Έλληνες και Ξένοι την περίοδο του Αγώνα[1]
Οι Έλληνες πίστευαν πως … οι ξένοι δεν πρόσφεραν καμιά υπηρεσία στην Επανάσταση. Ο Lieber καταγράφει στο χρονικό του τις παρατηρήσεις ενός Έλληνα στη Μασσαλία : "Μόνο όσοι Ευρωπαίοι ξέρουν πραγματικά από πόλεμο και μάλιστα από μικροπόλεμο βουνίσιο[2] μπορούν να ωφελήσουν. Οι άλλοι είναι άχρηστοι. Δεν υπάρχει έλλειψη χεριών". Εκείνοι που ταξίδεψαν καταλάβαιναν πως αυτός ο άνθρωπος έβλεπε σωστά. Είναι μεγάλο λάθος να επιδιώξουμε και να επιβάλουμε σ’ αυτό το συγκεκριμένο πόλεμο, σ’ αυτό το λαό, ευρωπαϊκή στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία.
Την ψυχολογία των απογοητευμένων εθελοντών εξεικονίζει η αφήγηση του Γερμανού ανθυπολοχαγού Ferdinand von Kiesewetter. Παραπονείται αδιάκοπα : «Δεν μας έδωσαν τίποτα. Ούτε τους μανδύες που μας έταξαν. Από χρήματα μόνο το ένα έκτο. Ύστερα τίποτα. Έπρεπε να φύγουμε. Αλλά ήταν πια αργά. Και υποταχθήκαμε στη μοίρα μας. Δεν πολεμούσαμε πια από αγάπη στο ελληνικό έθνος, αλλά για την τιμή μας και την αυτοσυντήρησή μας. Όλος ο ενθουσιασμός μας για την ελληνική υπόθεση εξατμίσθηκε. Στον Έλληνα δεν βλέπαμε πια τον αληθινό πατριώτη, που πάνω από όλα τοποθετούσε την πατρίδα του, αλλά τον ύπουλο ληστή».
Οι απογοητεύσεις καλλιεργούσαν την εμπάθεια και οδηγούσαν σε επιπόλαιες κρίσεις. Οι Έλληνες, γράφει ο Kiesewetter, έχουν μια έκφραση κακίας στο πρόσωπο, πολύ ενοχλητική. Φαίνεται πως αυτή η έκφραση είναι εθνικό τους χαρακτηριστικό».
…
O William Parry, απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και φίλος του λόρδου Byron στο Μεσολόγγι, επισημαίνει τα αίτια της δυσαρέσκειας των Ελλήνων και του κακού τέλους των περισσοτέρων εθελοντών : «Η γενική αποδιοργάνωση, το χάος και η οικονομική αθλιότητα, η απουσία κεντρικού κυβερνητικό που οργάνου και μέσων για τη χρηματοδότηση του πολέμου δεν ευνοούσαν την επιβίωση ενός στρατιωτικού σώματος Φιλελλήνων. Έτσι, όλοι οι ξένοι που ήρθαν στην Ελλάδα, έπρεπε, για να συντηρηθούν, να καταπιέζουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο τους κατοίκους. Αλλά, επειδή οι Έλληνες δεν αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό για να υποταχθούν σε άλλον, σημειώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις, έγιναν φιλονεικίες, εκδηλώθηκε αντίσταση.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», σ. 104 επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
[2] Το είδος του πολέμου που σήμερα αναφέρεται με τον όρο «ανταρτοπόλεμος».