθηαναϊκών εποποιϊών ουδαμού μνημονεύων το χριστιανικόν όνομα άρχεται από εγκωμίου της θρησκείας των παλαιών Αθηναίων»
[6] Α. Γιάνναρη, Περί Ερωτοκρίτου, Αθην, 1889, σελ. 20-22.
[7] Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορία Αθηναίων, τομ. Α΄, εν Αθήναις, σελ. 291.
[8] Randolph, The pr;esent state of Morea, London 1687, σελ. 38.
[9] Ν. Πολίτου, Ερωτόκριτος εν Λαογραφία Α΄ σελ. 19-70.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

από την καταγωγή των λαών

ελληνικότητα[1]

Την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου από την αυγή της Ιστορίας με βόρειο σύνορο τον Γενούσο[2] ποταμό αποδεικνύουν οι αρχαιολογικές πηγές και παραδέχονται οι ονομαστότεροι επιστήμονες, Vl. Georgiev, P. Leveque, E. Leppore, NGL Hammond, Φ. Παπάζογλου, καθώς και οι έξοχοι Ηπειρώτες αρχαιολόγοι Δημ. Ευαγγελίδης, Φ. Πέτσας, Σωτ. Δάκαρης.

Μετά τον 11ο αιώνα διεισδύει στη Βόρειο Ήπειρο από βορειοανατολικά προς νότο ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα, που οφείλεται στην άφιξη από τα ενδότερα της χερσονήσου του Αίμου πληθυσμών, τους οποίους οι συγγραφείς αποκαλούν Αλβανούς, αν και το εθνωνύμιο τούτο δεν μαρτυρείται στην γλώσσα τους, οι ίδιοι δε αυτοαποκαλούνται σκιπετέρ, όρος – κατά τον Petar Skok – παράγωγος από το τοπωνύμιο Σκόπια (Scupi) με προσθήκη επιθήματος και επίταξη άρθρου. Εξάλλου σχετικά με την καταγωγή τους άλλοτε είχε γίνει πολύς λόγος για ιλλυρική. Όμως μεταπολεμικά οι εγκριτότεροι βαλκανιολόγοι I.I. Russu, M.D. Savic, V.I. Georgiev υποστηρίζουν ότι πρόκειται για Θράκες. Συνακόλουθα δεν γίνεται δεκτή και η αυτοχθονία των Αλβανών, την οποία παλαιότερα είχαν αποκλείσει επίσης διάσημοι βαλκανιολόγοι, όπως οι G. Weigand, Th. Capidan, Al. Rosetti.

Αφελλήνιση τμημάτων της Βορείου Ηπείρου επισυμβαίνει μετά την εξάπλωση των Οθωμανών, εξαιτίας του εξισλαμισμού. Η μεταβολή δεν είναι απότομη ούτε και ριζική. Κατά τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο «πολλοί αυτών συνδιαλλάσσουσι τας δύο θρησκείας, δίδοντες εις τα τέκνα δύο ονόματα, εν μεν τουρκικόν, επιβαλλόμενον υπό του ιμάμη κατά τα θρησκευτικά έθιμα του ισλαμισμού, εν δε χριστιανικόν, διδόμενον υπό ιερέως Χριστιανού, όπερ μένει και ως όνομα εν τη οικιακή εστία. Το αυτό δε δυνάμεθα να είπωμεν και περί της γλώσσης, ιδίως εν τη Βορείω Ηπείρω … Η αλβανική δεν ηδυνήθη ν’ αντικαταστήση την ελληνικήν, αλλ’ απλώς ετ΄χθη εις το πλευρόν αυτής»[3].

Ο Άγγλος Stanford[4] διατείνεται ότι από τη μελέτη της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και του χαρακτήρα των Αλβανών συνάγεται ότι κατά την αρχική καταγωγή τους αυτοί είναι γνήσιοι Έλληνες. Αυτό ισχύει και … για τους Τσάμηδες, για τους οποίους μάλιστα κατά τον παρελθόντα αιώνα ο Δ.Α. Παναγιωτίδης έγραφε: «Ποίησις δε παρ’ αυτοίς μόνον η Ελληνική δημοτική εστιν· … Οι Τσιάμιδες αρχηγοί, οίτινες ωδήγησαν τους ομοφύλους των εις μάχας, ή άλλως εγένοντο ακουστοί, εξυμνούνται πάντοτε Ελληνιστί· … Άπαντες … φορούσι την φουστανέλλαν πολύπτυχον και υπό ταύτην έχουσι την ιδίαν αυτών ερυθράν περισκελίδα (ποτούρι)»[5].

