Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Μεγάλες Μάχες

Μυριοκέφαλο[1]

Το έτος 1176 μΧ υπήρξε σταθμός τόσο για την πολυκύμαντη βασιλεία του Μανουήλ Κομνηνού, όσο και για το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Έτσι, αφού συγκρότησε ένα πολυάριθμο εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από Ρωμαίους, Φράγγους – υπό τον γυναικαδελφό του Βαλδουΐνο – Κουμάνους, Πατζινάκες και Τουρκοπώλους[2], αποφάσισε να συντρίψει το επίφοβο κράτος του Σουλτανάτου του Ρουμ καταλαμβάνοντας το Ικόνιο. Για να αποτρέψει την αποστολή ενισχύσεων από τους Δανισμενίδες της Σεβάστειας προς το απειλούμενο Σουλτανάτο του Ικονίου, απέστειλε εναντίον της Αμάσειας του Πόντου που βρισκόταν υπό την κυριαρχία τους, και σε μικρή απόσταση από τη Σεβάστεια, έτσι ώστε να την απειλεί άμεσα και εκείνη, ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από 15 έως 20 περίπου χιλιάδες Παφλαγόνες, υπό τον Ανδρόνικο Βατάτζη. Ενώ ο ίδιος επικεφαλής των υπολοίπων ισχυρών δυνάμεων από 40 περίπου χιλάδες άνδρες, διέσχυσε τη Φρυγία με κατεύθυνση το Ικόνιο. Η πορεία όμως εξαιτίας των τεράστιων εφοδιοπομπών και προπαντός των αναρίθμητων αμαξών που μετέφεραν τις πολυάριθμές πολιορκητικές μηχανές, που ήταν απαραίτητες για την κα΄ταληψη του Ικονίου, ήταν εξαιρετικά βραδεία. Ο Σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν Β΄[3] επιχείρησε αρχικά να ανακόψει ή να επιβραδύνει όσο το δυνατόν περισσότερο την πορεία, ώστε στο τέλος να καταστεί αδύνατη η εκστρατεία λόγω της επερχόμενης έλευσης του χειμώνα, εξαπολύοντας κατά των Ρωμαϊκών φαλάγγων το ιππικό του με αποστολή να καταστρέψει τη χορτονομή και να δηλητηριάσει τα πηγάδια και τις πηγές που βρίσκονταν κατά μήκος της διαδρομής. Παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε η στρατιά εξαιτίας των ελλείψεων και των ασθενειών που καταταλαιπώρησαν το στράτευμα και που προκαλούντο από τις εχθρικές επιδρομές ενάντια στην χορτονομή και τις πηγές ύδατος. Σε δεύτερη φάση, ο Κιλίτζ Αρσλάν, αντιλαμβανόμενος την εμμονή του Αυτοκράτορα, επιχειρεί να τον αποτρέψει προτείνοντας συνθήκη ειρήνης υπό ευνοϊκούς για την Αυτοκρατορία όρους. Ο Μανουήλ ήταν ανένδοτος. Επιθυμούσε να δώσει ένα τέλος στην κυριαρχία των Τούρκων επί του Μικρασιατικού οροπεδίου. Ήταν δε πεπεισμένος ότι αυτό έπρεπε να επιτευχθεί τώρα, που είχε την σαφή υπεροχή έναντι των αντιπάλων του. Διαφορετικά, πίστευε πως δεν θα το επετύγχανε ποτέ. Έπρεπε οπωσδήποτε η Αυτοκρατορία να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη και να επανέλθει στα παλαιά της σύνορα[4], εάν ήθελε να επιβιώσει στον εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόσμο της εποχής. Έτσι συνέχισε ακάθεκτος την πορεία προς το Ικόνιο, αποφασισμένος να εκκαθαρίσει οριστικά την κατάσταση αυτήν την φορά. Και ενώ μέχρι το Μυριοκέφαλο της Φρυγίας τηρούσε με ευλάβια όλους τους κανόνες για την ασφαλή πορεία της στρατιάς, φθάνοντας στα στενά του Τζυβρίτζη, απ’ όπου επρόκειτο υποχρεωτικά να διέλθει προκειμένου να βγει στο οροπέδιο του Ικονίου και όπου