Σε παρόμοια γενική διαπίστωση με τα ίδια περίπου κριτήρια προβαίνει πολύ ενωρίτερα ο Δημήτριος Αινιάν (1800-1881), γραμματέας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, γράφοντας στα απομνημονεύματά του τα εξής: «Η δύναμις του Ομέρ Βρυώνη εσύγκειτο από Αλβανούς έχοντας την αυτήν ενδυμασίαν, τον αυτόν οπλισμόν και τα αυτά σχεδόν ήθη και έθιμα με τους Έλληνας»[6].

Ομοιότητα στην ενδυμασία επισημαίνει και ο Κοσμάς Θεσπρωτός γράφοντας στα 1830: «Τα φορέματα των ανδρών σχεδόν είναι τα αυτά παντού, και ομοιάζουν τα παλαιά Ελληνικά και Ρωμαϊκά στρατιωτικά. Τα όμοια φορούν και οι νυν Έλληνες …»[7]. … Ο Κοσμάς Θεσπρωτός παρατηρεί και άλλες σπουδαιότερες ομοιότητες: «Τους χορούς τους έχουν ως οι νυν Έλληνες …».

Η λαογραφική έρευνα αποκαλύπτει την ελληνικότητα των μουσουλμάνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γράφει: «Αυτοί οι αλβανόφωνοι μωαμεθανοί κατά τους γάμους και τας πανηγύρεις των άδουν ελληνικά άσματα, τα οποία οι εξισλαμισθέντες Έλληνες πρόγονοί των ετραγουδούσαν προ διακοσίων ακόμη ετών. Η ενδυμασία των, η κουρά των, αι κατασκευαί των οικιών των, τα κεντήματα, η βιοτεχνιά των, είναι ηπειρωτικά, η μουσική των, ολόκληρος ο λαϊκός των πολιτισμός τους συνάπτει προς την Νότιον Ήπειρον, η κοινωνική των διάρθρωσις, ξένη προς τας «φάρας» των Αλβανών. … Μέχρι των μέσων του ΙΗ΄αι. ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου υπήρξεν ορθόδοξος. Τότε αι καταπιέσεις ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, αλλ’ οι πλείστοι απέμειναν πιστοί εις την θρησκείαν των πατέρων των».

Την ελληνική καταγωγή τους δεν διστάζουν να ομολογήσουν οι ίδιοι οι εξισλαμισμένοι, όπως οι Σπαθιώτες: «Είμεθα μία φάρα με τους Έλληνας»[8]. Στην ομολογία της ελληνικότητάς τους προβαίνουν και μεγαλόσχημοι αξιωματούχοι επώνυμοι «Τούρκοι». Ο Λ. Μπέλλος διασώζει αποκαλυπρικό περιστατικό: «Ο Φράσαρης, αρχηγός του Τουρκικού στρατού κατά το 1854, ερίσας προς τους συνάρχοντας Τούρκους έρριψεν αυτοίς την ύβριν, ότι αυτός δεν είναι Κονιάρης, αλλ’ έχει προγόνους τους αρχαίους Έλληνας»[9].

[1] Από την εισαγωγή του Αχ. Γ. Λαζάρου στο βιβλίο του Rene Puaux, δυστυχισμένη βόρειος Ήπειρος, σ. 15 κ. επ., εκδόσεις Τροχαλία
[2] Σκούμπι
[3] Σπύρου Λάμπρου, «Ηπειρωτικά», Νέος Ελληνομνήμων 10 (1913) 376.
[4] An ethnological map of the European Turkey and Greece with introductory remarks on the distribution of Races, London 1877, 8.
[5] Δωδώνη, Εικονογραφημένον Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον 1 (1985) 76.
[6] Δ. Αινιανός, Απομνημονεύματα, Αθήναι, έκδοσις Γ. Τσουκαλά, 169.
[7] Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου. Προλεγόμενα και σημειώσεις Αθ. Ι. Παπαχαρίση, εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964, 35.
[8] Κ. Σκενδέρη, Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, έκδ. Β΄, εν Αθήναις 1928, 80.
[9] Λ. Μπέλλου, Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσης, εν Αθήναις 1903, 5.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Ελληνοτουρκική προσέγγιση ...

Μικρά Ασία
Η πτώση[1]

Όταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, διά του Αλεξίου Στρατηγοπούλου ηλευθέρωσε το 1261 την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους και κατάστησεν αυτή πάλιν πρωτεύουσαν του Βυζαντινού Κράτους, έπρεπε μοιραίως να στρέψη την προσοχήν του εις την Ευρώπην. … Η απειλή επανόδου των Φράγκων απασχολεί διηνεκώς τον Μιχαήλ. … Συνήψε το 1261 εις το Νυμφαίον της Μ. Ασίας συμμαχίαν προς τους Γενοάτας κατά των Βενετών και του φυγόντος Λατίνου αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Βαλδουΐνου Β΄. Η συμμαχία αύτη εστοίχισε πολύ , διότι έπρεπε να δοθούν ως αντάλλαγμα εμπορικά προνόμια, τα οποία εξήντλουν το Βυζάντιον. … Από του 1267 ισχυρός ηγεμών του βασιλείου Σικελίας – Ιταλίας, ο Κάρολος ο Ανδηγαυϊκός ανέλαβε αγώνα υπέρ των δικαιωμάτων του Βαλδουΐνου Β΄ και τούτο επροκάλεσε μεγάλας ανησυχίας εις τον Μιχαήλ. … Ο Μιχαήλ, δεξιός διπλωμάτης, κατώρθωσε να συνεννοηθή με τον βασιλέα Πέτρον τρίτον της Αραγωνίας, έχοντα και αυτόν κληρονομικά δικαιώματα, και έτσι ωργάνωσαν μαζί τον περίφημον Σικελικόν Εσπερινόν κατά της Γαλλικής κατοχής (1282). Ο Κάρολος Ανδηγαυϊκός αντί να εκστρατεύση κατά της Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να σώση την Σικελίαν. … Όλαι αυταί αι διπλωματικαί προσπάθειαι και επιτυχίαι έπρεπε να αξασφαλίσουν τον Μιχαήλ από επίθεσιν της Δύσεως … Υπερετίμησε δηλαδή … τους δυτικούς, όπως άλλοτε ο Αλέξιος Κομνηνός (1082) τους Βενετούς. Έτσι όμως παρημέλησε τα Μικρασιατικά σύνορα και τους ακρίτας και ηυκόλυνε τους Τούρκους επιδρομείς. … Εγκαταλείφθη η ορθή πολιτική της οχυρώσεως των συνόρων, η οποία ήρχισεν από του Μανουήλ Κομνηνού και εσυνεχίσθη μετ’ επιτυχίας υπό του Κράτους της Νικαίας[2]ντιθέτως οι Τούρκοι παρέλαβαν το ακριτικόν συνοριακόν σύστημα του Βυζαντίου και εις τούτου ώφειλαν μεγάλας επιτυχίας.

Ολίγας προσπαθείας κατέβαλεν ο Μ. Παλαιολόγος υπέρ της μ. Ασίας. Το 1269 ο Ιωάννης Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορος, εστάλη κατά των Τούρκων εις τον Μαίανδρον και εις την Καρίαν, αλλά δεν ηδυνήθη να τα σώση. Δεν ηδυνήθη να καταλάβη τα αντικρύ της Ρόδου παράλια, τα οποία χρησιμοποιούν τώρα οι Τούρκοι ως ορμητήρια πειρατικά[3].