φαινόταν, όπως αναφέρει ο διασημότερος από τους Χρονογράφους της εποχής Νικήτας Χωνιάτης[5], πως οι Σελτζούκοι, έχοντας καταλάβει τα πρανή, θα επιχειρούσαν να εμποδίσουν την διέλευση του στρατεύματος, εντελώς αδικαιολόγητα και κατά παράβαση κάθε στρατιωτικού κανονισμού ο Αυτοκράτορας επέμεινε να διασχίσει αμέσως εκείνο το επίμηκες, απόκρημνο και αμμώδες φαράγγι με τις αλληλοδιάδοχες επτά στενές κοιλάδες, χωρίς να λάβει κανένα απολύτως μέτρο προφύλαξης. Έτσι αντί να επιδιώξει να εκκαθαρίσει προηγουμένως το φαράγγι από την παρουσία των αντιπάλων, για την οποία όχι μόνο είχε ενημερωθεί από τους ανιχνευτές, αλλά ήταν δυνατόν να τους διακρίνει και ο ίδιος ιδίοις όμμασι, αντί να εξαποστείλει εναντίον τους τα ελαφρά τάγματα με τους τοξότες και τους σφεντονιστές, εισήλθε στο φαράγγι και άρχισε να το διασχίζει σαν να επρόκειτο για στρατιωτική παρέλαση. Η εμπροσθοφυλακή κατάφερε να περάσει και να βγει ασφαλής στο οροπέδιο του Ικονίου, με ελάχιστες απώλειες, αφένος διότι οι Σελτζούκοι τους κτυπούσαν από μεγάλο ύψος με αποτέλεσμα τα βέλη τους και τα ακόντιά τους να μην έχουν ικανή διατρητική ικανότητα και αφετέρου γιατί οι επικεφαλείς τους στρατεύματος είχαν την πρόνοια να αναπτύξουν τοξότες δεξιά και αριστερά της διερχόμενης φάλαγγας, κρατώντας τους έτσι σε απόσταση ασφαλείας. Οι επόμενοι όμως δεν είχαν την ίδια τύχη. Οι Σελτζούκοι, αντιλαμβανόμενοι το σφάλμα τους, κατέβηκαν από τα υψώματα και αρχίζουν να προσβάλουν εκ του σύνεγγυς πλέον, την αμέσως επόμενη φάλαγγα Ρωμαίων, υπό τον Γεώργιο Μαυροζούμη και Φράγγων, μεταξύ των οποίων πολλοί Δανοί και κυρίως Άγγλοι τοξότες. Κατόρθωσαν έτσι να την συνθλίψουν με αμφίπλευρες επιθέσεις στα πλευρά της. Καθώς οι στρατιώτες αδυνατούσαν αφενός να απαντήσουν αποτελεσματικά στον καταιγισμό βελών και ακοντίων που εκτοξεύονταν από τους Τούρκους και αφετέρου να αναπτυχθούν στο στενό περιβάλλον όπου ελάμβανε χώρα η σύγκρουση η συντριβή ήταν αναπόφευκτη. Ο Μανουήλ Κομνηνός, που ακολουθούσε παρακολουθούσε, ανήμπορος να βοηθήσει, την καταστροφή, καθώς μεταξύ των δικών του δυνάμεων και της φάλαγγας που δεχόταν την επίθεση παρεμβαλλόταν η επιμήκης φάλαγγα των εφοδιοπομπών και των μεταφερόμενων πολιορκητικών μηχανών και εξαιτίας της στενότητας του χώρου δεν έιχε καμία δυνατότητα παράκαμψής τους. Έτσι η σφαγή των Ρωμαίων και των Φράγγων εκείνου του κεντρικού τμήματος της στρατιάς, καθώς και των πολυάριθμων συνοδών των φαλάγγων ανεφοδιασμού, προσέλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Οι ρεματιές καλύφθηκαν από σωρούς πτωμάτων. Στην συνέχεια οι Σελτζούκοι συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους ενάντια στον Αυτοκράτορα που ακολουθούσε με το πλέον επίλεκτο τμήμα της στρατιάς, έχοντας πίσω του την οπισθοφυλακή. Γνώριζαν πολύ καλά πως αν δεν συνέτριβαν και εκείνον η νίκη τους δεν θα ήταν ολοκληρωτική. Τότε έλαβε χώρα μια εντυπωσιακά φονική σύγκρουση. Τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, που κατά διαβολική σύμπτωση έτυχε να είναι και στις δύο παρατάξεις τουρκικά, οι Σελτζούκοι του