Το 1278 ο υιός του Μιχαήλ Παλαιολόγου, Ανδρόνικος, ανέκτησε και ωχύρωσε τας Τράλλεις, όπως συνεκεντρώθη πληθυσμός εκ των ανοχυρώτων πόλεων και κωμοπόλεων του Μαιάνδρου. Αλλά μετά τέσσαρα έτη Τουρκομάνοι επολιόρκησαν την πόλιν, η οποία δεν είχεν αρκετά τρόφιμα και ύδωρ, την εκυρίευσαν, την ελεηλάτησαν και ηχμαλώτισαν είκοσι χιλιάδας κατοίκων[4]. Έκτοτε η πόλις επήρε τουρκικόν όνομα και έγινε πρωτεύουσα του εμιράτου του Αϊδινίου.

Ο υιός και διάδοχος του Μιχαήλ Παλαιολόγου, Ανδρόνικος Β΄, … μετά τον θάνατον του … Καρόλου του Ανδηγαυϊκού ενόμισεν ότι ηδύνατο να παραμελήση το ναυτικόν, το οποίον εν τούτοις είχεν ικανόν ναύαρχον, τον Αλέξιον Φιλανθρωπινόν. Αντιθέτως, οι Τούρκοι ωργάνωσαν πειρατικόν στόλον τη βοηθεία των Χριστιανών ναυτικών και ανελάμβαναν επιδρομάς εις τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους.

Ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός, «δεινός τα πολέμια», κατά τον Νικηφόρον Γρηγοράν (τ.1, σ.195), μετά Κρητών εθελοντών υπ’ αρχηγόν τον Χορτάτζην, επολέμησε γεννάιως, εκαθάρισε την περιφέρεια του Μαιάνδρου από τους Τούρκους και συνέλαβε πλήθιος αιχμαλώτων, των οποίων η αξία κατήντησε ίση με την του προβάτου[5]. Ο … Φιλανθρωπηνός απέβη ο ήρως, το ίνδαλαμα των Μικρασιατών, οι οποίοι ηγανάκτουν, διότι οι εν κωνσταντινουπόλει παρημέλουν την Μ. Ασίαν. Δι’ αυτό εύκολον ήτο να δημιουργηθή κίονησις υπέρ της ανακηρύξεως του Φιλανθρωπηνού ως αυτοκράτορος (1296). Η απόπειρα αύτη απέτυχε και ο Φιλανθρωπηνός ετυφλώθη … Και αργότερα όμως εχρειάσθησαν τον γενναίον Φιλανθρωπηνόν, όστις και τυφλός δεν ηρνήθη να υπηρετήση την πατρίδα του. Το 1324 απήλλαξε την Φιλαδέλφειαν από τους πολιορκούντας Τούρκους, το 1334 ηλευθέρωσε την Μυτιλήνην από επιδρομείς.

Μετά την κίνησιν υπέρ του Φιλανθρωπηνού ο Ανδρόνικος είναι δύσπιστος προς τους Έλληνας στρατηγούς … εδέχθη προθύμως τας υπηρεσίας Καταλανών μισθοφόρων … υπό την αρχηγίαν Γερμανού κουρσάρου … του Ρογήρου Ντε Φλορ, του «Ροντζερίου» των Βυζαντινών συγγραφέων. … Ο Παχυμέρης αναβιβάζει εις οκτώ χιλιάδας τον αριθμόν των μισθοφόρων τούτων Καταλανών και Αμογαβάρων[6]. … Οι Καταλανοί εστάλησαν κατά των Τούρκων της δυτικής Μικράς Ασίας, ήτοι κατά των εμιράτων Καρασή και Σαρουχάν. Προς τους Οθωμανούς Τούρκους δεν συνεκρούσθησαν καθόλου, ουδ’ επροχώρησαν ανατολικώτερα του Λοπαδίου. Κατ’ αρχάς επολέμησαν οι Καταλανοί κατά των Τούρκων του Αϊδινίου (1303), εβοήθησαν δε και εις απελευθέρωσιν της πολιορκημένης πόλεως Φιλαδελφείας[7]. Η Φιλαδέλφεια ήτο οχυρά πόλις με εμπιεροπολέμους κατοίκους και ηδύνατο να ανθίσταται επί πολύ εις τας επιθέσεις των Τούρκων. … επιέζετο από μακράν πολιορκίαν και υπέφερεν ένεκα ταύτης από μεγάλην πείναν. Και είχε μεν το ευτύχημα να κυβερνάται από αρχιερέα ονομαστόν, τον εκ Νικαίας Θεόληπτον, του οποίου «το της αρετής μέγεθος» τονίζει ο Γρηγοράς[8], αλλ’ η παράτασις της αγωνίας θα ωδήγει εις καταστροφήν, αν δεν επλησίαζαν οι Καταλανοί (1304). … Δυστυχώς οι Καταλανοί δεν εσυνέχισαν επωφελώς τας υπηρεσίας των εις το Βυζάντιον. Συνηθισμένοι εις τον βίον του αντάρτου και του πειρατού δεν ήτο δυνατόν να τηρήσουν τώρα πίστιν. … ήρχισαν να συνεννοούνται με τους Τούρκους και να λεηλατούν τους χριστιανικούς συνοικισμούς. … Ο γράψας την ιστορίαν της Καταλανικής επιδρομής Muntaner παρατηρεί[9]: «ωδηγήσαμε εις μαρασμόν όλην την Ρωμανίαν, διότι, πλην Κωνσταντινουπόλεως, Ανδριανουπόλεως, Χριστουπόλεως, Καβάλλας και Θεσσαλονίκης, δεν έμεινε πόλις που να μην παραδοθή εις το πυρ και εις την σφαγήν».


[1] Κωνσταντίνου Αμάντου, «Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων», σελ. 55 κ. επ., Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήναι 1955.
[2] Ν. Γρηγορ., τ. 1, σ. 138: «συνέβη προ βραχέος τους τας άκρας οικούντας φύλακας μετανάστας εκείθεν γενέσθαι δι’ ένδειαν των ετησίων λημμάτων, ά παρά των βασιλικών πρυτανείων ελάμβανον. Όπερ ως ουδενός άξιον παροραθέν εν αρχαίς μέγιστον ύστερον έδοξε Ρωμαίων ατύχημα και των μάλα μεγίστων αίτιον συμφορών» (πβ. Παχυμ. Τ. 1, σ. 19).
[3] Ο Παχυμέρης ομιλεί (τ.1, σ.311) περί ερημώσεως Μαιάνδρου, Καΐστρου και Καρίας και προσθέτει: «εώ λέγειν Τραχείαν, Στάδια, Στρόβιλον τε και τα αντιπέρα Ρόδου, ά χθες και πρώην υπό Ρωμαίοις τελούντα εχθρών εν ολίγω χρόνω εγένοντο ορμητήρια». Πολύ συγκινητική είναι η παρά Παχυμέρη (τ.2, σ.335) περιγραφη της καταστροφής του Ελληνισμού της Βιθυνίας επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου: «είδες … δε τότε … και τους περαιουμένους εις Πόλιν, απογνόντας ήδη την των ιδίων σωτηρίαν· και ο πορθμός ούτος εκάστης (ημέρας ;) μυρμηκιάν ανθρώπων και ζώων εδέχετο ουκ άνευ συμφορών των μεγίστων απαλλαγέντων. Ουδέ γαρ ην όστις ου των ιδίων απεθρήνει την στέρησιν, της μεν ανακαλουμένης τον άνδρα, της δε τον υιόν ή μην την θυγατέρα, άλλης αδελφόν ή αδελφήν και άλλης άλλο συγγενείας όνομα, πάντων δε ελεεινώς προκειμένων, των μεν εντός Πόλεως, των δε και εκτός παρ’ αιγιαλόν, … λείψανον φερόντων και ζωής και βίου. Νήπια δε και γυναίκες και οικτροί πρεσβύται προκείμενοι ταις οδοίς αλγείν εποίουν και τον μόνον ακούοντα».
[4] Ν. Γρηγορ., τ.1, σ.142: «ούπω μετά την κτίσιν τέσσαρες όλοι παρήθον ενιαυτοί και κυκλωσάντων των Τούρκων και περιστρατοπεδευσάντων εφ’ ικανόν, ηναγκάσθησαν ένδοθεν όσοι μη τη δίψη και τω λιμώ ετεθνήκεσαν εαυτούς τοις πολεμίοις προδούναι είκοσι χιλιάδων το πλήθος ου μείους υπάρχοντες, οι δη και απαγόμενοι δέσμιοι τους τελευτήσαντας εμακάριζον».
[5] Μαξίμου Πλανούδη, Επιστολαί, σ. 178 και 164: «κτείνει (ο Φιλανθρωπηνός) τους πολεμίους και τρέπει και ζωγρεία λαμβάνει και εξελαύνει και τα αυτών αφαιρείται και χώρους αναλαμβάνει τοις Ρωμαίοις προσήκοντας».
[6] Παχυμ. Τ.2, σ.333. – Ν. Γρηγορ. Τ.1, σ.220. Το όνομα Αμογάβαροι ή Αλμογάβαροι είναι αραβικόν (όπως το παλαιότερον Μαδραΐται) και σημαίνει στρατιώτας ικανούς διά τον κλεφτοπόλεμον. Ίσως ούτοι δεν ήσαν όλοι Ισπανοί.
[7] Παχυμ. Τ.2, σ.421. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης έγραψε περί αυτής (τ.1, σ.105): «μεγίθστη (η Φιλαδέλφεια) πόλις και πολυάνθρωπος και οπλίζεσθαι δυναμένους οικήτορας έχουσα και μάλιστα τοξείαν ασκούντας· αγχιτερμονούσα δε τοις περσικοίς ορίοις αεί διαμάχεσθαι τοις υπεναντίοις τούτους ποιεί και εθάδας πολέμου εργεται».
[8] Επιτάφιος λόγος του Νικηφόρου Χούμνου «εις τον μακάριον και αγιώτατον μητροπολίτην Φιλαδελφείας Θεόληπτον» εδημοσιεύθη υπό του J. Boissonade, Anecdota Graeca, τ.5, 1833, σ. 182. Αύτοθι σ.189 λέγεται ότι ο Θεόληπτος «εφρόνει ανδρικά και γενναία». Και ο Καντακουζηνός επαίνει τον Θεόληπτον (1, 67) και λέγει περί αυτού ότι «εις άκρον αρετής ήκει … και φρονήσεως ευ έχει και παιδείας της έξωθεν ουκ ολίγον μετέβαλε».
[9] Κατά L. Brehier, Vie et mort de Byzance, σ.422.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