Ικονίου από το ένα μέρος και οι 20.000 και πλέον Κουμάνοι, Πατζινάκες και Τουρκοπώλοι του Αυτοκράτορα από το άλλο, ερρίφθησαν εναντίον αλλήλων με καννιβαλική διάθεση. Και ενώ κατεσπαράσσοντο μεταξύ τους ένα ισχυρό φυσικό φαινόμενο περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Αιφνιδίως σηκώθηκε ισχυρός ανεμοστρόβιλος καλύπτοντας το φαράγγι με σκόνη και περιορίζοντας την ορατότητα στο μηδέν. Το φαινόμενο αυτό είχε διάρκεια, με αποτέλεσμα οι μαχητές να αδυνατούν να διακρίνουν τον αντίπαλο. Έτσι φίλοι και εχθροί αλληλοεσφάζοντο μανιωδώς. Όταν τέλος εξασθένησε η ορμή του ανέμου και η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει το θέαμα που αντίκρισαν οι λίγοι επιζώντες ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Τα δύο στρατεύματα είχαν σχεδόν πλήρως αλληλοεξοντωθεί. Η δίοδος είχε καλυφθεί από απειράριθμα σώματα. Η περίφημη μάχη του μυριοκέφαλου της Φρυγίας της 17ης Σεπτεμβρίου 1176 μΧ κατέληξε απρόοπτα στην αλληλοεξόντωση των δύο κυριοτέρων διεκδικητών του Μικρασιατικού οροπεδίου, που έκτοτε φθίνουν ραγδαία. Αυτή η αλληλοεξόντωση ήταν και ο λόγος που ανάγκασε τον Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ να διατάξει, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη την πεοεκτομή των πεσόντων ώστε να μην είναι ευχερής η διάκριση μεταξύ των περιτετμημένων λόγω θρησκείας στρατιωτών του Ικονίου και των απερίτμητων λόγω Σαμανισμού Πατζινάκων και Κουμάνων Τούρκων μισθοφόρων του Αυτοκράτορα και συγχρόνως να προτείνει επί του πεδίου της μάχης στον εγκλωβισμένο Μανουήλ Κομνηνό και τους επιζώντες της στρατιάς συνθήκη ειρήνης με πολύ ευνοϊκούς όρους για την Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, έχοντας πλήρη συναίσθηση του μεγέθους της καταστρεπτικής ήττας του Μυριοκέφαλου, την παρομοίωσε, και πολύ ορθά άλλωστε, με την καταστροφή του Ματζικέρτ[6]. Πράγματι η δεύτερη αυτή καταστροφή οριστικοποίησε την απώλεια της Κεντρικής και Νότιας Μικράς Ασίας, απώλεια που είχε ήδη επέλθει με την πρώτη καταστροφή. Η βασική όμως διαφορά με την μάχη του Ματζικέρτ ήταν ότι ενώ αυτή οφειλόταν σε καθαρή προδοσία, προ και κατά την διάρκεια της μάχης, η καταστροφή στο Μυριοκέφαλο οφειλόταν αποκλειστικά στην λανθασμένη στρατηγική του ίδιου του Μανουήλ, ο οποίος γνωρίζοντας την αλήθεια δεν άντεξε το ψυχικό άλγος και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα[7]. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ που προς στογμήν πίστεψε ότι ήταν ο αναμφισβήτητος νικητής της μάχης υπέστη οδυνηρή έκπληξη όταν οι έφιππες ορδές του, που είχαν σταλεί προς λεηλασία των παράλιων πόλεων που κατείχαν οι βυζαντινοί, εγκλωβίστηκαν από αυτούς κατά την επιστροφή τους στα φυλασσόμενα περάσματα του Μαίανδρου ποταμού και κατεσφάγησαν κατά μάζες.

[1] Νίκος Τσάγγας, Μάτζικερτ, σ. 231-234, εκδ. Γκοβόστη.
[2] Εκχριστιανισμένους Τούρκους.
[3] 1155-1192.
[4] Εννοούνται τα σύνορα, όπως ήταν πριν από την καταστροφή του Μάτζικερτ, πλησίον της λίμνης Βαν, το έτος 1071 μΧ.
[5] 1150-1215.
[6] 26 Αυγούστου 1071 μΧ.
[7] 1180 μΧ.