πολιτική και οικονομία

Από τη διαμάχη πλουσίων και φτωχών στον αρχαίο ελληνικό κομμουνισμό[1]

Στα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, στο Σωκράτη που τον ερωτά «Τι ονομάζεις δήμο ;» ο Ευθύδημος απαντά: «Τους φτωχούς»[2].

Η δημοκρατία όμως δεν είναι η μόνη μορφή διακυβέρνησης των φτωχών. Ο Πλάτων φρονεί ότι από την πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών γεννιέται η τυραννία. Ο τύραννος είναι αρχικά ο προστάτης των φτωχών «που εξορίζει και φονεύει, ενώ αφήνει να καλλιεργείται η ελπίδα για απόσβεση χρεών και αναδασμό της γης»[3]. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι οι περισσότεροι τύραννοι υπήρξαν λαϊκοί ηγέτες, εχθροί των ισχυρών, από τους οποίους αφήρεσαν περιουσίες.

Φαίνεται λοιπόν ότι ο πλούτος και η φτώχεια καθορίζουν την πολιτεία. Ακόμα περισσότερο όμως, προκύπτει από αυτήν την ανάλυση ότι ο πλούτος και η φτώχεια είναι αιτία ταραχών, οδηγούν αναγκαστικά στην παραβίαση των νόμων, δηλαδή γεννούν τις επαναστάσεις. Ολόκληρο το βιβλίο VIII της «Πολιτείας» δίνει την εικόνα αυτής της παραβιάσεως των νόμων, που είναι η αιώνια πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η ολιγαρχική Πόλη είναι μια πόλη όπου πλούσιοι και φτωχοί «κατοικούν στον ίδιο χώρο και συνωμοτούν διαρκώς οι μεν κατά των δε». Η δημοκρατία εγκαθιδρύεται εις βάρος των πλουσίων με σφαγές και εξορίες. … Την ίδια γνώμη εκφράζει και ο Αριστοτέλης στην αρχή του βιβλίου VIII των «Πολιτικών»: «Στις ολιγαρχίες, οι πολλοί εξεγείρονται γιατί θεωρούν αδικία το να μην έχουν ίσα δικαιώματα, όπως ειπώθηκε προηγουμένως ενώ είναι ίσοι˙ και στις δημοκρατίες, είναι οι άριστοι που επαναστατούν γιατί έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους, μολονότι δεν είναι ίσοι με αυτούς».

Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένα φάρμακο γι’ αυτό το κακό. Γιατί η επανάσταση, η μεταβολή είναι καθαυτή κακή. Όλοι οι πολιτικοί συγγραφείς του 4ου πΧ αιώνα συμφωνούν σ’ αυτό το σημείο δικαιολογώντας την γνώμη τους, όπως ο Πλάτων, με μιαν αρμονική αντίληψη του συνόλου, είτε προσπαθώντας απλώς να δημιουργήσουν μια κοινωνική ισορροπία, εγγύηση ειρήνης και ευδαιμονίας για τους ανθρώπους. Στην αναζήτηση της ευτυχισμένης Πόλεως, είτε αυτή είναι ουτοπική είτε ρεαλιστική, προσπαθούν ιδίως να εξασφαλίσουν μια κοινωνική ισορροπία που φαίνεται καθαρά ότι πρέπει να βασίζεται σε μία καλύτερη κατανομή των αγαθών, ή τουλάχιστον στην εξάλειψη του υπερβολικού πλούτου και της υπερβολικής φτώχειας.

Ποιες είναι οι λύσεις που θα προτιμηθούν ; … Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρία ρεύματα στην ελληνική σκέψη, που δίνουν τρεις διαφορετικές λύσεις: το «κομμουνισμό», την ενίσχυση των μεσαίων τάξεων και τον «ιμπεριαλισμό»[4].

Οι «κομμουνιστικές» θεωρίες των Ελλήνων μας είναι γνωστές από κείμενα όπως τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα και την κριτική, τέλος, αυτών των θεωριών από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο ΙΙ των «Πολιτικών», κριτική που μας πληροφορεί για ορισμένες θεωρίες, όπως του Φαλέα του Χαλκηδονίου ή του Ιπποδάμου του Μιλησίου, που γνωρίζουμε μόνο από το κείμενο του Αριστοτέλη.

Οι «Εκκλησιάζουσες» μια σάτιρα που στρέφεται ταυτόχρονα εναντίον των γυναικών και εναντίον των «κομμουνιστικών» θεωριών. Το ενδιαφέρον του έργου έγκειται ακριβώς στο θέμα του, που δείχνει πράγματι ότι τέτοιου είδους ζητήματα ήταν αρκετά γνωστά στο λαϊκό κοινό της Αθήνας, για να μπορούν να ανεβαστούν στην σκηνή. Το πρόγραμμα της Πραξαγόρας είναι πολύ απλό: όλα τα αγαθά θα γίνουν κοινά, όχι μόνο τα ακίνητα αλλά και τα κινητά, το χρήμα και οι δούλοι και τέλος τα καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και τα ρεβύθια. Η αναμορφώτρια δικαιολογεί ως εξής το σχέδιό της: δεν πρέπει πια ο ένας να είναι πλούσιος, να διαθέτει τεράστια αγροκτήματα, πολλούς δούλους, ενώ ο άλλος, δυστυχισμένος, στερημένος από τα πάντα δεν έχει ούτε μία γωνία γης για να ταφεί μετά τον θάνατό του[5].

[1] C. Mossè, «Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας», σ. 293 κ.επ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
[2] «Απομημονεύματα», IV, 2, 37: - Και τι νομίζεις δήμον είναι ; - Τους πένητας των πολιτών έγωγε
[3] «Πολιτεία», 566a: και ανδρηλατή και αποκτεινύη και υποσημαίνη χρεών τε αποκοπάς και γης αναδασμόν.
[4] Ο συγγραφέας υιοθετεί εδώ μια πιο εύχρηστη ορολογία. Είναι φανερό ότι αποδίδει σ’ αυτούς τους όρους μια εντελώς ειδική σημασία, διαφορετική από εκείνη που απέκτησαν στον σύγχρονο κόσμο.
[5] Αριστοφ., «Εκκλ.», στ. 590-594.